Δευτέρα 12 Μαΐου 2025

 ΔΙΑΦΟΡΑ

Στο φίλο μου το Γιάννη.
(Ο Γιάννης είναι ένα οχτάχρονο αλβανάκι που ζει στο Βιβάρι και τριγυρνά χαρούμενο όλη μέρα πάνω σ’ ένα ποδήλατο, κάνοντας θελήματα όταν τύχει.)

   ΕΜΕΙΣ ΟΙ «ΞΕΝΟΙ»...

Γιάννη μου, ξέρεις τάχατες
γιατί σε αγαπάω
κι αν μία μέρα δε σε δω
άκεφος τριγυρνάω;

Είναι γιατί όπως είσαι συ
σ’ αυτό το μέρος «ξένος»,
έτσι κι εγώ είμαι απ’ αλλού-
από πιο μακριά φερμένος.

Και αν εσύ ’σαι Αλβανός,
εγώ όχι από χώρα
αλλά απ’ αστέρι μακρινό
εδώ έχω έρθει τώρα.

Κι εδώ-το βλέπεις-όλοι τους
το  ’χουνε καταλάβει
κι όλοι με αποφεύγουνε
σαν το νερό το λάδι.

Και ως ποτέ μου δε ζητώ
ούτε ό,τι μου ανήκει,
της μοναξιάς της πρόσκαιρης
θα είναι όλη η νίκη.

Γι αυτό και, Γιάννη, σ’ αγαπώ-
γιατί εμάς των δυο μας
όλ’ οι άλλοι απεχθάνονται
το χνώτο το δικό μας,

που και την καλημέρα τους
με ζόρι θα την πούνε
και σα μας βλέπουνε γυρνούν
ή και λοξοδρομούνε.

Λες Γιάννη πως το χώμα αυτό
το ’φτιαξε ο θεός για κείνους
κι όχι για όλους-μελαψούς,
μαύρους, λευκούς, κιτρίνους...

Ως και στον μόλο μόνοι μας
μιλούμε όλη την ώρα.
Οι άλλοι κι οι άλλες μακριά
λες μην κολλήσουν ψώρα.

Είμαστε «ξένοι» Γιάννη μου.
Εμείς… για σκέψου...  ξένοι...
εμείς που μ’ όλα νιώθουμε
δικοί κι αδερφωμένοι!

Και τα κορίτσια πρόσεξες
πόσο μακριά μας μένουν;
Ούτ’ ένα «γεια σου» δε μας λεν-
κάνουν πως δε μας βλέπουν...

Μα δεν πειράζει φίλε μου.
Την παιδική ψυχή μας
εκείνα δεν την έχουνε.
Κι αυτή ’ναι η τιμή μας.

Και θα ’ναι το εισιτήριο
αυτό, για μας, να μπούμε
στα αιθέρια και στα ιδανικά
που εκείνα δεν μπορούνε.

Την «ομορφιά» τους τη φθαρτή
λοιπόν καλά ας κρατήσουν-
μιας κι έτσι λίγο που κρατεί
θα σβήσει πρι’ να σβήσουν.

Μα εμείς την αιωνία μας
αγνή ψυχή κρατούμε.
Αυτή ολόλευκη θα ζει
κι όταν αυτά χαθούνε.

Και με αυτήν παρέα μας
θα γέψουμε μεις Γιάννη
χαράς κι αγάπες κι ηδονές
που ανθρώπου νους δε βάνει.
                          ------


MIA BOΛTA ME TON ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ

Κώστα Καρυωτάκη, Γιώργης Χολιαστός.
Με ξέρεις βέβαια καλά
μα για την ιστορία
είναι αναγκαίες οι συστάσεις.
Τον ενικό μου επιτρέπεις.
Δεκαετίες μαζί. Ύστερα
έτσι μιλώ και στην ψυχή μου.

Απόψε λέω είναι καλά να κουβεντιάσουμε οι δυο μας
έτσι που γέρνει το φεγγάρι επάνω μας
λαμπρό και κατανόηση γεμάτο.
Να μπούμε λέω μες στης Τρίπολης τους δρόμους
να σουλατσάρουμε
αθέατοι έτσι καθώς θα 'μαστε από τους άλλους.

Και επειδή τ’ αστέρια μας ακούν,
ας τους ξεκαθαρίσουμε
πως όπως θαυμαστής σου σού μιλάω
κι όχι-αν ήταν για κανέναν δυνατό -σαν ίσος σου.

Και τ' αυτοκίνητα θα πρέπει να προσέχουμε,
καθώς εκείνα,
όπως κι οι άνθρωποι εδώ
δεν ξέρουν πού πηγαίνουν.

Βλέπω και συ απόψε
έτοιμος να κατέβεις είσαι από το βάθρο σου
και να ξανάμπεις μες στον κόσμο.

Ίσως αυτή του Αυγούστου η εσπέρα
φταίει για των δυο μας την ανάγκη για παρέα.
Μα όπως να 'ναι,
έλα, έτσι μισός-
τι μισός, το ένα πέμπτο σου θα πω-,
έλα και σου δανείζω
ό,τι σου λείπει από κορμί και πόδια-
για να μπορέσεις να βαδίζεις.

Έλα λοιπόν για λίγο και το βήμα να ταιριάξουμε
και όχι όπως κάνουμε ως τα τώρα
μονάχα των γραφτών μας τις σειρές.
Και να μιλήσουμε
δια ζώσης όπως λένε
και όχι μοναχά με τα γραφτά μας

Εμπρός,
έλα, να σε βοηθήσω...
Πιάσ' τo χέρι μου...
ζεστόν σε βλέπω,
Μα και βέβαια-τι λέω, εσύ δεν πέθανες.

