ΔΙΆΦΟΡΑ
ΜΕΓΑΛΕ ΔΡΟΜΕ…
Τούτο τον καιρό, που ο ήλιος κρύβεται
για να ξεφύγει από την παγωνιά μου,
τούτο τον καιρό,
που θηρία πια δεν ζωγραφώ
στους τοίχους τους λοξούς της σπηλιάς μου,
με τη σκέψη μου όλη,
για να σε φανταστώ
Μεγάλε Δρόμε,
που από την εικόνα μου φτιαγμένος είσαι,
μέσα στη νύχτα αγωνίζομαι,
και πού οδηγείς να μάθω,
έτσι καθώς βουβός, απάτητος,
με τα μεγάλα σου φώτα όλα αναμμένα καρτερείς,
σαν σελίδα βιβλίου που πάνω της
γραμμένος ο νόμος σου είναι.
ΌΛΟΙ ΟΙ ΒΟΥΛΕΥΤΈΣ ΚΛΈΒΟΥΝ
Οι αρχικλέφτες βουλευτές
με κάσα πορτοφόλι,
λένε πως είναι φασισμός
να λες πως κλέβουν όλοι.
Και όλοι οι χρυσοπλήρωτοι
απ’ τους δημοσιογράφους
το πήραν και το λεν κι αυτοί
στους έλληνες τους κάφρους-
κι αμέσως ύστερα από το
«οι βουλευτές μας κλέβουν»
να συμπληρώσουν τρέμοντας
«όμως όχι όλοι!» σπεύδουν.
Και ο καθένας βουλευτής,
κρατεί σαν λάβαρό του
αυτό που κάθε της τιβί
λέει φερέφωνό του,
και σεργιανάει ανάμεσα
στους τίμιους ανθρώπους
σα να ’ναι το αριστούργημα
αυτός όλου του corpus.
Κι ενώ Κανάλια και Βουλή
ότι μας κλέβουν όλοι
η Πλάση βοά, ποιοι το αγνοούν;
οι έλληνες χαχόλοι.
ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑΚΉ ΝΟΥ ΔΥΟ
(Γεωργιάδης, και Βορίδης στη ΝΟΥ ΔΟΥ)
Γιατρούς γεμάτη και δικηγόρους
η δόλια η Βουλή. Καθόλου απόρους
δε δέχεται να έχει βουλευτές...
Μα όχι φίλοι μου. Αυτά ως τα χτες.
Η λαϊκή μας Νέα Δημοκρατία
κι εδώ μας έδειξε πρωτοπορία:
μετράει στις τάξεις της-σπώντας το νόμο-
δυο βιβλιοπώλες κι έναν υλοτόμο…
ΓΙΑΤΙ ΑΓΑΠΩ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ
Γιατί αγαπώ την ποίηση; Γιατί με ειρωνεία
Αυτή ποτέ της δεν γελά σ' ό,τι από μένα ακούσει.
Ποτέ της δε μ' απόδιωξε σ' οποιαν κι αν είχα χρεία
και πάντα ανοι' την πόρτα της το χέρι μου α' την κρούσει.
Γιατί αγαπώ την ποίηση; Γιατί το πρόσωπο της
ποτέ της δεν απόστρεψε μ' αηδία ή με φρίκη
όταν επάνω στο κορμί τ' ωραίο και λεπτό της
τις ήττες μου εξέχυνα πασκίζοντας για νίκη.
ΣΥΒΑΡΙΤΙΚΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ
Τις μέσα του φωνές που του αντιτίθενταν,
όσο είχε δύναμη τις έπνιγε, και ζούσε
μέσα στον κόσμο, κι έλεγε κι έκανε..
Μα τώρα γέρασε. Το σώμα του κοιτάζει
στον καθρέφτη, μαζί με την ψυχή του
να φυλλορροεί.
Ασυνάρτητη τώρα,
χωρίς νόημα, η ζωή του μοιάζει.
Όλες οι πράξεις, οι διανοητικές έγνοιες, οι τέχνες,
οι επιστήμες, όλα τούτα συβαριτικά
παιχνίδια χωρίς φανερό νόημα.
ΘΑΝΑΤΟΣ
Μπροστά μας ο θάνατος απλώνεται κάθε ημέρα.
Τα χιλιοτραγουδημένα του μονοπάτια,
άνθρωποι που δεν τα γνωρίζουν τα τραγούδησαν.
Αν το θάνατο θέλεις να πεις,
Δεν μπορείς να τον περιγράψεις κοιτάζοντάς τον απέξω.
Μέσα του, όπως η γλύκα στη ζάχαρη πρέπει να είσαι.
Τότε θα δεις με το ίδιο του το φοβερό μάτι.
Και ό,τι δεις
ο ίδιος ο θάνατος θα είναι.
Ό,τι κι αν δεις.
Όλα θάνατος είναι. Τα δέντρα, οι υποσχέσεις, τα
φιλοδωρήματα, τα θεατρικά έργα, οι εκδρομές
σε σκιασμένα άλση με κρήνες μαρμάρινες.
Και έντιμος αν είσαι το ομολογείς, αλλιώς
ζωή εξακολουθείς τον θάνατο να ονομάζεις.
Τα τζάκια τα μεγάλα χάσανε
τα μεγαλεία τους-τους τόσους
υποτακτικούς και τους λακέδες
τους.
Τώρα αλωνίζουνε οι μεγαλομανάβηδες
κι οι τραπεζίτες κι οι αισχροκερδείς.
Και τα πορνεία πια κρυφά δεν είναι-
ξαπλώθηκαν παντού και φανταχτερά
είναι στολισμένα.
Αυτά έκαναν
ζητώντας "εξέλιξη" ή "ελευθερία",
κάμποσες επαναστάσεις τελευταία.
Και όπου τώρα ταξιδέψεις,
αστοί παχείς, ικανοποιημένοι, χωρίς σκοπό.
