Παρασκευή 30 Μαΐου 2025

 Από το περιοδικό «ΛΟΓΙΑ»-στην Αμερική.

Ο ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ KAI ΟΙ ΓΎΝΑΙΚΕΣ

"Στον φυσιολογικό άνθρωπο κάθε στενοχώρια, κάθε θλίψη, υποχωρεί μπρος στην αγωνιστική διάθεση".
Αυτά γράφει ο Άγγελος Βογασάρης μιλώντας για τις αιτίες που έσπρωξαν στο θάνατο τον Καρυωτάκη.
Ενώ στον Καρυωτάκη, που δεν ήταν "φυσιολογικός", η θλίψη δεν υποχώρησε μπρος στην αγωνιστική διάθεση.

Αλλά ποιος είναι φυσιολογικός άνθρωπος; Είναι εκείνος που βασανίζεται από τα μεγάλα ερωτήματα της ζωής ή εκείνος που διάγει μια ζωή ζωώδη-ζωή που δεν σηματοδοτεί κανένα βαθύ νόημα, που δεν την ταράζει καμιά βαθιά αγωνία;
Αν φυσιολογικός άνθρωπος είναι ο άνθρωπος της δεύτερης περίπτωσης, τότε φυσιολογικός άνθρωπος είναι ένας άνθρωπος χωρίς σκέψη, ένα ον που έχει
μόνον ένστικτα, ένα άλογο ον.
Αυτός ο άνθρωπος όμως κι ας έχει το εξωτερικό
σχήμα του ανθρώπου, δεν είναι άνθρωπος.

Η πρόταση λοιπόν: "στον φυσιολογικό άνθρωπο κάθε στενοχώρια, κάθε θλίψη, υποχωρεί μπρος στην αγωνιστική διάθεση", δεν στέκει λογικά, γιατί ένα άλογο ον δεν νιώθει θλίψη ούτε λύπη. Αυτό το λάθος κάνει κατά την γνώμη μου ο Βογασάρης όταν λέει πως ο φυσιολογικός άνθρωπος είναι εκείνος που η αγωνιστική του διάθεση κάνει τις θλίψεις του να υποχωρούν. Νομίζει αυτό το ον "φυσιολογικό άνθρωπο", ενώ αυτό δεν είναι ούτε άνθρωπος καν, ώστε και τo επίθετο "φυσιολογικός" δεν έχει θέση εδώ, αφού βγαίνει εκ των πραγμάτων από τη μέση το ουσιαστικό, που το επίθετο αυτό θέλει να προσδιορίσει.

Αντίθετα, όποιος νιώθει θλίψη και στενοχώρια, αυτός είναι όχι πια φυσιολογικός άνθρωπος, αλλά απλά άνθρωπος, αφού το «φυσιολογικός» τώρα εξυπακούεται.
Άνθρωπος που θέτει τα βασανιστικά ερωτήματα
στον εαυτό του. Κι αυτό αρκεί για να τον κάνει
άνθρωπο. Η θλίψη και η «στενοχώρια» είναι το
αναγκαστικό επακόλουθο της ύπαρξης των αναπάντητων αυτών ερωτημάτων. Γιατί μη όντας ερωτήματα που να επιδέχονται μιαν απάντηση, καρφώνονται στο μυαλό του ανθρώπου που ρωτάει, σαν μεγάλα καρφιά που περιμένουν να στηρίξουν κάτι Μεγάλο που θα ερχόταν-και το Μεγάλο ποτέ δεν έρχεται και μόνο μένει ο πόνος των καρφιών.

Αυτός είναι άνθρωπος-ο άνθρωπος που πονάει.
Και ο Πόνος είναι που ξεχωρίζει τους ανθρώπους
από τα ζώα με σχήμα ζώου ή ανθρώπου.

