ΖΑΣΟΥΛΙΤΣ ΒΕΡΑ
Την τελευταία στιγμή εσκόνταψες
όπως δρομέας που σίγουρη τη νίκη
στην ιδέα των θεατών έχει,
όμως οι περιστάσεις,
μια κακή εκτίμηση,
οι κραυγές επιδοκιμασίας για τα σφάλματα
σου
από βαλτούς ιαχιστές (ποιος θα πει
πως κύριος είναι της ζωής
και της τύχης του),
κι οι μενσεβίκοι κέρδισαν μιαν οπαδό,
έναν εχθρό η ανθρωπιά τ' Ανθρώπου,
και συ τη φήμη του ανθρώπου που
αντάλλαξε
τη λεωφόρο μ' ένα αδιέξοδο δρομάκι.
ΓΙΑΤΙ ΑΓΑΠΩ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ;
Γιατί αγαπώ την ποίηση; Γιατί με ειρωνεία
Αυτή ποτέ της δεν γελά σ' ό,τι από μένα ακούσει.
Ποτέ της δε μ' απόδιωξε σ' οποιαν κι αν είχα χρεία
και πάντα ανοι' την πόρτα της το χέρι μου α’ την κρούσει.
Γιατί αγαπώ την ποίηση; Γιατί το πρόσωπο της
ποτέ της δεν απόστρεψε μ' αηδία ή με φρίκη
όταν επάνω στο κορμί τ' ωραίο και λεπτό της
τις ήττες μου εξέχυνα πασκίζοντας μια νίκη.
ΠΩΣ ΜΠΟΡΕΙ;..
(του Henry Constable)
Henry Constable κάποιο λάθος έχεις κάνει.
Τη Diaphenia κι αν καμία δεν τη φτάνει
Σ’ ομορφιά, κι αν απ’ τον Πάρι το στεφάνι
Αν εζούσε θα ’χε αυτή τότε κερδίσει…
Δεν μπορεί μια παρθένα ν' αγαπήσει.
Αν εσύ την αγαπάς όσο τ' αρνιά σου
Κι αν ιππεύοντας στη ράχη του Πήγασου
Της χαρίζεις το πιό ωραίο ποίημα σου
Μη ζητάς ξερό ένα ξύλο να καρπίσει…
Δε μπορεί μία παρθένα ν’ αγαπήσει.
Παρομοιάζεις με τα ρόδα τη μορφή της
Και γλυκύτατο υποθέτεις το κορμί της
Αλλ’ ακόμα κι αν επήγαινες μαζί της
Ούτε αυτό στο πρόβλημά σου θα ’ταν λύση…
Δε μπορεί μία παρθένα ν’ αγαπήσει.
Το γλυκό κανείς μεθύσι αν δεν ξέρει
Πως μπορεί για το κρασί να υποφέρει;
Να ποθήσει ο τυφλός μπορεί τ’ αστέρι;
Henry Constable έχεις άδικα ελπίσει...
Δεν μπορεί μία παρθένα ν' αγαπήσει!
ΚΛΕΙΣΤΟΙ
Κλεισμένο είμαστε σεντούκι σε βυθό θάλασσας
που δεν αφήνει ούτε του νερού το γλείψιμο
κάπου την επιφάνεια του να παραβιάσει.
Νεροδίνες μας δονούν και μας τραντάζουν.
Ρεύματα παλιρροϊκά μας χτυπούν, κύματα
μας παίρνουν και μας πάνε και μας παν,
χτυπώντας μας σε βράχια βαθυθάλασσα.
Και κλεισμένοι μένουμε για πάντα
κι άμαθοι για το τι 'ναι το νερό
που δίχως έλεος το κλειστό κασόνι μας
τόσο το τυραννεί και το τρομάσσει.
Κλειστοί. Χωρίς ουτ’ ενός τάφου άνοιγμα.
Κλειστοί στην άγνοια και στην αιωνιότητα.
ΟΙ ΧΟΟΥΜΛΕΣ
Φορτωμένα τα πράγματα στο καροτσάκι τους
που με τα χέρια σπρώχνουν,
αμίλητοι, ήρεμοι, σκεφτικοί προχωρούν,
πίσω τους όλο τον κόσμο περίφροντιν αφήνοντας.
Σε μαύρες σακούλες μέσα, για προστασία
από μάτια αδιάκριτα
την περιουσία τους όλη κλείνουν.
Ρούχα με όλη τους τη γύμνια ντυμένα,
σαν να 'χει ο καιρός δέσει απάνω τους
φορούν.
Παρακαλεστικό το μάτι ποτέ δεν βλέπει,
Και μάταια η ζωή
σκυλιασμένη τους ακολουθεί,
ευκαιρία γυρεύοντας
θύματα κι αυτούς υποτακτικά της να τους κάνει.