Η τυραννία δεν ήτανε πάλι καλύτερη-
τότε που είχαμε ακόμα ελπίδες;
ΤΑ ΤΡΕΝΑ
Σε πόσα πτώματα πάνω τα τρένα κυλάνε,
εργατών, που δούλευαν στον σιδερόδρομο
κρυώνοντας και πεινασμένοι και εξαντλημένοι!
Που δούλευαν απ' το πρωί ως τη νύχτα!...
Που επιθεωρητές τους έδερναν
και που τους κακοπληρώναν εργολάβοι!...
Πόσες ψυχές πατάν οι ρόδες,
τρέχοντας να μεταφέρουν εμπορεύματα
για να πλουτίζουν οι επιθεωρητές κι οι εργολάβοι,
που άλλους τώρα βασανίζουν και κακοπληρώνουν!..
ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟΣ
Ένας Κόσμος πέρα απ' αυτόν που ξέρουμε υπάρχει.
Πίσω απ' ό,τι βλέπουμε κι ακούμε στέκεται
ήρεμος και ακίνητος, αληθινός και υψηλός.
Οι αισθήσεις μας να τον υποθέτουνε μόνο μπορούν,
και ούτε ο λόγος να τον πει ικανός δεν είναι.
Κι είναι το βήμα αυτός ο κόσμος το επόμενο,
το ύστερα απ' τον κόσμο τον δικό μας-το βήμα
που απαραίτητα να γίνει πρέπει
αν κάποιος να φτάσει θέλει στο χάος το φοβερό και μυστικό-
στη φλεγομένη άβυσσο, που μέσα της οι σκοτεινές
της ύπαρξης οι ρίζες, και της ζωής τα μυστηριώδη
τα θεμέλια θάλλουν.
Και ο κόσμος είναι ο υψηλός εκείνος,
τα χείλη της φριχτής αυτής αβύσσου.
ΤΟ ΧΑΡΤΟΝΙ
Μανάβηδες, γιατροί, ζωγράφοι, αστοί,
πιερότοι απατημένοι και περίλυποι,
αρλεκίνοι εύθυμοι και απατημένοι –,
ηλίθιοι ονειροπόλοι,
καρτερούν την ωραία τους κυρά-με σώμα
όπως καθενός του αρέσει, με καρδιά
όπως σε καθένανε ταιριάζει.
Και παίζουν όλοι πάνω στη σκηνή
τον ρολό τους ως να περάσει η ώρα
και ο καιρός.
Και ο καιρός περνάει.
Και έρχεται η ωραία τους. Ο αρλεκίνος
τα χέρια του υψώνει προς τον ουρανό.
Κι ο ουρανός χαρτί γαλάζιο είναι και σχίζεται.
Και η ωραία του μια κούκλα είναι από χαρτόνι.
ΑΝ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΑΣ
Αν η καρδιά μας ενώνονταν με το
Σύμπαν-με τη θάλασσα, τη γη και τον αέρα
και τα δυο ένα γινόνταν, τότε τη ζωή
θα τολμούσε κανείς να τηνε ζήσει.
Μα τώρα η ζωή δεν μας χωρά-ο θάνατος
η μόνη είναι παρηγοριά μας.
Τώρα το φως φαντάσματα γεμάτο,
που χίλια καθένα μυστικά μας κρύβει.
ΣΠΑΣΜΕΝΟΣ ΗΧΟΣ
Ένας σπασμένος ήχος είναι ο κόσμος μας
απ' της παγκόσμιας συμφωνίας τη μελωδία.
Ντυμένη τον ήλιο, μόνο η ψυχή μας
κομμάτι της καθάριο είναι.
Κάθε τι άλλο, ένα πέπλο το σκέπει.
Κάθε κομμάτι ύλης ένα σύμβολο είναι,
γεμάτο μυστικό, υπεργήινο νόημα.
Την Αλήθεια η ψυχή μόνο
να την γνωρίσει μπορεί, και μαζί της
αδιάσπαστα να ενωθεί.
Το σώμα να ελπίζει μόνο δύναται
να σμίξει την καρδιά του
με μι' άλληνε καρδιά, και οι δυο τους
αταίριαστες έτσι να μένουν.
ΑΛΙΜΟΝΟ
Στο μαρτύριο της ζωής καταδικασμένοι
είναι όσοι, από παιδιά μικρά ακόμα,
τη φωνή παρακούσουν, που στο θάνατο
τους καλεί.
Αλίμονο στους ζωντανούς.
Τους καρτερούν χαμέρπειες, ατιμίες,
υποκρισία-όλοι τους νεκρές ψυχές
που παλεύουν και πνίγονται μέσα
στα πηχτά νερά του βούρκου της ζωής.
Αλίμονο σ' όσους του θανάτου αγνοούν
τα λόγια: "Ακολουθήστε με! Μια φτηνή
χαρά σας έφερε στην ύπαρξη αυτή.
Ήρθα να διορθώσω.
Σε μια κοιλάδα μακρινή,
σ' έναν ευτυχισμένο κόσμο θα σας πάω.
Ακολουθήστε με!»
ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ
Ανατινάζοντας πίσω του
όλες τις γέφυρες παρηγοριάς βαδίζει,
ψάχνοντας την ουσία αυτού που είναι.
Γκρεμίζει μισοχτισμένους τοίχους-
και να κρυφτεί μέσα σε κάποια φανταστική σκιά
δεν καταδέχεται.
Αναθυμώντας τους αρχαίους μύθους
που τα γύρω του πράγματα τραγουδούν
αποβάλλει κατασκευασμένες εξαρτήσεις
εγκαταλείπει κάθε είδους πίστη
και λυτρώνεται.
HUGHES, GRAND OPENING
AFTER REMODELING, 14-11-1991
Σήμερα είναι για το Χιούζ μία μεγάλη σκόλη
Τα ρούχα βάλαν τα καλά οι εργαζόμενοι όλοι
Κι όλοι για να γιορτάσουνε αυτήνε την ημέρα
Ενα λουλούδι έχουνε βάλει στη μπουτονιέρα.