Έλα λοπόν, πάμε να δεις τη νέα Τρίπολη
ίδια όπως ακριβώς την ήξερες.
Πρόσεξε… αυτή την πέτρα...
Μην πέσεις κι έχουμε αίματα και πόνους-
αρκετά πονέσαμε οι δυο μας.

Της πόλης τα πολιτικά,
καλλίτερα να μην τα πιάσουμε-
χειρότερα είναι απ' ό,τι τα 'ξερες-κλεψιά,
προώθηση των αλαφρών.
Η αριστοκρατία του χρήματος μας κυβερνάει
που θα πει μας τυραννάει και μας σκοτώνει.

Τα ποιητικά μας;
πιο χειρότερα.
Αλλά για τι άλλο να σου έλεγα
παρά για τα ποιητικά-τι άλλο
θα εδεχόσουνα και συ ν' ακούσεις
όπως κι εγώ να σου ειπώ;
Και τι να λεγαμε;
Μη για τους πόθους μας;
Όλοι και πάντοτε ανικανοποίητοι.
Αυτό το ξέρεις απ' τον εαυτό σου.
Μπορεί κι αυτό να είναι όλο κι όλο η ζωή:
ένα σεργιάνισμα στο φως των πόθων,
ίσα να δούμε το τι χάνουμε
αν εκεινούς δεν είχαμε να μας συνθλίβουν.
 
Εσύ την είδες στην ουσία της τη ζωή
και δεν το θέλησες-
κι ας λεν πως δεν μπορούσες-
να ξεγελάσεις τον εαυτό σου.
Και πια,
το πιστόλι!

Αλήθεια οι μωροί μόνον ειν' αισιόδοξοι.
Κανείς και σήμερα το βλέπει
σ' όλες αυτές τις φάτσες όπου χάσκουν γύρω μας
σαν να πηγαίνουνε σε γάμο
ενώ μία κηδεία τους περιμένει.
Μα και σ' αυτήνε να υπήρχε ένας σκοπός...

Ως για το σπίτι σου, καλλίτερα να μην περάσουμε από κει-
κι απογοητευτείς: Πανεπιστήμιο το 'καναν.
Τύφλα και σκότος βασιλεύει
εκεί το μάτι που άνοιξες εσύ στο φως.

Λοιπόν
να ήσουνα από μια μεριά να έβλεπες
το χάλι που έχει πέσει
και ποιητικά στην Τρίπολη!..
Ξέρεις, όταν μας έφυγες,
σε γράψανε και σένα τριπολίτη.
Άρκεσε του πατέρα σου μετάθεση μια εδώ
ώστε όταν πως μεγάλος είσαι κάποιοι εκατάλαβαν,
είδαν ετούτοι τα χαρτιά τους
κι αρχίσανε μετά να λένε πως η Τρίπολη
μαζί με τις πατάτες και τα τούβλα
βγάζει και ποιητές.
Βλέπεις πατρίδα θεωρείται ο τόπος γέννησης.
Είναι όπως σε βαφτίζουν χριστιανό
χωρίς να σε ρωτήσουν.

Σε γράψανε λοιπόν κι εσένα τριπολίτη.
Κι ας γράφεις συ όλους αυτούς
Στα μέλανα κιτάπια
αυτοί πως τριπολίτης είσαι ορκίζονται
(δέκα τουρίστες παραπάνω
δεν είναι δα και λίγο).

Κι αν τους ρωτήσεις τι ήτανε ο Καρυωτάκης,
άλλος θα πει πως ήσουν ποδοσφαιριστής,
άλλος μηχανικός ή εφευρέτης θ' απαντήσουνε.
Πάλι μπορεί και μερικοί τη χάρη να σου κάνουν,
να πλησιάσουν κάπως και να πούνε: μουσικός.
Κι ακόμα ούτε στιγμή δεν τους περνάει από το νου
πως αν γεννιόσουνα στην Πρέβεζα
και σε μετάθεταν εδώ,
εδώ είναι που θ' αυτοκτονούσες.

Ξέρεις,
δώσανε Νόμπελ στον Σεφέρη
και στον Ελύτη-τα παιδιά σου,
που τον στραβό επήραν δρόμο:
ο ένας να ζητάει στ' αγάλματα το φως
κι ο άλλος στο Αιγαίο.
Φτηνοί κι οι δυο τους.
Δοσμένοι στον ελληνισμό.
Λες και αυτό είναι το ζητούμενο
Κι όχι ο κόσμος όλος.
Εβρήκαν και ξελαρυγγιάστηκαν να τραγουδάν
κάτι που πρέπει του να ξεχαστεί.
Γύρισαν πίσω από κει που εσύ τους πήγες.
Δεν τόλμησαν να πέσουν μες στο βάραθρο,
μα κι ούτε
την ατολμία τους να ομολογήσουν.
Οπισθοχώρησαν.
Γι αυτό και τους τιμήσαν:
-γιατί ό,τ’ είδανε δεν το 'παν.
Αν εμιλούσαν
ένα πιστόλι τους περίμενε κι αυτούς
μες απ' τα λόγια τους βγαλμένο.
Οπισθοχώρησαν.
Ας τους θυμόμαστε γι αυτό.

Μα κι όλοι οι ποιητές μας οι μετά από σένα
τα γραφτά σου αναμασούν. Τα παίρνουν,
τα ξεδιπλώνουνε, βρίσκουν καμία
πτυχή που λίγο αδούλευτη τους μοιάζει,
και τότε το ύφασμα τεντώνουνε όσο παίρνει
-oι άπειροι το σχίζουν-
και αναπτύσσουν το μισόφωτο που δήθεν βρήκαν.
Δεν είναι κατηγόρια αυτή.
Όλοι έτσι κάνουνε.

