ΤΟ ΠΡΑΟ
Χαμένες στου νου τα βαθιά τα υπόγεια
χαμένες μακριά απα' στην άπλα της γης
κι αυτές κι όσα δε μου ψιθύρισαν λόγια
κι αυτές κι οι κενές τους ματιές οι αναιδείς.
Πώς μάκρυναν έτσι οι σκιές των Πραγμάτων.
οι άνθρωποι, οι τόποι, το Τώρα, το Εδώ...
πώς έχει θαμπώσει η υφή κι η έννοια των
κι εγίνη η θωριά τους θολή, αναιμική…
Να είναι που τάχα όσο πάω γερνάω
και λιώνει το σώμα και μένει η ψυχή
και τώρα αρχινάν τα δικά της τα μάτια
να βλέπουν; “Τα μάτια”!.. Φαιδρά που αντηχεί!...
Γιατί στου τρανού Μηδενός τ' άγια πλάτια
το Τίποτα βρίσκεται μόνοn το πράο.
ΣΥΝΕΥΡΕΣΕΙΣ
Η Δείλια των Συμπάντων
και ο Ανεύθυνος των Ουρανών
βρεθήκανε πάνω στη γης μια μέρα.
Εκείνη τρέμοντας σε κάθε αγεροφύσημα
κι Εκείνος έχοντας ξεχάσει και γιατί ήρθε.
“Έτσι ως τρέμουνε μ’ αρέσουνε τα στήθια σου” της είπε.
«Φοβάμαι», είπε αυτή,
“ως και τις μύγες που πετάνε.
Πάρε με στην αγκάλη σου και ’σύχασέ με.”
“Έτσι όπως σ’ έχω εδώ κλεισμένη
κι έτσι που τίποτα να κάνουμε δεν έχουμε άλλο
τι θα ’λεγες ν’ αφήσουμε παιδί ένα ’δώ;”
“Αν έτσι θέλεις ναι. Μα φύλαγέ με
από τις σκιές κι από της χλόης το πράσινο”
Και τήνε σφιχταγκάλιασε αυτός
πόθο γεμάτος, τέτοιον,
που οι φοβισμένες μόνο οι γυναίκες
στον άντρα τον εγωιστή γεννάνε.
Και μήνες ύστερα εννιά
γεννήθηκε το έθνος των ελλήνων.
ΑΤΙΤΛΟ
Επειδή
τα χείλη του αιδοίου
τρίβονται
κατά τη βάδιση
τόνα με τάλλο
θα πάω αύριο στη συγκέντρωση
ΝΙΚΟΣ ΡΩΜΑΝΟΣ
Ποιος τον είδε ντυμένον στ’ άσπρα,
έμφροντιν και αγγελικά ευφρόσυνον
να διαβαίνει καταμεσήμερο
ανάμεσα στ’ άνθη του κήπου της Δικαιοσύνης;
Οι ξαγρυπνισμένες νύχτες που άϋπνες,
πάνω στο ξύλινο κρεβάτι τους πλαγιάζουν,
τον ζητούν σύντροφό τους.
Όμως εκείνος
τη συντροφιά σ’ όλους μια μέρα θα φέρει
και τη γαλήνη
και το πρωί.
Οι δρόμοι ανοίγονται μπροστά του
όπως μπουμπούκια στην Άνοιξή τους.
Ποιος τον είδε
κρατώντας τον ανθό της λευτεριάς
και το χαμόγελο της ευτυχίας φορώντας
να πετάει
προς τους ανθρώπους πηγαίνοντας;
ΠΙΣΤΆ
(1984)
Ιδού λοιπόν εφτάσαμε στο χείλος της αβύσσου
Που μέχρι τώρα ήτανε ιδέα μακρινή.
Αφήνουμε ξοπίσω μας μιά ζήση σκοτεινή
Μέσα σ’ ονειρομύριστα φύλλα να πλέει ναρκίσσου.
Αφήνουμε να δέρνεται μια μάνα αγαπημένη
Που καί νεκρούς θα λέει για μας μιλώντας «το παιδί»,
Μιάν αδερφή που θάκανε το παν για να μας δει
Προτού στην τρύπα πέσουμε αυτή την πεινασμένη.
Λοιπόν εμπήκαμε κι εμείς στο σχήμα του ανθρώπου
Με τις μεγάλες λύπες του και τις φτηνές χαρές.
Τώρα άλλη μιά όπως πολλές στο παρελθόν φορές
Στη μέγα ετούτη κάμινο εντός θα πέσουμε όπου,
Όλα τα πριν αλέθονται κι απ’ το καθάριο τήγμα
Ελπιδοφόρα κι άσκεφτα γεννιούνται τα μετά
(Οπου η σκέψη αντριώνεται η ζήση δεν κρατά)
Όλων των προϋπαρξάντων τους και των μελλόντων μίγμα.
Κι απ’ τη ζωή που πέρασε και τώρα εδώ τελειώνει
Ακολουθώντας μας πιστά μέχρις εδώ έχει ’ρθει
Και στης αβύσσου το χαμό μαζί μας θα ριχτεί
Μιάν αγκαλιά θανατερό, κρύο κι ολάσπρο χιόνι.
ΕΓΩΜΟΝΙΣΜΟΣ
Σε μια στιγμή μονάχα εγώ
τον κόσμο έπλασα όλο
και τώρα πια τόνε τρυγώ
γλυκόν και φεγγοβόλο.
Εγώ ο μέγας ο Ποιητής
Εγώ ο μέγας Χτίστης
Εγώ ο μέγας Ασκητής
Εγώ ο μέγας Μύστης.