Λουλούδια έχουν στολιστεί τα τσέκσταντς, τα γραφεία
Η υψηλή η οροφή, οι τοίχοι, τα ταμεία…
Σήμερα αλήθεια για το Χιούζ η μέρα είναι μεγάλη
Μετά την ανακαίνιση λαμπρό προβάλλει πάλι.
Γι αυτό κι εμένα οι μάνατζερς με λουλουδοστολίσαν
(και είχαν έρθει κι από αλλού-τριπλάσιοι σήμερα ήσαν).
Ας είναι. Κάτι, είναι κι αυτό καινούργιο-Αλληλούια!
Ο σημερνός μου θάνατος θα γίνει με λουλούδια.
ΣΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ
Στο κρεβάτι με μια.
Όχι γριούλα καμιά
Αλλά μ' ένα κορίτσι-
Κρίτσι κριτς-κρίτσι κρίτσι.
Προσποιητοί δισταγμοί
Ωσπου να ’ρθει η στιγμή.
Και μετά οι αγκαλίτσες
Κι οι κοφτές οι φωνίτσες.
Κι απέ βία κι ορμή
Και φωτιά το κορμί
Και φιλιά και χαδάκια
Οπως άγρια πουλάκια.
"Και", θα πεις, «η μαμά;»
Να! Στην κόρη σιμά
Με τα πόδια ανοιχτά της
Καρτερεί τη σειρά της.
ΣΑΝ ΧΙΟΝΙ
Του χτες ήταν τ’ αρώματα και τα παιχνίδια
Του χτες ήταν τα χρώματα κι οι πασχαλιές
Η ώρα της Αλήθειας ήρθε τώρα κρύα σαν χιόνι
Η ώρα της Αλήθειας ήρθε τώρα και μας σκοτώνει.
ΤΑ ΚΑΜΜΕΝΑ
-Για ποιόν δεντράκια μου απόψε κλαίνε-
θρηνούν τα πράσινα σας τα κλαδάκια;
-Τα χείλια κλαίνε σ’ αγαπώ που λένε
Και πίνουνε της άρνησης φαρμάκια.
-Για ποιόν δεντράκια μου τα μαραμένα
Κλαδάκια σας τα φύλλα σας μαδούνε;
-Μοιρολογούν τα χείλη τα κλαμένα
Που δεν μπορούν το "σ’ αγαπώ" να πούνε.
ΧΑΡΟΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ
Σε μια βαθιά χαράδρα σ’ αιμάτινο ποτάμι
Ο Χάρος εκοιμόνταν εχόντας αποκάμει.
Από το μονοπάτι που ο ίδιος είχε κάνει
Ζυγώνω και του παίρνω το κοφτερό δρεπάνι.
Και φεύγω τρεχαλώντας και το δρεπάνι θάφτω
Και λίθο μέγα βάζω απάνω από δαύτο.
Τη νύχτα σαν φωνίτσες ψιλές χοντρές ακούω
Κανένανε δε βλέπω -δόντια από φρίκη κρούω.
Βουίζει η μονιά μου. Κινώ να πάω να φύγω
Φωνίτσες μ’ ακλουθάνε-παντού με κείνες σμίγω.
Στήνω αυτί-γρικάω λόγια να ξεχωρίσω
κατάρες και βλαστήμιες ο αγέρας φέρνει πίσω.
«Δος το δρεπάνι σκύλε στου Χάροντα το χέρι
στου Χάροντα το χέρι δος σκύλε το μαχαίρι.
Σπασμένη είμαστε κούκλα στης ζήσης τα παιχνίδια!
Στης γης το τόπι πάνω του ήλιου αποκαϊδια!»
Δεν ξέρουν οι καλοί μου. Βάσανα, δυστυχία,
Κάποτε παύουν. Θα ’ρθει ’φροσύνη, ευτυχία.
«Υπομονή καλοί μου. Η σφαίρα μας γυρίζει
Και όχι μόνο λύπη μα και χαρά χαρίζει.»
Πάλι μιλούν: «Μεγάλα ρωτήματα μας ρέβουν
Πάντα άλυτα μενόντας μας καίνε, μας παιδεύουν.
Το δρέπανο του Χάρου δος το κακό να σώσει…»
"Φίλοι», τους λέω, «ο Χρονος τη λύση θα σας δώσει.»
Κι ακούω παρακάλια πικρά και ξεπνεμένα
"Κοίταξε τα στεγνά μας μάτια τα στερεμένα.
Υπάρξεις κολασμένες, μονάχες τριγυρνάμε.
Άπελπα κι αναπόδοτα και άσωστα αγαπάμε.»
«Παρ’ το δρεπάνι Χάρε κι αγάπησε μαζί μου
Και πρώτα απ’ όλες Χάρε, θέρισε τη ζωή μου.»
Ο ΛΟΓΟΣ
Απ' τον άνθρωπο αν έλειπε ο λόγος
Η ζωή του θα εδιάβαινε αψόγως.
Ούτε λέξεις ούτε φράσεις που πονούν
Και διαλέξεις που θολώνουνε το νου.
Δίχως μάθημα και διάβασμα η σχολεία
Η ζωή θα ’ταν μια ωραία ασχολία.
Οι μηνύσεις θα ’ταν άγνωστες κι αυτές
Και βεβαίως δεΝ θα υπήρχαν δικαστές.
Σου ’πα-μου ’πες δε μου είπες δε σου είπα,
Όλ' αυτά μες στό νερό θάταν μιά τρύπα.
Μα κυρίως θαχαν λείψει οι συμβουλές
Που στρεβλώουν των ανθρώπων τις βουλές.
Το απαίσιο "σαγαπώ" δεΝ θα ’χε υπάρξει
Κι η αγάπη θα δειχνότανε στην πράξη
Κι ούτε λογούς θα εβγάζαμε θερμούς
Για να κρύψουμε τους όποιους μας σκοπούς.
Θα ελείπαν οι καυγάδες και τα τέτοια
Και ο άνθρωπος θα είχε αξιοπρέπεια.
Τώρα όλους μας ο λόγος κυβερνά
Και ταπείνωσες και πάθη μας κερνά.
