Ο
ΗΝΙΟΧΟΣ ΤΩΝ ΔΕΛΦΩΝ
Πάει ο Πολύζαλος και τ' άλογο.
Πάει και τ' άρμα.
Οι Φαιδριάδες τ' αφανίσανε.
Μας έμεινε ο ονειρικός Ηνίοχος
με τα σκεπτόμενα μάτια
μεσόκληρος δυο εποχών
γαλήνια ακίνητος μετά από τον αγώνα
θριαμβευτής
να οδηγεί αόρατο ένα άρμα.
Ίσως την Τέχνη παραπέρα.
ΤΟΥ ΚΡΕΒΒΑΤΙΟΥ ΤΟ ΒΗΤΑ
Πάντοτε με διορθώνουν-
οι ανόητοι-
πως το κρεββάτι μ’ ένα βήτα γράφεται.
Δεν είναι βέβαια ποιητές.
Αν ήταν, θα ’ξεραν
πως άδειο το κρεββάτι μ’ ένα βήτα είναι,
όπως με μόνο αυτούς επάνω του.
Το δεύτερο το βήτα ειν’ η γυναίκα.
ΟΤΑΝ
Όταν
στον τελειωμό της μάχης της μεγάλης
του γυρισμού τον δρόμο παίρνεις νικημένος
κι ακούς ακόμα να ηχούνε καθαρές
του νικητή σου οι χαρούμενες ιαχές
κι η κόλαση ξεχύνεται ξοπίσω σου και μπρος σου φοβερή…
τότε
δεν ωφελεί παράδεισους να σκέφτεσαι.
Για φαντασιώσεις πια καιρός δεν είναι.
Τα βήματά σου σύρε και βολέψου
όπως μπορείς σε μια γωνιά
και τυχερός πολύ να θεωρείσαι
που εκεί σ’ αφήνουνε να μείνεις.
Για δίκαιο μη μιλήσεις.
Για δόλον του εχθρού ή ατιμίαν του στη μάχη.
Τα τέτοια σβήστα από τη σκέψη σου τελείως
και από τώρα ήσυχα να ζεις και μετρημένα
με προσοχήν προσέχοντας μεγάλην
μη κάτι που θα κάνεις ή θα πεις
τόνε θυμώσει τον εχθρόν που νικητής εμπήκε στη ζωή σου.
Και ξέρεις δα οι νικητές τι εύκολα θυμώνουν.
ΒΥΖΑΝΤΙΟ 1439
«Πόσο μας παίδεψαν κι αυτοί οι Λατίνοι…
Για να μας δώσουνε λίγη βοήθεια
ζητούσαν να ξεχάσουμε την πίστη μας.
Καθόλου δεν τους άγγιξε η λαμπρότητα κι ο όγκος
της αντιπροσωπείας μας: εφτακόσοι! Ό,τι καλλίτερο
το πνεύμα κι η εξουσία μας είχε να δείξει.
Και επικεφαλής ο βασιλιάς μας!
Τίποτα αυτοί.
Ανυποχώρητοι.
Εμείς από την άλλη τι να κάναμε;
Πώς να φυλάξουμε ορθή την πίστη
με τον Μουράτ απέξω από την Πόλη;..
Δυο χρόνια κράτησαν οι συζητήσεις.
Και συσκεφτόμασταν...και συσκεφτόμασταν…
Κουράστηκα στο τέλος.
Και φύγαμε ατιμασμένοι απ’ τη Φερράρα-
υποχωρήσαμε στο σπουδαιότερο:
δεχτήκαμε πως "εκ" σημαίνει "δια".
Πώς χάρηκαν οι βρωμεροί που μας ταπείνωσαν…
Όμως στην Πόλη σαν ξαναβρεθήκαμε,
μες στις εικόνες μας και στα λιβάνια,
κι όταν βυθίσαμε στους ύμνους πάλι
και στα τροπάρια της Ορθοδοξίας μας,
αλλάξαμεν απόφασιν αμέσως:
έτσι κι αλλιώς θα χάνονταν η Πόλη:
καλλίτεροι οι Τούρκοι απ’ παλιο-Λατίνους".
