ΜΗΤΡΟΣ ΚΑΙ ΓΙΑΝΝΟΣ
(Παπανδρέου άρρωστος)
(Μιας και στο Νοσοκομείο δε μπορούν οι δυο να πάνε
Από δω Μήτρος και Γιάννος όσο το μπορούν βοηθάνε)
Η αρρώστια του Πρωθυπουργού συνέχεια επιδεινώνεται
Και τούτο το περιοδικό πάλι ανασκουμπώνεται
Να σώσει ανιδιοτελώς και πάλι την κατάσταση
Που είναι η χειρότερη από την Επανάσταση.
Κι αυτό γιατί αμφισβήτηση υπάρχει τεραστία
Για το αν υπάρχει πράγματι πρωθυπουργός ή όχι.
Και όσο η περίπτωση κι αν μοιάζει να ’ναι αστεία
Όμως η Ελλάδα σε ξηρού πατάει τώρα κώχη.
Υπάρχει ο πρωθυπουργός ή τάχα δεν υπάρχει;
"Ναι" λέει ο επίτροπος ο κυβερνητικός.
"Οχι" ο Εβερτ απαντά ο σ’ όλα ειδικός,
"Κι αν λέει ο Χυτήρης ναι, τελείως χαμένα τάχει."
"Υπάρχει" λέει η Μιμή το σοβαρό της παίρνοντας.
"Υπάρχει" λέει το ΠΑΣΟΚ τα φτωχαδάκια γδέρνοντας.
"Υπάρχει" λεν οι γέροντες απανταχού του κόσμου.
"Υπάρχει" λέει κι ένας τυφλός: «ορκίζομαι στο φως μου"
"Δεν υπάρχει" λέει με πείσμα η διωχθείσα Μαργαρίτα.
"Δεν υπάρχει" λένε όσοι του ΠΑΣΟΚ δεν τρώνε πίτα.
"Δεν υπάρχει" λεν ατάκα οι αβάσταγοι δελφίνοι.
"Δεν υπάρχει" λένε κι όσοι το βαλάντιο τους φθίνει.
Κι όλοι λένε μες στο κράτος
Και φωνάζουνε αρκούντως
"Δεν τον βλέπετε; Να-νάτος.'"
"Δεν τον βλέπουμε. Που-πούντος;"
Κι όλα τάχουν παρατήσει
Κι έχουν όλοι παλαβώσει
Να ρωτάνε αν θα ζήσει
Η' αισίως θα τα τεντώσει.
ΜΗΤΡΟΣ
Ακουσα ότι σε μία πυρετού μεγάλη κρίση
Πριν ακόμα ν’ αναπνέει με αναπνευστήρα μόνο
Φίλησε το Μητσοτάκη.
ΓΙΑΝΝΟΣ
Και τον Εβερτ θα φιλήσει
Κι ίσως και τη Μαργαρίτα. Αρκεί νάχει λίγο χρόνο.
-Λες ο θεός να τον φωτίσει
έτσι τώρα πουν' κοντά του
κι ο Αντρέας να ξεχάσει
τ’ άθεα φερσίματα του
Και ν’ απλώσει τα δυό χέρια σα Χριστός επί του Ορους
Κι από το φτωχό κοσμάκη ν' αφαιρέσει λίγους φόρους;
Λες να βρει καλό ένα λόγο και για την Αμερική;
Λες τη νέα να χωρίσει τη γυναίκα πούχει πάρει
Και τη Μαργαρίτα πάλι νάχει σταφανωτική;
Λες στα δέντρα ν’ ανεβούνε και να κελαδούν οι σπάροι;
-Δεν πιστεύω. Είδα όμως ένα όνειρο κακό.
Πως ακέφαλο εβρήκαν οι γειτόνοι μας το κράτος
Και τους άναψε το αίμα το πολύ γειτονικό
Και μας κάνανε πολέμους κι είχαν νίκες κατά κράτος.
-Μη φοβάσαι τέτοια. Οχι. Εχουμε πρωθυπουργό.
Κι αν λιγάκι πρωτοτύπως και με τρόπο όχι γοργό
Μα η Κυβέρνηση δούλευει κι αντίς λόγων του ριπές
Από τώρα ο Αντρέας θα μιλάει με ζωγραφιές.
-Δηλαδή;
-Να! Υποθέτω πως για ό,τι τον ρωτάνε
Σχήματα πολλά θα κάνει που αντίς του θα μιλάνε.
Θα τόνε ρωτάνε ας πούμε τι προβλέπει για τον τόπο
Και θα ζωγραφίζει εκείνος ένα πλοίο δίχως κόπο,
που μοναχά το κατάρτι θάχει αβούλιαχτο ακόμα.
Θα τόνε ρωτούν ελπίδες αν κρατάει για το κόμμα
Και θα ζωγραφίζει εκείνος πρόβατα που χώρια βόσκουν.
Θα τόνε ρωτάνε: "Κρίσεις στο Πολίτευμα υποφώσκουν;"
Και εκείνος, φιλαλήθης, θα σχεδιάζει πέντε βόμβες.
«Και προβλέπετε θυμάτων να υπάρξουν εκατόμβες;»
Μια σελίδα μέχρι κάτου με σταυρούς θα τη γεμίζει.
"Και τί βλέπετε σαν λύση στη φουρτούνα που εγγίζει;"
Και κατάπληκτοι θα βλέπουν να σχεδιάζει ένα στέμμα.
"Μήπως είναι αυτό το σχήμα ένα ευτράπελο σας ψέμμα;
Στη Μιμή σας και στον θώκο μας ορκίζεστε επάνω;"
Και πετώντας το μολύβι θα ψελλίζει: "να πεθάνω".
-Τελικά ποια γνώμη έχεις; Έχουμε πρωθυπουργό;
Αν εμένανε ρώτησεις, ναι και όχι λέω εγώ.
-Αι απόψεις μας δεν ήσαν ουδεπώποτε κοιναί.
Αντιθέτως από σένα, όχι λέω εγώ και ναι.
-----
ΜΗΤΡΟΣ-ΓΙΑΝΝΟΣ
(μπρος στου Αντρέα τις δηλώσεις
τύφλα να ’χουν οι διαγνώσεις)
-Τάμαθες τα νέα βρε Μητρούση;
-Οχι. Μήπως έγινε σεισμός;
-Όχι.
-Μήπως φτώχυναν οι πλούσ’οι;
-Ούτε.
-Μην ξανάρθε φασισμός;
-Βρε συ ο νους σου στο κακό κάθε φορά πηγαίνει.
Δε θα το βρεις. Η είδηση είναι για τον Αντρέα.
-Πέθανε;
-Φάε τη γλώσσα σου. Σου είπα πως τα νέα
Είναι καλά. Και ειν' αυτά: ο Αντρέας δεν πεθαίνει.
-Καλά. Κι η πνευμονία του; Και ο αναπνευστήρας;
Αυτός του Χάρου έκρουε μέχρι προχτές τας θύρας.
-Τις έκρουσε-τις ξέκρουσε. Τελεία-δεν πεθαίνει.
-Ας το υποθέσουμε αληθές. Και τότε τί θα κάνει;
-Θα ζήσει.
-Ειν' απίστευτο. Το είπε ο Σκαλκέας;
-Οχι, παρά το δήλωσε ο ίδιος ο Αντρέας.
-Πώς δηλαδή το δήλωσε; Λέγε μου μωρέ Γιάννο…
-Να, άνοιξε το στόμα του και είπε: θα πεθάνω.
-Ε και λοιπόν;
-Τί και λοιπόν; θέλεις και τίποτ' άλλο;
-Μα δε μπορώ μον' απ’ αυτό συμπέρασμα να βγάλω.
Κι αφού χαζούλιακα με λες και βλάκα και κουτό
Πες μου εσύ πώς τάχατες φαντάζει δυνατό,
Ενώ προλέγει φανερά κάποιος το θάνατο του
Αντίς γι αυτό να εννοείς εσύ το αντίθετο του;
-Βρε ο Αντρέας δεν είχε πει απ' την ΕΟΚ θα βγει;
-Ναι.
-Βγήκε;
-Επουλήθηκε μάλιστα για να μπει.
-Μήπως δεν είχε πάλι πει "θα διώξουμε τις βάσεις";
-Ναι. Αλλά δεν τις διώξαμε, αν θες εκεί να φτάσεις.
-Μήπως αυτός δεν έλεγε "θα φύγουμε απ' το ΝΑΤΟ";
-Το έλεγε.
- Εφύγαμε;
- Οχι. Λοιπόν; Πιο κάτω.
-Δεν είπε πως ταυτότητα στους Ελληνες θα βγάλει
Και πως μ' αυτήν θα διόρθωνε των πολιτών το χάλι;
-Το είπε.
-Ε, το έκανε;
-Οχ ι.Και τί με τούτο;
-Α μωρέ Μήτρακα κι εσύ! Μυστήριο είσαι φρούτο.
Μωρέ δε βλέπεις; Ο,τι πει, ποτέ του δεν το κάνει:
Είπε "θα φύγουμε" και δεν εφύγαμε.
Είπε "θα πάμε" και ποτέ δεν πήγαμε.
Είπε "θ’ αλλάξουμε" και δεν αλλάξαμε,
"θα καζαντήσουμε", και ερημάξαμε.
Κι αφού "πεθαίνω" δήλωσε, άρα δε θα πεθάνει!
------
Δευτέρα 30 Ιουνίου 2025
Λοιπά sherry
EAΡ
Έαρ αντίξοον και κνησμώδες
έαρ αντίστροφον και δυσώδες-
έτσι το έαρ μου κατάντησες'
και γιατρειά δε βρίσκεται γιατί
πληθυντικό το έαρ δεν έχει-
ενικόν λεπτεπίλεπτον και πρισματικόν έχει.
ΕΠΑΛΛΗΛΕΣ
Σε ζητώ στους ανέμους που φύγαν.
Σε ζητώ στους ανέμους που θα ’ρθουν.
Σε ζητώ στου πιο ήπιου κυκλάμινου το άρωμα.
Σε ζητώ στον πιο φιλάσθενο ήλιο.
Σε ζητώ στου ξύλου την ελαστικότητα.
Σε ζητώ στο χαρτί που μέσα του
γράφω επάλληλες ουτιδανές συστοιχίες.
Σε ζητώ στην ανάμνησή σου.
Σε ζητώ στης Ηρώς το οφιοειδές σχήμα.
Σε ζητώ στης ανέμης το νήμα.
Σε ζητώ στο φως.
πουθενά δεν είσαι.
Κάποτε βλέπω παρόμοιες εικόνες.
Για λίγο ξεγελιέμαι και ετοιμάζω τις κληματόβεργες.
Το αρνί κοντά μου. Το μαχαίρι επίσης.
Και μέσα μου η κόκκινη μπογιά-
του ισχνού επάρματός σου το χρώμα.
ΦΤΗΝΌΤΕΡΑ
Βλέπω ό,τι κάνεις-έχω τον καθρέφτη σου.
Το πρωί πέρασες από το σουπερμάρκετ.
Δίστασες να πάρεις τα ready pαncakes.
Στο ταμείο το τελευταίο σου φύλλο αποθέτεις.
Ενοίκιο δεν έχεις να πληρώσεις
Μετακόμιση κάπου φτηνότερα.
Προς τις δώδεκα το μεσημέρι
έσπρωξες τον τενεκέ των σκουπιδιών
με το αριστερό πόδι'
εκείνος πόνεσε και σε δάγκωσε.
Στο ημίφως
έλαμψε η μεταλλικότης του ιωδίου
και η λευκότης της γάζας.
ΑΝΑΖΗΤΉΣΕΙΣ
Σε αναζήτηση του χαμένου μου ονείρου φεύγω.
Τοπία οκνά θα περνάνε μπροστά μου
ανύποπτα και μεγαλοπρεπή.
Τη μεγάλη αψίδα για να διαβούν
θα σκύβουν ανεπαίσθητα το ισχνό τους κεφάλι.
Νεοπαγή πλοιάρια φθόνου θα διαπλέουν
το σοβαροφανές ποτάμι της υπομονής.
Πουλιά ακίνητα τα φτερά τους βιαίως θ' ανοίγουν
σε κινήσεις πετάγματος.
Όλα από μια στιγμή μακριά
στον χαμένον ορίζοντα θα εκκινούν,
θα στρέφουν προς τα επάνω,
ύστερα πλατυνόμενα
θα παρελαύνουν μπροστά μου ακκιζόμενα
(η στιγμή θ' αντιστοιχεί προς το νύχι
του μικρού δακτύλου μυθικού όντος).
Του έαρος το τοπίο θα βρίθει
θυελλών και χιονοστιβάδων διαρκών'
του τρύγου το τοπίο θα βασανίζεται από πολυδαίδαλα
μικρά, αλληλοσυμπλεκόμενα, ασύντακτα ρυάκια'
της αμφιβόλου παραδοχής θα είναι πλήρες ημιθανών
μόλις αναπνεόντων φρύνων.
ΠΡΩΙ
Διάσπαρτοι ήχοι σπουν τη μέλαινα ηρεμία.
Βαρείς πέφτουν στον πεπερασμένο ωκεανό του περιβάλλοντος
αφήνοντας στον αέρα τη φαιά τους τροχιά.
Τα δέντρα που επέζησαν του σκότους
τινάζουν την υγρασία από τα χέρια τους
και ετοιμάζουν τις απόχες του ήλιου.
Ξαφνιασμένα φεύγουν τα αδίστακτα ιπτάμενα όντα
από τα φυλλώματά τους και ανοιγόμενα
περιρρέουν το σίγμα του Σύμπαντος
(ο αέρας καλά τα κρατεί).
Το άδοξο αστέρι
από την πτώση του ζαλισμένο και άθυμο
μεγαλουργεί πάλι για τις μικρές υπάρξεις.
Πίσω του τα ομοιώματα όλων των ανθρώπων
κείνται ζεσταίνοντας το κρύο τους χνώτο.
Κραυγάζουσα η πρώτη ακτίς επιπίπτει
επί της πρώτης ασπαιρούσης δρόσου
που, αναιρομένη τώρα, υπερυψούται.
Όλα αναλύονται, διαλύονται και καταλύονται
κάτω από τον διαστέλλοντα δίσκον
του εγγύς ανέτου στερεώματος.
Τα ζώα ποικιλοτρόπως διαμαρτύρονται για τη νέα ενόχληση.
Φύλλα κλειστών ανθέων
καταρτίζουν σε άσπρο χαρτί το πρόγραμμα της ημέρας.
Οι μάζες του σκότους σιγά σιγά απωθούνται ολοένα
πέρα από την ύπαρξή τους.
Το αίμα των ουρανών μεταποιείται εις λέμφον
καθώς το οργιαστικό πρωί εκπίπτει.
Οι βράχοι
βαρείς και οκνοί
δεν ξέρουν από που να δεχτούν το φως.
Πολλοί, απρόσεκτοι, το συνθλίβουν.
Αυτό τότε αναφαίνεται αντίπερα αναλάμπον.
ΜΕΣΗΜΕΡΙ
Κυρίαρχο εξαπτέρυγο ο ήλιος στον ουρανό.
Οι πληγές των ακτίνων του στο πρόσωπο της μεσημβρίας.
Απόσβεσις αδηφάγος για κάθε δυσβάστακτο χρέος.
Άφεσις όλων των πρωινών αμαρτιών.
Σύμμειξις, συσπείρωσις, ανάφλεξις.
Τα εορταστικά νάματα εντοιχισμένα για υστερότερες ώρες.
Οι φιλικές νύξεις του κόσμου εν ληθάργω.
Η άπνοια κλυδωνίζουσες τρικυμίες
περικλείει και αποκλείει εντός της.
Όλοι κοιμούνται οι φόβοι
και παραλύουν οι παραινέσεις εξισορρόπησης.
Παραδόξους και ανησυχητικούς σχεδιασμούς μηχανεύονται οι αμυνόμενοι
πλην ατελεσφόρως.
ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΗ SHERRY
Οι νύχτες απελπισμένες μένουν
στην ατέλειωτη διάρκεια του μεσημεριού.
Η γη αλλάζει από το 'να χέρι της στο άλλο
το δυσβάστακτο βάρος του.
Το βράδυ έξω από την πόρτα περιμένει τη σειρά του
ζεσταινόμενο λίγο.
Το απόγευμα πουλί μέσα στα χέρια σου
που δε λέει να πετάξει'
και συ ενσφηνωμένη στο μεσημέρι
βουβή σαν ισχνή φέτα πρωινού,
επίπεδη και κοίλη
σύννους
προβάλλεις εύκαμπτες επιφάνειες
προσδοκώντας ταχείαν αποκατάστασιν.
Διάστικτη και διάσπαρτη
από πιθανές και επιδιωκόμενες μικρές νίκες
την ανεπανόρθωτον πτώσιν ενεδύθης.
Σύννεφο πύρινο ο ενθουσιασμός
της κενής σου πομφόλυγος
σε υδάτινη δίνη εσβύστη
αφήνοντάς σε έκθετην
και σε νύξη έστω δροσιάς.
Μεσημβρινή SHERRY στους κύκλους σου υποκλίνομαι.
Δική μου, καθόλου πια δεν είσαι.
Αυτή είναι η ώρα της κατοχής σου.
Αδιαμαρτύρητα και άψογα την δέχομαι
πλην με υστεροβουλίαν
επειδή γνωρίζω πως ,ύστερα πάλι,
μεγαλοπρεπής και ασθμαίνουσα
σφριγώσα και ρέουσα
στης ματαιοδοξίας μου τα λεπτά ανθεκτικά πέπλα
μπλεγμένη μέχρι το άλλο μεσημέρι
πλήρως θα σ' έχω.
Α! ΜΕΡΕΣ...
Μοσχοκάρυα και φρύγανα ευωδιάζοντα
το καλάθι της ανεπαρκείας σου πλήρες.
Αρώματα, σχήματα, χρώματα χαριέντως συγχέεις.
Ανέμελη και άδολη αγνοείς
πού τα μοσχοκάρυα και πού τα φρύγανα ν' αποδώσεις.
Αστεϊζομένη χαρίζεις τα πάντα-και το καλάθι μαζί.
Α! Μέρες κι αυτές της δωρεάς!
Α! Μέρες του σκορπίσματος και της ωραίας νιότης!
Α! Μέρες που ανέφελες κι ανέγνοιαστες διαβαίναν!
Α! Πρωτοξύπνητη, γλυκιά, λουλουδιασμένη ζήση!
Α! Που και πέτρα να ’σπερνες σου ήθελεν ανθίσει!