(Στην Έιμυ του 1990, φίλη της Ντόρας.
Λος Άντζελες 1990)
Ω! Ντροπαλό ερύθημα παρειών μικρής παρθένας
στη σκέψη μόνο των λευκών του Ερωτα φτερών!
Ω! Καλοθύμητη μορφή παληάς λαιμοκαδένας!
Ω! Βροντοφώναχτη σιωπή απόκρυφων Ιερών.!
Ω! Πελαγίσιο φύσημα στου κάμπου το λιοπύρι!
Ω! Ανέλπιστη ελευτεριά μετά βαριά ειρκτή!
Ω! Ζύμη χειροκάμωτη σε ριγωτό πεσκίρι!
Ω! Παραδείσου φωτεινού θύρα ορθάνοιχτη!
Ω! Που το χρώμα της φωτιάς, της βίας και του μίσους
το αραιώνεις μ' άκρατη ουράνια δροσιά
και χρωματίζοντας μ’ αυτό τους γήινους ναρκίσσους
δίνεις ουσία θεϊκή στης γης την απλωσιά.
Ω! Ηλιου ζεστοκόπημα σε κόσμο παγωμένο!
Ω! Κιβωτός πολύτιμη που μέσα σου κρατείς
φύλαγμα ένα ατίμητο-φύλαγμα τιμημένο
τον σπόρο της τρισεύγενης, της άγιας της Ντροπής.
Εΐμυ που όταν στ’ άκουσμα μίας λεξούλας μόνης
τα μαγουλά σου ρόδισμα κυριεύει βιαστικό,
ψηλά-ψηλά-πολύ ψηλά τότε μας ανυψώνεις
Εϊμυ γλυκιά-φωτόπλεχτο κορίτσι ονειρικό.
Κρίνα που ειν' άγνωστα εδώ φέρνεις μαζί σου Εϊμυ,
που μόνο σε απάτητες βουνών κορφές ανθούν.
Εδώ η γη ανεόρταστη κι από αξίες έρμη.
Κτήνη εδώ τα ξερικά τα χώματα πατούν.
Μα συ λατρείας πανάρχαιας τη μυστική την πίστη
μες στου αίματός σου κουβαλείς την απαλή βοή,
κι ήρθες με κείνα τη φωτιά ν’ ανάψεις που εσβήστη
μες στης καινούργιας μας της γης το παγερό πρωί.
(Με μια μητέρα αλύγιστη στην αυστηρότητα της
αλλά που πεντατρύφερη εντός της κλει' ψυχή
μαζί περνάτε-μιά μικρή σταγόνα εσύ κοντά της
και κείνη μια κρυστάλλινη λίμνη μοναχική).
Στη βασιλεία των μηχανών, στων γραναζιών το χώρο
στον άνομο, στον άψυχο κόσμο της τεχνικής,
πού χώμα ήβρες και φύτρωσες Ιδέας θείο δώρο;
Νεράκι πού κι εθέριεψες, και φούντωσες κι ανθείς;
Ω! Της χρυσής Ανατολής ευήθεια σφύζον κρίνο!
Ω! Της Ευρώπης των παλιών καλών καιρών καρπός!
Μ’ αιμόμικτα αισθήματα μπρος σου το γόνυ κλίνω-
Μάνα ίδια γη μας γέννησε και ίδιος ουρανός.
Μακριά κορίτσι ευάρεστο! Μακριά απ’ τα σίδερά τους!
Μακριά 'π' την ατσαλένια τους-αν έχουνε-καρδιά!
Μακριά συ απ’ τα ένστικτα τα πλήθια κι άγριά τους!
Μακριά 'π' των δολαρίων τους την κρύα μυρωδιά,
μη της ντροπής το ρόδισμα που δεν μπορούν να νιώσουν
το πάρουν στη βιασύνη τους για πάθος ή οργή
και μη τ’ αβρό το ρόδισμα και σε την ίδια λιώσουν
με του ατσαλένιου τους ποδιού μια κίνηση γοργή.
Σε θέλουμε να βλέπουμε μες στης ντροπής το χρώμα
που σου στολίζει πάναγνο την τρυφερή παρειά
γυμνό της Απαγχόμενης το κρεμασμένο σώμα
να το χαϊδεύουν τ’ άγονα των δέντρων τα κλαδιά.
Να βλέπουμε-και τ’ όραμα αυτό να μας ’μερεύει-
πώς μες στης Πάνδημης θεάς τη σκοτεινή σπηλιά
η Ουρανία στο στόμα σου τ’ όμορφο αποθηκεύει
όσα μια μέρα μες στο φως θε να δοθούν φιλιά.
Σε θέλουμε να σ’ έχουμε βοηθό στην άγρια πάλη
που με τ' Αδιάντροπο θεριό στήσαμε ολοζωής.
Για να κρατήσουμε ψηλά κι άλυγο το κεφάλι
Ώσπου η πνοή της ύστατης να μας εβγεί πνοής…
ΚΟΜΟΤΗΝΗ
Όταν του στείρου πέλαγου των πόθων η πλημμύρα
με τα μικρά της κι ύπουλα με ζώνει κυματάκια
μονάχος βγαίνω στα στενά κι ανήλιαγα δρομάκια
της πόλης όπου άγνωστον με πέταξεν η μοίρα.
Καθώς τα μάτια στα μικρά τα σπίτια τους γυρίζω
κάτι θολές βλέπω μορφές στα τζάμια να κολλάνε
και μ' ένα βλέμμα ανέκφραστο τους δρόμους να
κοιτάνε
λες και μαγνήτης τις τραβά το χρώμα του το γκρίζο.
Σα ζωγραφιές νοσταλγικές μοιάζουν και λυπημένες
που ο χρόνος τους επέρασε κι είναι μισοσβησμένες
και τόσο είναι θλιβερές που λες πως όταν βρέχει
δεν ειν' οι στάλες της βροχής στα τζάμια που κυλάνε,
αλλά το δάκρυ απ' τα θολά τα μάτια τους που τρέχει
καθώς αυτές ασάλευτες τους δρόμους τους κοιτάνε.
