ΜΗΤΡΟΣ ΚΑΙ ΓΙΑΝΝΟΣ
(Ο Μήτρος να γενεί θέλει πολίτης
Κι ο Γιάννος ξεσπαθώνει σαν Θερσίτης)
ΓΙΑΝΝΟΣ
(Μιλάει θαρρώντας ότι είναι μόνος, ενώ ο Μήτρος τον ακούει, αθέατος από αυτόν)
Βρε κιόλας πώς επέρασε σχεδόν δεκαετία
Που άφησα την Ελληνική κι εγώ Δημοκρατία
Και μια φορώντας μοναχά μπλούζα, κι αυτή αμάνικη
Στη χώρα την ελεύθερη ήρθα την Αμερκάνικη…
Βρε δέκα πώς περάσανε χρονιές αφότου ο Μέγας
Ωκεανός μ' είδε κι εμέ πάνω του να περνώ
Κι ενώ το αερόπλανο κατάπινε τας λεύγας
Εγώ είχα την αίσθηση πως τότε δεν γερνώ…
Αφότου η πατρίδα μου μου είπε «τραβά χάσου»
Κι εγώ υπάκουσα χωρίς αντίρρηση κι ευθύς,
Και με παρέα μόνη μου τα σάλια του Πηγάσου
Έφυγα τόνους παίρνοντας μαζί μου και κριθής…
Βρε κοίτα πώς περάσανε πεντάδες χρόνια δύο
Αφότου δίχως να μου πουν ή να ειπώ αντίο
Πήρα τα μπογαλάκια μου κι ήρθα στις ΕΠΑ τσιφ
Χωρίς ένα παράπονο, χωρίς να κάνω κιχ.
Και κοίτα πώς με διώχνουνε τώρα και από δω
Και άντε άλλη θάλασσα να βρω και άλλη οδό…
Βρε κοίτα πώς επέρασε μία δεκαετία
Αφότου τη μεγάλη μου άφησα πελατεία
Αφότου άφησα να κλαιν τους πατριώτες όλους,
Αφότου άφησα κλεψιές και ατιμίες και δόλους-
Που στην ωραία ακώλυτα τη χώρα μου ανθούν-
Αφότου αφήκα τον γλυκύ της χώρας μου τον χουν
Και ήρθα και την άραξα στου Βάλλεϊ την κοιλάδα
Που κάνει μια η συννεφιά και δέκα η λιακάδα…
Αφότου η Ελλαδίτσα μου η παρά θιν' αλός
Ξυπόλητη μία κλωτσιά μου έδωσε στα νώτα
Που "ευτυχώς" εσκέφτηκα "δεν είμαι Ιταλός
Αλλιώς η πού ’φαγα κλωτσιά θα ήταν από μπότα».
Βρε κοίτα πώς περάσανε δέκα χρονιές δω πέρα
Χωρίς να δω άσπρη κι εγώ ποτέ μου μιαν ημέρα
Χωρίς του φίλου τη χαρά, χωρίς της ζήσης δώρα
Σε θύελλα από θύελλα, σε μπόρα από μπόρα,
Βρε πώς περάσαν με χολή και ξύδι τόσα χρόνια
Χωρίς να βλέπω ζωντανά, χωρίς να βλέπω αλώνια
Χωρίς να τρώω ταραμά, χωρίς να κλέβω φόρους,
Χωρίς παζάρια ν’ αρχινώ ατέλειωτα μ’ εμπόρους…
Χωρίς να βλέπω καφενέ, χωρίς να παίζω ζάρια
Χωρίς να βλέπω άπλυτα Ελληνικά ποδάρια,
Χωρίς να βλέπω ψέματα μες στις εφημερίδες
Χωρίς δίπλα στη θάλασσα ρετσίνα και μαρίδες…
Και αν δεν πήγαινα προχτές στο σπίτι του Βαγγέλη
Που μπόλικο έχοντας παρά πιάνει και τον Αντέννα
Τότε και το τσερβέλο μου τις σκέψεις δε θα 'γέννα
Που ’γραψα εδώ και που εσείς διαβάζετε εν τέλει.