Α! Μυστικόπιοτες βραδιές!
Α! Πάλλουσες πρωίες!
Α! Ηλιογέρματα ερυθρά-σαν όνειρο-σαν ψέμα'
Α! Ροδοδάχτυλες αυγές!
Α! Πόδια φτερωμένα!
ΒΡΑΔΥ
Αντίθετη μείξις υγρού σκότους και ψυχράς ανησυχίας
κλώθει μέλανες χιτώνες επαλλήλους.
Η παράγουσα μηχανή, αδιάβλητος και αλάθητος
τις ίνες του σκότους σε θολά
παραπετάσματα αδιαφάνειας μεταπλάθει.
Κρυπτογελούσα η θλίψις έρχεται
και φωλιάζει στα μέρη της.
Ο ήλιος μαζεύει ό,τι είχε απλώσει και πάει στο εργαστήρι του.
Η σαϊτα του απογεύματος κιτρινοκόκκινη τροχιά διαγράφει
πριν, γρήγορα, στο δικό της πρωινό πάει.
Οι ανεπαίσθητοι θόρυβοι των πλασμάτων της νύχτας
ακούγονται υπογείως καθώς αυτά ανεβαίνουν
παίρνοντας θέση για τη μεταμεσονύκτια ζωή τους.
Η μέρα διασταυρούμενη με το βράδυ
χαμογελάει καλωσυνάτα, ξέγνοιαστη καθώς
το βιβλίο αναφοράς πεπραγμένων της παραδίνει.
Τα δέντρα ντύνονται την επιφύλαξή τους.
Τα ελαφρά ρόδα συγκλίνουν στο ανεπαρκές κέντρο τους.
Οι δρόμοι της μεγάλης πόλης χαιρετιούνται
και κλείνουν τα βλέφαρα νυσταγμένοι
(τα φώτα μένουν ανοιχτά στα μπαλκόνια τους
για τους αργοπορημένους).
Αεριούχα ποτά εκσφενδονίζονται προς πύρινες,
διαφανείς, ζέουσες και ροδόχροες επιφάνειες
εξαεριζόμενα κύκλω.
Κάπου η αυθαιρεσία των διαπύρων σωματιδίων ευοδούται.
Ακολουθούν γρήγορες ενέργειες για την εξάλειψη
του παράδοξου φωτεινού φαινομένου μέσα στη νύχτα.
Διάχυσις.
ΤΟ ΙΔΙΟ
Χτες ήτανε που οι κόσμοι γεννήθηκαν.
Θυμάμαι την πελώρια έκρηξη
(μόριο θυμιάματος ήμουν).
Μάζες ύλης σκορπίζονταν σε κάθε κατεύθυνση
ξεκινώντας από το κέντρο της διάπυρης σφαίρας.
Τα παλλόμενα στοιχεία έφευγαν
όπως τα λαμπερά μαλλιά σου φεύγουν
από το ανοιχτό σου κρανίο.
Ένα φλεγόμενο σύστημα πρωτογενών νεφελωμάτων
επέπεσε επί των χειλέων σου και έτσι γεννήθηκε
η μικρή σχισμή του κάτω χείλους.
Άλλες μικρότερες εκρήξεις φτιάξανε
τα μάτια, τη μύτη, το στόμα.
Το έρκος των δοντιών σου μόνο δεν είδα
να καθορίζεται-το φαντάστηκα.
Αργότερα διαγράφτηκαν οι μηροί, οι κνήμες…
Έτσι σε είδα να σχηματίζεσαι όλη.
Πώς να μη σε γνωρίσω όταν σε είδα
εδώ πια
στο Λος Άντζελες
μεγάλη και καταξιωμένη πόρνη
και πώς να μην ξαναζήσω εκείνη την έξαψη
αφού το ίδιο αυτό στόμα με καταπίνει..
Κρούσε με SHERRY'
θα δεις πως οι ήχοι μου είναι οι δικοί σου.
SHERRY ΧΡΩΜΑΤΙΣΤΗ
ΜΕ ΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ
ΤΩΝ ΥΦΑΣΜΑΤΩΝ
ΤΩΝ ΜΗΧΑΝΩΝ
SHERRY ΧΡΥΣΗ
Χρυσή βροχή πέφτοντας
με γονιμοποιεί
και με μεθά, με ζαλίζει.
Ευχές κάνω και προσπαθώ
στο στενό σου σουτιέν να χωθώ,
μια θέση να βρω στης κυλόττας σου
την υγρή επιφάνεια.
Αντιστέκεσαι και με πονάς.
Κυρίως γιατί σ' αγαπώ.
Και σ' αγαπώ γιατί έτσι.
Η αγάπη δεν έχει γιατί.
Μόνο ένα κορμί έχει
αδιάντροπο και ροδαλό
που προκαλεί.
Και την απόλαυσή του.
Τίποτ' άλλο.
SHERRY ΜΩΒ
To πονεμένο σου το κλάμα,
η ευγένεια της ματιάς
δεν κάνανε το θάμα.
Της ώρας της κακιάς
εβλάστησε ο σπόρος
κι η μόνη έχει χαθεί
η ευκαιρία. Ο χώρος
εγέμισε σταχτί.
Η λάμψη του άστρου σβήνει.
Μ' αφήνεις μοναχό
και μόνη έχεις μείνει
με ταίρι τον αχό
του πόθου μου που θέλει
σε σένα ν' απλωθεί
μα βρίσκει όλα τα μέλη
να σου έχουν αλωθεί
απ' τ' άδικα εκείνα
παιχνίδια τα φρικτά
που σου κρατούν για μένα
τα μάτια σου κλειστά.
SHERRY ΧΑΚΊ
Στρατιώτης σε μάχη μεγάλη
στρατιώτης σε άνιση πάλη
έτσι μαζί σου είμαι
έτσι κοντά σου κείμαι.
SHERRY ΙΩΔΗΣ
To άδειο πληρώνεις εσύ
Sherry πανταχού παρούσα.
Σκάλα χρυσή
τα μαλλιά σου τα ρούσα.
Πληγή μου ανοίγεις παλιά
που μόνο με φιλιά κλείνει.
Αλλά δεν μου δίνεις φιλιά-
η Εύα δεν σ' αφήνει.
Στα σκέλη σου μέσα κρατάς
κλεισμένον με όλον
χωρίς να ’μαι εκεί. Και πατάς
με αναίσχυντον δόλον
τους όρκους που μια νυχτιά
κρυφά είχες δώσει.
Θάλασσα είσαι πλατιά
και κύμα έχεις σηκώσει
που πεσμένον με χτυπά.
To καθένα σου στήθος
στο στόμα μου χωρά-
πράγμα αδύνατο συνήθως.
To χέρι μου πάει χαμηλά
εκεί, κάτω απ’ το φουστάνι
και ύστερα κυλά
εκεί που δε φτάνει
ο πόθος κανενός θνητού.
Και μένεις μονάχη.
Τις αισθήσεις φυτού
πρέπει να 'χει
η αδιάφορη διαγωγή σου'
ή να ’χει διαστρεβλωθεί
από την ήπειρο που μαζί σου
παίζοντας, έχει λερωθεί.
Όλη η Αμερική
χωράει στα σκέλη σου εντός.
Τη βλέπω εκεί
καθώς κείμαι εκτός.
SHERRY ΜΠΕΖ
Δεν είχα τα χρώματα δει
της γραμμής των ώμων σου.
Tα φανταζόμουν ερυθρά
και φεύγοντα
πάνω σε μια
φωτεινή γραμμή ψευδαργύρου.
Κορμί πόρνης. Γλουτοί
που καλούν για τον στρόβιλο της αγάπης.
Στήθη ανεμίζοντα ίμερους στις άκρες τους.
Κενή μου κλίνη...
SHERRY ΟΥΡΑΝΙ
Παίρνουν τα χέρια σου τη θλίψη μου
και την περνούν απέναντι
πάντοτε περνώντας την κάτω
από τα δυο ανοιχτά σου πόδια-
το μόνο ανοιχτό
πάνω στην ματωμένη καρδιά σου.
Σε κοιτάζω με ανυπόκριτο θαυμασμό.
To εσώρουχό σου μπλε
και υγρό σαν θάλασσα.
Ματωμένη ευαισθησία σε προκαλεί.
Η καμπύλη των γοφών
και της κνήμης η αδρή παρυφή
μακραίνουν καθώς από μέσα κοιτάζω.
Είσαι ένα τριαντάφυλλο
με μακρύ μίσχο
και ζάχαρη στην κορυφή του
γεννημένο για μέλισσες οκνές
και για φιλιά θλιμμένα.
Τα πέταλά σου
την πρωινή δροσιά πίνουν.
Και τα χέρια σου τη θλίψη μου παίρνουν
και πάντοτε
απέναντι την περνούν.
SHERRY ΜΑΥΡΗ
Μαύρη -μαύρη-μαύρη-μαύρη
μαύρη μοίρα σε κρατεί
κι ηδονής χαρά δε θα 'βρει
η ύπαρξή σου η κουτή
μακριά μιας και σε διώχνει
από με που σε καλώ
και σε πέη άλλα σε σπρώχνει
το άσκεφτό σου το μυαλό.
Αν φαντάζοσουν μονάχα
πώς μεγάλα με δονεί
η ειδή σου-πόση θα ’χα
να σου δώσω αληθινή
τη γλυκιά χαρά να νιώσεις,
δε θα ζήταγες αλλού
χάδια ψεύτικα να δώσεις-
δε θα ζήταγες φαλλού
άλλου θέα ν' αντικρίσεις.
Μαύρη μοίρα σε κρατεί
και τη ζήση σου να σβήσεις
μακριά μου σου απαιτεί.
SHERRY ΚΟΚΚΙΝΗ
Τεράστια παλίρροια φουσκώνει
ο πόθος απόψε. Οργά
η ύπαρξή μου. Ματώνει
το χείλι. Γοργά
τα κύματα πάνω μου σπάνε.
Το καίον σου σεξ προκαλεί
τα χείλη που μάταια ζητάνε
στην έρημο δρόσου φιλί.
To αίμα σου μέσα μου ρέει
και άναιμη μένεις εσύ.
Στις φλέβες σου ξύλινα πέη
εκχύνουνε μπρούσκο κρασί.
Και μέσα σου είμαι' και σ' έχω
ολάκαιρη μέσα μου εγώ.
Στ' αμπέλια τα πρώτα σου τρέχω
και μούστο δροσάτον τρυγώ.
Α! Κόκκινη! Κόκκινη SherryΙ
Α! Κόκκινη Sherry γιατί
σαν τρέμον σταχτί σπουργιτάκι
η θλίψη σου εδώ περπατεί…
ΟΙ ΙΝΔΙΑΝΟΙ
Πως χάθηκαν-πώς χάθηκαν οι Ινδιάνοι.. .
Πως πέθαναν-πώς πέθαναν οι Ινδιάνοι…
Πως αφανίστηκαν…
Πώς διώχτηκαν από τη γη τους οι έρημοι-
από τη γη τους…
Σαν χελιδόνια που τα βρήκε ο χιονιάς…
Τι όμορφη η ζωή τους! Τι καθαρή!
Τι ράτσα υπερήφανη! Γερή!
Και δεν θα ξαναζήσουν.
Και σκόρπισαν στους πέντε ανέμους.
Ο Αρχηγός το κόκκινο ελάφι
Ο Αρχηγός το άσπρο φτερό
Ο Αρχηγός το γρήγορο φως.
Τι ομορφιά!
Τι σταθερότης!
Τι θαυμαστή στους τίτλους γραφικότης
Και παραστατικότης!
Και χάθηκαν.
Σαν όνειρο που χάθηκε ένα βράδυ.
Σαν όνειρο γλυκό.
Ο σιδερένιος κεραυνός
Πιο δυνατός από το τόξο εστάθη.
Και χάθηκαν οι ερυθρόδερμοι.
Μαζί και η πατρίδα τους εχάθη.
Μεγαλωμένοι μες στη φύση
Θρεμμένοι με γλυκόδεντρων καρπούς
Ποτισμένοι από φαραγγιών νερά
Χαϊδεμένοι από την αύρα Ωκεανών
Μες στη διάφανη ζωή τους τυλιγμένοι
Την κρυστάλλινη.
Δεν ωφέλησε.
Και χάθηκαν οι Ινδιάνοι.
Με τα φτερά στο κεφάλι τα υπέροχα
Με τα στολίδια τα κοκάλινα
Με τα ξόρκια και τα χαϊμαλιά.
Και χάθηκε η αγνή φωνή του ανθρώπου.
Η ράτσα η καλλίτερη της γης.
Το πιο ακριβό της φίλτρο.
Το ναι τους ήταν ναι και τ’ όχι όχι.
Πώς πήδαγαν σα λάφια-σαν ζαρκάδια…
Οι μάγοι τους πως ήξεραν βροχή να φέρνουν…
Και χάθηκαν οι Ινδιάνοι
Κι αφανίστηκαν.
Λάτρευαν τις γυναίκες τους.
Με ονόματα τις στόλιζαν ωραία- ζωντανά:
«Λουλούδι του δάσους»
«Ταίρι του γαλανού νερού »
«Η αγαπημένη του σύννεφου»…
Τι ευωδιά που ανάδινε το πέρασμά τους…
Τι ελπίδα οι ανάσες τους…
Τι φως αγγελικό στα μάτια των παιδιών τους…
Γερά κορμιά-λυγιά κορμιά
Θρεμμένα στο κυνήγι
Και στο μέρεμα των άγριων αλόγων.
Τον έρωτα απροσποίητα και δίχως νάζια
Τον δέχονταν όταν ερχόταν.
Σπιθαμή με σπιθαμή τη γη τους γνώριζαν
Και ξέρανε νερό πού θα ’βρουν
Και που τροφή ν’ αναζητήσουν.
Με τον καπνό από φωτιές
Σε λόφων που άναβαν κορφές
Συνεννοούνταν.
Και αν εχθροί κάποτε επιβουλεύονταν
Τη γη τους, το ψωμί τους, το καλύβι τους,
Ενάντια τους ανίκητα μαχόνταν.
Οι Ινδιάνοι εμάχονταν και πάλευε η φύση.
Οι Ινδιάνοι εμάχονταν και οι θεοί αγωνιούσαν.
Οι Ινδιάνοι εμάχονταν κι έτρεμε η γη.
Και χάθηκαν οι Ινδιάνοι.
Αρχηγέ τρελό άλογο
Αρχηγέ Καθιστό Βουβάλι
Καλότυχε Ινδιάνε
Λύκε με τους χίλιους πολεμιστές
Που τα τόξα τους γυαλίζουν στον αέρα
Και τα βέλη τους ποτέ δεν λαθεύουν
Θεριέψου!
Αντρείεψε!
Ζωντάνεψε και πάλι
Και φέρε πάλι τον αφρό στο κύμα
Φέρε στα δέντρα τα πουλιά
Και τη δροσιά στ’ αγέρι.
Τα χλωμά τα πρόσωπα διώξε απ’ τη γη σου
Την άχραντη
Την απέραντη
Την άγρια κι όμορφη.
Διώξε τους κατακτητές
Αφάνισε τα σπίτια τους τα πέτρινα
Κάψε τα σιδερένια πουλιά τους
Και τα μεγάλα τα καράβια τους.
Και κείνους έτσι άρπαξέ τους
Με τη βρώμα τους μαζί
Και πέταξ’ τους εκεί απ’ όπου ’ρθαν.
Εκεί ας χτίζουν σπίτια
Και τις μικρές ζωές τους μέσα τους ας ζουν.
Και συ τη δόξα την παλιά σου φόρεσε
Κι άρχισε πάλι τη ζωή την πρώτη.
Και τρομερός να γίνεις
Και δυνατός όσο ποτέ
Και πια ποτέ να μην αφήσεις
Στη γη σου να πατήσουνε
Τα πρόσωπα χλωμά.
Και,
Θεέ,
Αγνό τον τόπο σου απ’ τους αγρίους κράτα.
Τσάκισε τα καράβια που θα πήγαιναν
Ν’ ανακαλύψουνε και πάλι να χαλάσουν
Τη γη την πιο δική σου.
Τα πόδια κόψε που θα θέλανε
Τα χώματά σου τ’ άγια να πατήσουν.
ΜΗΤΡΟΣ-ΓΙΑΝΝΟΣ
(Συμβούλιο Αποδήμου Ελληνισμού
ώστε τινές να φάνε του σκασμού)
-Βρε Μήτρο γιατί ντύθηκες σαν Σαβοΐας δουξ;
Γιατί κουστούμι κασιμίρ -πουκάμισο μετάξινο;
Γιατί σεβρό πατούμενο και λαιμοδέτης λουξ;
Πώς τούτο το σινιάρισμα σήμερα το παράξενο;
-Αν ήσουν οποιοσδήποτε Ελλην εκ των λοιπών
Απάντηση δε θάπαιρνες σ' αυτή σου την ερώτηση.
Θ’ απαξιούσα να σε δω ωσάν να ήσο απών,
Και μάταια θα ζήταγες αυτή την πληροφόρηση.
Αλλά σε σένα θα το πω. Γιορτάζω, που Δεκέμβριο
Των Αποδήμων γίνεται Ελλήνων το Συνέδριο.
Εσύ μου τόπες επροχτές. Δεν το θυμάσαι πλέον,
Εσύ που έχεις ξύπνιο νουν και φρόνημα ακμαίον;
-Ναι. Το θυμάμαι βέβαια. Αλλά να πας σκοπεύεις;
-Μα Γιάννο μου με τι λεφτά; Τώρα με κοροϊδεύεις;
Αλλά όπως όταν έχουμε ’κοσιοχτώ Οκτωβρίου
ή όταν η πέμπτη κι εικοστή έρχεται του Μαρτίου,
έτσι και σήμερα καλά έχω φορέσει ρούχα.
Μάλιστα τα δανείστηκα-δεν κάναν κείνα που ’χα.
Λοιπόν, το ξαναγέννημα γιορτάζω της φυλής μας.
Γιορτάζω το ξανάνιωμα του ένδοξού μας Γένους.
Τη δύναμη της ένωσης γιορτάζω της κοινής μας
Που θα φαντάζει τρομερή και φοβερή στους ξένους.
Γιορτάζω που θα γίνουμε και πάλι σ' όλα πρώτοι
Και Αρλεκίνοι θάμαστε πλέον κι ουχί Πιερότοι.
Γιορτάζω που θα τρέμουνε όλες οι γύρω χώρες
Και που όλες της ισχύος μας θα γίνουν δορυφόρες.