ΠΕΡΙΤΤΕΣ ΔΙΕΥΘΕΤΗΣΕΙΣ
Την οργή θα μοιράσω σ' αδιάβατα μέρη
κανείς που δεν ξέρει
και σκότος θα βάλω στο φως του ηλίου
μηνός Ιουλίου.
Ακτίνα μιλίου
θα ναρκοθετήσω εδάφους φιλίου.
Σ' αθώου το χέρι
ματωμένο θα βάλω από φόνο μαχαίρι.
Με μύρα της λύπης χαρές θα μυρώσω
και δόξα θα δώσω
σ΄υπάρξεις μωράς, ταπεινάς κι αδεξίας-
σ' υπάρξεις γελοίας.
Σ' αδόλου φιλίας
το φάσμα θα πέμψω υστεροβουλίας
και θα καμαρώσω
κόσμο ένα που μοιάζει του κόσμου μας τόσο.
ΩΡΕΣ ΘΑΝΑΤΟΥ
Σαν ένα σύννεφο που μόνιμα θα μείνει
σαν δέντρο που απ' τη ρίζα έχει κοπεί-
έτσι μας πλησιάζει η ώρα εκείνη
και μας τυλίγει η κρύα της σιωπή.
Σαν ορφανή να 'χει απομείνει η Πλάση
κι ο ήλιος δίχως λάμψη και φωτιά΄
και μαραζώνεται κι έχει δειλιάσει
κι η πιο άβουλή μας αποκοτιά.
Και να την! Φτάνει η ώρα: όπου να 'ναι
θα σωριαστεί το δέντρο' κι ο ουρανός
απ' όσα τώρα μας χαρίζει δώρα
θα μείνει ανεπίστροφα κενός.
ΣΑΝ ΝΑ ΜΗΝ ΑΚΟΥΣΑ
Η τελετή έφτασε στο τέλος της
Οι ιερείς θυσίασαν τα σφάγια
Η μάγισσα μας έδειξε μες απ' το βέλο της
Όλα όσα γνώριζε τα μάγια.
Οι χορευτές χορέψανε του έρωτα
Τον άφταστο χορό το λιγωμένο
Και με κρασί εμέθυσε ανέρωτο
Το πλήθος που ήταν γύρω μαζεμένο.
Τώρα τα κόκκαλα ακόμα καίγονται
Στη στάχτη της φωτιάς την πυρωμένη
Κι όλοι-μαζί κι οι ιερείς- ορέγονται
Τη σάρκα σου να δουν την ξαναμμένη.
Έλα λοιπόν θεά που παραμόνευες
Την ώρα η τελετή να τελειώσει
Τη γύμνια σου που μόνη-έλα-εθώπευες
κι άστηνε να μας δει-να μας θαμπώσει.
Έλα στο ηδονικό σου το φανέρωμα
Να ορθώσουν τα μονάχα μας τα φύλα΄
Ελα να σιδερέψει το ήπιο κέρωμα΄
Έλα τα δόντια σου να σκίσουνε τα μήλα.
Όλα τον ερχομό σου ετοιμάζανε.
Τη θεία σου ποθούσαν παρουσία.
Οι ιερείς τα ζώα που εσφάζανε
Σε σένα τα προσφέρουνε θυσία.
Έλα θεά που μόνη μας απόμεινες
Ελπίδα κι ασχολία μας μονάχη-
Θεά που τόσα χρόνια μας επρόδινες
Και μας εχώριζε η αμάχη.
Έλα και λάμψε στα σκοτάδια μας
Το αχνό σου φως για μας σαν ήλιος.
Γίνε στην ύπαρξη την άδεια μας
Για τον κισσό ο,τι ειν' ο στύλος.
Θεά γλυκιά θα σε λατρέψουμε
θα ξεφαντώσουμε μαζί σου
και με κανένα δε θα στέψουμε
"όχι" την όποια απαίτησή σου.
Σβήνει η φωτιά. Τα πέπλα μέριασε
Που σε κρατούν, και φανερώσου.
Σβήνει η φωτιά. Έλα και ταίριασε
Με τα φτερά μας το φτερό σου.
Οι τελετάρχες ξεκρεμάσανε
Τα λαμπερά τους τα στολίδια
Ο,τι ωραίο ετοιμάσανε
Χωρίς εσέ πάει στα σκουπίδια.
Έλα κυρά και διπλατσάλωσε
Τη βαρετή την προσμονή μας
Έλα κυρά μου και δυνάμωσε
Την που αργοσβεί πνιχτή φωνή μας.
Στ' αργοταξίδευτο καράβι μας
Ελα, και σβήσανε τα φώτα
Ελα και άδραξε τα πάθη μας
Και μέρεψέ τα όπως πρώτα.
Κι όπως το ρυάκι μες στο χείμαρρο
Πέφτει και χάνεται κι εκείνο
Ετσι κι εγώ θυσία στον ίμερο
Τον άδραστό σου θε να γίνω.
Η ώρα φεύγει. «Πάει-επέρασε-
Δε θάρθει…» όλοι λεν και φεύγουν.
"Δε θάρθει", λένε, "πια εγέρασε" .
Και τα εργαλεία τους μαζεύουν.
Μα τη χαρά την τελευταία μου
Εγώ μονάχη δεν θ' αφήσω.
Κάθε φορά και πάντα νέα μου
Είναι όταν θα σε συναντήσω.
Θα κάτσω εδώ, μόνος, στις λάμπουσες
Τις στάχτες πάνω, μες στο σκότος
Γιατί το ξέρω πως μας άκουσες
Και θα ’μαι εγώ λάτρης σου πρώτος.
Κι όταν θαρθείς συ μόνη υπάρχουσα
Μέσα στον κόσμο μου οπτασία
Θάναι ποτέ σαν να μην άκουσα
Πριν τη γλυκιά σου μελωδία.
-------
ΣΤΗΝ ΑΚΕΦΙΑ
Διάβαζα ένα Ποιήσεως βιβλίο.
Χτύποι στην πόρτα μου τη φτωχική.