Γιατί εκεί είδα πολλούς γνωρίμους παλαιούς μου
Να παρελαύνουν στης τι-βι επάνω το γυαλί
Και από κει αμπάριζα πήρε και βγήκε ο νους μου
Και τέτοια τώρα πράγματα η πέννα μου λαλεί.
Και βλέποντας μες στο γυαλί παράπονο με πήρε,
Και για να μη δακρύζω εμπρός στη σπιτονοικοκύρισσα
Το σπίτι τάχα για να δω έκανα μία γύρα
Ωσπου με μούρη στην τι-βι στεγνή εξαναγύρισα.
Και θύμησες μου ήρθανε και μούρθαν απορίες
Μεγάλες και μικρές
Όπως ας πούμε αυτές.
Άραγε ακόμα εραστές έχουνε οι κυρίες;
Αραγε η Κυβέρνηση κλέβει στα φανερά;
Ακόμα πλημμυρίζουνε τα υπόγεια τα νερά;
Ακόμα βάζουνε φωτιές οι οικοπεδοφάγοι;
Απ' τους παπάδες πιο σεμνοί ακόμα είναι κι οι τράγοι;
Ακόμα ο πολύς λαός παιδεύεται απ’ τη φτώχεια;
Ακόμα είναι όμορφα εκεί τα πρωτοβρόχια;
Ακόμα οι δημόσιοι οι υπάλληλοι πεινούν;
Ακόμα οι αγρότισσες μονάχες τους γεννούν;
Ακόμα λένε ψέματα γιατροί και δικηγόροι;
Ακόμα θέλουν οι έλληνες να κάνουνε αγόρι;
Ακόμα βασανίζουνε τον κόσμο οι απεργίες;
Ακόμα οι περσότερες οι μέρες είναι αργίες;
Ακόμα οι τσαντάκηδες απ’ τις γριές βουτούν;
Ακόμα οι πατριώτες μας συγγνώμη δεν ζητούν;
Ακόμα οι ανώμαλοι πηγαίνουνε στο ΡΕΞ;
Ακόμα οι δήθεν έντιμοι πουλιούνται για το σεξ;
Τ’ αδέρφια ακόμα κλέβουνε των αδερφών τα σπίτια;
Ακόμα από την Τράπεζα τους παίρνουν τα λεφτά;
Και πείθουν τη μητέρα τους με χίλια δυο τερτίπια
Τον εμιγκρέ το γιόκα της να μη τον θέλει πια;
Κι απ’ τον γονιό κλέβουν οι γιοι εικοσαριές χιλιάδες
δολάρια, και τα δίνουνε στους θείους και στις θειάδες;
Και συμμαχία όλοι αυτοί ενάντια συστήνουν
στον εμιγκρέ, και του σογιού την αγιοσύνη σβήνουν;
Κι όσους στην ξένη γράφουνε οι εμιγκρέδες στίχους
στην αδερφή τούς στέλνουνε ώστε να τους φυλά,
σε αναιτίου υπείκουσα ενός εκείνη μίσους
στις φλόγες του πανάκριβου τζακιού της τους πετά;
Και σ’ αγαθά προσβλέποντας ανίερα δικά του
και γράφοντας στα πιο παλιά τα υποδήματά του
την ιερή τη θέληση του σεβαστού πατέρα,
ο αδερφός τον αδερφό τον κάνει απ’ όλα πέρα;
Τι ερώτησεις! Μα κι εγώ πώς πήγα και θυμήθηκα
Τα βρώμια όλα της παλιάς πατρίδας και τ' ανήθικα;
Και τάχα αυτοί καμιά φορά που ’χουνε μείνει πίσω
Ανάμεσα στο ένα τους και στ’ άλλο το πιοτό,
Αναρωτιούνται που και που αν πίσω θα γυρίσω
Για να με ξαναδιώξουνε και πάλι σηκωτό;
Θυμούνται την φιλία μου; Τ' ανύπαρκτα μαλλιά μου;
Τα γούστα μου; Τα έργα μου; Την αναπαραδιά μου;
Μα να τελειώσω πρέπει εδώ-ο γέρος από κάτου
Πάλι τσιγάρο άναψε και όλος ο καπνός-
Ο αραχνόφαντος αυτός μεσίτης του θανάτου
Από την ανοιγμένη μου τη θύρα μπαίνει εντός.