Γιορτάζω που κι η Αμερική θα μας παρακαλάει
Για να μπορεί στους φίλους μας κι εκείνη να μετράει,
Γιορτάζω που τα πόδια μας θα μας φιλά η Ρωσία
και που θα κατακτήσουμε και πάλι την Ασία
Και σαν τον Μεγαλέξαντρο θα πάμε στα Γαυγάμηλα
Και θαύματα θα κάνουμε της Φήμης του εφάμιλλα.
Γιορτάζω που οι Πανέλληνες έτσι εκεί σα σμίξουμε
Και μια βαρβάτη τρώγοντας καθένας φασουλάδα
Ολοι μας μ' ένα σύνθημα γενναία θα φυσήξουμε
Και στο φεγγάρι πύραυλο θα στείλει κι η Ελλάδα.
-Γιόρταζε.Αλλ’ αν πήγαινες θάσουνα μοναχός σου.
-Τι λες; Οι Ελληνες θα πάν όλοι ανεξαιρέτως.
Και θα το μάθαινες αυτό ησύχως και ανέτως
Αν έντυπο ένα σοβαρό είχες στο σπιτικό σου.
Εκεί Ελλήνων θάβλεπες ένα σωρό ονόματα
Που των ηπείρων ολωνών θ' αφήσουνε τα χώματα,
Και, του Πανελληνίου μας του Συνεδρίου λάτρεις
θα παν να φάνε και να πιουν μιλώντας περί πάτρης.
-Ομως εγώ στη γειτονιά πολλούς γνωστούς ερώτησα
Κι από τις απαντήσεις τους στο λέω πως αρρώστησα.
Ελεγε άλλος το μακρύ και άλλος το κοντό του,
όμως κανείς δε μίλησε για το Συνέδριό του.
-Αλήθεια μωρέ Γιάννο μου και συ έκανες γκάλλοπ;
-Και σ' όσους τρώνε ταραμά, κι όσους εσθίουν σκάλοπ.
-Και τι σου είπανε; Για πες, θα έχει ενδιαφέρον.
-Και πρώτα επλησίασα ένα ογδοντάρη γέρον.
«Ποιο γεγονός σημαντικό για τον Ελληνισμό
θα γίνει;», τον ερώτησα θωρώντας τον κατάματα
«Αφού όλα αποτύχανε τ’ άλλα», μου λέει, «φάρμακα,
θα δοκιμάσω τοτε εγώ και τον σιναπισμό.»
Κατόπιν στο χασάπη μου επήγα βιαστικός
Και του ’πα "Για τους Ελληνες μεγάλες θαν' οι
μέρες
Του Νοεμβρίου και αρχών Δεκέμβρη ειδικώς.
Πες μου λοιπόν, να χαίρεσαι τις τόσες σου μαχαίρες,
Ξέρεις γιατί;" "Και βέβαια", μου λέει χαρωπός,
" Γιατί έξη σεντσια ο κιμάς θα πέσει ο νωπός".
Κάτωχρος απ’ τον πόνο μου επήγα στο γιατρό μου.
Αυτός σα μ' είδε, νόμισε πως ψάρεψε πελάτη
Κι άρχισε να χαμογελά. Μα εγώ: "Βρε Ιπποκράτη
Για πες μου σε παρακαλώ τι ξέρεις για του Απόδημου
Ελληνισμού το μέγιστο που θα γενεί συνέδριο;"
Και μούπε "Ξέρεις, κατ’ αυτάς με ενοχλεί το πόδι μου.
Αυτό συμβαίνει όταν καιρό πολύ δεν έχει αίθριο.
Ξεύρετε το ισχιακόν τι άτιμο πούναι νεύρο.
Οσο για το συνέδριο, τι να σας πω-δεν ξεύρω.»
Από τη θλίψη αδυνατών πλέον να οδηγήσω
Ενα ταξί εκαλεσα, εξάπλωσα οπίσω
Και "τράβα στο Ελληνικό", του είπα, "Προξενείο".
Πάω, τους λέω "βρε παιδιά δε στέλνατε ένα μήνυμα
να γνώριζαν οι Ελληνες το θαύμα αυτό το θείο,
Των Πανελλήνων το ιερό στην ανθρωπιά προσκύνημα;.."
«Για τί μιλάτε κύριε;» μου ’παν ευγενικά.
"Για το συνέδριο μωρέ" τους λέω φωναχτά.
Κι από μια πόρτα ο Πρόξενος βγαίνοντας παραπλεύριο
Με κοίταξε παράξενα και κάνει: "Ποιο συνέδριο;"
-Παρόλα αυτά θα ’ναι πολλοί εκεί πέρα μαζεμένοι
Κι ας λέει η κεφάλα σου εσένα η κουνημένη.
Κι αν όχι αυτοί που ταραμά και σκάλοπίνια τρώνε
Αυτοί που ίδρωτα και βιός μασσάν των αλλουνώνε.
Τουτέστι θα ’ν’ οι Πρόεδροι κάποιων Οργανισμών
Οι υπουργοί, οι Δήμαρχοι και οι λεφτάδες όλοι,
Και όσοι τώρα πλούτισαν και τρώνε τον σκασμόν
Και όσοι έχουν εκ πατρός γεμάτο πορτοφόλι.
Λοιπόν, δε θάναι σύναξη αυτή των Πανελλήνων;
-Ναι. Οχι όμως των Μακβέθ αλλά των Κυμβελίνων.
-Και τι ωφέλεια Γιάννο μου λες να ’βγει απ’ αυτό;
-Να, ευκαιρία για μερικούς θάναι για ταξιδάκια,
Γι άλλους να γίνουνε γνωστοί παγκόσμια στο λεφτό,
Και μεταξύ τους τα τρανά να γνωριστούνε τζάκια.
Μα πρώτα και καλλίτερα μπίζνες για να γινούνε
Και διηπειρωτικές δουλειές μεγάλες να κλειστούνε.
-Γιατί για το συνέδριο τόσο αυτό είσαι είρων;
Δε θα ενωθούν οι Ελληνες Γιάννο μου, των ηπείρων;
-Ω! κουτεντέ μεγάλε μου! Ω! αφελή Μητρούση.
Ω! Που αλήθειες τρανταχτές για σε είναι κάθε μούσι.
Ω! Μήτρο καλοκάγαθε! Ω! Ελληνα καλόπιστε!
Ω! των ιδεών των υψηλών σύντροφε συ αχώριστε!
-Σαν ήρωας με προσφωνείς αρχαίας τραγωδίας.
Όμως σ’ αυτό που ρώτησα ακόμα ν' απαντήσεις.
-Ω! ήρωα της φτωχικής των πλούσιων κωμωδίας.
Ω! συ αχτίδα Ανατολής στο γέρσιμο της Δύσης.
Ω! συ αθώε Μήτρο μου!
-Μ’ έσκασες. Θα μου πεις;
-Αλλά, ρε χαζομήτρακα, ρε αποξεκουτιασμένε,
Βρε της Ελλάδας οι Ελληνες δεν το μπορούν χαμένε,
Και καρτερείς να ενωθούν οι Ελληνες της γης;
-Καλά το λες. Ω! τι κακό και τούτο πουν’ αλήθεια.
Θε μου και τι δε θάκαναν οι Ελληνες ενωμένοι!
Αν μια καρδιά εχτύπαγε σε όλων τους τα στήθια!
Αν σε φατρίες φθοροποιές δεν ήταν χωρισμένοι!
-Και που υποθέτεις μοναχά, μακριά είσαι νυχτωμένος.
Βρε χάχα πότε οι Ελληνες μόνιασαν μεταξύ τους;
Ποτέ. Κι αυτή είναι όλη τους η χάρη και το σθένος.
Κι έτσι την ιστορία τους γράψαν την ένδοξή τους.
Απ’ τους αρχαίους τους καιρούς το ίδιο μέχρι τώρα,
Απ’ τον καιρό του Όμηρου και του Θεμιστοκλή.
Με χωριστούς τους έλληνες πάει μπροστά η χώρα
Και κάθε άλλη άποψη, ύποπτη και σαχλή.
Αυτός είναι ο έλληνας. Και ό,τι η Φύση πλάσει
Συνέδριο δεν το μπορεί κανένα να χαλάσει.
-Και λες πως το συμβούλιο αυτό τζάμπα θα γίνει ;
-Γιάννης κερνάει βρε χαζέ-δε στόπα;-Γιάννης πίνει.
-Και με τα ρούχα τα καλά που ’βαλα τι θα γίνει;
-Βγάλτα και σ’ ένανε φτωχό αν θέλεις θα τα δώσουμε.
Αν πάλι θες να πας εκεί, τράβα και ξεφορτώσου με.
Αχ βρε Συνέδριο τρανό
Παγκόσμια Ελληνικό
Το κέφι δε σου κάνω-
Με χάνεις και σε χάνω.
Αχ πατρίδα μου καλή
Το Συμβούλιο σ' ωφελεί
Τόσο όση ωφέλεια θα ’χει
Απ' τη χάλαζα το στάχυ.
Και θα στείλει το Ελ Ει
Στρατιές πλούσιων Γραικών
Και τα πλούσια τα ελέη
Παχυσάρκων γυναικών.
Και θα πάει και η ΕΡΤ
Τη φιγούρα της να κάμει
Και θα γίνουνε και φλερτ
Και μπορεί κάνα δυο γάμοι.
Και θαρθούν εκ της Αγγλίας
Κυπροάγγλοι μερικοί
Που απ' της Κοινοπολιτείας
Βγαίνοντας τη φυλακή,
θα κοιτάξουν να μας χώσουν
Μες σε κείνηνε και μας
Και μετά να μας φορτώσουν
Κάποιον κύριο Ντενκτάς.
Και θαρθούν απ' τη Γαλλία
Με φινέτσα Γαλλική
Ελληνες που τη φιλία
θέλουν τη Γαλατική,
Ωστε να μπορούν οι Γάλλοι
Να μας λεν λόγια παχιά
Μα στην πράξη-τέτιο χάλι
Να χαδεύουν την Τουρκιά.
Και θα ’ρθουν από Ευρώπη
Και θα ’ρθουν από Ασία
Και θα νιώσουν όλοι οι τόποι
Των Ελλήνων απουσία.
Κι από Αφρική, Αυστραλία,
Κι από την Αμερική,
Υποκείμενα παντοία
Θα συναθροιστούν εκεί.
Και θα έχουν οι Αυστραλέζοι
Μερινός παπλώματα
Και θα έχουν οι Κινέζοι
Κίτρινα τα σώματα.
Θα φορούν οι Μεξικάνοι
Τις φαρδιές τις μπέρτες τους
Που αν το βράδυ κρύο κάνει
θαχουν για κουβέρτες τους.
Θ’ αφιχθούν κι εκ της Ινδίας
στου Ελ Έϊ τη λιακάδα
και πολλοί λόγω θρησκείας
θα κρατούν και μια γελάδα.
Κι αν κανένας κάποιον δει
Καναδό παλιόφιλο,
Μες στο χέρι θα κρατεί
Ενα πλατανόφυλλο.
Και αν άρρην ή θηλεία
Καφεδάκι θα μυρίζει
Τότε απ’ τη Βραζιλία
Οπωσδήποτε γυρίζει.
Κι απ'τη Ντώϋτσλαντ θαρθούν
Στρατιές ανθρακωρύχων
Κι οι ταλαίπωροι θ’ ακούν
Μηχανών κι εδώ τον ήχον.
Και θα κοπιάσουν κι Ελβετοί
Να τρώνε ομοτράπεζα
Μ' ανθρώπους που δεν έχουν δει
Ποτέ τους μία τράπεζα.
Οι Ρώσοι θα μας λένε "ντα"
Κι εμείς θα τους φοβόμαστε
Και στης Ευρώπης τα βρακιά
θα πάμε να κρυβόμαστε.
Οι Γιαπωνέζοι νο και γιο
Και το και γι και ότα
Κι ενώ αυτοί θα λεν αυγό
θα εννοούμε κότα.
Και θα έρθουν κι Εσκιμώοι
Με το φώκινο παλτό
Και καθείς ψάρια θα τρώει
Και θα πίνει παγωτό.
Κι οι Νορβηγοελληνίδες
Για του έρωτα το σοκ
θα φλερτάρουν τους νταήδες
Της Νου Δου και του ΠΑΣΟΚ.
Θα χορεύουν οι Αργεντίνοι,
Οι Κουβάνοι θα γλυκάζουν,
Και τα μελαψά τα σμήνη
Των Λιβύων θα μας τρομάζουν.
Κι όταν θέλουν ν' αγοράσουν
Σολωμό ή έλαιο
Οι Αραβες θα το πληρώσουν
με αργό πετρέλαιο.
Θάρθει κι ο Ιάκωβος μας
Ο Αρχιεπίσκοπος μας
Να βλογήσει το Συμβούλιο
Και το γεύμα το Λουκούλλειο,
Και εγγύηση θε να ’ναι
Πως καλά όλοι θα φάνε
Εκεί μέσα όσοι βρεθούνε
Και Συμβουλιοποιηθούνε.
Και ο Στεφανόπουλός μας
Πρόεδρος αυτός δικός μας
θα πασκίζει ουδετερότητα
να μας δείχνει για ταυτότητα.
Και του σεβάσμιου θαρθεί
Εκπρόσωπος Πατριάρχη
Και με τους λατινόφερτους
σκληρή θ’ αρχίσει μάχη.
Κι ο Κληρίδης με λίρες στην τσέπη
Σαν ακούει Ενώσεως σενάριο
Μυρωμένα λουλούδια θα δρέπει
Και θα τρέχει σα να ’ναι παιδάριο.
Και οι Κύπριοι κι οι Έλληνες πάλι
Στου Συμβούλιου μέσα τη ζάλη
Ευκαιρίας δοθείσης-τί χάνουνε;-
Συζητήσεις και πάλι θα κάνουνε,
Κι ευτυχείς θα μας πούνε
Πως ξανά συμφωνούνε…
Όμως πολύ θα παιδευτεί ο Αντρέας υποθέτω
Μήνυμα στο Συμβούλιο να στείλει ο καψερός
Γιατί έχει αντίς γαρούφαλλο ασφόδελο στο πέτο
Και πλέον για μηνύματα ούπω-αλί- καιρός.
Ομως σαφώς εδήλωσε ο Νιώτης, πως ο Αντρέας-
Οσο πετσιού και κόκκαλου ανάμεσα έχει κρέας-
τρόπο θα βρει ένα μήνυμα να στείλει στους συνέδρους.
Ίσως δυνάμεις να κρατεί μόνο γι αυτό εφέδρους
Η κι ίσως καθώς πρόχειρο τον έχει εκεί κοντά του
Τον Άγγελο του φύλακα στους Αποδήμους πέμψει.
Μα αν διαβόλου άγγελος κοντά του έχει κονέψει
Και πάει στο Συνέδριο και χώσει την ουρά του…
-Με ή χωρίς τη συνδρομή και του δικού του ρόλου
Ετούτο το Συνέδριο θα πάει κατά διαόλου
Αφού ειν' ένα Συνέδριο άχρηστο στην πατρίδα.
Ο,τι δεν έχει του Λαού την ευλογιά μαζί του
Σα να μην ήταν, χάνεται στα βάθη του Αγεννήτου.
Αν ο Άγγελος απ’ του θεού ειν’ όμως τη μερίδα,
Φοβάμαι, ως άλλος Γαβριήλ μήπως μαζί του πάρει
Απ’ τα λουλούδια τα πολλά που είναι στο κομοδίνο
Λευκότατον και γόνιμο κάποιον ωραίο κρίνο,
Και στο Συνέδριο μπροστά φουριόζος μη φανεί.
Τότε φαντάζεσαι κακό που έχει να γενεί;
Έγκυες θ’ απομείνουνε όλες οι συνεδρίνες
Και συνεδριάκια θάχουμε μετά εννέα μήνες.
Χώρια που ο κάθε σύζυγος θα έχει εκμανεί
και της Ελλάδας για πολύν καιρό θα της φορτώνεται.
Σκέψου απ' αυτό ο Τουρισμός πόσο θα ωφεληθεί.
-Αλλα ωφέλεια σίγουρα έχει και το Ελ Ει
Από τους χάρτες τους πολλούς που έχουν πουληθεί.
Γιατί ολ' οι εδώ οι Ελληνες παίρνουνε χάρτη λέει,
Γυρεύοντας να μάθουνε πού ειν' η Σαλονίκη.
Στη Βουλγαρία νομίζουνε κάποιοι ότι ανήκει,
Αλλοι ότι πρωτεύουσα είναι της Ρουμανίας,
Και μερικοί να τηνε βρουν ψάχνουν μετά μανίας
Πέρα στη Βόρειο Ηπειρο, στης Αλβανίας τα χώματα.
-Σταματα πια και πάλι μη τις γκρίνιες αρχινάς.
Και συ όταν πας σε κτίριο με είκοσι πατώματα
Πολλές φορές ποιόν όροφο γυρεύεις δεν ξεχνάς;
Με τη βοήθεια του θεού στο τέλος θα τη βρούνε
Κι πια ελληνικότατα θα συνεδριαστούνε.
………………………………………………………………………………………………
………………………………………………………………………………………………
Απ' το ευτυχές εκείνο το ημερονύκτιο
Που θα υλοποιηθούνε του Συμβούλιου τα γραφτά
θα ανήκουμε σε κάποιο, Μήτρο, ανθρωποδίκτυο.
-Κοίτα Γιάννο να κρατάμε ένας άλλονε σφιχτά
Να μην πέσουμε καημένε μες από τις τρύπες του
Μιας κι αυτό πυκνό δε θάναι όσο ήταν του Ήφαιστου.
.
Και ξέρεις τι σημαντικό θα γίνει Γιάννο άλλο;
Αυτό το νέο το πιο καλό είναι και πιο μεγάλο.
Λένε πως το Συνέδριο απόφαση θα βγάλει
Στων ψηφοφόρων μας κι εμάς το σώμα να μας βάλει.
Και τότε θα ψηφίζουμε, λέει, μ' επιστολές.
-Πρωθυπουργός τότε θα βγεις αν είναι όπως τα λες.
-Πώς;
-Να! θα γράφω γράμματα με διάφορα ονόματα
Και θα τα στέλνω στα ιερά Ελληνικά τα χώματα
Δηλώνοντας εσένανε σε όλα πως ψηφίζω.
-Πως θα ’ναι αυτό λυσιτελές όμως δεν το νομίζω.