Ο άνθρωπος δεν είναι δυνατό ν' αγωνιστεί γιατί
δεν νοείται αγώνας χωρίς αιτία ή σκοπό. Και σκοπός
δεν μπορεί να υπάρξει αν λείπουν οι απαντήσεις στα
ερωτήματα: "Ποιος είμαι; από πού ήρθα; Πού πάω;
Ποιος είναι ο κριτής; Ποιο το έπαθλο;"
Ένας άνθρωπος που αγωνίζεται μοιάζει με το
πολυδιαφημισμένο μυρμήγκι που μαζεύει τρόφιμα στη φωλιά του "για το χειμώνα", έναν χειμώνα όμως που ποτέ δεν θα έρθει.
Ως εκεί.
Αλλά ο άνθρωπος γυρεύει την πρώτη αιτία.

Ένας μόνο λόγος δικαιολογεί τον αγώνα σ' έναν άνθρωπο: η πίστη σε κάτι.
Η πίστη αυτή δίνει αποκρίσεις στα ερωτήματα που όχι μόνο δικαιολογούν αλλά επιτάσσουν τον αγώνα.
Η τραγική ειρωνεία είναι που ο Καρυωτάκης πίστεψε σε θεό.
Και θεός του ήταν η Γυναίκα.

Η Γυναίκα του έλειπε για να γεμίσει μ' αυτήν όχι τις ώρες του μα τη ζωή του ολόκληρη. Η Γυναίκα ήταν η αρχή και ο σκοπός της ζωής του. Ήταν ό,τι του έλειπε για να βρει τη Γαλήνη. Για να δικαιωθεί η ύπαρξή του. Για να δοθούν απαντήσεις σε όλα του τα ερωτήματα.

Όλοι οι άρρενες καλλιτέχνες δημιουργούν εμπνεόμενοι από τον πόθο για το γυναικείο κορμί.
Ο Καρυωτάκης δεν δημιουργούσε μόνο για την Γυναίκα, αλλά και ζούσε γι Αυτήν.
Ίσως γιατί ζωή και ποιητική δημιουργία ήταν αδιάσπαστα ενωμένες σ' αυτόν.
Και όσο έζησε, έζησε με την ελπίδα πως κάτι θα γινόταν που να τον φέρει κοντά στον θεό του-στη Γυναίκα.

Η ελπίδα όμως αυτή όλο και έσβηνε καθώς περνούσαν τα χρόνια.
Η φλόγα της όλο κι εξασθένιζε.
Ώσπου ο άνεμος της Πρέβεζας την έσβησε με ένα φύσημά του.

Ο Καρυωτάκης αναζητούσε το Απόλυτο στον θεό-Γυναίκα.
Όμως η Γυναίκα με τη συμπεριφορά της κάνει μάταια κάθε τέτοιαν αναζήτηση-οι γυναίκες ερωτεύονται "καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια".
Τo ασίγαστο πάθος, η ηδονική προσμονή, η λατρεία της γυναικείας σάρκας από τον Καρυωτάκη, στέρησαν από μας έναν μεγάλο ποιητή και σε κείνον τη ζωή του.
Το δόσιμο όλου του εαυτού του στη Γυναίκα δεν βρήκε ανταπόκριση στον Καρυωτάκη.

Πίστεψε σε ένα Θεό, μα δεν μπόρεσε να τον καθέξει.

Δεν βρέθηκε η Γυναίκα που θα του αφοσιώνονταν ολόκληρη, "ψυχή τε και σώματι", αφοσίωση που με χρυσάφι θα ανταλλασσόταν από τον Καρυωτάκη.

Ούτε ο Καρυωτάκης θα δεχόταν να φτιάξει μια ψεύτικη εικόνα, μια φανταστική Γυναίκα, που θα την έκανε βασίλισσα των ονείρων και της ύπαρξής του όπως έκαναν άλλοι, μεγάλοι κι αυτοί, ποιητές.
Ο Καρυωτάκης αρνείται να φτιάξει ένα ψεύτικο είδωλο και να πιστέψει σ' αυτό.
Ο Καρυωτάκης με κανένα τρόπο δεν θέλει να ξεγελάσει τον εαυτό του.
Ως για αισιοδοξία, αισιόδοξοι είναι μονάχα οι μωροί.
Ή έχεις κάτι ή δεν το 'χεις.
Κι αν δεν το έχεις μπορείς μόνο να κλάψεις για κείνο, ώσπου όλο το κλάμα να βγει από μέσα σου και να μη μένει τίποτε άλλο πια παρά η ίδια σου η ζωή για να αποβάλεις.
Πιο κάτω ο Βογασάρης μας λεει: «Θα μπορούσε να είχε συνδεθεί (ο Καρυωτάκης) με μια δυο οικογένειες. Με νέα παιδιά. Με δροσερά κορίτσια… όμως η κατάσταση του Καρυωτάκη είναι τώρα τέτοια που θέλει να βρει τη μόνωση».

