ΟΙ ΣΟΛΙΩΤΗΔΕΣ
1.
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΣΟΛΙΩΤΗΣ
(Λέγεται ότι ο Νικόλαος Σολιώτης είναι εκείνος που έριξε το πρώτο ντουφέκι τού 1821 ενάντια στους τούρκους)
Πού' σαι μορφή θεόγνωμη κι ανθρωπινολαλούσα-
Πού είσαι ωρέ Όμηρε, ψυχή της Ρωμιοσύνης
Που η φτερωτή σου ακούραστα τραγούδησε η Μούσα
Τις Αχαιογέννητες πρωτιές της Παλικαροσύνης…
Πού ΄σαι να ψάλλεις τον αγνό και φλογερό μεσίτη
Που την Ελλάδα επάντρεψε με την Ελευθερία-
Όπου αρπώντας το άπελπο τ' Όνειρο από τη χήτη
Τούδωκε σάρκα και οστά και τόκανε Ιστορία;
Για του Χελμού τον αετό να ψάλλεις-για τον ήρω
Τη ντουφέκια του Σηκωμού που έριξε την πρώτη
Ενάντια σε προεστών βουλές κι αντίθετα στον Κλήρο:
Να ψάλλεις για τον ήρωα το Νίκο το Σολιώτη.
Που τη λεβέντρα παίρνοντας ευχή του Παπαφλέσσα
Και μ' οδηγό τ' αδούλωτο των Καλαβρύτων πνέμα,
Ρίχτηκε μέσα στη φωτιά και στην αντάρα μέσα
Μπαίνοντας έτσι στης τιμής τo ατίμητο το ρέμα.
Που δεκατέσσερες Μαρτιού μες στ' Αγριδιού τις πόρτες
Πρώτος αυτός απ' τους Ρωμιούς σήκωσε το ντουφέκι
Και τους Τουρκούς που απείραχτοι μας ρήμαζαν ως τότες
Το τιμωρό του άγρια εκατάκαψε ντουφέκι...
Και στων αψιών των Αχαιών το δρόμο περπατώντας
Από τις τότε τις Αιγές μέχρι το τώρα Σόλος
Εξεσηκώθηκε ο λαός Σολιώτη ακολουθώντας
Κι αστράψαν τα Καλάβρυτα κι έλαμψε ο τόπος όλος.
Κι εγίνη η Επανάσταση που δίχως το Σολιώτη
Ποιος ξέρει αν γίνονταν ή αν κακάρχιστη δε σβηούσε-
Η σωφροσύνη η άπρεπη και η κρυμμένη αξιότη
Ποιος ξέρει αν σε χειρότερη σκλαβιά δεν οδηγούσε..
Ήρωα, έγνοια μη για μας θαμπώνει την ψυχή σου:
Οι Έλληνες μέσα στην καρδιά καλά κρατούνε ο,τι
Η λεβεντιά τους έμαθε η Καλαβρυτινή σου-
Κι όπου αγώνας για καλό, τραβούνε πάντα πρώτοι.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΛΙΩΤΗΣ
(αδερφός του Νικόλαου Σολιώτη.
Λέγεται γι αυτόν ότι, θέλοντας,
κοίταξε του ήλιο, και τυφλώθηκε)
-Τ' είναι που ζήταγες Γιωργή
Τον ήλιο σαν εθώρεις;
-Όλη τη μέρα μας θωρεί
Με το λαμπρό του μάτι
Και μπρος του σκύφτουμεν εμείς
Το βλέμμα το δικό μας.
Μα ένας Σολιώτης δεν μπορεί
Να προσκυνάει κανέναν
Όσο μεγάλος ειν’ αυτός
Κι όσο ψηλά κι αν στέκει.
-Οποιος τον ήλιο Γιώργη δει
Μέρα δεν ξαναβλέπει.
-Το ’ξερα. Ώρα όμως πολλή
Μ’ ορθό μου το κεφάλι
Τον είδα. Κι έγινα έτσι δα
Εγώ τρανότερός του.
-Και πώς θα ζεις έτσι χωρίς
Το γλυκοφώς να βλέπεις;
-Άκου αδέρφι τι θα πω.
Τον ήλιον όταν είδα
Γύρω μου εχύθη σκοτεινιά.
Εχάθηκε το φως μου.
Και όταν είχαν βυθιστεί
Όλα στη μαύρη νύχτα
Να ξεπροβάλει αρχινάει
Από τα μάκρη πέρα
Εν' άλλο φως πιο φωτεινό
Και πιό γλυκό απ’ του ήλιου.
Και φιλικά και χαρωπά
Γοργότρεξε κοντά μου,
Κι όπως το άνθος η δροσιά
Ετύλιξέ με όλον.
Κι ήταν σα να ’λειπε η ψυχή
Και τώρα ήρθε στο σώμα
Κι από νεκρό που ήταν αυτό
Τώρα ζωή γεμάτο.
Κι αυτός ο ήλιος ο λαμπρός
Εθρόνιασεν εντός μου
Σαν να περίμενεν αυτή
Την πράξη μου για να ’ρθει.
Κι ειν' άσωστο το φως αυτό
Και νύχτα δεν γνωρίζει.
-Λένε πως η αρρώστια αυτή
θανατερό έχει τέλος.
-Όποιος γνωρίσει τέτοιο φως
θάνατο δεν φοβάται.
Κι εγώ το γνώρισα αδερφέ
Και θάνατο δεν έχω.
-Κι αφού δεν είναι ηλιοφώς
Πώς λεν το νιό το φως σου;
-Ελευτεριά! αδέρφι μου -
Ελευτεριά το λένε!..