Εξ άλλου όλα εσύ τα είπες.
Τί άλλο να 'λεγε κανείς.
Α! Οι κακόμοιροι ποιητές μας
που προχωράνε αντάμα με την ποίηση,
γερά κρατώντας την από το χέρι,
και σπαταλούν στα πλήθη ωραία λόγια
για την κοπέλα που σα νύφη κουβαλούν,
και πια
σαν κάποτε γυρίσουνε και δούνε τι κρατούν,
δε βλέπουν τίποτα. Μόνο ένα ξωτικό
με αρχαίο κρανίο,
με άσαρκο κορμί,
με συννεφένιο φόρεμα,
που πίσω απ' αυτούς στεκάμενο,
εκεί που εκείνοι δεν κοιτάζουν,
μιμούμενο τις θεατρικές κινήσεις τους
σαρκαστικά γελάει.
Η Ποίησή τους-ένα φάντασμα...

Να! εδώ η Κάρτσοβα που πήγαινες μικρός,
να! η Νομαρχία που σκοτώνει ποιητές
να! και τα παραρτήματα των υπουργείων
μικροί εκτελεστές των εντολών της κλίκας
κι ένθερμοι του λαού εκτελεστές.

Εδώ ειν' η τηλεόραση,
μια νέα εφεύρεση.
Ιέρεια της αμάθειας.
Εκεί που το πανεπιστήμιο σταματάει
πρόθυμα αυτή στο στράβωμα
βοηθάει των ανθρώπων.

Ξέρεις,
αν Καρυωτάκη
εσύ δεν ήσουνα στην Τρίπολη,
θα είχα φύγει. Εδώ
βλέπω την κάθε μέρα
το φως που εσύ πρωτόδες.
Γιατί όπως παντού πάνω στη γη για σένα
ίδια κλειστές για μένα
όλες οι πόρτες κι όλες οι ψυχές.
Και ξέρεις
όχι οι καημένες ότι δεν μας θέλουνε
μα ούτε ξέρουν πως υπάρχουμε.
 
Μα έτσι κι αλλιώς
δε θέλουν ποιητές εδώ.
Ή κι ίσως να μη θέλουνε ανοιχτόμυαλους ανθρώπους-
μα τι, τo ίδιο αυτά τα δυο δεν είναι;
Κλειστή κι η Ρωρερκάρ και η Ιωάννα΄
μιλάω για γυναίκες-
τα πλάσματα που καταστρέφουν τις ζωές.

Η Ιωάννα
το ερζάτς εκείνης, πoυ προετοίμαζα,
φλερτάρει εμπρός μου με τον καπετάνιο
και κάθε τέτοια ελπίδα μου σκοτώνει.

Η Ρωρερκάρ,
αν είναι να μου δώσει κάτι κάποτε,
στα τρία μέτρα πρώτα θα με στήσει
«Πιάστο!» λέγοντάς μου
ενώ μου το πετά.
Ύστερα, πρέπει εγώ κρυφά να πάω έξω από το σπίτι της
να υποθέσω πράγματα που έχει αγγίσει
και να τ' αγγίξω με το χέρι μου.
Έτσι καταφέρνω κι επιζώ.

Και γιατί να ζήσω;
Από περιέργεια. Είναι που θέλω
πέρα να προχωρήσω από κει που εσύ σταμάτησες.
να πάω την οδύνη σου πιό πέρα
και να ιδώ
ποιο θα 'ναι τάχατες το τέλος
που μόνο του έρχεται-
που ένα πιστόλι ή σκοινί ένα δεν το φέρνουν.
Είναι να δω πού θα με πάει τούτη η θάλασσα-
κάπου αν πράγματι μας πάει
και αν δεν είναι ιδέα μας πως προχωράμε.
Είναι να δω πού όλα τούτα βγάζουν τα φριχτά.

Ενώ εσύ δε συμβιβάστηκες ποτέ με τέτοια.
Ήθελες τη γυναίκα,
δεν την είχες,
θάνατος.
Πώς το ’χες πει..."...ανυποψίαστα, μηδενικά
πλάσματα και γι αυτό προνομιούχα..."
Προνομιούχα. Ναι. Προνομιούχα. Έτσι ταιριάζει.

(Και τι άλλο από ένα "έτσι ταιριάζει"
η καταξίση της ποίησης είναι;

Εδώ, δίπλα από τα περίπτερα
που τοπικές πουλάν εφημερίδες,
βλέπεις αυτούς τους μικροπωλητές;
Διαθέτουν σακουλάκια
για το που οι στίχοι κάποιων στιχουργών
φέρνουνε ξέρασμα
-τον ευεργέτη τους τιμώντας-
που "καταπληκτικοί" αυτό-βαφτίζονται και που καταχειροκροτούνται.

Εκεί να δεις τη φτερωτή την ποίηση με οδοστρωτήρα πατημένη χάμου!
Μα λίγοι αγοράζουνε σακούλες-
κι αυτοί δεν είναι βέβαια οι χειροκροτητές.
Όμως οι λίγοι αυτοί που αγοράζουνε
τόσες πολλές χρειάζονται,
που όλες πουλιούνται οι χρήσιμές μας σακουλίτσες.

Διαβάζω που σε λένε μισογύνη και καγχάζω
Καρυωτάκη.
Εσένα,
που η γυναίκα θα 'τανε αν ερχόνταν
μόνιμη ζωοδότρα ευεργεσία.
Εσένα,
που η γυναίκα θα 'τανε η απάντηση
στις απορίες σου όλες.
Εσένα,
που η γυναίκα θεός σου ήταν.

Μισογύνης!.. Χίλιοι Θεοί!
Μα από την άλλη τους δικαιολογώ:
κανένας τους να νιώσει δεν μπορεί –
και πώς αλήθεια όταν σε κείνον δεν συμβαίνει-
ότι το μίσος είν' η αγάπη που εβγήκε γελασμένη.