Και να την κλείσω πρέπει ευθύς χωρίς αναβολή
Γιατί μου δίνει ο καπνός ενόχληση πολλή
Και αλλεργία μου γεννά το πούσι του το γκρίζο.
Και με τις απορίες μου άλλοτε συνεχίζω.
(Την έκλεισε και έκατσε κοιτάζοντας στο άπειρο
Και τώρα έμπαινε ο καπνός απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο).
ΜΗΤΡΟΣ
(μπαίνει)
Γιάννο μου άκουσα ολ’ αυτά που έλεγες μοναχός σου.
Αλήθεια, έχουμε χρονιές δέκα σ’ αυτή τη χώρα.
Αν κι ήξερα, πάλι άκουσα ποιος είναι ο καημός σου
που και δικός μου είναι καημός.
-Πολλήν άκουγες ώρα;
-Ναι. Και αυτά που άκουσα ταιριάζουν στο σκοπό
αυτού που εδώ ερχόμουνα Γιάννο για να σου πω:
Γιάννο το αποφάσισα. Θα κάνω τα χαρτιά μου
Για να γινώ Αμερικανός πολίτης.
- Παναγιά μου!
Τι μεγαλεία ειν’ αυτά βρε Μήτρο που στοχεύεις;
Και θα γενείς Αμερκανός; Αλήθεια το πιστεύεις;
-Και γιατί όχι; Γίνανε πολλοί γνωστοί μου ως τώρα.
Και δρέπουν Αμερικανού πολίτη τώρα δώρα.
Λοιπόν το αποφάσισα. Πολίτης θα γενώ.
Και θα καλύψω ένα τρανό της ζήσης μου κενό.
Θα μπορώ να περπατάω
Με την κεφαλή ψηλά
Και η ζήση μου όπου πάω
Τιμημένη θα κυλά.
Θα ψηφίζω όχι για κάλο
έλληνα πρωθυπουργό
μα για Πρόεδρο να βγάλω
κάποιον, Αμερικανό.
Κι όμηρον αν με κρατήσει
κάποιος αεροπειρατής
τ’ όνομά μου θα γνωρίσει
τότε ο κόσμος παρευθύς.
Κι ένα μέγα θάναι έθνος-
το Αμερικανικό
που θα βυθιστεί στο πένθος
αν εν τέλει θα χαθώ.
Και καμαρωτός θα δείχνω
την καινούργια μου ταυτότητα
κι έτσι πλήρως θ' αποδείχνω
και τη νέα μου εθνικότητα.
Και θα είμαι κραταιού
κράτους μες στη γη πολίτης
και του κόσμου του κακού
δε θα είμαι πλέον αλήτης.
Και θα σταματήσεις Γιάννο
να μου κοκορεύεσαι
αλλά σαν Αμερικάνο
τότε θα με σέβεσαι.
Μόνο που έχω Γιάννο μου ένα δίλημμα μεγάλο
που απ’ αυτό τρανότερο δε βρίσκω να ’ναι άλλο.
Λένε αυτοί που ευτύχισαν να γίνουνε πολίτες
ότι η πρώτη ερώτηση των εξετάσεων τους
ήταν: "Και τί θα κάνατε σε πόλεμο αν πιάνονταν
η Αμερική με την παλιά που είχατε πατρίδα;"
Και τί αλήθεια να τους πω; Ν ' απαρνηθώ Γιαννάκο
τον τόπο που με γέννησε και μ’ έχει μεγαλώσει;
Δεν το μπορώ. Πάλι να πω ότι θα πολεμήσω
τον τόπο που με δέχτηκε και ζω ωραία τώρα;
Από τα δύο δε μπορώ κανένα να διαλέξω.
Τί λες και συ; Τί θα ’κανες στη θέση μου αν ήσουν;
-Εγώ και τώρα να σου πω μπορώ, πριν με ρωτήσεις:
θα πολεμήσω τη Γραικιά με νύχια και με δόντια.
Και τώρα. Ετούτη τη στιγμή, αν πόλεμος θα γίνει
εγώ θα είμαι ο πρώτος που απάνω της θα πέσω
και με μανία και με τυφλή θα τη χτυπήσω λύσσα.