Γιατί μπορεί κάποιος εκεί τα γράμματα να παίρνει
Και όχι στο εκλογικό το κέντρο να τα φέρνει
Αλλά, δικός μου αντίπαλος αν είναι, να τα σκίζει
-Αν είναι νάβγαινες εσύ πρωθυπουργός, αξίζει…
Αλλά για δες. Πριν γίνει καν γι αυτό καμιά συζήτηση
Εμείς σε δρόμων πονηρών βγήκαμε αναζήτηση…
Η ώρα όμως πέρασε κι άρχισε να νυχτώνει.
-Ναι. Πάμε. Η ώρα πέρασε κι έχουμε μείνει μόνοι.
(Και φύγανε καθένας στη δουλειά του
Κι οι πρόγονοι τους βλέπαν από κάτου)
Κυριακή 29 Ιουνίου 2025
ΜΗΤΡΟΣ ΚΑΙ ΓΙΑΝΝΟΣ
(Ο Μήτρος να γενεί θέλει πολίτης
Κι ο Γιάννος ξεσπαθώνει σαν Θερσίτης)
ΓΙΑΝΝΟΣ
(Μιλάει θαρρώντας ότι είναι μόνος, ενώ ο Μήτρος τον ακούει, αθέατος από αυτόν)
Βρε κιόλας πώς επέρασε σχεδόν δεκαετία
Που άφησα την Ελληνική κι εγώ Δημοκρατία
Και μια φορώντας μοναχά μπλούζα, κι αυτή αμάνικη
Στη χώρα την ελεύθερη ήρθα την Αμερκάνικη…
Βρε δέκα πώς περάσανε χρονιές αφότου ο Μέγας
Ωκεανός μ' είδε κι εμέ πάνω του να περνώ
Κι ενώ το αερόπλανο κατάπινε τας λεύγας
Εγώ είχα την αίσθηση πως τότε δεν γερνώ…
Αφότου η πατρίδα μου μου είπε «τραβά χάσου»
Κι εγώ υπάκουσα χωρίς αντίρρηση κι ευθύς,
Και με παρέα μόνη μου τα σάλια του Πηγάσου
Έφυγα τόνους παίρνοντας μαζί μου και κριθής…
Βρε κοίτα πώς περάσανε πεντάδες χρόνια δύο
Αφότου δίχως να μου πουν ή να ειπώ αντίο
Πήρα τα μπογαλάκια μου κι ήρθα στις ΕΠΑ τσιφ
Χωρίς ένα παράπονο, χωρίς να κάνω κιχ.
Και κοίτα πώς με διώχνουνε τώρα και από δω
Και άντε άλλη θάλασσα να βρω και άλλη οδό…
Βρε κοίτα πώς επέρασε μία δεκαετία
Αφότου τη μεγάλη μου άφησα πελατεία
Αφότου άφησα να κλαιν τους πατριώτες όλους,
Αφότου άφησα κλεψιές και ατιμίες και δόλους-
Που στην ωραία ακώλυτα τη χώρα μου ανθούν-
Αφότου αφήκα τον γλυκύ της χώρας μου τον χουν
Και ήρθα και την άραξα στου Βάλλεϊ την κοιλάδα
Που κάνει μια η συννεφιά και δέκα η λιακάδα…
Αφότου η Ελλαδίτσα μου η παρά θιν' αλός
Ξυπόλητη μία κλωτσιά μου έδωσε στα νώτα
Που "ευτυχώς" εσκέφτηκα "δεν είμαι Ιταλός
Αλλιώς η πού ’φαγα κλωτσιά θα ήταν από μπότα».
Βρε κοίτα πώς περάσανε δέκα χρονιές δω πέρα
Χωρίς να δω άσπρη κι εγώ ποτέ μου μιαν ημέρα
Χωρίς του φίλου τη χαρά, χωρίς της ζήσης δώρα
Σε θύελλα από θύελλα, σε μπόρα από μπόρα,
Βρε πώς περάσαν με χολή και ξύδι τόσα χρόνια
Χωρίς να βλέπω ζωντανά, χωρίς να βλέπω αλώνια
Χωρίς να τρώω ταραμά, χωρίς να κλέβω φόρους,
Χωρίς παζάρια ν’ αρχινώ ατέλειωτα μ’ εμπόρους…
Χωρίς να βλέπω καφενέ, χωρίς να παίζω ζάρια
Χωρίς να βλέπω άπλυτα Ελληνικά ποδάρια,
Χωρίς να βλέπω ψέματα μες στις εφημερίδες
Χωρίς δίπλα στη θάλασσα ρετσίνα και μαρίδες…
Και αν δεν πήγαινα προχτές στο σπίτι του Βαγγέλη
Που μπόλικο έχοντας παρά πιάνει και τον Αντέννα
Τότε και το τσερβέλο μου τις σκέψεις δε θα 'γέννα
Που ’γραψα εδώ και που εσείς διαβάζετε εν τέλει.
Γιατί εκεί είδα πολλούς γνωρίμους παλαιούς μου
Να παρελαύνουν στης τι-βι επάνω το γυαλί
Και από κει αμπάριζα πήρε και βγήκε ο νους μου
Και τέτοια τώρα πράγματα η πέννα μου λαλεί.
Και βλέποντας μες στο γυαλί παράπονο με πήρε,
Και για να μη δακρύζω εμπρός στη σπιτονοικοκύρισσα
Το σπίτι τάχα για να δω έκανα μία γύρα
Ωσπου με μούρη στην τι-βι στεγνή εξαναγύρισα.
Και θύμησες μου ήρθανε και μούρθαν απορίες
Μεγάλες και μικρές
Όπως ας πούμε αυτές.
Άραγε ακόμα εραστές έχουνε οι κυρίες;
Αραγε η Κυβέρνηση κλέβει στα φανερά;
Ακόμα πλημμυρίζουνε τα υπόγεια τα νερά;
Ακόμα βάζουνε φωτιές οι οικοπεδοφάγοι;
Απ' τους παπάδες πιο σεμνοί ακόμα είναι κι οι τράγοι;
Ακόμα ο πολύς λαός παιδεύεται απ’ τη φτώχεια;
Ακόμα είναι όμορφα εκεί τα πρωτοβρόχια;
Ακόμα οι δημόσιοι οι υπάλληλοι πεινούν;
Ακόμα οι αγρότισσες μονάχες τους γεννούν;
Ακόμα λένε ψέματα γιατροί και δικηγόροι;
Ακόμα θέλουν οι έλληνες να κάνουνε αγόρι;
Ακόμα βασανίζουνε τον κόσμο οι απεργίες;
Ακόμα οι περσότερες οι μέρες είναι αργίες;
Ακόμα οι τσαντάκηδες απ’ τις γριές βουτούν;
Ακόμα οι πατριώτες μας συγγνώμη δεν ζητούν;
Ακόμα οι ανώμαλοι πηγαίνουνε στο ΡΕΞ;
Ακόμα οι δήθεν έντιμοι πουλιούνται για το σεξ;
Τ’ αδέρφια ακόμα κλέβουνε των αδερφών τα σπίτια;
Ακόμα από την Τράπεζα τους παίρνουν τα λεφτά;
Και πείθουν τη μητέρα τους με χίλια δυο τερτίπια
Τον εμιγκρέ το γιόκα της να μη τον θέλει πια;
Κι απ’ τον γονιό κλέβουν οι γιοι εικοσαριές χιλιάδες
δολάρια, και τα δίνουνε στους θείους και στις θειάδες;
Και συμμαχία όλοι αυτοί ενάντια συστήνουν
στον εμιγκρέ, και του σογιού την αγιοσύνη σβήνουν;
Κι όσους στην ξένη γράφουνε οι εμιγκρέδες στίχους
στην αδερφή τούς στέλνουνε ώστε να τους φυλά,
σε αναιτίου υπείκουσα ενός εκείνη μίσους
στις φλόγες του πανάκριβου τζακιού της τους πετά;
Και σ’ αγαθά προσβλέποντας ανίερα δικά του
και γράφοντας στα πιο παλιά τα υποδήματά του
την ιερή τη θέληση του σεβαστού πατέρα,
ο αδερφός τον αδερφό τον κάνει απ’ όλα πέρα;
Τι ερώτησεις! Μα κι εγώ πώς πήγα και θυμήθηκα
Τα βρώμια όλα της παλιάς πατρίδας και τ' ανήθικα;
Και τάχα αυτοί καμιά φορά που ’χουνε μείνει πίσω
Ανάμεσα στο ένα τους και στ’ άλλο το πιοτό,
Αναρωτιούνται που και που αν πίσω θα γυρίσω
Για να με ξαναδιώξουνε και πάλι σηκωτό;
Θυμούνται την φιλία μου; Τ' ανύπαρκτα μαλλιά μου;
Τα γούστα μου; Τα έργα μου; Την αναπαραδιά μου;
Μα να τελειώσω πρέπει εδώ-ο γέρος από κάτου
Πάλι τσιγάρο άναψε και όλος ο καπνός-
Ο αραχνόφαντος αυτός μεσίτης του θανάτου
Από την ανοιγμένη μου τη θύρα μπαίνει εντός.
Και να την κλείσω πρέπει ευθύς χωρίς αναβολή
Γιατί μου δίνει ο καπνός ενόχληση πολλή
Και αλλεργία μου γεννά το πούσι του το γκρίζο.
Και με τις απορίες μου άλλοτε συνεχίζω.
(Την έκλεισε και έκατσε κοιτάζοντας στο άπειρο
Και τώρα έμπαινε ο καπνός απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο).
ΜΗΤΡΟΣ
(μπαίνει)
Γιάννο μου άκουσα ολ’ αυτά που έλεγες μοναχός σου.
Αλήθεια, έχουμε χρονιές δέκα σ’ αυτή τη χώρα.
Αν κι ήξερα, πάλι άκουσα ποιος είναι ο καημός σου
που και δικός μου είναι καημός.
-Πολλήν άκουγες ώρα;
-Ναι. Και αυτά που άκουσα ταιριάζουν στο σκοπό
αυτού που εδώ ερχόμουνα Γιάννο για να σου πω:
Γιάννο το αποφάσισα. Θα κάνω τα χαρτιά μου
Για να γινώ Αμερικανός πολίτης.
- Παναγιά μου!
Τι μεγαλεία ειν’ αυτά βρε Μήτρο που στοχεύεις;
Και θα γενείς Αμερκανός; Αλήθεια το πιστεύεις;
-Και γιατί όχι; Γίνανε πολλοί γνωστοί μου ως τώρα.
Και δρέπουν Αμερικανού πολίτη τώρα δώρα.
Λοιπόν το αποφάσισα. Πολίτης θα γενώ.
Και θα καλύψω ένα τρανό της ζήσης μου κενό.
Θα μπορώ να περπατάω
Με την κεφαλή ψηλά
Και η ζήση μου όπου πάω
Τιμημένη θα κυλά.
Θα ψηφίζω όχι για κάλο
έλληνα πρωθυπουργό
μα για Πρόεδρο να βγάλω
κάποιον, Αμερικανό.
Κι όμηρον αν με κρατήσει
κάποιος αεροπειρατής
τ’ όνομά μου θα γνωρίσει
τότε ο κόσμος παρευθύς.
Κι ένα μέγα θάναι έθνος-
το Αμερικανικό
που θα βυθιστεί στο πένθος
αν εν τέλει θα χαθώ.
Και καμαρωτός θα δείχνω
την καινούργια μου ταυτότητα
κι έτσι πλήρως θ' αποδείχνω
και τη νέα μου εθνικότητα.
Και θα είμαι κραταιού
κράτους μες στη γη πολίτης
και του κόσμου του κακού
δε θα είμαι πλέον αλήτης.
Και θα σταματήσεις Γιάννο
να μου κοκορεύεσαι
αλλά σαν Αμερικάνο
τότε θα με σέβεσαι.
Μόνο που έχω Γιάννο μου ένα δίλημμα μεγάλο
που απ’ αυτό τρανότερο δε βρίσκω να ’ναι άλλο.
Λένε αυτοί που ευτύχισαν να γίνουνε πολίτες
ότι η πρώτη ερώτηση των εξετάσεων τους
ήταν: "Και τί θα κάνατε σε πόλεμο αν πιάνονταν
η Αμερική με την παλιά που είχατε πατρίδα;"
Και τί αλήθεια να τους πω; Ν ' απαρνηθώ Γιαννάκο
τον τόπο που με γέννησε και μ’ έχει μεγαλώσει;
Δεν το μπορώ. Πάλι να πω ότι θα πολεμήσω
τον τόπο που με δέχτηκε και ζω ωραία τώρα;
Από τα δύο δε μπορώ κανένα να διαλέξω.
Τί λες και συ; Τί θα ’κανες στη θέση μου αν ήσουν;
-Εγώ και τώρα να σου πω μπορώ, πριν με ρωτήσεις:
θα πολεμήσω τη Γραικιά με νύχια και με δόντια.
Και τώρα. Ετούτη τη στιγμή, αν πόλεμος θα γίνει
εγώ θα είμαι ο πρώτος που απάνω της θα πέσω
και με μανία και με τυφλή θα τη χτυπήσω λύσσα.
Γιατ' η Ελλάδα ειν' η γωνιά του κόσμου που γεννάει
όντα τελείως διάφορα από τ’ αρχαία εκείνα,
που ’χαν μυαλό, και αίσθηση, και σύνεση, κι αντρεία.
Γιατί γεννάει απάνθρωπα, κτηνώδη, άνοα όντα.
Και τί παρά οι άνθρωποι κάνουνε την πατρίδα;
Έτσι λοιπόν με βρωμερά πλημμυρισμένη όντα
σιχαμερή και βρωμερή λογίζεται κι εκείνη.
Και θάνατος στις βρωμερές χρειάζεται πατρίδες.
Αλλιώς κάθε που μέσα τους φανεί κάτι ωραίο
λάσπη κι εκείνο και βρωμιά σε λίγο θα ’χει γίνει.
Κάτω οι πατρίδες που κοιτάν με μίσος τα παιδιά τους.
Κάτω οι πατρίδες που ’χουνε μοναδικό σκοπό τους
να πλάθουν αλλοπρόσαλλα, δυστυχισμένα τέκνα.
Που ούτε μυαλό τους δίνουνε ορθά για να σκεφτούνε
και ευνομούμενα κι αυτά να ζήσουν όπως όλοι
οι άλλοι άνθρωποι της γης. Ναι. Κάτω οι πατρίδες
που είναι μέγαιρες κακές για τ' άτυχα παιδιά τους
και που τα βασανίζουνε, και τα βαριοπληγώνουν
και που τα κατατρέχουνε και που τα εξορίζουν.
Και ζήτω η Δημοκρατική του Κλίντον η πατρίδα.
Η Αμερική των λίμπεραλς. Η Αμερική του τώρα.
Η Αμερική του αύριο. Η Αμερική η αιώνια.
Και ζήτωσαν οι ευκλεείς και ζείδωρες πατρίδες.
Και ζήτω η Αμερκάνικη μοναδική πατρίδα.
Που όχι μόνο τα παιδιά φροντίζει τα δικά της
αλλά κι εκείνα που έρχονται ικέτες στους βωμούς της.
Ζήτω η Αμερκάνικη πατρίδα που σκοπός της
Έχει τα τέκνα της να ζουν όλα ευτυχισμένα.
Ζήτω η Αμερικάνικη πατρίδα που σαν λιόντας
τα δίκια υπερασπίζεται πάντοτε των παιδιών της.
Ζήτω του κόσμου η μοναχή για λευτεριά ελπίδα.
Ζήτω του κόσμου ο μοναχός ζυγός Δικαιοσύνης.
Ζήτω η μόνη πα' στη γη πατρίδα που απονέμει
ό,τι στο κάθε της παιδί αξίζει να λαβαίνει.
Αμερική! Αμερική! Χώρα του μεγαλείου!,
είτε αυτό είναι υλικό, ή Πνεύματος, ή Τέχνης.
Αμερική! Αμερική! Πατρίδα των πατρίδων.
Γεια σου φωλιά χαρούμενη για τα πουλιά σου όλα.
Γεια σου αποδημητικών γιάτρισσα και ταγίστρα.
Γεια σου βοηθέ του αδύναμου. Γεια σου ισχυρών η φίλη.
Γεια σου αδίκων τιμωρός. Γεια σου δικαίων προστάτις.
Γεια σου δουλειά των άνεργων. Χαρά των πονεμένων.
Γεια σου Κολόμβου γέννημα. Μέστωμα Ουασιγκτώνα.
Γεια σου των τέκνων όλων σου το πέρφανο το θρέμμα.
Γεια σου Αγγλίας ράπισμα. Κουμουνισμού το κνούτο.
Γεια σου η φωτοδότειρα και η τροφός του κόσμου.
Γεια σου η πρώτη στο Καλό, στο Υψηλό, στ' Ωραίο.
Γεια σου ο Πυγμαλίωνας του κάθε προικισμένου.
Γεια σου ταλέντων σιγουριά. Γεια σου του νου προστάτη.
Γεια σου όλων των ανθρώπινων δικαίωση των κόπων.
Γεια σου πενίας μακέλεμα. Δουλείας καταλύτρα.
Γεια σου τρανή Αμερική. Μπρος σου το γόνυ κλίνουν
Λαοί τρανοί κι αδούλωτοι-Εθνη μικρά μεγάλα.
Και η Ρωσία η κραταιή, σε προσκυνάει κι εκείνη.
Γεια σου μεγάλη Αμερική. Αν κάποτε η Ελλάδα
Με σε θα ’ρθει αντιμέτωπη, και πάλι στο δηλώνω
Από τους πρώτους μαχητής ενάντια της θα είμαι.
Δος μου ένα όπλο μοναχά και βρίσκω εγώ το στόχο.
Δώσε μου το δικαίωμα μόνο να πολεμήσω.
Σε δυο αφεντάδες δεν μπορεί κανένας να δουλεύει.
Υποκρισία και ψευτιά κρύβει μια σχέση τέτοια.
Πρέπει κανείς οριστικά και πλέρια να διαλέξει.
Κι εγώ εσένα διάλεξα. Για σε θα πολεμήσω
κι αν κάποτε το χρειαστείς για σένα θα πεθάνω.
-Επήρες φόρα Γιάννο μου. Όμως εγώ υποβάλλω
Χαρτιά πολίτης να γενώ. Κι όχι εσύ.
- Το ξέρω.
Τι θα ’λεγα είπα μοναχά εμένα αν ρωτούσαν.
-Λένε πως να περάσουνε δέκα χρονιές θα πρέπει,
Για να ξεχάσεις εντελώς την παλαιά πατρίδα.