Δεν ξέρω αληθινά τι να υποθέσω-
καλλίτερα ήτανε για σένα που έγινες
ένας μεγάλος ποιητής, ή κάλλιο
θα ήτανε να είχες ευτυχήσει;
Γιατί όταν κάποιος βέβαια ευτυχεί
δεν έχει λόγο πλέον για να γράφει
και πια με πίκρας ποταμούς
άσπρα χαρτιά να μουντζουρώνει.

Εμένα, Καρυωτάκη,
μ’ αρέσει έτσι που γίνηκε με σένα
ίσως σκληρό να το ειπώ, αλλά μ' αρέσει.
Γιατί έχω τώρα ένα σύντροφο.
Γιατί να ιδώ σα θέλω κι άλλον κάποιονε
ίδια με μένα να υποφέρει
δεν τρέχω σε καθρέφτη που πληγώνει πάλι
μα το βιβλίο σου ανοίγω.

…Μήπως κουράστηκες να περπατάς; …
ξέρω, μα έτσι ερώτησα, από ευγένεια…

Βλέπεις το κτίριο αυτό;
Μαλλιαροπούλειο.
Υπήρχε από τότε;
Κι επρόλαβες απέναντί του τα ψαράδικα;
Λέω αν τα πρόλαβες όταν πρωτόγιναν
γιατί εγώ τα πρόλαβα πριν τα γκρεμίσουν.
Μανία μας να προλαβαίνουμε πάντοτε κάτι
έστω κι αν πριν καλά καλά το δούμε
αυτό μας έχει προσπεράσει...
Όπως η ποίηση μας προσπερνάει-
παναπεί
έχει, προτού τη γράψουμε, κιόλας χαθεί.
Γι αυτό και υπάρχει όμως βέβαια.

Σ όποιον λέω έτσι,
να μ’ αντικρούσει επιχειρεί
με το παράδειγμα του Όμηρου,
που αιώνες τόσους διαρκεί.
Ας ειν' καλά ο καπιταλισμός
που συντηρεί,
αναγεννώντας κάθε τόσο,
ό,τι τον τρέφει.

Μήπως κρυώνεις να σου δώσω το σακάκι μου;
Εδώ, στην Τρίπολη
εδώ το κρύο ειν' όλο μαζεμένο. Μες στις ψυχές,
μες στα κρυφά των γυναικών τα κοίλα,
και μες στων ποιητών της τα γραφτά.
"Των ποιητών της" είπα. Και να εδώ
ο σύλλογος αρκάδων ποιητών.
Ποιον να κρατήσεις-ποιόνε να πετάξεις από δαύτους.

Με πενίτσες που μόλις υπάρχουν
λερώνουνε χαρτιά,
μολύνουνε αυτιά
και συνειδήσεις παιδικές στρεβλώνουν.

Όλοι τους εκεί μέσα ούτε σαν έμβρυα
στην κοινωνία της ποίησης δεν υπάρχουν.
Τέρατα μάλλον μοιάζουν που όλα τους μαζί
κάποια Στιγμή Συνειδητή τα 'κλεισε μες στη γυάλα ενός συλλόγου.
Μόνο που ξέχασε να βάλει την ταμπέλα:
"Να πώς δεν είναι οι ποιητές!".
 
Κι ο όχλος-άλλο που δε θέλει-
ενώ αγνοεί
δείχνει
πως τάχα αρέσκεται σ’ αυτά.
Και όλοι ειν’ έτσι ευχαριστημένοι.

Στιχοπλόκοι της κακιάς ώρας.
Σαλτιμπάγκοι της ποίησης. Τι να τα λέμε...
Και κάθε χρόνο βγαίνουνε από τη γυάλα τους
κι εκτίθενται στου Άρη την πλατεία και στην Τεγέα.
Έκθεση πραγματική…
Εκεί να δεις τα ωραία τους!.. Καθένας τους
σαν να 'γραφε μια νέα Βίβλο,
μια νέα ωδή του Κάλβου
ή τις "Αγάπες" σου,
έτσι κορδώνεται.

Κι όσο για σάτιρα ούτε συζήτηση-
έγκλημα γι αυτούς μετράει. Αν ήσουν
και σήμερα έγραφες τις σάτιρές σου,
δε θα το γλίτωνες κι εσύ
στην Τρίπολη το ξύλο,
όπως δεν το εγλίτωσα κι εγώ
για τους σατιρικούς μου στίχους.

Και με αργυρώνητα βραβεία την ποιητική τους την ισχύ μετράνε
καθώς με μπίλιες όταν ήμασταν μικροί μετρούσαμε του κόσμου την αξία.

Αν ήσουνα κοντά τους
με λίγους στίχους σου
όλους θα τους τοποθετούσες
καθέναν στη μωρία και στην ανευθυνότητά του.
Και θα βρισκόμασταν στης Ιωάννας
για να πνιγόμασταν
μία στα γέλια για τις πρόστυχες τις αντιδράσεις τους,
και μία
οικτροί μαζοχιστές,
μες στις πικρές τις λίμνες των ματιών
των για μας ξένων
της ανοικτίρμονης Ιωάννας.

Ζητάω πολλά, μου είπε κάποιος.
Μα αυτό είναι ποίηση: να ζητάς πολλά.
Αλλιώς
μες στη ζωή πέσε κι ωραία ζήσε.

Πώς θα 'θελα να έβρισκα έναν ίσο μου
και να κουβέντιαζα μαζί του…
Ή, ακόμα πιο καλά,
καλλίτερόν μου έναν,
όπως εσέ,
θεό μου ολοζωής να τονε προσκυνώ!