Γιατ' η Ελλάδα ειν' η γωνιά του κόσμου που γεννάει
όντα τελείως διάφορα από τ’ αρχαία εκείνα,
που ’χαν μυαλό, και αίσθηση, και σύνεση, κι αντρεία.
Γιατί γεννάει απάνθρωπα, κτηνώδη, άνοα όντα.
Και τί παρά οι άνθρωποι κάνουνε την πατρίδα;
Έτσι λοιπόν με βρωμερά πλημμυρισμένη όντα
σιχαμερή και βρωμερή λογίζεται κι εκείνη.
Και θάνατος στις βρωμερές χρειάζεται πατρίδες.
Αλλιώς κάθε που μέσα τους φανεί κάτι ωραίο
λάσπη κι εκείνο και βρωμιά σε λίγο θα ’χει γίνει.
Κάτω οι πατρίδες που κοιτάν με μίσος τα παιδιά τους.
Κάτω οι πατρίδες που ’χουνε μοναδικό σκοπό τους
να πλάθουν αλλοπρόσαλλα, δυστυχισμένα τέκνα.
Που ούτε μυαλό τους δίνουνε ορθά για να σκεφτούνε
και ευνομούμενα κι αυτά να ζήσουν όπως όλοι
οι άλλοι άνθρωποι της γης. Ναι. Κάτω οι πατρίδες
που είναι μέγαιρες κακές για τ' άτυχα παιδιά τους
και που τα βασανίζουνε, και τα βαριοπληγώνουν
και που τα κατατρέχουνε και που τα εξορίζουν.
Και ζήτω η Δημοκρατική του Κλίντον η πατρίδα.
Η Αμερική των λίμπεραλς. Η Αμερική του τώρα.
Η Αμερική του αύριο. Η Αμερική η αιώνια.
Και ζήτωσαν οι ευκλεείς και ζείδωρες πατρίδες.
Και ζήτω η Αμερκάνικη μοναδική πατρίδα.
Που όχι μόνο τα παιδιά φροντίζει τα δικά της
αλλά κι εκείνα που έρχονται ικέτες στους βωμούς της.
Ζήτω η Αμερκάνικη πατρίδα που σκοπός της
Έχει τα τέκνα της να ζουν όλα ευτυχισμένα.
Ζήτω η Αμερικάνικη πατρίδα που σαν λιόντας
τα δίκια υπερασπίζεται πάντοτε των παιδιών της.
Ζήτω του κόσμου η μοναχή για λευτεριά ελπίδα.
Ζήτω του κόσμου ο μοναχός ζυγός Δικαιοσύνης.
Ζήτω η μόνη πα' στη γη πατρίδα που απονέμει
ό,τι στο κάθε της παιδί αξίζει να λαβαίνει.
Αμερική! Αμερική! Χώρα του μεγαλείου!,
είτε αυτό είναι υλικό, ή Πνεύματος, ή Τέχνης.
Αμερική! Αμερική! Πατρίδα των πατρίδων.
Γεια σου φωλιά χαρούμενη για τα πουλιά σου όλα.
Γεια σου αποδημητικών γιάτρισσα και ταγίστρα.
Γεια σου βοηθέ του αδύναμου. Γεια σου ισχυρών η φίλη.
Γεια σου αδίκων τιμωρός. Γεια σου δικαίων προστάτις.
Γεια σου δουλειά των άνεργων. Χαρά των πονεμένων.
Γεια σου Κολόμβου γέννημα. Μέστωμα Ουασιγκτώνα.
Γεια σου των τέκνων όλων σου το πέρφανο το θρέμμα.
Γεια σου Αγγλίας ράπισμα. Κουμουνισμού το κνούτο.
Γεια σου η φωτοδότειρα και η τροφός του κόσμου.
Γεια σου η πρώτη στο Καλό, στο Υψηλό, στ' Ωραίο.
Γεια σου ο Πυγμαλίωνας του κάθε προικισμένου.
Γεια σου ταλέντων σιγουριά. Γεια σου του νου προστάτη.
Γεια σου όλων των ανθρώπινων δικαίωση των κόπων.