Ο ΓΑΜΟΣ
Παντρεύεται ο λόφος
και παίρνει την κυρα-Άνοιξη.
Οι μυγδαλιές κοιτάζουν
το θέαμα με κατάνυξη.
Μαργαριτούλες πλέκουν
στεφάνι νυφικό
των μερμυγκιών με χάρη
καλπάζει το ιππικό.
Κρατούν οι πεταλούδες
την άκρη του φορέματος
πλαντούν οι παπαρούνες
στο χρώμα του αίματος.
Κι ως φεύγει ο κυρ-Χειμώνας
γυρνά την κεφαλή
και στέλνει στο ζευγάρι
χαρούμενο φιλί.
ΣΤΗΝ ΠΙΚΡΗ
Μέσα στην ησυχία
θόρυβοι κάτι αλαφροί έρχονται απ' τον καφέ του.
Μπορεί να πει πως κάποιος δαίμονας
εμπήκε στο φλιτζάνι του
και κει ότι τα μάγια του δουλεύει.
Και λέγοντας αυτό
θα ξέφευγε από το απίστευτο να πει
ότι ακούει τα βιαστικά κι ανάλαφρα-
τα μυστικά πατήματα της ζάχαρης
καθώς μες στον καφέ του τον πικρό διαλύεται.
Απίστευτο γι αυτόνε όχι-γιατί αυτός
ολημερίς μες στη σιωπή
της μοναξιάς τους ήχους τους λεπτούς ακούει
καθώς αυτή μες στην πικρή
γλυκαίνοντάς τηνε διαχύνεται ζωή του.
ΟΥΤΕ Η ΤΕΧΝΗ
Και πια δεν ξέρουν τι να κάνουν
και τι τεχνάσματα να επινοήσουν
και κάνουνε τα ίδια και τα ίδια κάθε μέρα
λιγάκι μόνο αλλάζοντας κάθε φορά
τις λέξεις, τις κινήσεις, τις εκφράσεις.
Οι άλλοι πάλι χειροκροτούν
σαν να ’τανε το θέαμα κάτι νέο.
Και παν και ξαναπάνε και το βλέπουν,
και γράφουν κριτικές επωφελείς,
και παν και ξαναπάνε και το βλέπουν,
κι εκφράζουν "ανυπόκριτον χαράν",
και λεν: "αυτή
ήτο μια νέα ερμηνεία τω όντι",
και το επαινούν και το αινούν και το θαυμάζουν,
γιατί τι άλλο να ’καναν
και πώς να πούνε
πως όλα αυτά είναι μια Έλλειψη κι ένα Κενό
που τότε το Κενό θα ’παιρνε εκδίκηση
αποκαλύπτοντας αυτοστιγμεί
πως ούτε η Τέχνη είναι καταφύγιο…
---
Ο ΝΑΥΑΓΟΣ
Είναι ναυαγός.
Γεννήθηκε ναυαγός.
Κι ολοζωής στέλνει μηνύματα
σε μπουκάλια μέσα:
«Μην πλησιάζετε!».
ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ
Έπιπλα δεν είχε το δωμάτιο
και όσον να πεις
ένα τραπέζι
απαραιτήτως χρειάζονταν.
Δε θα 'τρωγε καλά για λίγες μέρες
το κάπνισμα θα εμετρίαζε
το φως νωρίς θα το ’σβηνε-
λίγο από δω-λίγο από κει
θα τα κατάφερνε στο τέλος.
Και όχι πολυτέλειες.
Δεν ήθελε
ξύλο καλό,
ούτε μορφήν και στυλ θα εκοιτούσε.
Ένα απλό τραπέζι.
Λίγο γυαλιστερό μόνον στην επιφάνεια
και κάπως,
όσο γίνονταν,
τα πόδια του κομψά.