Κάποιος θα υποφέρει μες στο κρύο
Ας πάω να δω ποιός ειν' εκεί.
Ανοίγω. Η Αθλιότητα μπροστά μου
Μέσα να μπει ζητάει φορτικά.
Να μπει και την καρέκλα να μου πάρει
Και τα γυαλιά μου τα πρεσβυωπικά.
"Καλή μου καλώς ήρθες. Πέρνα μέσα.
Πάντα μου ήθελα μια συντροφιά
Πάντα μου αναζητούσα μια μαιτρέσσα
Στη λύπη σύντροφο-στην ακεφιά".
ΤΑ ΜΑΤΑΙΑ
Σήμερα ο Ντέηβ ο μάνατζερ
με πήρε απ’ τη δουλειά μου
Κι εκτάκτως μούπε ήθελαν
εκεί τη βοήθειά μου.
Πήγα. Και δούλεψα πολύ.
Μα άλλη είν' η ουσία.
Είναι που δείχνει η κλήση αυτή
πως έχω κάποια αξία.
Τον εαυτό μου ας μην μπορώ
γι αυτό να τόνε πείσω-
κάπου σ’ αυτόν μπορώ κι εγώ
τον κόσμο να βοηθήσω.
Κάποιος σ’ αυτή πάνω τη Γη
κάτι από με προσμένει.
Κάποια εργασία και για με
είναι προορισμένη.
Ένα δεν είμαι άχρηστο
και ξοφλημένο πλάσμα.
Δεν είν' αυτό που τραγουδώ
το κύκνειό μου άσμα.
Βάρος μπορώ κάποιο μικρό
ακόμη να σηκώσω-
Κάτι στους τόσους που ζητούν
μπορώ κι εγώ να δώσω.
…Αλλά κι αυτήνε τη ζεστή
και θριαμβική μου σκέψη
Με ματαιότη ήρθε η σκιά
Εκείνης να τη στέψει,
Και όπως σβήνει κάθε μου
ελπίδα μες στη ζήση
Κι αυτό μου το λαχτάρισμα
ήρθε μ' ορμή να σβήσει:
Αφού Εκείνη από με
τίποτα δεν ζητάει
Στους άλλους όποιο δόσιμο
καθόλου δε μετράει.
Αφού εκείνη το μπορεί
και ζει χωρίς εμένα,
όλα όσα δίνω μάταια,
κενά, σαν μη δοσμένα.
ΣΤΟΝ HENRY CONSTABLE
Henry Constable κάποιο λάθος έχεις κάνει.
Την Diaphenia κι αν καμία δεν τη φτάνει
Σ' ομορφιά, κι αν απ' τον Πάρι το στεφάνι
Αν εζούσε θα ’χε αυτή τότε κερδίσει…
Δεν μπορεί μια παρθένα ν' αγαπήσει.
Αν εσύ την αγαπάς όσο τ' αρνιά σου,
Κι αν ιππεύοντας στη ράχη του Πήγασου
Της χαρίζεις το πιο ωραίο ποίημα σου,
Μη ζητάς ξερό ένα ξύλο να καρπίσει…
Δεν μπορεί μία παρθένα ν' αγαπήσει.
Παρομοιάζεις με τα ρόδα τη μορφή της
Και γλυκύτατο υποθέτεις το κορμί της.
Μα ακόμα κι αν επήγαινες μαζί της
Ουτ' αυτό στο πρόβλημά σου θάταν λύση…
Δεν μπορεί μία παρθένα ν' αγαπήσει.
Το γλυκό κανείς μεθύσι αν δεν ξέρει
Πως μπορεί για το κρασί να υποφέρει;
Να ποθήσει ο τυφλός μπορεί τ' αστέρι;
Henry Constable έχεις άδικα ελπίσει...
Δεν μπορεί μία παρθένα ν' αγάπησει!
Η ΑΣΠΡΙΝΤΥΤΗ ΚΟΠΕΛΑ ΤΟΥ ΜΟΝΕ ΜΕ ΤΗΝ ΟΜΠΡΕΛΑ
Μες στους αγρούς νέα κοπέλα
Με φόρεμα άσπρο εαρινό
Λευκή μορφή με μαύρη ομπρέλα
Κατ' απ' το μαύρο ουρανό.
Μαύρα μαλλιά-λευκό φουστάνι
Μια του Φθινοπώρου εκδοχή
Οπου και νάναι νάτην-φτανει
Ερχεται-πέφτει κι η βροχή.
---
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ
ΠΥΘΙΑΣ
Και άνοιγες τα πόδια σου Πυθία
Και μέσα σου η Πνοή έμπαινε η θεία
Που μόνο αυτή την είσοδο γνωρίζει
Απ' όλες που Θεός να μπει αξίζει.
Κι άρχιζε πια το παραμίλημά σου.
Με ξεπλεμένα τα πυκνά μαλλιά σου
Κλονίζεσαι συστρέφεσαι, συσπάσαι
Και σαν αλλοπαρμένη μοιάζεις νάσαι.
Τρεκλίζοντας σκορπάς καθώς βαδίζεις
Τους Τρίποδες που πάνω τους καθίζεις.
Πυρ τρομερό τα μέλη σου όλα καίει.
Και τ' άντρο σου μαζί σου παραπαίει.
Και να! Μες απ’ το στόμα το έξαλλό σου
Αφρός της λύσσας βγαίνει. Ο λαιμός σου
Φωνές και στεναγμούς ασθμαίνων βγάζει
Και τον αέρα γύρω του τραντάζει.
Μετά τ’ αγριωπά σου τώρα μάτια
Προς τα ουράνια τα γυρίζεις πλάτια.
Σαν μες σε κάποια δίνη είσαι χαμένη
Και μια φοβίζεις, μια είσαι φοβισμένη.
Το σώμα σου ακίνητο δεν στέκει
Σεισμός σαν κάποιος να το παραστέκει.
Κι ερύθημα πυρρό ένα χρωματίζει
το στόμα σου σου που αδιάκοπα ψελλίζει.