Γεια σου πενίας μακέλεμα. Δουλείας καταλύτρα.
Γεια σου τρανή Αμερική. Μπρος σου το γόνυ κλίνουν
Λαοί τρανοί κι αδούλωτοι-Εθνη μικρά μεγάλα.
Και η Ρωσία η κραταιή, σε προσκυνάει κι εκείνη.
Γεια σου μεγάλη Αμερική. Αν κάποτε η Ελλάδα
Με σε θα ’ρθει αντιμέτωπη, και πάλι στο δηλώνω
Από τους πρώτους μαχητής ενάντια της θα είμαι.
Δος μου ένα όπλο μοναχά και βρίσκω εγώ το στόχο.
Δώσε μου το δικαίωμα μόνο να πολεμήσω.
Σε δυο αφεντάδες δεν μπορεί κανένας να δουλεύει.
Υποκρισία και ψευτιά κρύβει μια σχέση τέτοια.
Πρέπει κανείς οριστικά και πλέρια να διαλέξει.
Κι εγώ εσένα διάλεξα. Για σε θα πολεμήσω
κι αν κάποτε το χρειαστείς για σένα θα πεθάνω.
-Επήρες φόρα Γιάννο μου. Όμως εγώ υποβάλλω
Χαρτιά πολίτης να γενώ. Κι όχι εσύ.
- Το ξέρω.
Τι θα ’λεγα είπα μοναχά εμένα αν ρωτούσαν.
-Λένε πως να περάσουνε δέκα χρονιές θα πρέπει,
Για να ξεχάσεις εντελώς την παλαιά πατρίδα.
Εσύ προτού καλά καλά τα δέκα χρόνια κλείσεις
Οχι την ξέχασες, αλλά, την έχεις και μισήσει.
-Λάθος και πάλι έκανες Μήτρο. Ετούτα όλα
ειν’ ένα δείγμα μοναχά απ’ ότι έχεις ν’ ακούσεις
όταν τις δέκα τις χρονιές αισίως εδώ θα κλείσω.
Και να το ξέρεις, απηχώ Μήτρο μου τις απόψεις
όλων των στο Λος Αντζελες που ζούνε των Ελλήνων.
-Βλέπω όμως Γιάννο μου πολλούς έλληνες εδώ πέρα
που χρόνια έχουν είκοσι, ή και τριάντα ακόμα
που απ’ την πατρίδα λείπουνε, κι όμως την αγαπάνε.
Γι αυτήνε πάντοτε μιλούν, πηγαίνουν και τη βλέπουν,
κι έχουνε πάντα ένα καλό λόγο γι αυτή να πούνε.
Των δέκα χρόνων ο κανών για κείνους δεν ίσχύει;
-Ολοι αυτοί συμφέροντα έχουνε στην Ελλάδα.
Γι αυτό και πως την αγαπούν ακόμα προσποιούνται.
Κατάλαβες Μητρούση μου;
- Οχι τελείως Γιαννιό μου.
-Αυτοί δε θα ξεχάσουνε ποτέ τους την Ελλάδα
όσο σαν κότα τη θωρούν που αυγό χρυσό γεννάει.
Όμως αυτοί που εργάζονται και ζουν εδώ, στις ΗΠΑ,
τη γη ετούτη θ' αγαπούν, γι αυτήνε θα πονάνε,
κι αυτήνε για πατρίδα τους μοναδική θα ξέρουν.
-Αλλά, για δες τα χέρια τους πώς τα ’χουν απλωμένα
Προς της πατρίδας τα γλυκά μέρη τ' αγαπημένα.
Ζητούν να τη χαϊδέψουνε-λίγο να την αγγίξουν.
Μου μοιάζουν χέρια ναυαγών που σαν να χαιρετάνε
Λίγο προτού στου πελάγου τα σκότια να βυθίσουν,
ή σαν να θέλουν από μια σανίδα να πιαστούνε.
-Ούτε είναι χέρια ναυαγών, ούτε σε χάδι απλώνουν.
Ούτε και αποχαιρετούν. Είναι αρπάγων χέρια.
Απλώνουν για να γδάρουνε και για να λεηλατήσουν.
Κι αυτή 'ναι η μονάχη τους με την πατρίδα σχέση.
-----