Τώρα θα πεις:
μεγάλη ανάγκη ήταν το τραπέζι;
Ανάγκη όχι, μα είναι κάποια συντροφιά-
ένα δωμάτιο άδειο άσχημα χτυπάει…
Πάλι
κάποιος μπορεί να ’ρχόταν
και την κατάντια του να δει δεν θ’ ανεχόταν…
Τέλος είναι κάτι όρθιο
μέσα σε τόσα γκρεμισμένα.
ΛΥΠΗ ΝΕΑΡΟΥ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥ
Έχετε δει αηδονάκι βραχνιασμένο;
Άγγελο ίσως με πυρετό;
Φεγγάρι σε κουβέρτες διπλωμένο;
Ήλιο με τάση για εμετό;
Έχετε δει δυο μαύρα καρβουνάκια
ενώ γελάνε μαζί να κλαιν;
Δυο του γιαλού ροζ κοχυλάκια
κόκκινα να ’ναι και να καιν;
Αχ! η αγάπη μου είναι κρυωμένη.
Ό,τι μου έδινε ρίγος, ριγεί.
Και θα υποφέρει για πολύ η καημένη
γιατί η ανάρρωση θα ’ναι αργή:
ένα μικρόβιο μέσα της εμπήκε
με το γνωστό του σφρίγος κι ορμή
και πώς θα φύγει τώρα που εβρήκε
τέτοια αγκαλίτσα-τέτοιο κορμί…
ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΤΕΡΜΑ!
Ο προπάππος μας Αδάμ
και η προγιαγιά μας Εύα
τζάμπα νάνι τζάμπα μαμ
και καθόλου δε δουλεύαν.
Ξάπλα βράδυ και πρωί
ζούσαν όμορφη ζωή.
Δίχως κόπους και ιδρώτα
πέρναγαν ζωή και κότα.
Και δεν πλήρωναν ΟTΕ
δεν πληρώναν εφορία
κι ούτε είχανε ποτέ
με δοσάδες φασαρία.
Με αγγέλους συντροφιά
και με το θεό παρέα
όλα ήτανε καλά
κι όλα ήτανε ωραία.
Ώσπου η Εύα βιαστική
στον Αδάμ πάει μια μέρα
που τον φρέσκο του εκεί
κάπου έπαιρνε αέρα,
και κραδαίνοντας σφιχτά
μες στο χέρι ένα ξύλο
στο κεφάλι τον χτυπά
και του λέει: «Θέλω μήλο!»
«Βρε καλή μου-βρε χρυσή
τι κουβέντα είν’ αυτή
κι έτσι άξαφνα πώς σου ’ρθε;
κι από ποιόνε; κι από πούθε;..
Ξέρεις τι ο κραταιός
μας εδιάταξε ο θεός:
τ’ άλλα δέντρα να τρυγάμε,
αλλά μήλο να μη φάμε!».
«Ξέρω τι μας έχει πει,
μα εγώ έμαθα ακόμα
το γιατί τέτοια εντολή
του ’χει βγει από το στόμα:
είναι γιατί αν γευτούμε
από κείνο τον καρπό,
σαν και κείνον θα γινούμε-
δηλαδή θεοί-γι αυτό!».
«Τι ιδέα μα το ναι!
Ποιος σου το ’πε αυτό μωρέ;
ζώο θα ’λεγα πως θα 'ναι-
μα τα ζώα δε μιλάνε...»
«Να που έγινε κι αυτό
και μου μίλησε ένα ήδη-
το μεγάλο μυστικό
μου το σφύριξε το φίδι.»
«Τι απρόσμενο κακό
είναι τούτο που ακώ!
Ένα φίδι να τολμάει
στους ανθρώπους να μιλάει…
Και γιατί παρακαλώ;
για να βάλει στο μυαλό
μιας κουτής όπως εσένα
λόγια ψεύτικα ένα ένα...
Τι θα γίνω εγώ με σε;
ρε Ευάκι άκου και ’μέ-
ο θεός όταν το μάθει
θα μας δώσει χίλια πάθη..»