Και κάποτε τελειώνει η προφητεία.
Και πια τελείωσες και συ Πυθία.
Ήρθε, σε ρήμαξε, κι έμεινες πάλι
Ράκος απ’ την που σ’ είχε αδράξει ζάλη.
Και γράφονται βιβλίων χιλιάδες τόμοι
Και τ’ ήτανε δε νιώσανε ακόμη
Που σ’ οιστροκέντριζε ολ' αυτά να κανεις
Και μ' όλο το είναι σου ν’ απολαμβάνεις.
Κανείς δεν ξέρει ποια ήταν η αλήθεια:
Οτι τα δυό σου τ' άναβε τα στήθια
Κι έσπαγε των φρενών σου τα ηνία
Μια ακράτηγη επιδειξιομανία
ΑΥΡΙΟ ΤΙ ΧΑΡΑ!
Αυριο-τι χαρά!-θα τεμπελιάσω
Σακούλα δε θα πιάσω στα χέρια μου ούτε μία.
Μες στου σπιτιού μου θα βυθίσω την ησυχία
Ποιήματα παλιά μου θα διαβάσω.
Θ’ ακούω κάποτε στην πόρτα χτύπους
(Αλλοι σιγά, με λύσσα άλλοι θα τη δονούνε)
Ονείρων βρυκολάκων που θέλουνε να μπούνε
Σους κουρσεμένους μου τους κήπους.
Ας σκούζουν. Δε θ' ανοίξω. Ας χτυπάνε.
Με βρυκολάκους άλλους η μέρα θα κυλήσει-
Με πανικούς και με χαλάσματα και μίση
Που τα ποιήματά μου θα ξερνάνε.
ΠΡΟΘΕΣΜΙΕΣ
Οταν τ' αγρίμι θέλει να φωληάσει
Είδες καμιά φωλιά να τ' αρνηθεί-
Το έμπα της με κάτι να σκεπάσει
Κι άστεγο τ' αγρίμι να βρεθεί;
Ακράτηγο όταν το θολό ποτάμι
Στης θάλασσας χιμάει την απλωσιά
Είδες τη θάλασσα πίσω να κάμει
Στην άλογη του κατεβασιά;
Όταν η μέλισσα στ' άνθος ορμάει
Σπρωγμένη από του πόθου το κεντρί
Τ' άνθος ποτέ τα φύλα του σφαλάει
Το μέλι του εκείνη να μη βρει;
Ο έρωτας Κολέτ δεν περίμενει-
Σαν ορθωθεί παμφάγος κι ερυθρός
Κάθε "αργότερα" τόνε πεθαίνει-
Η λέξη "αναμονή" φριχτός του εχθρός.
Του Ερωτα ο Καιρός είναι το «ΤΩΡΑ"
Τ' «ΑΜΕΣΩΣ» είναι του Ερωτα ο Καιρός.
Είναι το «ΠΑΝΤΑ» του Ερωτα η Ωρα
Το «ΝΑΙ» ο μπροστάρης του ο φλογερός.
Θεός κι ο Ερωτας-και όταν λάμψει
Όλβιος ο που τη λάμψη θα δεχτεί
Κι ίδια και κείνος σαν θεός θ' ανάψει
Να κάψει ό,τι έχει ορεχτεί.
Κι όποιος προσμένοντας-τι ποιός τον ξέρει-
Του έρωτα δεν δρέψει τη χαρά
Αυτός ένα σβησμένο είν' αστέρι
Κι είναι θεός με δίχως ιερά.
Ζωή Κολέτ δεν είναι η σπουδή μας-
Το ξύπνημα-το κοίμισμα-η δουλειά-
Του Ερωτα οι στιγμές μόνη ζωή μας-
Ζωή μας μόνο τα θερμά φιλιά.
Ζούμε μονάχα σα μας έχει ο Ερως.
Τις άλλες ώρες είμαστε νεκροί.
Κι αφού-αλλί-σχεδόν είμαι πια γέρος
Εκανες τη ζωή μου πιό μικρή.
ΖΗΤΗΜΑ ΤΟΙΧΩΝ
Μες στο κελλί της φυλακής
Οπου τον είχαν
Κλαίγονταν πως δεν ειν’ ελεύθερος.
"Μες σ' ένα χώρο να κινείσαι
Δύο επί τρία μέτρα…
Αυτή είναι σκλαβιάΙ
Αυτή είναι έλλειψη ελευθερίας!.."
Τα χρόνια γρήγορα περάσαν. Και τον έβγαλαν.
Τώρα μες σ' ένα χώρο τριγυρίζει μεγαλύτερο
Και ο καημένος χαίρεται και λέει
"Ω! Τώρα ειμ' ελεύθερος αλήθεια!
Τώρα μπορώ όπου θέλω να βρεθώ!»
Σαν νάταν η ελευθερία ζήτημα αριθμών-
Σα νάταν η ελευθερία ζητημα τοίχων.
Η ΗΛΙΑΧΤΙΔΑ
Κάθε που μαύρα σύννεφα τον ουρανό σκεπάζουν
Κι η μέρα νύχτα γίνεται σα να ’ναι άλλη Πλάση
Πόσο ειν' της θλίψης τα φτερά πλατιά και με τι βιάση
Μες στην ψυχή απελπισία κι απόγνωση στιβάζουν…
Μα όμως σαν τ’ ατσάλινα τα σύννεφα τρυπήσει
Με το γλυκό κι επίμονο φώς της μια ηλιαχτίδα
Μαζί της πώς μες στην ψυχή γεννιέται η ελπίδα!
Κι αν δεις της θλίψης τα φτερά πια έχουνε μαδήσει.
ΛΥΠΗΜΕΝΗ
Φωτογραφία απέναντί μου
στέκει στον τοίχο κρεμασμένη-
Εκστατική κι αγαπημένη
Βάλσαμο σκέψης αποδήμου.
Ενα τοπίο νησιού Πατρίδας
Κομμάτι Χώρας-το λιμάνι
Ο,που να δει το μάτι φτάνει
Φως απ’ τον λύχνο της ελπίδας.