Εσύ προτού καλά καλά τα δέκα χρόνια κλείσεις
Οχι την ξέχασες, αλλά, την έχεις και μισήσει.
-Λάθος και πάλι έκανες Μήτρο. Ετούτα όλα
ειν’ ένα δείγμα μοναχά απ’ ότι έχεις ν’ ακούσεις
όταν τις δέκα τις χρονιές αισίως εδώ θα κλείσω.
Και να το ξέρεις, απηχώ Μήτρο μου τις απόψεις
όλων των στο Λος Αντζελες που ζούνε των Ελλήνων.
-Βλέπω όμως Γιάννο μου πολλούς έλληνες εδώ πέρα
που χρόνια έχουν είκοσι, ή και τριάντα ακόμα
που απ’ την πατρίδα λείπουνε, κι όμως την αγαπάνε.
Γι αυτήνε πάντοτε μιλούν, πηγαίνουν και τη βλέπουν,
κι έχουνε πάντα ένα καλό λόγο γι αυτή να πούνε.
Των δέκα χρόνων ο κανών για κείνους δεν ίσχύει;
-Ολοι αυτοί συμφέροντα έχουνε στην Ελλάδα.
Γι αυτό και πως την αγαπούν ακόμα προσποιούνται.
Κατάλαβες Μητρούση μου;
- Οχι τελείως Γιαννιό μου.
-Αυτοί δε θα ξεχάσουνε ποτέ τους την Ελλάδα
όσο σαν κότα τη θωρούν που αυγό χρυσό γεννάει.
Όμως αυτοί που εργάζονται και ζουν εδώ, στις ΗΠΑ,
τη γη ετούτη θ' αγαπούν, γι αυτήνε θα πονάνε,
κι αυτήνε για πατρίδα τους μοναδική θα ξέρουν.
-Αλλά, για δες τα χέρια τους πώς τα ’χουν απλωμένα
Προς της πατρίδας τα γλυκά μέρη τ' αγαπημένα.
Ζητούν να τη χαϊδέψουνε-λίγο να την αγγίξουν.
Μου μοιάζουν χέρια ναυαγών που σαν να χαιρετάνε
Λίγο προτού στου πελάγου τα σκότια να βυθίσουν,
ή σαν να θέλουν από μια σανίδα να πιαστούνε.
-Ούτε είναι χέρια ναυαγών, ούτε σε χάδι απλώνουν.
Ούτε και αποχαιρετούν. Είναι αρπάγων χέρια.
Απλώνουν για να γδάρουνε και για να λεηλατήσουν.
Κι αυτή 'ναι η μονάχη τους με την πατρίδα σχέση.
-----
Σάββατο 28 Ιουνίου 2025
ΜΗΤΡΟΣ ΚΑΙ ΓΙΑΝΝΟΣ
ΑΠΟΡΙΕΣ ΜΗΤΡΟΥ
(Οπου ο Μητρός απορεί
Με υπουργών τις ρήσεις
Κι ο Γιάννος όσο το μπορεί
Του δίνει εξηγήσεις)
-Γιάννο για πες μου, το πολύ πόσες κοιμάσαι ώρες;
-Εφτά ή οχτώ. Περσότερο ούτε μπορώ ούτε θέλω.
-Και μήπως Γιάννο άκουσες πόσο κοιμούνται οι χώρες;
-Τί λες βρε Μήτρο; Σούφυγε τελείως το τσερβέλο!
Κοιμούνται ναι οι υπουργοί, κοιματ’ η αστυνομία
Βαθιοκοιμούνται οι Πρόξενοι, πατρίδα όμως καμία.
-Κι όμως. Το είπε ο υπουργός Γιάννος Παπαντωνίου.
Συγκεκριμενα είπε πως η Ελλάδα έχει αργήσει
Για δεκαπέντε συναπτά χρονάκια να ξυπνήσει.
Και φταίει λέει το ΠΑΣΟΚ για το καζάντι ετούτο.
-Καλά, δεν είναι υπουργός είπες αυτός ο Γιάννος;
-Ναι. Είναι ένα του ΠΑΣΟΚ κι αυτός πράσινο φρούτο.
Και μάλιστα βαρύτατες λέει πως φέρει ευθύνες
Για την πολύχρονη αυτή της χώρας υπνηλία.
Τουλάχιστο να ύπνωττε για δεκεπέντε μήνες…
Μα χρόνια; Να προβλέπεται αυτό απ’ τα βιβλία;..
-Δεν ξέρω. Μα δεν ειν’ αυτός ο μοναχός ο βλάξ.
Είναι κι Πάγκαλος. Κι αυτός είπε παρόμοιο κάτι.
Τί λέω-κάτι πιο βαρύ. Είπε στο πυξ και λαξ
Πως όχι μόνο κοίμησε τη χώρα στο κρεβάτι
Αλλά πως την κατάστρεψε το κόμμα του το ίδιο.
Ειλικρινείς που έχουμε αλήθεια υπουργούς!
-Δε σκέφτεται ίδια Γιάννο μου και ο δικός μου ο νους.
Κουτόν καθένα τους εγώ λέω και βλάκα αΐδιο.
-Μήπως κουτοί δεν ειν’ αυτοί, και, Μήτρο είσαι συ;
Αλλαξαν πλέον οι καιροί. Αλλάξανε τα ήθη.
Η εποχή επέρασε εκείνη η χρυσή.
Του χτες η πίστη σήμερα περνάει για παραμύθι.
Της μόδας είναι σήμερα να λέγεται η αλήθεια
Και τάλλα είναι νερόβραστα κι ανούσια κολοκύθια.
Παπαντωνίου και Πάγκαλος δεν είναι βλάκες διόλου.
Μάλιστα κάλτσες θάλεγα πως είναι του διαόλου.
-Κα βρίζουν το ίδιο το ΠΑΣΟΚ που οι ίδιοι του’ναι μέλη;
-Ναι. Κι έτσι όσοι τους ακούν θα λεν: "τι τίμιοι πούναι
Αφού το κόμμα το ίδιο τους να βρίζουνε τολμούνε!
Αλλά και θάρρος τι πολύ που αυτή η πράξη θέλει!
Κι όλα καλά και άγια δουλεύουν στην πατρίδα,
Κι οι άθλιοι κερδίζουνε σε κάθε μια παρτίδα
Που παίζουνε με το λαό-που παίζουνε καλλίτερα
Πάνω στην πλάτη του λαού. Και παραδειγματίζονται
Και θάρρος παίρνουν απ’αυτά και ασελγούν δριμύτερα
Οσοι στην ίδια αργότερα πλάτη πειραματίζονται.
-Ετσι λοιπόν; Δεν τόξερα πως είναι εξυπνάδα
Να βλάπτουνε οι Ελληνες τη δόλια την Ελλάδα.
-Ξύπνα ρε Μήτρο. Κι αν εσύ αρνείσαι να ξυπνήσεις
Τις όποιες σου σε μένανε κάνε τις ερωτήσεις
Και παραχρήμα κι αυθωρεί θα σου απαντάω φίνα
Και κάθε μια πολιτική θα σου χορταίνω πείνα.
-Και δε φοβούνται μη ο λαός τα αίσχη τους σα μάθει
Για όλα όσα ομολογούν θα τους κολάσει πάθη;
-Ωραία η ερώτηση πούχεις βρε Μήτρο κάνει.
Ομως ο έρμος ο λαός έχει μαλλί να ξάνει.
Καιρό δεν έχει τις πολλές βρωμιές τους να γνωρίζει.
Ετσι όταν βλέπει ο ένας τους τον άλλονε να βρίζει
"Το σύστημα είδες;" σκέφτεται."Δούλευει μια χαρά-
Αν θα λαθέψει ο ένας τους ο άλλος τον κολάζει".
Και ο κακότυχος μ’ αυτά ο λαός μας ησυχάζει
Κι αφήνει ανεξέλεγκτο τον κάθε μασκαρά.
-Καλά και όταν το ΠΑΣΟΚ κατάστρεφε τον τόπο
Ή την Ελλάδα αφιόνιζε, πού ήτανε κι οι δυό;
Γιατί τότε δε λάβαιναν σαν τώρα λίγον κόπο
Να πουν ότι το κόμμα τους τάκανε ρημαδιό;
Ή τότε δεν τα βλέπανε και τα ΄δαν μόνο τώρα;
Γιατί δεν παραιτήθηκαν τότε απ’ το ΠΑΣΟΚ
Που φανερά κατάστρεφε το τραίνο του τη χώρα
Παρά τροφοδοτούσανε τη μηχανή του κωκ;
Μήπως για να μπορέσουνε ναρθούν εκ των υστέρων
Και να μας πουν πως τάβλεπαν μα δε μιλούσαν τότες
Γιατί δυνάμεων ήτανε δέσμιοι υπερτέρων;
Ετσι δε λένε των λαών οι όπου γης προδότες;
Ή μήπως το διορθώσανε το κόμμα τελικά
Και όλα τώρα μέσα του γίνονται αγγελικά;
Και ποιος μας λέει πως αύριο δε θάρθει κάποιος άλλος
Παπαντωνίου η Πάγκαλος για να μας πει τα ίδια-
Οτι οι δύο τάχα αυτοί ήταν μπελάς μεγάλος
Κι ότι σα φύγανε άφησαν μόνον αποκαΐδια;
-Φαίνεται δεν κατάλαβες ακόμα πώς συμβαίνει
Και λάδι κάθε υπουργός και βουλευτής μας βγαίνει.
Θα σου το πω λοιπόν αλλιώς. Να! όλοι πανοικεί
Κάνουνε λέει στο ΠΑΣΟΚ τώρα αυτοκριτική.
Κλέβει ας πούμε κάποιος τους δυο δισεκατομμύρια;
Ανοίγει όλες τις πόρτες του κι όλα τα παραθύρια
Και "είμαι κλέφτης!" αρχινά συνέχεια να φωνάζει.
Αυτό ήτανε. Κάθε Ελληνας με τούτο ησυχάζει,
Τό κλέψιμο τότε η γη σαν κάτουρο το πίνει
Και είναι Μήτρο φουκαρά σα να μην είχε γίνει.
Το ίδιο κι όταν κάποιος τους θα βλάψει την Παιδεία.
Ή αν κανένα εθνικό θέμα μας θα πουλήσει.
Ευθύς την κάθε τέτοια του καθένας προδοσία
Τη σβήνει όταν σαν κόκορας θα τηνε διαλαλήσει.
-Κι ακόμα ο χρυσόστομος είπε ο Πάγκαλός μας
Πως τάχα η κυβέρνηση αυτή, η τωρινή
Τόσο πολύ εντατικά φροντίζει για καλό μας
Που αλλαγή καμμιά σ’ αυτήν δεν πρέπει να γενεί,
Παρά να την αφήσουμε ατάραχη να ζήσει
Και την τετραετία της άνετα να εξαντλήσει.
Αχ και να τους εστριμωχνα τους δυο σε μία κώχη
θα τρώγαν από μένανε ξύλο κι οι δυο γερό.
Τί λες για τούτο Γιάννο μου; Καλά τα λέω ή όχι;
-Μήτρο μου ξύλο χρειάζονταν τον παλαιό καιρό.
Μα πάψανε να βάφονται τ’ αυγά με μυγοχέσματα.
Αλλου είδους βία σήμερα φέρνει απότελεσματα.
Κι έρχεται-φτάνει ο καιρός που δε θα κοροΐδεύουνε
Τότε οι κυβερνήτες μας, μα μόνο θα δουλεύουνε.
(Κι ενώ η Δύση άρχιζε τους ουρανούς ν’ ανάβει
Αποχαιρετιστήκανε οι δυο με μια φωνή.
Κι ο Μητρός εσυμφώνησε χωρίς να καταλάβει,
Κι ο Γιάννος εκατάλαβε χωρίς να συμφωνεί)
Παρασκευή 27 Ιουνίου 2025
ΜΗΤΡΟΣ ΚΑΙ ΓΙΑΝΝΟΣ
ΤΑ ΔΑΝΕΙΚΑ
(Στο μακρινό ευρισκόμενοι κι οι δύο το Ελ Έι.
Ζητάει ο Μήτρος δανεικά κι ο Γιάννος όχι λέει.)
Ο Μήτρος τις χερούκλες του κινώντας πάνω κάτω
και φτάνοντας οι φτέρνες του στους δυνατούς του ώμους,
κάνοντας μια δρασκελιά πλατείες, δρομάκια, δρόμους
στο σπίτι φτάνει που ήρεμο φιλοξενεί το Γιάννο.
-«Γιάννοο!», φωνάζει δυνατά. «Γιάννοοο!», ξαναφωνάζει.
Κι όταν απ’ το παράθυρο μύτη ο Γιάννος σκάζει:
«Φίλε μου Γιάννο να χαρείς άνοιξε να σε δω
κι αυτό που θέλω να σου πω δε λέγεται από δω.»
-«Τι θες ρε Μήτρο να μου πεις που από κει δε λέγεται;»
-«Γιάννο μου, ο πρώτος φίλος σου μπρος σου κοιτάς να καίγεται
και δεν…»
- Στάσου ρε Μήτρακα, που καίγεσαι μου λες!
Αυτό το ’χω από σένανε ακουστά πολλές φορές:
όλο μου φτάνεις τρέχοντας και με σπουδή μεγάλη
μα δίχως να ’χεις τίποτα σπουδαίο στο κεφάλι,
και καταλήγεις να μου λες κάτι πολύ κοινό,
κάτι που και για σήμερα το βλέπω πιθανό.
-Γιάννο μου δε θα σου ειπώ αλλά θα σου ζητήσω
και σπίτι μου χωρίς αυτό, στο λέω, δε θα γυρίσω.
-Μπα μπα μπα μπα! Μωρ’ τι μου λες; Και σίγουρος πώς τόσο
είσαι πως ό,τι μου ζητάς εγώ θα σου το δώσω;
-Γιάννο μου έλα κι άνοιξε κι άσε τα λόγια τώρα.
Έλα γιατί έχω κουραστεί τρέχοντας τόσην ώρα.
Άνοιξε να καθίσουμε σαν άνθρωποι κι εμείς.
Έλα. Θα φύγω γρήγορα. Στο λέω λόγω τιμής.
-Αλήθεια αυτό με συγκινεί. Το πως θα φύγεις γρήγορα
είναι από τα λόγια σου που ακούγονται παρήγορα.
Λοιπόν ανοίγω. Έλα. Μπες.
και πες μου γρήγορα ότι θες.
Κι αφού καθίσανε κι οι δυο, ο Μήτρος ξαναμμένος
κι Γιάννος διερωτώμενος και λίγο απορημένος,
ο πρώτος, τέλεια αδιάφορος για ευγένειες και προσχήματα,
λέει στο Γιάννο ορθά κοφτά: «Γιάννο μου θέλω χρήματα!»
-Αυτό ήταν; δε μου το ’λεγες αυτό όταν ήσουν κάτω
να ’λεγα ένα όχι εγώ να πάμε παρακάτω;
-Μη μου αρνείσαι Γιάννο μου, γιατί αποφασισμένος
είμαι, σα φύγω από δω να φύγω ματσωμένος.
Και δε ζητάω μ’ αγύριστα λεφτά να με βοηθήσεις
αλλά ζητάω Γιάννο μου-μ’ ακούς;-ΝΑ ΜΕ ΔΑΝΕΙΣΕΙΣ!
-Σ’ ακούω. Δεν κουφάθηκα. Γι αυτό μη μου φωνάζεις-
με τις φωνές που μου ’βαλες νομίζεις πως με σκιάζεις;
Λοιπόν κι ας έχω χρήματα μα δε θα σε δανείσω.
-Γιαννάκο μου το λόγο σου αυτόν πάρτονε πίσω.
Για μια φορά ο φίλος σου τόση ανάγκη έχει
που για να σ’ έβρει πριν να βγεις, δεν περπατεί μα τρέχει…
Δώσε μου Γιάννο δανεικά να ’χω κι εγώ ένα πρόσωπο
και να μπορώ την κοινωνία να βλέπω καταπρόσωπο.
Να με θαυμάζουν οι γνωστοί, οι εχθροί να μου ’χουν ζήλεια
και να ’μαι καλοπρόφερτος σε ολωνών τα χείλια.
Να τριγυρνώ περήφανα στης πόλης μας τους δρόμους
κι από διατάξεις άπιαστος να είμαι κι από νόμους.
Στην αγορά σαν περπατώ να μ’ υπολήπτονται όλοι
γιατί κρατώ με δανεικά γεμάτο πορτοφόλι,
και οι δουλειές μου από δω να γίνονται και πέρα
σα ρέντα να ’χω μαγική την κάθε μια ημέρα.
Χρήματα δος μου Γιάννο μου αν ευτυχή με θέλεις…
Γιαννάκο μου μη αδάνειστον στο σπίτι μου με στέλνεις.
-Λεφτά δε θες αγύριστα. Κι εξάλλου ξέρω πως
κάποιον παρά εσύ κρατάς μακριά απο ήλιου φως.
Να μου ζητάς λοιπόν λεφτά, κάπου δεν μου κολλάει.
Κάποιος που έχει ήδη λεφτά πώς δανεικά ζητάει;
Και πώς -αυτό εξήγησε-αγύριστα δεν δέχεσαι;
Τόσες φορές σου έδωσα. Και τώρα ξάφνου ντρέπεσαι;
-Γιάννο μου, αδιάβαστον θαρρώ, όπως σπανίως, σε πιάνω.
Δεν άκουσες τι έγινε με την Ελλάδα Γιάννο
που βγήκε χτες στις αγορές και χρήματα δανείστηκε;
-Ε και λοιπόν;
- Τι «και λοιπόν»; Γιάννο, δεν της χαρίστηκε
όποιο της δόθηκε ποσό, μα το ’χει δανειστεί.
-Ναι. Η πληροφορία σου αλήθεια είναι σωστή.
Λοιπόν;
-«Λοιπόν!..» Ε! Ύστερα δεν είδες μωρέ Γιάννο
πόσο απότομα η Ελλάς κι εύκολα πήγε πάνω;
Δεν είδες πόσο έλαμπε η μαγκιά του Αντωνάκη
σαν που φοράει μονόπαντα σακάκι κουτσαβάκι;
Δεν είδες που εγέλασε, με γέλιο έστω πλαστό
η φάτσα του Ευάγγελου που μοιάζει με παστό;
Κι όλες οι ξένες αγορές εύσημα μας φορτώνουν,
τα κράτη όλα πάψανε πλέον να μας μουντζώνουν,
οι υπουργοί μας χαίρονται σα να ’χανε γιορτή
με βουλευτάδες της Νου Δου απόκοντα ασορτί…
Ρίξε ένα βλέμμα γύρω σου. Διπλά δε λάμπει ο ήλιος;
Και αν προσέξεις και ο Ζεύς εγίνηκε πιο Φίλιος.