«Συ θα πεις εμέ κουτή;
άρπα την λοιπόν κι αυτή!»
και το ξύλο που κρατάει
στο κεφάλι του το σπάει.
«Και να ξέρεις-μήλο εγώ
θες δε θέλεις θα γευτώ:
στο μυαλό μου ό,τι βάνω
δε ’συχάζω αν δεν το κάνω.
Όμως συ ’σαι ο κουτός.
Γιατί ακόμα κι αν ο θεός
θέλει να μας τιμωρήσει
γι αυτό που 'χουμε τολμήσει,
δε θα το μπορεί αφού
θα 'μαστε θεοί βρε ζώο!..»
«Τι ξερό κεφάλι! Φτου!
Φάει συ-εγώ δεν τρώω!»
Έτσι είπε ο φτωχός.
Όμως έφαγε κι αυτός,
κι ο θεός απ’ το πανώριο
τους κυνήγησε φυτώριο.
Η συνέχεια είναι γνωστή.
Μια ζωή μόχθου μεστή
και ταλαιπωριών περνούνε
έκτοτε όσοι ανθρώποι ζούνε.
Κι από τότε όλες κρατάνε
οι γυναίκες ένα ξύλο
και τους άντρες τους χτυπάνε.
Κι αντίς φίδι, έχουν φίλο.
ΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ
Ασ’ τα παράθυρα ανοιχτά.
Μέσα κανείς δε θα ’δει.
Ο σκύλος έξω ας αλυχτά.
Μέσα τ’ αηδόνι ας άδει.
Έξω σκοτάδια είναι πηχτά
κι εδώ το φως πλαντάζει.
Μα ασ’ τα παράθυρα ανοιχτά.
Κανείς δεν μας κοιτάζει.
Οι άνθρωποι είναι βιαστικοί
και δεν τους μένει ώρα
ν’ αργοπορούν εδώ κι εκεί
με φώτα χρονοβόρα.
Άνοιξε διάπλατα λοιπόν.
Το σαρκοβόρο σμάρι
έξω ας βοά μαύρων γυπών.
Ας λάμνουν μέσα γλάροι.
Έργα έχουν άλλα, σοβαρά,
οι άνθρωποι να πράξουν-
’σύχασε. Ούτε μια φορά
εδώ δεν θα κοιτάξουν.
Στο τέλος κάποιος κι αν δειλά
το βλέμμα εδώ γυρίσει,
κι ό,τι να δει, ξέρεις καλά,
πως δεν θα εννοήσει.
-----
ΔΙΧΩΣ ΤΗΝ ΜΝΗΜΗ
Δίχως την μνήμη δεν μαθαίνει κάποιος
τα ηρωικά κατορθώματα των προγόνων,
τις φιλοσοφικές θεωρίες,
τις τέχνες,
την καταγωγή της μηλολόνθης.
Δίχως την μνήμη δεν θα ξέραμε
ότι κάποιοι πριν από μας
τις ίδιες βλακείες έκαναν και είπαν.
Και δεν θα μετρούσαμε
την ανθρώπινη κακομοιριά με χιλιετίες.
Αν η μνήμη ατροφούσε,
η ελπίδα τότε θα γεννιόταν
τα μιαρά όντα καθαρόψυχα να γίνουν,
και απενοχοποιημένα να υπάρχουν
καθώς τα πετροχελίδονα, οι χείμαρροι,
τα τετράχορδα και οι αλεπούδες.
EJΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΑΣ
ή
ΣΜΥΡΝΗ
-Γλυκέ, μαυρόντυτε, πικρέ πατέρα-
δεντρί με κούρβουλο κάθε κλωνί σου,
ακόμα ποιο ακριβό θρηνείς παιδί σου;
-Τη Σμύρνη-την τρανή μου θυγατέρα!
-Πατέρα φτάνει. Σκούπισε το δάκρυ.
Θεός τα παίρνει όλα και τα δίνει.