Λάθος!
Ο Καρυωτάκης ποτέ δεν ήθελε τη μόνωση.
Η μόνωση του επιβλήθηκε σαν η μόνη διέξοδος για να ζήσει με αξιοπρέπεια. Και η αξιοπρέπεια ήταν κάτι που ο Καρυωτάκης δεν θα αντάλλαζε με έναν ψεύτικο θεό. Ο Καρυωτάκης πίστευε στη Γυναίκα-θεό. Μπορεί ένας αληθινός πιστός να παίζει με τον θεό του; Όχι βέβαια. Και παιχνίδι δεν είναι όλα εκείνα τα καμώματα που στην κοινωνία μας προηγούνται από το σμίξιμο με την Γυναίκα; Μπορούσε να «φλερτάρει» ο Καρυωτάκης; Να ερωτοτροπεί; Να “κορτάρει”;
Στη σκέψη μόνον αυτή, κάθε άνθρωπος που ξέρει τον Καρυωτάκη ανατριχιάζει.
Ο Καρυωτάκης λάτρευε το θεό του και περίμενε την φανέρωση του θεού με τη σειρά του σ’ αυτόν.
Και ο θεός δεν ήρθε.
Ότι ο Καρυωτάκης δεν ήθελε τη μόνωση, μας το λένε εξάλλου οι παρέες του στην Αθήνα και οι φάρσες που σκάρωνε. Για να σκαρώνει φάρσες κανείς πρέπει να έχει προηγούμενα αποφασίσει πως η ζωή είναι δική του ώστε να έχει την οικειότητα να κάνει τέτοια παιχνίδια μ’ αυτήν. Τη μοναξιά την αναζητούσε συχνά, σαν μια ξεκούραση από την κοινωνική κόπωση, περιστασιακά, όπως κάθε άνθρωπος, μικρός ή μέγας.
Μα ποιος ποιητής είναι που θέλει τη μόνωση-τότε για ποιον θα έγραφε; Κάθε ποίημα δεν είναι ένα μήνυμα-πρόσκληση για συντροφιά; Δεν είναι η αρχή μιας συζήτησης που ο ίδιος ο ποιητής ανοίγει; Δεν είναι το εργαλείο που μεταχειρίζεται για να υποτάξει την ύλη, κάτι που μόνο αυτό θα του επέτρεπε να ζει απόλυτος κυρίαρχος του επίγειου παιχνιδιού;
Παιχνιδιού ναι, μα με τους όρους που ο ποιητής θέτει-και που έχει δικαίωμα να τους θέσει μιας και είναι εκείνος που αρχίζει το παιχνίδι.
Οι συνάνθρωποί του όμως, και οι γυναίκες μαζί, ή δεν πήραν τίποτε από αυτόν, ή θέλησαν να παίξουν μαζί του με τους δικούς τους όρους. Κάτι που δεν έστερξε ο Καρυωτάκης.
Η δικαίωση, η αναγνώριση του δικαιώματος αρχηγίας στο παιχνίδι, δεν ήρθε στον ποιητή παρά μόνον όταν ήταν πια αργά, όπως τα περιστέρια που αφήνει ο ναυαγός και όταν γυρίζουν «δεν είναι πια καιρός…»
Ο Καρυωτάκης δεν θέλει την μόνωση. Η μόνωση μάλιστα είναι εκείνη που του επέβαλαν και που τον σκότωσε.
Ο Καρυωτάκης γυρεύει με όλη τη δύναμη της ψυχής του τη μέθεξη, τη συντροφιά.
Ποιος αμφιβάλλει ότι ο Καρυωτάκης δεν θα αυτοκτονούσε αν στην εξορία όπου βρέθηκε, είχε την αγαπημένη Γυναίκα μαζί του;
Κοντά της θα φίλιωνε με όλους και με όλα.
Χωρίς αυτήν ήταν ένας ξένος πάνω στη γη.