Κι η Ελλάδα έπαψε από χτες να ’χει τα που είχε χάλια-
Λέγανε άλλο τίποτε χτες βράδυ τα κανάλια;
Ως κι οι αχρείοι που βάλανε τη μπόμπα στη Σταδίου
δήλωσαν πως θα ντρέπονται μεγάλως και δια βίου.
Όλη η υφήλιος Γιάννο μου-κοίταξε- μας συγχαίρει
κι όλοι το βρώμιο μας ζητούν να πάρουνε το χέρι
και πάνω κάτω για πολλές φορές να το κουνήσουν
μέχρι τα χέρια και κεινών κι εμάς να κοκκινίσουν.
Γιατί η Χίλαρι έκανε μια βόλτα όλο χάρη
ένα παπούτσι για να μη στο μάτι της την πάρει;
Κι ακούω πως σαν θαυμασμού ένδειξη από τον Πούτιν
στο θάμα αυτό που έκανε η Ελλάδα η μικρή
ήταν να πάρει -φεύγουνε την ώρα ακόμα ετούτην-
απ’ την Κριμαία τους άντρες του. Για σε είδηση πικρή,
μα σκέψου-δείχνει πόσο αυτό που έκανε η Ελλάδα
σε όλους δημιούργησε χαρούμενη ζαλάδα.
Τώρα κατάλαβες λοιπόν τα δανεικά τι αξίζουν;
Πόσο οι δανειζόμενοι μα κι όσοι τους δανείζουν
κάνουν καλό και σε αυτούς μα και στην Πλάση όλη;
Λοιπόν θ’ ανοίξεις Γιάννο μου για με το πορτοφόλι-
την κίνηση τη μαγική να κάνεις που θα δώσει
στον φίλο σου τον θαυμασμό των γύρω του να νοιώσει;
-Μήτρο, σε πόρτα χτύπησες λάθος καλέ μου φίλε.
Την πόρτα χτύπα του Θεού-ήτοι σε κείνον στείλε
μια προσευχή και ζήτα του όχι ό,τι η Ελλάδα,-
λεφτά τουτέστιν δανεικά-μα… λίγη εξυπνάδα…
(Κι ο Μήτρος έφυγε χωρίς άλλο να επιμείνει
Γιατί ένιωσε πως δυστυχώς αδάνειστος θα μείνει.
Και δεν εξέχασε θερμή μια προσευχή να κάνει
γιατί λογάριαζε πολύ τις συμβουλές του Γιάννη.)
ΜΗΤΡΟΣ ΚΑΙ ΓΙΑΝΝΟΣ
(Μήτρος και Γιάννος συζητούν και τα δικά τους λένε,
Και μερικοί μ’ αυτά γελούν, ενώ άλλοι πάλι κλαίνε.)
MΗΤΡΟΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΣ
(Ο Μήτρος άκρως άκεφος κι αργά αργά βαδίζοντας
στου Γιάννου πάει, να τον βρει στο σπίτι του ελπίζοντας.)
Φτάνει και με μιαν άτονη φωνή «Γιάννο!» φωνάζει
ενώ συνέχεια με καημό βαρύ αναστενάζει.
Ο Γιάννος στο παράθυρο προβάλει του σπιτιού του
κι αντίς του Μήτρου που ήξερε του λίαν κολλητού του,
βλέπει ένα Μήτρο άλλονε-βαρύ, συννεφιασμένο
που μια στιγμή του φάνηκε σαν να ’βλεπε έναν ξένο.
«Μήτρο ανοίγω!» φώναξε, και άνοιξε την πόρτα.
Ο Μήτρος μπήκε κι έκατσε όπως έκανε και πρώτα,
μα τώρα δεν εμίλησε όπως το συνηθάει.
Ο Γιάννος βλέποντάς τονε αμέσως τον ρωτάει:
-Μήτρο πώς έτσι σήμερα βαρύς και δίχως κέφια;
Συμβαίνει κάτι φίλε μου; Πες μου κι ανησυχώ.
-Γιάννο μου είμαστε οι δυο καλλίτερα απ’ αδέρφια.
κι ο ένας απ’ τον άλλονε δεν έχει μυστικό.
Θα σου ειπώ λοιπόν ευθύς τον που με τρώει σεβντά
και άυπνο και νηστικό μέρες πολλές μ’ αφήνει.
μία γυναίκα Γιάννο μου αγαπάω.
- Σοβαρά;
-Αυτό είναι πολύ καλό. Τι λέει γι αυτό εκείνη;
-Τι ’ναι που είπες Γιάννο μου!; Δεν της το έχω πει!
-Μήτρο μου αυτά τα πράγματα δεν είναι για ντροπή.
-Ποιος είπε ότι ντρέπομαι; Μα εύκολο το έχεις;
Λέγονται τέτοια πράγματα ετούτο τον καιρό;
-Μήτρο μου, αφού τον έρωτα γι αυτήν δεν τον αντέχεις,
Να της το πεις. Κι ακόμα πώς κρατιέσαι απορώ!
-Φίλε μου, όπως τον καιρό αυτό είναι η κατάσταση
αν της το έλεγα είναι σαν να κάνω επανάσταση.
Και ξέρεις να είμαι άνθρωπος εγώ για επαναστάσεις;
-Για εξηγήσου Μήτρο μου. Ποιες είναι οι περιστάσεις
που σ’ εμποδίζουνε να πεις σε κάποια που αγαπάς
πως βρε αδερφέ την αγαπάς! Σ’ αυτό τι σ’ εμποδίζει;
- Γιάννο μου φαίνεται αγνοείς-γι αυτό και με ρωτάς-
κάτι που τόσο είναι κοινό και ο καθείς γνωρίζει.
-Ωραία. Πες πως αγνοώ. Πες μου το εσύ Μητρούση
κι εγώ είμαι όλος ένα αυτί που καίγεται ν’ ακούσει.
-Γιάννο μου δεν ακούς εσύ τι γίνεται τριγύρω;
Δεν ξέρεις πόσοι άνθρωποι έχουνε μηνυθεί
και μάταια αγωνίζεται καθείς τους να σωθεί
γιατί θελήσαν του έρωτα να οσμίσουνε το μύρο;
Του θεάτρου πολυτάλαντους δε βλέπεις ηθοποιούς
που σε γυναίκα επειδή για έρωτα μιλήσανε
αμέσως τους συλλάβανε και σαν κακοποιούς
χωρίς κουβέντα δεύτερη στη φυλακή τους κλείσανε;
Κι όχι για ότι έγινε σήμερα είτε εχτές,
μα και για ότι έγινε προτού χρονιές πολλές.
Και συ μου λες να πω εγώ στην που αγαπώ κοπέλα
πως έχω έρωτα γι αυτήν… αυτό δε θα ’ταν τρέλα;
-Μήτρο, αυτοί που πιάστηκαν κι έχουν φυλακιστεί
είναι γιατί εβιάσανε κι όχι γιατί ένα λόγο
σε μια γυναίκα είπανε. Κανείς δεν έχει ψόγο
σε μια γυναίκα όμορφα κι ωραία αν εκφραστεί.
-Α! Συ Γιαννάκο φίλε μου –συγνώμη για ότι πω-
όμως πως είσαι άσχετος θαρρώ πάνω στο θέμα.
Τον Νιουγιορκέζο Δήμαρχο για ένα χωρατό
στις ΗΠΑ όλοι να του πιούν δε θέλουνε το αίμα;
«Τι όμορφη είσαι σήμερα!» είχε ένας άλλος πει
και σε ατέλειωτο μπελά έχει ο δόλιος μπει.
Σ’ ολη τη γη Γιαννάκο μου είν’ απαγορευμένο
ό,τι ως πριν χαρά θεού ήταν κι ευλογημένο.
Εγώ γυναίκα αν τώρα πια στο δρόμο αντικρίσω,
μεταβολή κάνω κι ευθύς γυρίζω πάλι πίσω.
Και αν αυτό ειν’ αδύνατο γυρνώ αλλού το βλέμμα
Ώστε να μη τήνε θωρώ. Ναι! δε στο λέω ψέμα!
-Μήτρο μου υπερβολικός πως είσαι έχω τη γνώμη.
Πρέπει να ξεχωρίζουμε το στάρι από τη βρώμη.
Δε λέω σε μια κοπέλα εμπρός να πας και να σταθείς,
και «θες να κάνουμε έρωτα;» αμέσως να της πεις.
Σιγά σιγά γίνονται αυτά. Πρώτα θα γνωριστείτε,
τυχαία ή όχι μια ή δυο φορές θα ιδωθείτε,
μετά… ε τώρα Μήτρο μου ξέρεις τα παρακάτω,
δε είναι ο έρωτας κρασί γεμάτο ένα ποτήρι
που να το αδειάσεις λέγοντας «άντε και άσπρο πάτο»…
του έρωτα αρχίζει το κρασί από το πατητήρι.
-Τι πατητήρια συ μου λες και στάρια μου αραδιάζεις;
Τη γνώμη που έχω, μ’ όλα αυτά που είπες δε μου αλλάζεις.
Όσο και αν προσεκτικά και δίχως βιάση άρχιζα
κι αν τη γυναίκα που αγαπώ καθόλου δεν την άγγιζα
πάλι θα ερχόταν η στιγμή κάποτε να της πω
για τον που έχω στο μυαλό για κείνηνε σκοπό.
Κι όπως και να της το ’λεγα, είτε με τρόπο πλάγιο,
είτε σταράτα και κοφτά, αυτή θα καταλάβαινε
πως βέβαια δεν της ζητώ να κάνουμε τρισάγιο
ούτε ότι τη γύρευα ίσως να μεταλάβουμε,
μα ότι θέλω απ’ αυτήν να πάμε στο κρεβάτι.
Θα μπόρειε άλλο τίποτα να υποθέσει κάτι;
Γιατί γι αυτό δε γίνεται φίλε μου ο καυγάς;
Για να σκοτώσεις θήραμα μόνον δεν κυνηγάς;
Γι αυτό σου λέω: φτάνουμε στο ίδιο αποτέλεσμα
το φαγητό είναι ίδιο αν μάσα το πεις ή έδεσμα.
-Μα πώς το θέτεις Μήτρο μου έτσι ωμά το θέμα…
-Αφού έτσι είναι; Εκτός αν πια της έλεγα ένα ψέμα.
Αλλά κι αυτό αν έκανα, στα ίδια θα ’φτανα όταν
το ψέμα η ώρα θα ’ρχονταν που θ’ αποκαλυπτόταν.
-Αμάν ρε Μήτρο έτσι ακραία το θέμα που το βάζεις
τον έρωτα τον ίδιονε φίλε μου τον τρομάζεις.
Συ καταργείς την κάθε μια των φύλων δυνατότητα
να έρθουν σε… πώς να το πω… να γίνουν μια ενότητα…
-Γι αυτό με βλέπεις Γιάννο μου κι είμαι σ’ αυτό το χάλι.
Κι αφού όπως βλέπω ούτε συ μου δίνεις λύση άλλη,
την που ’χω πάρει απόφαση θα τήνε κάνω πράξη-
τέλος θα βάλω στη ζωή που έτσι έχει ρημάξει.
Καιρός για πόνο λιγοστός μου έμεινε ακόμα
’τι θα δεχτεί τον πόνο μου το άπονο το χώμα.
Αφού είναι έτσι η ζωή φτιαγμένη, την αφήνω.
Αρνούμαι πιόνι της εγώ και άθυρμα να γίνω.
Ας τήνε χαίρονται αυτοί που έχουν την ικανότητα
να φτιάχνουν την που είπες πριν «τη μια την οντότητα».
Γι αυτό και φίλε μου καλέ σε αποχαιρετώ.
Την ατυχία που με κρατεί κατάματα κοιτώ
κι αντίο στη φιλία μας κι αντίο και σε σένα.
Φίλο κανέναν άλλον βρες Γιάννο αντίς για μένα
μαζί του για να συζητάς, να τον καταχερίζεις…
πάλι όχι όπως λέω εγώ, μα όπως συ ορίζεις…
(Κι έφυγε ο Μήτρος έχοντας σκοπό ν’ αυτοκτονήσει
κι ο Γιάννος απαντέχοντας πως δεν θα τo τολμήσει.)
ΜΗΤΡΟΣ ΚΑI ΓΙΑΝΝΟΣ
ΧΑΛΙ ΕΛΛΑΔΟΣ
(Γιάννος και Μήτρος συζητούν και τα δικά τους λένε
και μερικοί μ’ αυτά γελούν ενώ άλλοι πάλι κλαίνε.)
-Γιάννο μου ποιος μας έφερε στο χάλι μας αυτό;
-Φίλε μου Μήτρο μη μου πεις-δε σου ειν’ αυτό γνωστό;
-Μου είναι Γιάννο μου αλλά σίγουρος θέλω να ’μαι
πως είμαι όσο έξυπνος και συ-πως δεν κοιμάμαι.
-Πολλά γυρεύεις Μήτρο μου, αλλά θα σου ειπώ.
Οι βουλευτές κι οι υπουργοί μας έφεραν εδώ.
-Αυτό κι εγώ Γιαννάκο μου πάντα είχα κατά νουν
μιας και αυτοί τα νήματα της χώρας μας κινούν.
Και δε μου λες Γιαννάκο μου, αυτοί που μας χαντάκωσαν
και χέρι μέτρα τρία μακρύ στις τσέπες μας που άπλωσαν,
μπορούν αυτοί Γιαννάκο μου, οι ίδιοι, να μας σώσουν;
Απ’ τη φωτιά που άναψανε
και μέσα μας πετάξανε
είναι ποτέ τους μπορετό αυτοί να μας γλιτώσουν;
- Όχι βρε Μήτρο κουτεντέ, πώς τέτοιο κάτι εσκέφτηκες;
Εσύ ο τόσο έξυπνος πώς τόσο εμπαρδεύτηκες;
-Γιαννάκο μου δεν ξέρω, αλλά, νομίζω με δουλεύεις.
Γιατί ενώ σα θα με δεις όλο με κοροϊδεύεις
και βλάκας και ηλίθιος πως είμαι μου φωνάζεις,
τώρα σκαλιά τουλάχιστον τέσσερα μ’ ανεβάζεις
έξυπνον με βαφτίζεις
κι ελπίδες με γεμίζεις
πως απ’ το πλήθος των χαζών μπορεί να ξεστρατίσω
και εξυπνάδας κότινον κάποτε να κερδίσω.
-Μήτρο μου που έχεις μια καρδιά μεγάλη και χρυσή,
Κι αν είσαι βλαξ και ηλίθιος, διόλου δε φταις εσύ.
Η Φύση έτσι σ’ έφτιαξε γιατί έτσι έχει θελήσει-
και λόγο ποιος θα ζήταγε ποτέ από τη Φύση;-
Αλλά κι αν βλήτο έλαχε να είσαι μωρέ Μήτρο ,
το βλήτο αυτό είναι το πιο αγαπητό μου φύτρο.
Γιατί στον κόσμο μέσα αυτό γνωστό είναι προδήλως
πως είσαι ο καλλίτερος ποτέ που είχα φίλος.
-Γιαννάκο μου απ’ της ψυχής σ’ ευχαριστώ τα βάθη
πόσο πολύ με αγαπάς που σήμερα έχω μάθει.
Αλλά και πάλι σε ρωτώ Γιαννάκο να μου πεις
καλό αν πρέπει απ’ αυτούς να καρτερεί κανείς.
-Και πάλι εγώ σου απαντώ αγαπητέ Μητρούση
-κι αυτό το ξέρουν κι οι φτωχοί, το ξέρουν και οι πλούσιοι-
πως δεν μπορούνε τίποτε καλό αυτοί να κάνουν
εκτός από ένα μοναχά: όλοι τους να πεθάνουν.
-Γιαννάκο μου εξάπτεσαι κι άπρεπα λόγια λες.
Ακόμα κι αν μας έριξαν σε δυστυχίες πολλές
όχι και να πεθάνουνε. Μονάχα ο Θεός
τη ζήση και το θάνατο ορίζει καθενός.
-Καλά ρε Μήτρο, ας ζήσουνε. Μα λέγε παραπέρα
τι άλλο θα ’θελες, γιατί φεύγει σε λίγο η μέρα.
-Να Γιάννο μου: αφού αυτοί κακό μπορούνε μόνο
υποψηφιότητα γιατί βάζουν κι αυτό το χρόνο;
-Για να μας κάνουνε κακό κι αφού μας ξεψιλίσουν
με τα λεφτά μας τις μιαρές στέρνες τους να γεμίσουν.
-Μπράβο! Κι εμείς Γιαννάκο μου γιατί να τους ψηφίσουμε;
-Γιατί ζητάμε πιο φτωχοί και δυστυχείς να ζήσουμε.
-Μαζοχιστές Γιαννάκο μου πως είμαστε θαρρείς;
-Όχι νομίζω: είμαστε! Μη Μήτρο μου απορείς.
Αλλιώς θα τους ψηφίζαμε
ή θα τους καθαρίζαμε;
-Γιάννο μου παραφέρεσαι με δίκιο ή χωρίς.
Δεν είμαστε και άγριοι. Καλλίτερα ας πούμε
ευχής πως έργο θα ’τανε να μη πάλι εκλεγούνε.
-Και ποιοι θα βγαίναν Μήτρακα, πάλι αφού αυτοί
οι ίδιοι ειν’ υποψήφιοι και τη φορά αυτή;
-Κανείς αν δεν τους ψήφιζε πάλι θα βγαίναν Γιάννο;
-Πατώντας θα εβγαίνανε σε μας νεκρούς επάνω.
-Τι θα ’πρεπε Γιαννάκο μου να είχε γίνει λες;
-Να τους σκοτώναμε…μα συ ακούοντας τέτοια κλαις.
-Πάλι λοιπόν θα έχουμε τους ίδιους υπουργούς,
τους ίδιους διαπραγματευτές με τους τροϊκανούς;
-Πάλι και πάλι ώσπου εσύ να τους λυπάσαι πάψεις
και πριν σε θάψουνε αυτοί προλάβεις να τους θάψεις.
-----
Τετάρτη 25 Ιουνίου 2025
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΩΝ ΓΡΑΦΩΝ ΤΗΣ ΡΩΡΕΡΚΑΡ
στ.