Κι αν ίσως έχασες της γης μιαν άκρη,
μα της ζωής δε στέρεψεν η κρήνη.
-Δεν ήταν γης μα ολάργυρο φεγγάρι.
Χρυσάμαξα που αγγέλοι τηνε σύραν.
Κι ήταν διαμάντι και μαργαριτάρι.
Και δεν την πηρ’ ο Θεός: Τουρκοί την πήραν!
ΣΤΟ ΑΛΣΥΛΛΙΟ
Νύχτα. Στο σκοτάδι της χαμένος
μες στου αλσυλλίου τις σκιές
που μαγίστρες μοιάζουνε γριές
κάποιος πικροκλαίει στη γη πεσμένος.
Κάποιος κλαίει πάνω στο χορτάρι.
Σφίγγουνε τα χέρια του τη γη.
Κάτι να της δώσει προσπαθεί;
Κάτι από κείνηνε να πάρει;
Σχίζουν οι λυγμοί του το σκοτάδι.
Στ’ άπονα τα χώματα χτυπούν.
Οι ψυχές ξυπνάνε και ακούν
μες από τον άπελπο τον Άδη.
Τάχα στο αλσύλλιο ποιος να κλαίει…
ποιος στην ησυχία τη βραδινή-
ποιος μες στη νυχτιά τη σκοτεινή
δέεται στον Πλάστη-και τι λέει;
---
ΔΕ ΘΕΛΟΥΜΕ ΠΟΙΗΤΕΣ!
-Πώς λέγεται ο πελάτης σας;
-Ιησούς.
-Κι ο τόπος του καταγωγής;
-Η Ναζαρέτ.
-Τ' όνομα του πατέρα του;
-Ιωσήφ.
-Και επαγγέλεται;
-Ποιητής.
-Κύριε Ιησού λυπούμαι-θα σας διώξουμε.
Δε θέλουμε ποιητές.
Έχουνε τόσο διάφορες συνήθειες από μας...
Καλά είμαστε τακτοποιημένοι
με τα εργοστάσια...
με τα όπλα...
με τις μηχανές μας...
Κύριε Ιησού λυπούμαι-θα σας διώξουμε.
Δε θέλουμε ποιητές.
Έχετε τόσα εναντίον σας...
Θέλετε ν' αγαπάει ένας τον άλλο.
Πώς θ' αγαπήσω κάποιον
που θέλει να μου πάρει τα λεφτά-
αλήθεια επισκεφτήκατε ποτέ σας ψυχολόγο;
Ακόμα λέτε... για να δω...
Α! Ναι! Μακάριοι οι πτωχοί...
…με συγχωρείτε που γελώ,
συνήθως ξέρετε είμαστε ευγενέστατοι εδώ…
Κύριε Ιησού λυπούμαι-θα σας διώξουμε.
Δε θέλουμε ποιητές.
Πάρτε τον!
Ο στρατιώτης
θα σας διαβάσει τα δικαιώματά σας.
Σε μας
και οι φυλακισμένοι έχουν, κύριε, δικαιώματα.
Πηγαίνετε.
Περνώντας από τη Γεθσημανή μπορείτε αν θέλετε
να κάνετε ένα τηλεφώνημα.
Δε θέλουμε ποιητές.
ΤΟ ΚΕΡI
Θα πήγαινε ν’ ανάψει ένα κερί.
Το ύφος του θα διόρθωνε εις συντετριμμένον,
με βήματα μικρά θα έμπαινε, διστακτικά,
και με σκυφτό κεφάλι.
Θα έκανε μία κίνησιν φιλήματος προς την εικόνα-
όμως χωρίς να ακουμπήσει στο γυαλί-
μετά δυο τρία βήματα οπίσω
κάνοντας ταυτοχρόνως το σημείον του σταυρού.
Ύστερα ήταν το κερί. Για να τ’ ανάψει
σήκωμα του κεφαλιού -να μην καούμε κιόλας,
στερέωσις του κεριού στο μανουάλι,
κι υπόκλισις μετρία προς το ιερόν.