Πώς να συνομιλήσει με τον θεό; Μόνο να προσευχηθεί σ' Αυτόν ταιριάζει. Μα όταν προσπάθησε κάποια φορά, να πει σε κάποια γυναίκα για τον έρωτά του, εκείνη γέλασε μαζί του. Αυτό το ξέρουμε από τους βιογράφους του.
Φτάνει αυτό για έναν Καρυωτάκη να μην προσευχηθεί ξανά στον θεό του. Δεν μπορεί να αντέξει στην βεβαιότητα πως θα έπαιρνε πάλι μια ειρωνεία για απάντηση σε μια δεύτερη προσπάθειά του.
Και δεν το κάνει.
Δεν μπόρεσε ν' αντέξει πως σαν αντάλλαγμα για
την προσφορά όλης του της ύπαρξης θα έπαιρνε την καταφρόνια.
Τo μόνο που είχε να κάνει από τότε και ύστερα, ήταν να παραιτηθεί.

Μα η Γυναίκα δεν μετράει έτσι τους πιστούς Της. Δεν θέλει Υπάρξεις, Κόσμους, Ψυχές, Ιερά, Συνειδήσεις.
Εκείνο που διψάει είναι χρήμα, διασκέδαση, θόρυβος, λούσα. Τέτοια φτηνά δεν μπορούσε να τα ανεχτεί ένας Καρυωτάκης.
Δεν έχει ζωγραφίσει με πιο καυτά λόγια τίποτε άλλο ο Καρυωτάκης όσο τη ρηχότητα της γυναίκας. Μια φουρκέτα είναι αρκετή για να βυθομετρήσει κανείς το άδειο της κεφάλι. Ακόμα οι γυναίκες είναι «ανυποψίαστα μηδενικά πλάσματα» (αν και γι αυτό ακριβώς, προνομιούχα). Και ποιος λόγος θα μπορούσε να περιγράψει καλλίτερα την Γυναίκα;

Τι άλλο θα μας έδινε τη ματιά με την οποία έβλεπε
τη Γυναίκα ο Καρυωτάκης-τη Γυναίκα που παρόλαυτά δεν έπαψε να έχει για θεό του…
Κι έτσι έπαψε η συνομιλία του Καρυωτάκη με τη Γυναίκα. Και πώς μπορεί να ζήσει κανείς όταν ο θεός του δεν υπάρχει, ή υπάρχει αλλά όλα δείχνουν ότι ο θεός δεν ενδιαφέρεται καθόλου για τον πιστό του;
Εδώ ταιριάζει ο λόγος που ο Αισχύλος βάζει στο στόμα του Ετεοκλή, στο έργο του «ΕΠΤΑ ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ» :
Θεοίς μεν ήδη πως παρημελήμεθα
χάρις δ΄αφ' ημών ολομένων θαυμάζεται'
τι ουν ετ' αν σαίνοιμεν ολέθριον μόρον;
(ΕΤΕΟΚΛΗΣ, ΕΠΤΑ ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ, 702-704)

(Λίγο πια τώρα οι θεοί εμάς μας λογαριάζουν.
Είναι γι αυτούς καλόδεχτη θυσία ο χαμός μας.
Γιατί το Χάρο ακόμα εγώ να τόνε καλοπιάνω; )

Όχι λοιπόν, ο Καρυωτάκης δεν γνώρισε "δροσερά
κορίτσια".
Δεν διέθετε ούτε την «ικανότητα» ούτε την θέληση για παρόμοιες γνωριμίες.
Και όχι, ο Καρυωτάκης δεν ήθελε τη μόνωση.
Με όλο το είναι του ποθούσε τη συντροφιά, τη συν-ουσία με τη Γυναίκα.

Όταν κανείς γεννιέται κουβαλάει μέσα του τον δικό του θεό.
Δεν διαλέγει κανείς τον θεό του.
Έτσι και ο Καρυωτάκης δεν διάλεξε τη Γυναίκα.
Γεννήθηκε φέρνοντας μέσα του τη λατρεία για τη Γυναίκα, έναν θεό που σκοτώνει τους πιστούς του.