Μας σύστησαν,
Ε και λοιπόν;
Τι μάθατε για μένα;
Ξέρετε πως τον έρωτα κάθε ημέρα
με όλη την ψυχή μου καταριέμαι;
Πως είναι απ' τις γραμμές του σώματός σας
το δώμα μου γεμάτο
που χώρος δεν μου μένει
να κινηθώ;
Κι αλήθεια
διαλογιστήκατε ποτέ την ειρωνεία
να μην έχω ούτε το χέρι σας αγγίσει;
Αν είχαν ονόματα οι καρδιές
ποιο θα 'ταν της καρδιάς σας-
ποτέ αναρωτηθήκατε; "Πέτρα βαριά";
"Πάγος αιώνιος" ; "Ατσάλι";
Ε, ό,τι και να διάλεγε κανείς
στο ίδιο καταλήγει: απουσία.
Μας σύστησαν.
Ε και λοιπόv;
Μήπως αυτό σας έδειξε
την άδεια μου μορφή τα βράδια
που για το σπίτι μου τραβώντας
δεν βλέπω στο παράθυρό σας φως;
Ούτε της σόμπας μου το βλέμμα εσείς δεν ξέρετε-
πώς ντροπιασμένα με θωρεί
που ό,τι κι αν κάνει δεν μπορεί να με ζεστάνει.
Ή μη τις νύχτες με ακούσατε ποτέ
έξω απ' το καγκελόφραχτο το παραθύρι σας να στέκω
στο παγωμένο μέσα σκότος
μη κάποιος ήχος έβγει από κει,
να τον ταιριάσω με γλυκό ψιθύρισμα
που παθιασμένο βγαίνει από το στόμα σας
και έρχεται
τους γύρους του αυτιού μου να φλογίσει
και να μου πάρει το μυαλό;
Και μη φοβάστε ότι θα με δείτε κάποτε
βγαίνοντας απ' την πόρτα σας:
Τώρα που σας το είπα δεν θα ξαναγίνει.
Όπως και τίποτα που να σας ενοχλήσει δεν θα γίνει.
Μόνο μπορεί ένα ζητιάνο κάποτε να δείτε
σ’ ένα παγκάκι καθισμένον της πλατείας
και κέρμα κάποιο βιαστική να του πετάξτε.
Αυτόνε το ζητιάνο πια δε θα τον δείτε.
Με κείνο το φτηνό το μέταλλο
που τα λευκά σας χέρια θα 'χει αγγίσει,
αυτός κιβούρι ένα ωραίο θα φκιάσει
και μέσα κει, με κείνο συντροφιά
ωραία ωραία θα ταξιδέψει
εκεί που οι συστάσεις δεν χρειάζονται-
εκεί που όλα τα γήινα ξεχνιούνται.
Μας σύστησαν.
Ε και λοιπόν;
ζ.
Τι συνάντηση κι αυτή!
Έχει
κυρία,
τύχει ποτέ σας
να βγείτε από το σπίτι
με σκοπό να μην ξαναγυρίσετε;
Έχει ο νους σας φτάσει στο απροχώρητο-
να βλέπει κάτω τον γκρεμό-
τελείως μπροστά του,
σκοτεινόν ολότελα
και γυρισμός να μην υπάρχει;
Σας λέω εγώ λοιπόν πώς είναι.
Όταν συμβεί αυτό
φοράτε το παλτό σας
βγαίνετε έξω
και περπατάτε
αλαφρή σαν πρωινός άνεμος
σε άδειους δρόμους
γιατί ούτε άνθρωποι υπάρχουν πια
ούτε αυτοκίνητα και σπίτια. Όλα
έχουν ξαναγυρίσει στο μηδέν
και στον προορισμό τους.
Και ρωτάτε: είχε κάποιαν αρχή
κάποτε
ο εαυτός μου;
Κι έτσι όπως περπατάς, για λίγο στέκεις,
λίγο γυρίζεις το κεφάλι, βεβαιώνεσαι
πως λίγα δευτερόλεπτα απομένουν,
τις έλικες του εγκεφάλου σου αποχαιρετάς
που το χάος ως τώρα εμετρούσαν
και πια να κοιμηθούνε βιάζονται,
και μ' ένα βλέμμα σου ειρωνικό,
το τελευταίο σχήμα διώχνεις
που ερχόταν μέσα τους να γεννηθεί.
Αυτό ήτανε.
Γίνεσαι ένα τότε με τον γκρεμό-
γίνεσαι γκρεμός ο ίδιος
καθώς οι εραστές
χεροπόδαρα πλεγμένοι
ένας στον άλλο συνεχώς μεταμορφώνονται.
Κατόπιν για λίγο ακούς,
βγαλμένες μέσα απ' τους καιρούς σου,
κάτι φωνές τρομαγμένες
όπως φωνάζει κάποιος που δεν θα ήθελε
το ίδιο να πάθει
γιατί ακόμα δεν το ξέρει.
Και πια τέλος.
Έτσι σήμερα
ξεκίνησα κι εγώ από το σπίτι μου.
Για να μην ξαναγυρίσω.
Ήταν ο ουρανός συννεφιασμένος.
Κι η γη το ίδιο.
Και κει, μέσ' απ' τα σύννεφα,
ένα κορμί πρόβαλε ανθρώπινο
σαν το Αυγό μέσα από το Χάος.
Και το κορμί αυτό
περνώντας δίπλα μου,"γεια σας
τι κάνετε;", μου είπε.
Η Πλάση φανερώθηκε ξανά,
Οι άνθρωποι γεννήθηκαν και πάλι,
και πια
στις καθημερνές μου πήγα τις δουλειές.
Χατζηχρήστου και Παλαιολόγου.
Εκεί σας συνάντησα.
Τι θέλαν οι πολέμαρχοι
και μπήκαν στη ζωή μου;
Μήπως για να μου πουν ν' αγωνιστώ;
Πώς δε με ξέρουνε... εμένα...
τον πριν από τη μάχη νικημένον…
Αλήθεια
προλάβατε να πάτε σπίτι
ή βραχήκατε κυρία;
η.
Αν δεν είχατε υπάρξει θα έπρεπε να σας φανταστούμε
για να περιγράψουμε την ομορφιά.
Ίσως λέτε: τι λέει αυτός; εγώ τόσο όμορφη;
Σωστά. Η ομορφιά συμπλέει με την άγνοια.
Αν το χιόνι πει "είμαι άσπρο", πια δεν είναι.
Aν πει η Αγνότητα "είμαι αγνή", πια δεν είναι.
Ξέρει το ηλιοβασίλεμα πως είναι ωραίο;
Σοφία σας κρατεί μακριά από την γνώση της ωραιότητάς
σας.
Πόσους δρόμους έπρεπε αλήθεια οι δυο μας να διασχίσουμε ώσπου εδώ, σ' αυτή την πολυκατοικία να συνυπάρξουμε...
Με κοιτάξατε κι αγάπησα τα μάτια.
Μου μιλήσατε κι αγάπησα τη φωνή.
Μου θυμώσατε κι αγάπησα τον θυμό.
KΙ αν θα με μαχαιρώσετε,
τον θάνατο από μαχαίρι θ' αγαπήσω.
Λένε: η ποίηση είναι η ανάπτυξη ενός επιφωνήματος.
Αν έτσι είναι, τότε εγώ το Ω!
της ώρας που σας είδα ξεδιπλώνω.
Λένε: η ποίηση ειν' ο ύμνος προς τ' Ωραίο.
Έτσι αν είναι, ολοζωής θα σας υμνώ.
Kαι λέω κι εγώ, ποίηση είναι οι κραυγές
που σ' έρωτα κρεβάτι δεν ακούστηκαν.
Πόσες ζωές θα χρειαστώ έτσι αν είναι...
θ.
Ποίος άραγε μοιράζει την αγάπη κάθε νύχτα;
Όποιος κι αν είναι, απόψε όληνε τη μοίρανε σε μένα.
Για σας.
Πόσες γυναίκες θα πλησιάσουνε τα ταίρια τους απόψε
κι αμύριστο το άνθος τους θα μείνει;
Απόψε πόσα στήθη ορφανά!
Ψίθυροι πόσοι, αυτιά δεν θα φλογίσουν!
Γιατί η αγάπη όλη ετούτης της νυχτιάς
στα στήθη μου ήρθε κι έμεινε.
Για σας.
Μαλώματα φαντάζεστε απόψε πόσα;
Πόσοι, ίσως, χωρισμοί;
Πόσες φριχτές θα γεννηθούνε υποψίες
σε μυαλουδάκια θηλυκά-πόσοι άντρες
σε καναπέδες θα ξαπλώσουν;
Όμως τον κόπο αξίζουν όλα αυτά.
Γιατί του κόσμου όλου η αγάπη
μες στο βωμό του στήθους μου απόψε καίει
σε σας για όλη την νυχτιά αφιερωμένη.
Και μόνο η αγάπη αυτή που κάνει,
είναι το έρμο χέρι μου ν’ αδράχνει
και να τ’ οδηγάει
όχι στο σώμα σας, αλλά,
ένα μολύβι να κρατεί
και σ' ένα πάνω ολόλευκο χαρτί
όσην μπορέσει από κείνηνε ν' απλώσει.
Μα τ' είναι η αγάπη για να δυνηθεί
με το μελάνι να χορτάσει;
Πώς το θάμα αυτό
ένα χαρτί κι ένα μολύβι να το πουν μπορούνε;
Και καθισμένη δίπλα μου σα σε άρρωστου κρεβάτι
«Δύσκολο δρόμο φίλε μου επήραμε», μου λέει,
«Έπεσες στην παγίδα μου, μα όμως
θαρρώ κι εγώ πως στη δική σου επιάστηκα-
κι οι δυο μας στη δική της.
Κρασί ήπιες στοιχειωμένο και μου μέθυσες.
Τόσο μεγάλη γλύκα απ’ το φιλί της καρτεράς
που απ' το μυαλό σου δεν τη βγάνεις:»
Κι εγώ, να λέει την αφήνω,
Και μόνο αναρωτιέμαι: «άραγε
πότε άρχισε η ζωή μου-
όταν γεννήθηκα
ή όταν την είδα;»
ι.
Πέστε μου,
Της γης ακούτε τις ευχές προς σας κάθε που έχετε γενέθλια;
Και πέστε μου-οι πυρωμένες μου ευχές σάς 'γγίζουνε,
για τη γιορτή του ονόματός σας μυστικά που λέω, μιας και δε γίνεται να μπούνε σε χαρτί;
Και πέστε μου κυρία, την τύχη που κοντά σας έφερε
της πόλης σας τον μόνο ποιητή,
την αγαπάτε λίγο ή πολύ τηνε μισείτε;
Κι αν τη μισείτε πέστε το,
να φύγω από το δρόμο που τα πόδια σας πατάνε-
μια λέξη μόνο κι αφανίστηκα.
Ας ήτανε να ήξερα πώς νιώθετε σα σκέφτεστε,
ότι στης λήθης σεις δε θα βυθίσετε το τέλμα
κι ότι αθάνατη θα μένετε σε τούτα μέσα τα γραφτά
κι όταν ακόμα των αιώνων oι οπλές
σα φρύγανα θα λιώσουν όλα τ' άλλα...
Αν πάλι-πώς να ξέρω, τόσο είμαστε oι δυο μας μακριά-
αν, λέω,
ετούτα τα γραφτά μου σας κουράζουν, πετάξτε τα
και μοναχά κρατήστε σεις το πείραγμα του δρόμου
που όλα αυτά, αν τα στύψετε, μόνο θα βγάλουν-
τo πείραγμα που ένας μορτάκος θα σας έκανε όπως;
"τι όμορφο μωρό!", ή;
"πάμε για ένα καφεδάκι κούκλα;"
η θα εσφύριζε ένα σφύριγμα από κείνα
του θαυμασμού
που τόσα κρύβουνε πολλά.
Και σκέπτομαι καμιά φορά
ποιος άραγε τα λέει καλλίτερα-
ό ποιητής με τόσα λόγια ή εκείνος με το πείραγμα-
και ποιόνε οι γυναίκες προτιμούν.
Και λέω, κρίνοντας από τ' αποταλέσματα:
ο δεύτερος.
ια.
Πού θα βγει αυτό;
Πού θα πάει;
Ποια θα ’ναι η κατάληξή του;
Πού τραβάει;
Κάθε φορά τα ίδια.
Κάθε φορά.
Κάθε φορά που θα τη συναντήσω
οι ίδιοι χτύποι της καρδιάς,
το ίδιο τρεμούλιασμα,
το ίδιο λύσιμο γονάτων.
Πού θα πάει;
Και μη μου πει κανείς πως υπερβάλλω
γιατί θα του ευχηθώ ίδια να πάθει.
Και ποιος δε θα ’νιωθε
τη γη κάτω απ' τα πόδια του να χάνεται
όταν μπροστά στα μάτια του
μία θρησκεία καταρρέει;
Ποιος θ' άντεχε
καθώς στον δρόμο περπατεί
Άγγελο έναν ν' ανταμώνει –
που χρόνια τώρα μας μαθαίνουνε
ότι στους ουρανούς μονάχα ζει-
χωρίς ως τα κατάβαθα να ταραχτεί η ψυχή του;
Κάποιος ας έρθει να μου πει και να με πείσει
πως πλάσμα είναι γήινο αυτή...
Ποιος το μπορεί;
Ορίστε!
Τα μάτια αυτά
μπορεί άνθρωπος να τα 'χει;
Εκείνο το χαμόγελο
ποιος σοβαρά θα ισχυριστεί
ανθρώπου ότι στολίζει στόμα;
Και βάδισμα ειν' αυτό ή πέταγμα
που σαν πνοή το θείο σώμα πάει;
Κι η χάρη αυτή του σώματος δεν είναι θεία;
Κι αυτά τα μάτια με τα εξαίσια λαμπυρίσματά τους
που αστραποβολούν χίλιες αγνότητες
τι γήινο σας θυμίζουνε-μου λέτε;
Όχι, εμπρός!
Ελάτε!
Πέστε μου!
Ελάτε!
Ελάτε να με πείσετε
πως γήινο ειν' αυτό το πλάσμα.
Τότε θα γίνετε σείς ο θεός μου
που από βάσανο ένα τέτοιο με γλιτώσατε.
Και αν με τ' άλλα ετελειώσατε,
να δω τι κουταμάρες θα μου βρείτε
όλων της των κινήσεών την αβρότητα
για να 'ξηγείστε.
Όχι-ελάτε, πέστε μου!
Πώς στρέφει έτσι το κεφάλι;
Πώς κρατεί έτσι στο χέρι της
μια φούστα απ' το καθαριστήριο;
Κι ακόμα-
ή θα με βγάλτε και στραβόν;-
πώς εξηγείται που ο τόπος όλος φέγγει
από μακριά μονάχα όταν φανεί;
Και μελωδίες γιατί ακούγονται
μόνο που πάει το στόμα της ν' ανοίξει;
Λοιπόν; Μην όλ' αυτά είναι συμπτώσεις-
τι λόγος!-
ή κάτι άλλο;
Λοιπόν;..
ιβ.
Θα φύγω απ' αυτή τη γειτονιά.
Να ζω μαζί, κοντά σας-δεν μπορώ.
Δεν το αντέχω.
Μια γειτονιά τυφλών είναι αυτή.
Πώς μπορούν ασυντάραχτοι να σας θωρούνε;
Κάθε ημέρα να περνούνε δίπλα σας,
να σας κοιτάζουνε και να σας λένε μόνο μία καλημέρα
ή ένα γειά,
όπως για όλους τους ανθρώπους κάνουν;
Και μόνος απομένω εγώ να σας λατρέψω.
Και πάνω μου το βάρος όλο πέφτει -
όλη η ευθύνη
της γνώσης του ανεπανάληπτου σε σας.
Δεν το αντέχω.
Ήσυχοι οι άλλοι,
Πάνε στις δουλειές τους
Ψωνίζουνε
κι όταν σας συναντούν στο δρόμο
κάνουν όπως αν έβλεπαν κάποια γυναίκα-
οποιαδήποτε.
Όλο το βάρος έτσι της αντίληψης του θειου
πέφτει επάνω μου!
Δεν το αντέχω.
Αυτά τα μάτια δεν τους τυφλώνουν;
Αυτό το περίγραμμα του σώματος δεν τους αφυπνίζει;
Τo βλέπω αυτό κάθε ημέρα με τα μάτια μου.
Δε μιλάω.
Δεν καταλαβαίνουν, λέω, οι καημένοι...
Ναι, δεν καταλαβαίνουνε, μπορεί.
Μα αυτό δεν είναι λόγος για να αφήνεται
το βάρος όλης της λατρείας σας σε μένα.
Δεν το αντέχω!
Κι οι υπόλοιποι συμπολίτες μας το ίδιο.
Μια πολυκατοικία καλά,
μια γειτονιά καλά,
μα μία πόλη να μην έχει αίσθηση-πολύ πηγαίνει.
Τόσων πολλών να επωμιστώ τις υποχρεώσεις...
Εγώ να πρέπει να πω τα πάντα για σας.
Εγώ να πρέπει να σας περιγράψω.
Εγώ να πρέπει να καραδοκώ να σας ιδώ κρυφά.
Εγώ να υποφέρω που δε σας βλέπω.
Εγώ να υποφέρω σαν σας δω.
Εγώ να σας υμνώ για λογαριασμό τόσων άθρησκων.
Εγώ… εγώ… εγώ…
Κάποτε ο άνθρωπος λυγίζει.
Δεν το αντέχω!
Και σεις ούτε μια κίνηση ανταπόδωσης-ούτ’ ένα
αντίδωρο.
Χωρίς εμένα τι θα ήσασταν;
Ό,τι ο θεός αν δεν υπήρχαν οι άνθρωποι να τον υμνούν.
Κι όλοι οι θεοί κάτι δωρίζουν στους πιστούς τους.
Εσείς σε μένα
τον μοναδικό πιστό σας
Τίποτα.
Νομίζετε πως παίρνετε κι από άλλους δώρα;
Δέστε καλλίτερα: όλα από μένα έρχονται.
Οι άλλοι σας παίρνουν.
Σεις
έτσι να φθαρώ θα με αφήσετε;
Θα φύγω από την πόλη.
Αν προλάβω.
Να φύγουν τα πολλά τα κρύα να μπορώ να κινηθώ.
Μείνετε με όντα που δεν σας γνωρίζουν.
Έτσι το θέλετε, ας γίνει έτσι.
Σκορπάτε για Κανένανε το φως σας.