Σ’ αυτήν τη στάση πέντε ως δέκα δευτερόλεπτα
με το σιαγόνι ν’ ακουμπά στο στέρνον,
κι ύστερα έξοδος ως είχε μπει.
Αθορύβως.
Μα το κυριότερον είναι το πρόσωπο να κρύβονταν.
Α! Να! Θα πήγαινε την ώρα
που το σκοτάδι πέφτει λίγο λίγο
ενώ τα φώτα δεν ανάβουνε ακόμα.
Στο μισοσκόταδο
το πρόσωπο σχεδόν καθόλου δεν θα φαίνονταν.
-----
Ο ΜΠΟΥΡΛΟΤΙΕΡΗΣ ΤΟΥ ΦΥΤΑΛΗ
Έτσι τον θέλαμε τον μπουρλοτιέρη μας.
Όπως τον έκανε ο Φυτάλης.
Καλόν, ολύμπιον, άλκιμόν τε.
Έτσι τον θέλαμε.
Να βλέπει όχι στα καράβια
κι ούτε δαυλό στο χέρι να κρατεί,
αλλά ψηλά και μακριά να βλέπει
και με μιαν άλληνε φωτιά
όχι τους Τούρκους μα τα πνεύματα να φλέγει.
Έτσι τον θέλαμε τον μπουρλοτιέρη μας-
μια σερνικήν Ελλάδα.
-----
Ο ΠΥΡΓΟΣ
Δεν ξέρω ποιο πλοίο εδώ μ’ έχει αφήσει,
μα ξέρω καλά-θα ’ρθει πάλι μια μέρα
και κάποιος τον πύργο να δει θα ζητήσει
που θα ’πρεπε να ’χτιζα σε τούτη την ξέρα.
Γι αυτό μόλις πάτησα το πόδι μου επάνω
σε τούτο το ανάχωμα, με πάθος και ζήλο
τον πύργο μου ευθύς είχα αρχίσει να φτιάχνω
στοιβάζοντας σίδερο και πέτρα και ξύλο.
Μα κάθε που είχα σχεδόν τελειώσει
ενός μανιασμένου αγέρα το πείσμα
φυσώντας με πάθος και δύναμη τόση
εγκρέμιζε πάντοτε τ’ ωραίο το κτίσμα.
…Το ύψος θα είναι μικρό της ποινής μου;
Μεγάλο; Το χρέος μου θα εξοφλήσει;
Θα ειν’ αδυσώπητος κριτής ο κριτής μου;
Μετρούν τα συντρίμμια στην όποια του κρίση;
Μα ενώ ζοφερές κάνω τέτοιες προβλέψεις
για του δικαστή μου το αλύπητο μέτρο,
φορές συλλογιέμαι-παιχνίδια της σκέψης...-:
μη χτίστηκε ο πύργος μου κι εγώ δεν τον βλέπω;
---
ΚΟΛΥΜΠΙ
Πόσο ευχερώς οι άλλοι κολυμπάνε!
Μες στο νερό στριφογυρνούν,
βουτούν, ξαναβγαίνουν, χαριεντίζονται…
Εκείνος δύσκολο πολύ το βρίσκει
όλα αυτά να κάνει.
Άρνηση μια, κάθε του τέτοια κίνηση περιορίζει.
Ούτε την ευελιξία,
ούτε την ελαφρότητα των άλλων έχει.
Πολύ αυτό τον θλίβει. Και τα χρυσόψαρα
γύρω από κείνους μόνο τριγυρνούν.
Μα θλίβεται αδίκως.
Αυτός
στα ρηχά όχι,
μα στα βαθιά νήχεται.
Και κει οι κινήσεις του είναι ακώλυτες.
Και αν ούτε χρυσόψαρα εκεί πηγαίνουν,
μα ανάγκη,
τέτοιο όποιος γνωρίσει βάθος,
δεν έχει από χρυσόψαρα κι ευελιξίες.