Ρωτάω παντού στου Πέλοπα
το ανόσιο και ιερό νησί.
Μόνο κατά τον Πύργο δεν επήγα.
Τίποτα!
Όμως υπάρχει μια μικρή Σαπφώ εδώ.
Χαμηλοπέταχτη.
Με τα φτερά της ανοιγμένα διάπλατα
της εύχομαι
να  ψηλανέβει
το νόημα του στίχου της βαθαίνοντας.

Κι ακόμα υπάρχει ένας λογοτέχνης.
Ο Γιώργος ο Μπακομιχάλης.
Αυτός θα του 'πρεπε παρέα μας εδώ να είναι,
Άξιος.
Μα η ζωή μακριά μας τον κρατεί.

Όταν κι εγώ θα σβήσω
μου τη φυλάς τη θέση δίπλα σου-
έτσι δεν είναι, Καρυωτάκη;
Εκεί τα πράγματα θα είναι όπως τους πρέπει.

Με συγχωρείς φίλε καλέ. Καμιά φορά
σα να 'μαι μόνος μου μιλάω.
Κι εδώ είναι το σπίτι εγώ που μένω.
Εδώ και  ο δικός μου ο Γολγοθάς ανηφορίζει.
Σοφοκλέους τρία.
Εδώ ανοίχτηκα σε όλα.
Εδώ με κλείσανε απ' όλα.

…Αυτός εδώ ειν' ο όμιλος ο φιλοτεχνικός.
Φέρνει συχνά κάτι γελοίους ομιλητές και ποιητές
που έχουν όνομα συχνακουγόμενο
μες στα πορνεία της λογοτεχνίας.
Εικοσιέξη θέσεις μόνιμα είναι κρατημένες
για τους εικοσιέξη αγκαρεμένους ακροατές
που ακούν τις ψυχοφθόρες ομιλίες
και τους αστείους ποιητές.

Όσο για το λαό...ε...ξέρεις,
αυτός καθόλου δεν μας νοιάζει.
Λιοντάρι που κοιμάται δεν ξυπνάς.
Αρκεί ο Όμιλος ν' ακούγεται στους εικοσιέξη
γιατί απ' αυτούς και τρώει και υπάρχει.
Εξάλλου ο κύριος δήμαρχος
καθόλου κάτι τέτοιο δεν θα επικροτούσε.
Γι αυτόνε ο λαός παρίας ψηφοκουβαλητής.
Στων επωνύμων τις θελήσεις
είναι καιρός κόντρα να πάει σήμερα κανείς;..

Αμέ οι φυλλάδες τους;
Αν είναι κανας ντόπιος
αυτοαποκαλούμενος ποιητής,
εμετικός,
θα μπει χωρίς εξέταση άλλη-
και ποιος έχει τα κότσια να τον εξετάσει;
To ντόπιο να προβάλουνε
κι ας ειν' και σάπιο.
Αυτό ήτανε. Η φυλλάδα
υπηρετεί της εντοπιότητας το πνεύμα
κι η εντοπιότης τη φυλλάδα.
To όνομά της κυκλοφορεί,
το φύλλο της επίσης-
που είναι το ζητούμενο.

Κι ακόμα εχουμε και υποδήμαρχο "επί των πολιτιστικών".
Βαρύγδουπος ο τίτλος,
δε συμφωνείς; Κι αυτός αληθινά γερά πατάει
"επί" των πολιτιστικών
συνθλίβοντάς τα-
ένας επαρχιώτικος οδοστρωτήρας αξιών.

Με άλλα "δρώμενα"-ναι, νέα λέξη, ηχηρή
των νέο-νεοελλήνων-
με άλλα δρώμενα λοιπόν
την πόλη του γεμίζει ο Δήμος-
καραγκιόζη,
θέατρα της κακιάς ώρας,
μουσικές ανάλατες,
πανηγυράκια…

Θέλει καλή επιλογή "δρωμένων"
η αποβλάκωση των πολιτών
η από την Πολιτεία επιδοτούμενη.

Ως για την τηλεόραση και το ραδιόφωνο,
απ’ αυτά
μαγάρα η ποίηση θεωρείται
αφού ανούσιες θα λιγόστευε εκπομπές.
Ναι, ξέρω, εσείς είχατε στέκια
από συλλόγους κι από ομίλους σοβαρότερα,
Του Βασιλείου,
που με τη δύση πήγαινες του ηλίου,
τον Μαύρο Γάτο
τα γραφεία του "Νουμά"…

Βλέπεις πώς φεύγει η ώρα με κουβέντα;
Γιατί να, φτάσαμε σιγά σιγά και πάλι στην πλατεία.
Κανείς δεν αντιλήφτηκε την απουσία σου.
Για τους νεκρούς ποιητές αδιαφορούνε-
τους ζωντανούς είναι που δεν ανέχονται.

Να 'τανε τότε,
να 'μουνα σύγχρονός σου,
μπορεί να βγάζαμε μαζί περιοδικό κανένα
ή κάποια εφημερίδα ποιητική-
εσύ να έγραφες
κι εγώ να τα εξέδιδα.
Ακόμα,
λέω,
ίσως να σε συντρόφευα ως την Πρέβεζα
και να μη σ' άφηνα να… μα ίσως πάλι
να έπειθες εσύ εμένα...
ποιος ξέρει τι θα εγινόταν αν... εδώ δεν ξέρουμε
τούτη την ώρα που μιλάμε τι συμβαίνει…

Μα ξέρουμε με σιγουριά
πως πρέπει πάλι ν' ανεβείς στο βάθρο σου.

Ανάλαφρος που αιστάνθηκα!
Όχι που λίγο βάρος σάρκινο σου δάνεισα
παρά γιατί η ψυχή μου
μ’ έναν δικό της μίλησε
κι αλάφρωσε με την κουβέντα της μαζί του.
Όμως και σένα σαν να σου άρεσε μου μοιάζεις
έτσι που βλέπω σαν ν’ αχνογελάς.

