Τρίτη 27 Μαΐου 2025

 ΣΤΗΝ ΑΝΝΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
     ΤΟΥ ΔΥΟ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΔΩΔΕΚΑ

 
1.
Τα χέρια σου πλάθουν κάθε πρωί
Τη ζύμη της ψυχής μου
Και όποιο σχήμα εκείνα θέλουνε
Της δίνουν.

Η μορφή σου συντροφιά μου
Σε κάθε βήμα μου μεσ’ στην ημέρα.

Πίκρες αιώνων εκβράζει η ύπαρξή μου
Σε κάθε σου φανέρωμα.

Με τη λάτρα της ημέρας
Τις σαρώνεις κάθε πρωί
Ανυποψίαστη ότι έτσι
Με προσφέρεις λιγότερο ένοχο
Στον Χρόνο,
Στη Δίκη,
Στην αιωνιότητα-
Ποτάμι εσύ, εμένα,
Τον αιώνια για σένα διψασμένον.

 


2

Για μένα
Που σου προσφέρω δώρα
Χρήματα
Υπηρεσίες
Θα έλεγε κανείς
Πως ο κύριος του παιχνιδιού είμαι.

Λάθος.
Εσύ μ’ εξουσιάζεις.

Με το μικρό σου δαχτυλάκι για μπαγκέτα
Ό,τι διατάζεις κάνω.
Και όχι μόνο ό,τι μου πεις
Μα κι ό,τι σκέφτεσαι.

Με τον πόθο μου-σφαίρα σιδερένια-
Πετώντας τον ανάερα ψηλά
Σαν φουσκωτό μπαλόνι
Παίζεις,
Και μ’ αυτό χαίρεσαι σαν παιδί.

Με κατέχεις ολοκληρωτικά και ακατάπαυστα.

Και σίγουρη πολύ για την κατοχή σου είσαι
Όπως άτομο, τότε-
Τον καιρό που η διάσπασή του,
Ακόμα στο μυαλό κανενός Φυσικού επιστήμονα
Δεν ήταν.

 


3.

Ομορφιά; Και τι θα πει ομορφιά;
Κι άλλες ειν’ όμορφες. Στο κάτω της γραφής
Η ομορφιά στο μάτι βρίσκεται ’κεινού που βλέπει.

Μα η σεμνότητα;
Το τακτ;
Η σιγουριά
Ότι ποτέ απ’ αυτό το στόμα
Λέξεις που δεν ταιριάζουν δεν θα βγούν;

Η σοφία στο μοίρασμα της προσοχής
Σ’ ότι κάθε φορά την απαιτεί
Και την αξίζει;

Και η βεβαιότητα
Πως πάντοτε το φέρσιμό της
Αρμονικό με όλα θα είναι
Έτσι που με την κάθε μια στιγμή-
Η τελευταία του κόσμου σαν να ήταν- δένει,

Αυτά
Ποια τα ’χει άλλη;
 

4
Τόσο αγνή κι αμέτοχη
Τόσο σεμνή κι αμόλυντη,
Κάθε φορά που σε αγγίζω μόνο
Αμαρταίνω θαρρώ.

Κι η δίνη όταν τα φύλλα και το χώμα της αγάπης μου αρπάζει,
Ψηλά ως τον ουρανό τα στροβιλίζει, και μετά
Τις στάχτες τους αφήνει στο κορμί σου πάνω
Νομίζω πως
Έτσι αγία που είσαι
Σε ατιμάζω.

Όμως
Φορές
Η δικιοσύνη αστράφτει μέσα μου
Και λέω: γιατί να νοιώθω ένοχος-
Μήπως ο έρωτας
Η αγιοσύνη των θνητών δεν είναι;

 

5

Η καλημέρα σου τη νύχτα διώχνει.
Κι ο ήλιος των ματιών σου τη λαμπρή τη μέρα φέρνει.
Βουβαίνονται τ’ αηδόνια όταν μιλάς
Κι όταν μ’ αγγίζεις
Ερωδιών στρατιές
Μέσα στου κόσμου τ’ άνθη ερωτεύονται.

Και όταν κάποτε
Ρωγμές το φράγμα της αγάπης σου χαράζουνε
Κι όταν το σπάζουν
Ούτε σταγόνας μνήμη πια δεν μένει
Για τον μεγάλο χαλασμό να πει…

Μόνον εσύ
Ήρεμη πια θωρώντας τα χαλάσματα,
Ξέπνοα «σας αγαπώ»
Τους ψιθυρίζεις.

 

6

Των Χριστουγέννων το έλατο
Γιατί εσύ το στόλισες
Λάμπει.

Στολίδι του η λαμπράδα των χεριών σου
Που από παντού το κύκλωναν.
Μουσική του το σιγανοτραγούδισμά σου
Βγάζοντας από τα κουτιά
Και στον προορισμό τους οδηγώντας
Αστέρια, αγγέλους, μπάλες και χρυσοβροχή.

Και μόνο πιο λαμπρά στο σπίτι μέσα φέγγει
Όχι καμία λάμπα ξέρω ’γω πόσων κηρίων
Παρά εγώ,
Απ’ του φιλιού σου το λαμπύρισμα
Ολάκερος λαμπαδιασμένος.

 


7

Το σύμπαν στην παλάμη σου κρατάς.
Κι εγώ απέναντί του πώς να μετρηθώ
Που μόριο ένα σκόνης μέσα του είμαι;
Και πώς να σου ειπώ το σαγαπώ
Που η φωνή μου να σε φτάσει;

 Γι αυτό αφήνομαι.

Αφήνομαι αρκούμενος στο χέρι σου ότι με κρατάς,
Με προσδοκία κρυφή
Πως σ’ νέο ένα μπινγκ μπάνγκ,
Σ’ έκρηξη μία κάποιου σουπερνόβα,
Ή έστω σε κάποιας χαοτικής εξίσωσης το «νι»
Του ρόδο σου το στόμα θα φιλήσω.

 



8

Ό,τι κατέχω
Το στοιχημάτισα επάνω σου:
Μαύρο κι όλα πάνε του χαμού-
Κόκκινο, διπλά τα κάνω.

Δε μου ’μενε και άλλο τίποτα,
Λοιπόν γιατί
Απ’ το παιχνίδι να είχα μείνει μακριά;

Μα να! Χοροπηδάει κιόλας
Πα’ στους αριθμούς η μπίλια.
Σιωπή όλα!

Την αγωνία να ζήσω μόνο της στιγμής,
Αυτό μπορεί και να ’ναι τέλος
Η όλη αξία του στοιχήματος.

Σιωπή όλα!

 


9

Στο δέρμα σου τριαντάφυλλα ευωδούν.
Μέλισσες του Έρωτα
οι αντρικές οσμές σε τριγυρίζουν.
Η Πλάση με δροσιά νοτίζει ρίζες κι ανθοπέταλα.

Και, ο διαφεντευτής εγώ
και ο περιβολάρης τους,
Μες σε χρυσή καδένα-της καρδιάς μου
Το απόσταγμα της ευωδιάς τους φυλακίζω,
Όμοια καθώς ο ποιητής
Μέσα στους στίχους του
Ανάμνηση Άνοιξης φυλάττει
Για τον βαρύ Χειμώνα.