Εγώ που όταν όλα αυτά
τα είδα τελειωμένα
με ικανοποίηση βαθιά
κοίταξα το καθένα
κι αυτά χωρίς να μου το πουν
τα ’βαλα στο πλευρό μου
και τους επέτρεψα να ζουν
στον κόσμο τον δικό μου.
ΚΑΤΑΛΗΨΗ!
(φοιτητές)
«Κατάληψη! Κατάληψη!
Να κλείσουν τα σχολεία
Που μάς κρατούν αγράμματους!
Πού είναι τα βιβλία
Να γέψουμε το νάμα τους;
Πού είναι οι δασκάλοι
Με γνώσεις στο κεφάλι;
Πού είναι οι αίθουσές μας
Οι απλές και καθαρές μας;
Πού είναι το παιχνίδι μας;
Πού η ανεμελιά μας
(το ακριβό στολίδι μας!)
Πού η ζεστή φωλιά μας;
Πού η μεγάλη αυλή μας
Που τέρπει την ψυχή μας;
Πού είναι η χαρά μας;
Πού-πού τα όνειρά μας;
Χάθηκαν-πάνε όλα
Τα ωραία και φεγγοβόλα!
Από εμάς τα πήραν-
Στη λάσπη τα εσύραν!
Και βίλλες εγινήκαν.
Σε τράπεζες εμπήκαν.
Και γίνανε πισίνες
Και κρουαζιέρων μήνες΄
Κι αντί να γίνουν τόποι
Για νέο και παιδί
Μεγάλων γνεντοκόπι
Εγίναν και χλιδή-
Σε σπίτια υπουργών
Απάνθρωπων κι αισχρών.
Εκεί είναι τα σχολειά μας
Κλαμένα μακριά μας.»
Πίσω και πάλι πάρτε τα!
Με πάθος διεκδικήστε
αυτό που σας στερήσανε!
Και φειδωλοί μην είστε,
σε όποια πράξη ενάντια τους
σας σπρώχνει η θεία ορμή σας:
οι αδικημένοι όπου γης
παλεύουνε μαζί σας.
Κατάληψη! Κατάληψη!
Κι εκείνη αν δε φτάσει,
τότε το χέρι σας Καλοί,
μαχαίρι! όπλο! ας πιάσει.
Τον λιόντα , μον’ του κυνηγού
η σφαίρα θα τον χάσει.
Τα ξόανα τώρα ειν’ άχρηστα΄
ένας ο Θεός: Η ΔΡΑΣΗ!
Με τις ανούσιες δε θα ’ρθει
η νίκη συζητήσεις
Δε θέλει κανακέματα
και γλείψιμο όπου φτύσεις.
Δε θέλει «σας παρακαλώ»,
δε θέλει «ελεήστε!..»
Θέλει έργα. Θέλει πόλεμο.
Θέλει ζωές να σβήστε.
Θέλει στα μάτια φλόγισμα.
Θέλει στο χέρι αξιότη.
Θέλει την άκρατην ορμή
της νιότης σας την πρώτη.
Θέλει αλήθειες να ειπωθούν-
αλήθειες που ν’ αστράψουν
και κάθε σάπιο και μιαρό
για πάντα να το κάψουν.
Ελευτεριά να φέρετε!
γι αυτό ειν’ ο αγώνας!
Αν όχι, σκλάβους θα σας βρει
κι ο άλλος ο αιώνας.
Στεφάνια αν θέλετε χρυσά
η Δόξα να σας πλέξει,
δεν είναι «ζητιανέψετε»,
«αρπάξτε!» είναι η λέξη!
Κανόνες που εθέσπισαν
οι φαύλοι αν ακλουθάτε,
μες στο τσουβάλι τους δετοί
πάντοτε θα μετράτε.
Το κράτος τους συθέμελα
να τρέμει αν δεν το κάνεις
ζήτουλας τότε κι έζησες,
ζήτουλας θα πεθάνεις.
Αγκάθι αν πολύαλγο
δε γίνεις στο πλευρό τους
τότε νερό είσαι γάργαρο
για τον νερόμυλό τους.
Στην άκρια η πέτρα αν δε βαλθεί
άβατος μένει ο δρόμος.
Αν δεν σκοτώσεις το θεριό
δε σταματάει ο τρόμος.
Από τα νιάτα δεν ζητά
ο λαός μακάριον ύπνο.
Γεύμα ζητάει γιορτινό
κι ίδιο για όλους δείπνο.
Δε θέλει να κρυβόσαστε
πίσω από τα βιβλία.
Θέλει ακράτηγη ορμή.
Θέλει οργή και βια.
Εβγάτε και αστράψετε
μον’ νιάτα όπως μπορούνε:
που ως και τ’ αστέρια όταν σας δουν
κι εκείνα να κρυφτούνε!
Για να φλογίσει, νέοι μου,
ο ήλιος της Πατρίδας
θέλει-η Αχόρταστη!-κορμιά
στη ρίζα κάθε αχτίδας.
Κατάληψη! Κατάληψη!
ΠΕΝΤΕ Η ΩΡΑ
Πέντε η ώρα απόγεμα.
Κατάρα!
Κόλαση!
Μαυρίλα!
Συννεφιά!
Ο ήλιος σκότος!
Η ζωή θανάτου μάσκα!
Απελπισία!
Φρίκη!
Φάσμα φαντάσματος η λογική.
Η ζωή αβάσταγη!
Δοσοληψίες θανάσιμες και δολερές!
Πανύψηλα κύματα ανυπαρξίας!
Σκελετών κριγμοί!
Αχάλαστα τα υποστηρίγματα της άπνοιας!
Κι η ώρα είναι πέντε απόγεμα
Κι έχουμε ακόμα πολύν χρόνο
Κι έχουμε ακόμα χρόνο πολύν
Ως τα μεσάνυχτα…