Δε θα 'θελα να σε κουράσω περισσότερο.
Η νύχτα έχει προχωρήσει.
Ας τους χαρίσουμε αυτές τις νύχτες
παιχνίδια του ήλιου και του κύκλου γύρω του της γης
να τις γεμίσουν μ' όποια δύνανται βρωμιά.
Όμως η Νύχτα, η Σιωπή, η Απεραντοσύνη, η Αβυσσος,
αυτά για πάντοτε δικά μας είναι.
Κι εμείς δικοί τους.
To Άναρχο και το Αιώνιο μας ανήκει Καρυωτάκη-
σε μας που πάντοτε το φέρνουμε μαζί μας
φύλακα και στολίδι κι οδηγό.

Έλα,
δος μου τις σάρκες μου
να υποφέρω λίγο ακόμα
όσο το που με πάει όνειρο απαιτήσει.
Και συ,
Μεγάλε Πρωτοπόρε,
πάρε τη θέση σου και πάλι
στη Βούληση του Μέγα Ονειρευτή.
(Άριστος ξεναγός ο Σοπενάουερ,
σα ζούσαμε-
τι λες;-
και για τους δυο μας…)

Νιώθεις καλά;
Σ' ευχαριστώ για την παρέα.
Γρήγορα θα 'ρθω.
Καληνύχτα.




ΑΝΑΡΑΖΕΛ

Οι θησαυροί που 'ναι στη γη
βαθιά βαθιά χωμένοι
για τους ανθρώπους πειρασμός
και ο καθείς τους θέλει.

Και ψάχνουν-ψάχνουν όλοι τους
με πείσμα και μανία
για να τους βρουν και να 'χουνε
το πλούτος τους δικό τους.

Μα όσο κι αν ψάχνουν δεν θα βρουν
τον θησαυρό ποτέ τους
κι αυτό γιατί ο Αναραζέλ
ο δαίμονας ο χθόνιος,

έχει οριστεί για να φυλά  
τους θησαυρούς που κρύβει
στα μαύρα σπλάχνα της η γη-
κι όταν εκείνοι ψάχνουν

σε κάποιο μέρος, σ' άλλο αυτός
τους θησαυρούς πηγαίνει.
Κι όταν οι ανθρώποι παν κι εκεί,
τους ξαναπαίρνει πάλι,

και σ' άλλο μέρος, σίγουρο
πηγαίνει και τους κρύβει.
Γι αυτό της γης οι θησαυροί
ποτέ δεν θα βρεθούνε.



ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ

Ατέλεστο ακόμα,
το περιβόλι
πήρε τους δρόμους και ταξίδεψε.
Είδε τοπία καινούργια και ανθρώπους
και δίπλα τους εκάθησε,
από την φαντασιά τους παίρνοντας
όσα εκείνοι ανύποπτοι, του πρόσφεραν,
καθώς στην άνθησή του μέσα το φαντάζονταν.

Στης Άνοιξης το μυστικό μετά το δώμα επήγε,
Και το ραντεβού του με την ώρα της σημείωσε.

Από το Μοναδικό ύστερα την άδεια πήρε να υπάρξει.

Και μ’ ολ’ αυτά οπλισμένο,
έτοιμο πια
την ορισμένη θέση του στο χώμα πήρε,
χώρο στα πόδια του αφήνοντας
για την κοπριά, και κλίση τέτοια
στις μελλοντικές του ρίζες δίνοντας,
που αυτές,
κάθε σταγόνα δρόσου ή βροχής,
με σιγουριά δική τους να την κάνουν,
σε χρώμα κι άρωμα και ειδή
και ταίριασμα με όλα γύρω
πλήρως μετουσιώνοντας την.



ΑΙΩΝΙΟ
 
Ω! Αιώνιο! Κοντά Σου πάρε μας.
Διαλυμένοι πια είμαστε.
Πληγές γεμάτο το κορμί μας.
Κι αυτές με Πόνο τυλιγμένες.
 
Ολόκληρους μία πληγή μας θέλεις;
Όλα βουβά γύρω μας.
Σιωπηλοί κι εμείς μένουμε
από φόβο
μη και με κάποια λέξη Σε ταράξουμε.

Το στερέωμα δεν Σου αρκεί,
αέναα φλογισμένα άστρα να κυλάς;
Πρέπει και με μας αθύρματα να παίζεις;

Στέρξε το Προσωρινό μας,
γρήγορα
ένα μαζί Σου, ω! Αιώνιο, να γίνει.







Ο ΠΥΡΓΟΣ ΤΗΣ ΒΑΒΕΛ

Αδυναμία δε νιώθαν.
Μια πλήξη μόνο φορές φορές,
αγέρωχοι για ό,τι εκάναν.

Το μυαλό τους
καθόλου στροφές δεν είχε-όλα ίσια,
σαν τη γραμμή που έφτιαχνε
στον ουρανό ανεβαίνοντας, ο Πύργος.
Kι αγαπημένοι αναμεταξύ τους.
Με κοινά τα όριά τους όλα.
Χωρίς προκατάληψη.

Ώσπου μια μέρα κάτι εφύσησε γύρω τους.
Μικρό, απότομο και σιγανό
σαν συριγμός φιδιού προτού, πικρά, δαγκώσει.

Τους άγγιξε παντού.
To νιώσαν μ’ όλες τις αισθήσεις τους.
Τρόμαξε το αυτί στον ξένον ήχο.
To μάτι έκλεισε για μια στιγμή
σα μιαν αυλαία θεάτρου που είχε ανοίξει
και δε φανέρωσε θεατές, ή καθώς φέρετρο
για να μη δείξει αποτρόπαιο κάτι
κλείνει.
Και ριγήσαν τα κορμιά.
Και μες στο οτόμα
παράξενα συσπάοτηκεν η γλώσσα.