Ο,που τ’ αυτί μπορεί ν’ ακούσει
Γέλια, χαρές, φωνές, τραγούδια
Και πολυχρώμτα λουλούδια
Που και σε πέτρες πάνω ανθούσι.
Σπίτια κάτασπρα από ασβέστη
Χρυσή λαμπράδα στον αέρα
Ηλιογιορτή κάθε ημέρα
Κάθε στιγμή Χριστός ανέστη.
Μες 'το χαρτί χιλιάδες μάτια
Μ’ αποζητούνε-με φωνάζουν.
…Αλλ’ αλμυρά νερά σκεπάζουν
Του γυρισμού τα μονοπάτια.
Φωτογραφία κρεμασμένη
Στέκει στον τοίχο απέναντί μου
Κι είν' το τοπίο της ερήμου
Κι ειν' η θωριά της λυπημένη.
ΤΟ ΠΟΥΛΑΚΙ
Ένα πουλάκι ήρθε καθώς
Στον δρόμο περπατούσα
Και άφοβο εστάθηκε
Στο ρόδο που κρατούσα.
Και λάλησε και βόγγησε
Κι έσκουξε και μιλάει
Και μέσα μου ο λόγος του
Λάβα καυτή κυλάει:
«Όπως τη μέρα τη γλυκιά
Μαύρο σκουτί την ντύνει
Και κάθε όμορφη στιγμή
Και κάθε ελπίδα σβήνει,
Έτσι θα σβήσει κι ο άνθρωπος
Όταν ο γίγας όπου
Τον άνθρωπο ονειρεύεται
στο νύχτιο τ’ όνειρό του,
Ξυπνήσει. Κι αν εξύπναγε
Τώρα που εμιλούσα
Το ρόδο θα ’πεφτε στη γη
κι εγώ θε να πετούσα.
Γιατί δε θα ταν τίποτα
Πλέον να με κρατούσε
Όταν ξυπνούσε ο γίγαντας
και τ’ όνειρό του σβηούσε.
Κι όπως στα βάθη του ωκεανού
Βυθιέται το ατσάλι
Έτσι θα πέσουν στο μηδέν
Χωρίς ν’ ανθίσουν πάλι
Όλα τ’ ανθρώπινα. Και πια
Καθάριο θε ν’ ανθίσει
Ό,τι ο ανθρώπινος ο νους
Είχε στη γη βρωμίσει.
Άνθρωποι έφτασ’ η ώρα σας.
Αυτό ήτανε και πάει.
Άνθρωποι έφτασ’ η ώρα σας-
Ο γίγαντας ξυπνάει.
ΚΟΡΟΝΟΪΟΣ (ΟΥΡΑΝΗ…ΟΣ)
Δεν ωφελεί να ’σαι κλειστός στη μούχλα μέσα του σπιτιού
με μάτια σε αντισηπτικά φάρμακα στηλωμένα:
-αν είναι νάρθει, θε να ’ρθεί δίχως να νιώσεις από πού
και με μεγάλα βήματα τρέχοντας προς εσένα,
θε να σου κλείσει γελαστός με τα χεράκια του τα δυο
τα μάτια που κουράστηκαν να τόνε καρτεράνε΄
κι όταν, γελώντας, να του πεις θα σε ρωτάει:… Ποιος είμαι εγώ;
Αντί για σένα ο πυρετός κι ο βήχας θ’ απαντάνε.
Δεν ωφελεί να καρτεράς: αν είναι να ’ρθει θε να ’ρθεί.
Κλειστά όλα να ’ναι, θα τον δεις άξαφνα μπρος σου να βρεθεί
κι ανοίγοντας τα μπράτσα του πρώτος θα σ’ αγκαλιάσει.
Ειδέ τι κι αν με οινόπνευμα όλος πατόκορφα λουστείς
κι αν, σαν τον δεις από μακριά, τρέξεις μακριά του να κρυφτείς,
αν είναι να ’ρθει, θε να ’ρθεί – αλλιώς θα προσπεράσει!…
----
ΚΩΣΤΟΥΛΑ
(Καστοριά-Θεσσαλονίκη
Αύγουστος 1962)
Κακοτράχαλο αμάξι
κακοτράχαλη ζήση
μες στις πέτρες βροντούσαν
οι σκληρές του οι ρόδες
(η γραμμή του ήταν άγονη).
Στη δίπλα μου θέση η Κωστούλα
με μια βαλιτσούλα στα πόδια
σε λίγες ημέρες μπαρκάρει
για τη μακρινή Αυστραλία
(είχε φτώχεια ανυπόφορη).
Φταίει η τρέλα της νιότης;
To αυγουστιάτικο βράδυ;
Της Κωστούλας τα χείλια;
Τα γλυκά της τα μάτια;
(ήταν πράγματι όμορφη)
Μα όποια να 'ταν η αιτία
στη σφύζουσαν άναστρη νύχτα
καθώς ο οδηγός σβει' τα φώτα
εκείνη κι εγώ γίναμε ένα
(εκοιμόνταν οι γύρω μας).
Ω! Για πάντα δική μου
τρυφερή της αγάπη!
Ω! Για πάντα δική της
πονεμένη καρδιά μου!
(Ω! Οι κραυγές μας οι άφωνες!)
Ω! Βελούδινη σάρκα!
Ω! Πρωτόφαντη αγνότη!
Ω! Σεπτό κι ώριο δόσιμο!
Ω! Αμόλυντο πάθος!
(Ω! Πεντάγλυκη θύμηση!)
To ξέρω, όπου να 'σαι καλή μου
για μένα η καρδιά σου χτυπάει
κι αντίλαλοι εκείνης της νύχτας
οι ανήσυχοι χτύποι της είναι
(μου το λεν όλα μέσα μου)
Και ξέρω και ξέρεις πως είναι
το βάλσαμο η νύχτα εκείνη,
για κάθε πικρή σου Αυστραλία
για κάθε φριχτό μου ναυάγιο
(και τα χρόνια διαβαίνουνε...)