Ο μόνος Κύκλος μείνετε στων Γωνιών το Κράτος.
Θα φύγω μακριά από την υπεροψία σας.
Κάποιος θα βρεθεί να σας χαιδεψει.
Σας αρκεί αυτό; πολύ καλά.
Ένας πιστός μονάχα για ένα θεό,
ο πιστός απόλλυται.
Εγώ ν' ανάψω στο ναό σας τα κεριά
εγώ στην Άγια Τράπεζά σας να δεηθώ,
εγώ στις λειτουργίες όλες,
όλα εγώ τα Μυστήρια να τελέσω,
εγώ τις θυσίες,
εγώ τις τελετές, εγώ… εγώ… εγώ…
Εγώ σκυλί έξω απ' την πόρτα σας.
Εγώ κουβαλητής στο τραπέζι της αδιαφορίας σας.
Εγώ αρχισερβιτόρος και θαλαμηπόλος σας.
Εγώ δοσίματα και αφιερώματα και τάματα
και πλούτη στα πόδια σας μπροστά να καταθέτω.
Μου κόπηκε η μέση απ’ το κουβάλημα.
Τα πόδια μου απόκαμαν.
Ένα μυαλό και δύο χέρια δεν τα προλαβαίνουν όλα.
Μία καρδιά πόσα να δώσει πια…
Πλήρης μέσα στην αγιότητά σας
μόνο να δέχεστε μπορείτε.
Λοιπόν δημιουργήστε τις προϋποθέσεις να σας δίνουνε πολλοί.
Πώς τόσα που σας πρέπουν μόνο ένας να τα κουβαλεί;
Τουλάχιστο ας μη δίνατε σε κανέναν την ικανότητα να ξεχωρίζει.
Να μη σας έβλεπα ούτε εγώ.
Γιατί σε μένα μόνο μάτια δώσατε που να σας βλέπουν;
Θα φύγω από την πόλη.
Έτσι δεν πράττει ένας λογικός θεός.
Ως κι ο θεός των χριστιανών προνόησε: "αυξάνεστε-
πληθύνεστε" τους είπε,
Εσείς αφήνετε στην Κόλασή σας μόνον τον Αδάμ.
Μια Εύα κι ένα φίδι έστω-ξεγελάστε με.
Αδύναμον με κάνατε.
Στηρίγματα ζητώ ή καταρρέω.
Θέλετε να χαλάσετε τον κόσμο;
Ωραία. Φεύγω.
Με το που έφυγα όλα πάνε όπου πάνε οι άνεμοι.
Μια κoινή θνητή θα γίνετε και πάλι.
Ένας κόσμος άψυχος θα σας περιβάλει.
Μπορείτε –αυτό! να το ανεχτείτε;
Ή μήπως λάθος έκανα και κάποιο ξόανο λατρεύω;
Έναν μόσχο χρυσό:
Μήπως σας έπλασε ο πόθος μου γι αγάπη;
Ή μήπως πλάσμα είσαστε της φαντασίας μου;
Μη δεν υπάρχετε κι έφτιαξα κάτι από ανάγκη να πιστεύω κάπου;
Μα σάμπως σας ακούμπησα καθόλου για να δω
αν σάρκα έχετε και σεις;
Θα φύγω από την πόλη.
Ή μήπως μ' αποφεύγετε ίσως σαν θεός αληθινός,
μη την ανυπαρξία σας ιδώ
και σας αγνοήσω;
Αν όμως έχετε υπόσταση
τότε ο κόσμος είστε σεις κι εγώ.
Χωρίς μας ο κόσμος
το σύμπαν,
αφανίζονται!
Εμείς κρατάμε την ουσία που ονειρεύεται λοιπόν.
Χωρίς μας πάει τ' όνειρο.
Χωρίς εμένα δεν υπάρχετε,
χωρίς εσάς δεν υπάρχω.
Δικαιοσύνη.
Επιτέλους έτσι.
Αμφιβολία δεν χωρεί γι αυτό.
κι απόδειξη είναι πως εγώ μόνο σας ξέρω.
Ας χαλάσουμε λοιπόν τον κόσμο.
Θα φύγω από την πόλη.
Θα σας αφήσω πίσω μου μιαν όπως όλες.
Θ' αφήσω ερείπια πίσω μου-χαλάσματα μαζί μου θα
κουβαλώ.
Κολλημένα πάνω μου.
Αν υπήρχε κάποιος να με δει
θα έβλεπε να περπατεί ένα κορμί
από χαλάσματα σε σχήμα ανθρώπου.
Και σεις μια σκιά θα μείνετε,
κάτι ανυπόστατο
που θα ζητιανεύει να υπάρξει πάλι.
Μια σκιούλα που θα γυρεύει ταυτότητα.
Και δεν θα βρίσκει.
Επειδή την μοναδική της ταυτότητα,
που εγώ της έδωσα όταν την έφερα στο φως
φεύγοντας την εχάλασα-
άλλωστε αυτό δε θα πει: φεύγω;
Κι εγώ θα περιφέρομαι χωρίς θεό στις πόλεις.
Άθεος.
'Οπως άπολις.
Και όπως άπατρις.
Ένας σωρός από "α-" στερητικά η ζωή μου.
Συνηθισμένος είμαι.
Κι α' μου 'ρθουνε καλά τα πράματα
θα φτιάξω άλλονε θεό για να λατρέψω.
Σωρός οι θεοί μέσα στον κόσμο.
Κι όμως
καλά σε είχα φτιάξει,
Μυαλό, ψυχή σου έδωσα.
ιδεατό ένα κορμί
πoυ ουρανικές να σέρνει πίσω του
ομορφιές…
Μάτια για να με βλέπεις μόνο δεν επρόβλεψα.
Κι αυτό ήταν η καταστροφή.
Κοιτάς εκεί όπου δεν είμαι.
Ένα είδος παραόρασης.
Σκέφτομαι αν πρέπει φεύγοντας να σε αφήσω
Σκάφος σε θάλασσα τελείως αδειανό και ακυβέρνητο.
Κυψέλη δίχως μέλισσες.
Κρανίο χωρίς μυαλό.
Να χαλάσω ένα μηδενικό γιατί;
Ναι, στην κενή σου στρογγυλότητα θα σε αφήσω.
Ζήσαμε όμως και στιγμές καλές οι δυο μας,
Ήτανε οι στιγμές όταν σου επρωτόδωσα ζωή.
Και ήτανε αυτές η έκπληξή σου.
Κάτι τότε όμορφο σου φάνηκε.
Με τις αισθήσεις σου τις άλλες το 'νιωσες.
Ένιωσες πως είσαι κάτι επιτέλους.
Κάτι έξω από την καθημερινότητα.
Μόνη εσύ απ’ όλες το έζησες αυτό.
Κι ενώ είχες πάρει δρόμο αυτοαναγνώρισης
ξάφνω μ' αφήνεις μες στα κρύα του λουτρού
ολόγυμνον.
Φεύγω από την πόλη.
Μα να ξέρεις:
Τ' αστέρια υπάρχουν μες στα μάτια σου.
To κρύο και το ζεστό είναι στα δάχτυλά σου.
Η μυρουδιά είναι στη μύτη σου
κι οι γεύσεις όλες
στη γλώσσα σου επάνω απλωμένες.
Να ξέρεις:
Των δέντρων οι ρίζες είναι η καρδιά σου.
Της χελώνας το περπάτημα είναι η ανυπομονησία σoυ.
Να ξέρεις:
Η γνώση είναι αντανάκλαση των πραγμάτων.
Η σκέψη είναι η λογική αιτία της φύσης.
Το τέλος είναι η αρχή.
Να ξέρεις:
Κάθε γέννηση φέρνει μια καταστροφή.
Ο κόσμος ολόκληρος είναι μια αιώνια τραγωδία.
Η Τέχνη είναι ελάχιστη μπροστά στην ανάγκη.
Ακόμα:
Ο δρόμος προς τον πλησίον είναι πολύ μακρύς.
Με κάθε μας αναπνοή θα 'μπαινε μέσα μας ο θάνατος,
όμως εκπνέοντας τον διώχνουμε.
Η χτεσινή μας μέρα δεν είναι παρά ένα κούφιο όνειρο
της φαντασίας μας.
Αυτός που έχει περισσότερο πνεύμα υποφέρει
περισσότερο.
Η τρέλα μας φτάνει ως να παίρνουμε για υπέρτατο σκοπό
των πράξεών μας τη γνώμη του άλλου.
Διανοούμενοι είναι αυτοί που διάβασαν τα βιβλία που
έγραψαν άνθρωποι.
Ποιητές είναι αυτοί που διάβασαν το βιβλίο του σύμπαντος.
Και το σπουδαιότερο: δεν υπάρχεις.
Αν θέλεις να υπάρξεις πρέπει μόνη σου ν’ αγωνιστείς.
Και τα τέσσερα σκαλιά της προσπάθειάς σου να είναι:
Σκαλί πρώτο: είμαι γυναίκα.
Σκαλί δεύτερο: είμαι άνθρωπος.
Σκαλί τρίτο: είμαι.
Και σκαλί τέταρτο: δεν είμαι.
Τότε θα έχεις φτάσει.
Θα φύγω.
ΝΥΝ ΑΙΙΟΛΥΟΙΣ
Το καλοκαίρι ετούτο φεύγοντας
Πάω κι εγώ μαζί του
Όλα μου τάδωσε το καλοκαίρι ετούτο-
εκείνα που περίμενα ναρθούνε μιά ζωή.
Τη γνώση και την ηδονή της.
Την ηδονή και την απόλαυσή της.
ΙΊαντογνωσία, αυτάρκεια,
κάλλος και δύναμη γεμάτος είμαι.
Γιατί στον δρόμο μου εβρήκα μια νεκταρινιά
και την ετρύγησα ως τ’ ακρόκλαρά της.
Κάθε καρπός της κι ένα λίγωμα στις πέντε μου αισθήσεις.
Κι ό,τι από κείνες ξέφευγε
το πιάνανε τ’ αόρατα της ύπαρξής μου δίχτυα.
Κάθε μπουκιά κι ένα μαχαίρι από μέλι
μες στην πιο κρυφή
την πιο αξεδίψαγη γωνίτσα της ψυχής μου.
Κάθε κατάπιωμα
κι ένα φωτόλουσμα του Είναι μου.
Κι όλα μαζί το πλήρωμα του χρέους μου-
η θέωσή μου.
Κάθε καρπός της την ζωγράφιζε κι αυτήν μπροστά μου ολανθισμένη.
Μες στ’ άρωμά του
της μασκαλίτσας της η μυρωδιά ευώδα
όταν ιδριομενούλα
από την κάψα της ημέρας ξαποσταίνει.
Και η δροσιά όπου σκορπάει θροϊζοντας
αύρα μια εξωγήινη λες ήταν.
που είπα να μη την φάω, μόνο να κάθομαι
κι αυτή την αύρα της για πάντα να μυρίζω.
Μα έβαλε η γέψη τις φωνές και ύστερα τα κλάηματα.
Γιατ’ ήτανε η μόνη απ’ τις πέντε αρπάγες
που άδειο έμενε το χάσμα της ακόμα.
Γιατί τα μάτια κιόλας είχαν δει
το άσπρο το λαμπρό-
το εύσαρκο, το φεγγερό,
ως διάφανο λεπίδι.
Φιλντισένιο.
Εν’ άσπρο πράο και σεπτό.
Προηώο.
Εν’ άσπρο που τη λέξη του γυρεύοντας υπάρχει.
Γιατί τα μάτια είχαν κιόλας δει αυτό το άσπρο
και τόβλεπαν γιά ώρες πριν τα χείλη
δέσουν τριγύρα του σφιχτά και απαλά
γιά να σκεπάσουν τον ιερό το γάμο
του Αιώνιου και του Αναρχου του Κάμπου
με τα τριανταδύο προβατάκια.
Γιατί τα μάτια είχαν κιόλας δει αυτό το άσπρο
καθώς κι αυτό με κοίταζε
με τα δυο μαύρα του τα μάτια
τα μεγάλα.
Και στου καρπού τον ουρανό
τα μάτια είδαν ένα ερυθρό-
Ένα ερυθρό πολύστικτο,
ζωηρωπό
που έδειχνε το φρούτο αληθινό
κι όχι της φαντασίας γέννα.
Και σκέφτηκα το χρώμα του τέτοιο θα ήταν
λίγη ντροπίτσα που και που αν είχε.
Και κει,
στο κόκκινο καταμεσίς,
δέναν τα δυο του ημικύκλια, αφήνοντας
μιαν άσπιλη σχισμάδα ανάμεσά τους
σαν μία διάσπαση του στρογγυλού,
σαν μία λοιδωρία της σφαίρας,
σαν ένα νάζι της Ουσίας της,
ή ακόμα,
σα μιαν αναγκαιότητα. γιατί
μέσα εκεί
ενήχονταν αδιάβλητος
και βαθυρρίζωτος ο γκρίζος μίσχος.
Μίσχος πλήρης σπαργής
κι ως τον πυρήνα του λαγνοβυθώντας,
κι αδιάσπαστα ενώνοντας όλο το θάμα,
σαν όπως ένας νεαρός βλαστός
βυθίζει ανάμεσα στους κύκλους και στα στρογγυλέματα και ριζοδένει και ζητάει ένα να γίνει
με το κορμί.
Κι όταν τα δυο μου χέρια σιγοτρέμοντας
ανοίγανε στα δυό την σάρκινη ευωχία,
σφιχτόδετη όπως το κορμί της λες,
και πριν δυό χωρισμένα να κρατήσω
κομμάτια μες στα χέρια μου ακόμα-
με τ’ άγγιγμά μου μόνο-
αρχίζανε να στάζουνε μελάτες στάλες κάτω
που εκύλαγαν στα χέρια μου επάνω
ως ποταμάκια Ανατολίτικα Χίλιων Νυχτών.
Και νιώθανε
και γλύκαιναν
κι αγάλλονταν τα χέρια
κι η γλώσσα έσκυβε κι ακρόγλυφε
όποια σταγόνα έφτανε να τρέξει.
Ω! Το υγρό!
Κυλάει σαν δάκρυ πόνου από το μάτι,
το στόμα όπως σάλιο πλημμυρίζει,
σαν βλογημένο ροβολάει νεράκι
ξεπλένοντας κάθε κακία
και βγαίνει έχοντας τηνε σβησμένη εντός του
για να κρατήσει εμάς αγνούς.
Κυκλοφορεί στις φλέβες όπως αίμα του αίματος-
σαν χορηγός ζωής-αυτής της γέφυρας
που το Μηδέν με το Μηδέν ενώνει.
Στα λεμφοφόρα αγγεία μέσα
κάστρα ψηλά και πολεμίστρες χτίζει
και από κει γενναία και νικηφόρα
τους καταστροφικούς μάχεται εχθρούς!
Ω! ΤΟ υγρό! Η άψευστη
του οργασμού η δόξα!
Το αλάθητο της ηδονής σημάδι!
Θαλή! Δεν ειν’ οι θάλασσες πούχες στο νου σου σαν έλεγες: «Νερό! Νερό ειν’ όλα" .
Μα ήξερες πως με όχημα εκείνο,
ό,τι άπιαστο κι ανείδωτο κι ανήκουστο,
μέσα του βρίσκεται καθώς ψυχή στο σώμα μέσα
και με κείνο μόνον φανερώνεται.
Έτσι και μέσα στο ζεστό που μου ’καιγε τα χέρια αχάλαστη κι αυτή κλεινόταν όλη
καθώς εχώριζα στα δύο τον καρπό της.
Κι ήτανε το υγρό αυτό η απόκριση
στον πόθο μου και στη λιγοθυμιά μου.
Κι ήτανε το υγρό αυτό η απόκριση
όλου του φλογισμένου Είναι της στη γνώση
πως φτάνει η άγια ώρα-ότι όπου νάναι
τελειωτικά,
οριστικά κι αχάλαστα θα υπάρξει.
Κι αφού απόλαυσα ήρεμα
της κάθε της σταγόνας τη λαχτάρα
με υγρά κάθε φορά αιθέρια σμίγοντας τες,
στα δύο τον μελένιο εχώρισα καρπό.
Κι αποκαλύφτηκε το πτυχωτό βελούδο,
κι αποκαλύφτηκε ό,τι με τόση
απ’ τους εχθρούς της κρύβει επιμέλεια:
Η σάρκα της!
Κοκκινωπή λες απ’ το αίμα της ψυχής της.
Μιά καταβόθρα ζωντανή-δυο σάρκινα κοιλώματα
που λες κι αιώνες άσιτα είχαν μείνει
κι ασίγαστα πεινούσαν γι άλλη σάρκα.
Κι είδα τα έκπληκτα τα επάρματά του.
κι είδα τα έκθαμβα τα επάρματά του:
ωσάν Βαβέλινοι Πύργοι τελειωμένοι.
Κι είδα τις ροδαλές τις αυλακιές του
απύθμενες,
ασύνειδες χαράδρες.
Και μέσα κει σε βρήκα αστέρι αειζήτητο.
Και μέσα κει και συ τον Ουρανό Σου βρήκες.
Και όπως τον Προφήτη μιά ορμή
τον σπρώχνει στου Θεού τη Φλόγα,
έτσι και σε τα χέρια μου σε φέρναν
όλο κοντότερα προς το φλογάτο μου άνοιγμα.
Και γιά να μη κι η ακοή να λείψει
από του τέλους μας την άγιαν ώρα,
μεθυστική ακουγόταν η φωνή Σου
σαν τότε που είπες: "Κοίτα δω τι έκανε η βρωμούσα!"
ή: «Τι κάνεις τώρα εδώ; Γράφεις ποιήματα;"
Μα τώρα όλη από πύρα έπαλλε
κι από απαντοχή εκαιγόταν.
Κι έλεγε: "Φάε με!
Γιά σένα μέλι στάζουν οι χυμοί μου.
Για να σ’ ανάψω όλους τους πόθους σου
τ’ άρωμα και το χρώμα που σ’ αρέσει έδεσα.
Φάε με! Μόνος του κανείς μας να πεθάνει δεν μπορεί.
Ο θάνατός σου είμαι κι ο δικός μου είσαι εσύ.
Φάε με! Στο πεινασμένο κλείσε με το στόμα σου.
Γι αυτό εγώ ρίζωσα εδώ.
Γι αυτό εσύ στο διάβα σου επείνασες.
Φάε με! Σώσε με και σώσου!"
Το καλοκαίρι ετούτο φεύγοντας
Πήγα κι εγώ μαζί του.