Όταν
αφού τους διαπέρασε
η πνοή εχάθη
συνήλθαν ξένοι, άγνωστοι,
εχθροί αναμεταξύ τους.
Με λέξεις ανυπότακτες.

Η ύπαρξή τους όλη ακατανόητη.
Και πλάϊ εκεί
αδημονία γεμάτος.
ένας μισοτελειωμένος Πύργος.

Και σκορπίστηκαν σ' όλη τη γη.



ΩΣ ΠΟΤΕ;
(του διήμερου του Ντάλλας Τέξας)

Πέτρες, βιβλία, δέντρα, άνθρωποι, ιδέες…

Από τα πρόσκαιρα θα φύγουμε ποτέ-
από τα πράγματα θα λυτρωθούμε, που επιτακτικά
το μερίδιο τους γυρεύουν κάθε μέρα
και μας διαμοιράζουν  και μας χρησιμοποιούν;

Πότε, το χέρι μας, χαϊδευτής μαλλιών
θα πάψει να είναι; Ο νους μας
διεκπεραιωτής θεωριών και υποθέσεων;

Ως πότε θα είμαστε η γέφυρα
για τόσα περαστικά, και γυμνά,
και προσεγμένα; Πότε κι εμείς
με κουδούνια θα πάψουμε να είμαστε
όπως τα πρόβατα, αναγνωρισμένοι;
Μας προσμένει άραγε αυτή η χάρη;




Ο ΑΓΓΕΛΟΣ

Πέρασαν χρόνια κι άλλα χρόνια.
Ο άγγελος ήρθε
Με τα τεράστια κρυστάλλινα φτερά του
Όπως περνάει την άλλη μέρα ο γιατρός να δει τον άρρωστο.
Κι αλαφροπέταγε κατ’ απ’ τα σύννεφα.
Πρώτος τον άγγελο τον είδε ο γεωργός.
Κι έτρεξε και το μήνυσε στην πόλη.
Βγήκανε όλοι από τα σπίτια τους και ξεχυθήκανε στους δρόμους.
Η αστυνομία τα ’χε χαμένα.
Η τάξη είχε διασαλευτεί.
Και "Ήρθε! δε μάς ξέχασε", ακουγες.
Η: "Δεν τον περίμενα έτσι. Πολύ απόμακρος".

Όταν κι o τελευταίος πολίτης βγήκε έξω
ο άγγελος εστάθηκε.
Και φαίνονταν το στόμα του το διάφανο που ανοιγόκλεινε καθώς μιλούσε.
Και είπε:
«Και μεις ακόμα νιώθουμε χαρά
όταν το δημιούργημά μας προοδεύει."
Και ακουγόταν η φωνή του αντηχώντας στον ουράνιο θόλο.
«Χτες ακόμα σας εγέννησε ο νους μου
πάνω στην πέτρα που επέταξα ψηλά,
παίζοντας, στην αυλή μου.

Τον ήλιο έφτιαξα να σας φωτά
Και για να υποψιαζόσαστε το μεγαλείο
έβαλα πάνω σας τ’ αστέρια,
στη φούχτα μου πιάνοντας και πετώντας λίγην άμμο
με του πάθους μου το φλόγινο το χέρι-
και σε μας τους άγγελους κάποιες φορές αρέσει το παιχνίδι…"

Και γέλασε.
Κι ένα αντιβούισμα γλυκόηχο τ’ αυτιά έτερψε των ανθρώπων.
"Και χαίρομαι να βλέπω ότι παίζετε κι εσείς
παιδιά και σεις δικά μου ευτυχισμένα.
Σπιτάκια χτίζετε
τραινάκια φτιάχνετε
αεροπλανάκια,
ζώα μεγαλώνετε ώστε να μην κοπιάζετε κυνηγώντας τα.
Βλέπω καλά χρησιμοποιήσατε το νου σας-
Μικροί άγγελοι κι εσείς ευτυχισμένοι».

Και τα κρυστάλλινα τρεμίσανε φτερά, καθώς τοιμάζονταν και πάλι να πετάξουν.

"Παίξτε λοιπόν παιχνίδια μου αγαπητά.
Ζήστε τη λίγη σας ζωή.
Γελάστε.
Ο ήλιος άσβηστος πάντοτε θα ’ναι.
Κι έχει στροφές η πέτρα μου πολλές να πάρει ακόμα
Στροφές τόσες, που φορές πολλές
θα ξαναγίνουν τα ίδια και τα ίδια πάλι,
που τόσο βαρετά θα σας φανούν στο τέλος
που θα πείτε:
"Ω! Νου Δημιουργέ μας-Αγγελέ μας. Πάρε τη σκέψη σου από μας.
Να σβήσουμε… να πάμε… να χαθούμε…"
Παίξτε! Χαρείτε!
Και τη μορφή μου όταν σμικρύνοντας ξανάρθω-Αύριο, Μεθαύριο, όταν θελήσω,
εύχομαι ίδια ευτυχισμένα να σας δω".

Και τα φτερά πετάρισαν έτοιμα να πετάξουν.
Μυριόστομη ακούστη τότε η κραυγή απ’ το συγκεντρωμένο πλήθος:
«Μη φεύγεις. Όχι. Στάσου! Σε χρειαζόμαστε."
Στάθηκε.
"Με χρειαζόσαστε; Τί θέλετε από μένα; Κάτι δεν σας έδωσα;"
"Λυπήσου μας-πεινάμε".
"Πεινάτε; Μα άφθονη σας έδωσα τροφή.
Τι είναι είναι που των ανθρώπων την τροφή στερεί;»
"Δεν είναι άλλα ζώα είτε φυτά
 Μα ειν’ άλλοι άνθρωποι.»
"Ανθρωποι την τροφή στερούν του ανθρώπου;  Εξηγήστε μου.»
"Άνθρωποι άλλοι-ναι! Οι πλούσιοι!"
"Τ’ είναι οι πλούσιοι;"
"Εκείνοι που ‘χουνε το χρήμα".
"Και τ’ είναι χρήμα;"
«Μέσο ανταλλαγής στην αγορά των προϊόντων και στο πούλημά τους"
"Γιατί θα πρέπει ν’ αγοράζετε και να πουλάτε;
Δεν εμπορούσατε να τρώτε φρούτα;
Ζώα να σκοτώνετε;
Η' απ’ τη γη να μασουλάτε ρίζες;"

"Μας είπαν πως το εμπόριο είναι πρόοδος.
Μας το ’παν όσοι να πουλήσουν είχαν.
Μας το ΄πανε αυτοί που φτιάξανε το χρήμα.
Οι πλούσιοι-
Αυτοί είναι που μας κλέβουν το φαΐ μας και πεινάμε»
"Χέρια σας έδωσα. Σκοτώστε τους πλούσιους".
"Εχουν τα όπλα. Είναι oι δυνατοί. Θα μας συντρίψουν.»
"Σκοτώστε τους πλούσιους. Το αίμα τους
χύστε".
«Εχουν λακέδες. Μπράβους πουλημένους. Θα μας πολεμήσουν.”
"Χύστε το αίμα-το αίμα των πλούσιων!»
"Θα πέσουνε πολλά κορμιά. Θ’ αποδεκατιστούμε"
«Το αίμα χύστε-το αίμα των πλούσιων!»
"Θρήνους και γόους θα γεμίσει η γη.»
«Αφανίστε τους! Μη μείνει ουτ’ ένας! Ουτ’ ένας! Ουτ’ ένας! Αίμα! Αίμα! Αίμα και πάλι αίμα!"
«Μας λένε πως αυτό είναι Πρόοδος…"
«Αίμα! Αίμα! Αίμα!»
«Μας λένε πως αυτό ειν' Ελευθερία…"
"Αίμα! Αίμα! Αίμα!"
"Μας λένε πως αυτό είναι Δικιοσύνη»
"Αίμα! Αίμα! Αίμα!"

Ακούγοντας αυτά oι πλούσιοι
διάταξαν τους χωροφυλάκους ν’ ανοίξουν τα μεγάφωνα ως το τέρμα
τα λόγια να σκεπάσουν του άγγελου.
Και λέγανε: "Κλείστε τ’ αυτιά σας. Δεν ειν’ ο άγγελος αυτός. Διαλυθείτε"
Μα τότε τρομερή η φωνή του άγγελου εγίνη,
που οι φτωχοί εχαίρονταν ν’ ακούνε
και κατατρόμαξε τους μισητούς.
Και φύγαν όλοι εκείνοι και κρυφτήκανε (πού να κρυφτούν από τον άγγελο…)
Και χώθηκαν στα σπίτια τους
σαν κιόλας να ’βλεπαν το αίμα των φτωχών-άλλη του άγγελου φωνή-να τους πνίγει.
"Χέρια σάς έδωσα- Αίμα! Σκοτώστε τους πλούσιους! Αφανίστε τους από τη γη! Εγώ σάς έπλασα για να ευτυχείτε!"
"Αγγελε, μας λες να βάψουμε τα χέρια μας στο αίμα;"
"Σας λέω τον μόνο δρόμο για την ευτυχία σας. Σάς ζητώ, παιδιά μου εσείς, παιδιά μου να σκοτώστε-και ρωτάτε ακόμα;
Βλέπω μαχαίρια έχετε που κόβετε ψωμί.
Αδράξτε τα και κόψτε το λαιμό αυτών που σάς το παίρνουν.
Τη σωτηρία σας φέρνω: Λεπίδι στων πλούσιων τους λαιμούς!
Τους είδατε πώς κρύφτηκαν.
Εσάς φοβήθηκαν.
Όχι εμένα.
Εμπρός: ουτ’ ένας να μη μείνει!
Θέλω στα χέρια σας να δω μαχαίρια!"

Και τα χέρια των φτωχών εγέμισαν μαχαίρια
και η ματιά τους θάνατο.
Κι ένας κουτός φτωχός, σήκωσε τη φωνή του:
"To ψέμα και το άδικο να βλέπω δεν μπορώ. Άγγελε, σε κοροΐδεύουν όλοι αυτοί.
Ψωμί όλοι έχουμε να φάμε.
Μάς λείπει μόνον η χαρά".
Κι ακούστηκε για τελευταία φορά η φωνή του άγγελου:
«Το πρώτο το λαρύγγι που θα κόφτε
Του άμυαλου αυτού θέλω να είναι».
Κι ως να το πει, εκόπη το λαρύγγι.
Κατόπιν οι φτωχοί
Για τα σπίτια εκίνησαν των πλούσιων.
Ψηλά
ο άγγελος φτερούγισε και χάθηκε.
Κανείς δεν το κατάλαβε γιατί ο νους τους όλος
ήταν,
του άγγελου το θέλω ακολουθώντας
στα σπίτια να ’μπουν των πλουσίων.

Και βάδισαν με βήμα σταθερό.
Οπλισμένοι και για όλα έτοιμοι!



ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΚΑΙ ΚΑΦΕΣ

Εφημερίδα και καφέ
πόθε κρυφέ κρυφέ καημέ
και το πρωί έχει φύγει
το βράδυ με τυλίγει.

Εφημερίδα και καφέ
πόθε κρυφέ κρυφέ καημέ
και η ζωή έχει φύγει
το σκότος με τυλίγει.

Εφημερίδα και καφέ
πόθε κρυφέ κρυφέ καημέ
και η ζωή η λίγη
χίλιες χαρές ξανοίγει.