Δευτέρα 19 Μαΐου 2025

 Η ΜΑΧΗ

Στον κάμπο τον ανθόσπαρτο χτες έγινε μια μάχη.
Kαθόμουν και την έβλεπε απ' του λόφου μου τη ράχη.
Όταν τελείωσε, θέλοντας λίγο να ξεμουδιάσω
την ώρα μου εδιάλεξα στον κάμπο να περάσω.

Και πήγα. Ρείθρα αίματος κυκλώνανε τον κάμπο
που δύσκολα ξεχώρισα χώμα στεγνό για να 'μπω.
Και μπήκα. Κι έβλεπα δεξά, πίσω, ζερβά και μπρος μου
εικόνες να προβάλουνε φριχτές του κάτω κόσμου.

Πόδια κομμένα απ' τα κορμιά, κεφάλια δίχως μάτια,
κρανία με τα κόκκαλα σπασμένα σε κομμάτια,
χέρια να σφίγγουν δυνατά του όπλου τη σκανδάλη
λες και νεκρά ήταν έτοιμα να ρίξουνε και πάλι.

Σε μία καταπράσινη λόχμη μία κερένια
είδα μορφή-έναν έφηβο που δίχως μίαν έγνοια
ζωγραφισμένη στο άναιμο κι άψυχο πρόσωπό του
βρίσκονταν λες στο νάρκωμα του ύπνου του του πρώτου.

Κι έτσι ως κειτόνταν καθαρός δίχως σταγόνα αίμα
έμοιαζε σαν τα γύρω του να ήταν όλα ψέμα
και να μην ήτανε αυτός ο τόπος του θανάτου
μα ο Μορφέας το λίκνο του να 'στησεν εδώ κάτου.

Λίγο πιο κει, μέσα σε μια τρύπια από σφαίρες χλαίνη
μια μάζα είδα αιμόφυρτη με κόπο ν' ανασαίνει
και δίχως μέλη ένα κορμί να ’ναι στητό πιο πέρα,
σκιάχτρο στου Χάρου τον αγρό-για τη ζωή φοβέρα.

Και τα κορμιά όπου έπεσαν κι όπου άρματα διάβήκαν
σπασμένα τ' αγριολούλουδα τα μυρωδάτα αφήκαν.
Και τα μικρά και τρυφερά κι ευώδη χορταράκια
Σ’ αιμάτων μέσα πνίγηκαν αχνίζοντα ρυάκια.

Στον ήλιο που ολοπόρφυρος αυτή την ώρα δύει
κι ο κάμπος όλος κι οι νεκροί θα μοιάζουνε αστείοι.
Τίποτε άλλο δεν μπορεί σε με να εξηγήσει
γιατί ασταμάτητα γελά ενώ τραβάει στη δύση.

Ξάφνω δεντράκι αντίκρισα παράξενα να γέρνει.
Κοντά του ανήσυχον πολύ το βήμα μου με φέρνει.
Μα δεν μπορούσα αλίμονο πια τίποτα να κάνω-
ξεριζωμένο κείτονταν στο κρύο χώμα επάνω.

Παίρνω εν’ άνθι απ’ τα νεκρά, τα αίματα του βγάζω
τον αιώνιο τον ύπνο του να κοιμηθεί το βάζω
κι όλη τη νύχτα δάκρυα επότιζα το τόπον
που τόσα αθώα σκότωσε το μίσος των ανθρώπων.


ΜΕΙΣ ΟΙ ΦΤΩΧΟΙ

Για σπίτι μας καλύβι και πεινάμε
και τη χαρά μας έχουν σκοτωμένη.  
Ανίσχυροι στους δρόμους τριγυρνάμε
μεις οι φτωχοί-της γης οι αδικημένοι.

Στων πλούσιων την καρδιά και το συκώτι
μένει η ευτυχία μας φυλακισμένη
και να τη βρούμε δουλειά μας πρώτη
μεις οι φτωχοί-της γης οι αδικημένοι.

Και ξέρουμε τον τρόπο-το μαχαίρι
με δύναμη και μίσος θα χτυπήσει
την άψυχη καρδιά σ’ όλα τα μέρη
που άνομος ο πλούτος έχει ανθίσει.

Τα σιχαμένα ύστερα κουφάρια
σε μια φωτιά θα κάψουμε οργισμένη-
μεις οι φτωχοι’του κόσμου τα λιοντάρια-
μεις οι φτωχοί-της γης οι αδικημένοι.


ΕΛΛΑΔΑ!!!...
Τετάρτη, 26 Μαρτίου 2014
(Όταν αποδείχτηκε ότι στην Ελλάδα, όταν σε χτυπήσουν, απαγορεύεται να ανταποδώσεις το χτύπημα. Στο επόμενο επεισόδιο θα μάθουν οι έλληνες να γυρίζουν και το άλλο μάγουλο.)

Λοιπόν καινούργια μια στο λαό ελπίδα
για να ξεδώσει από τα τόσα τα δεινά -
που φτάνουν ως ο δόλιος να πεινά-
κάτι πολύ δίνει κοινό: μια εφημερίδα!

Πάρτε την και καλά αφού την κλείστε
ώστε επιμήκης και παχιά να γίνει
με όπλο πια επιθετικό εκείνη
τους άθλιους μας πολιτικούς χτυπήστε.

Κι όχι στα χέρια ή στα πόδια ίσως
που αστείο μπορεί κανένας να το πάρει
αλλά στο πρόσωπο με ορμή και μίσος
καθώς η Λιάνα μας τον Κασιδιάρη.

Και αν πολιτικός κανείς θελήσει-
το χτύπημα να σας ανταποδώσει-
καθώς στη Λιάνα είχε αυτός τολμήσει,
πικρά ο βρωμερός θα το πληρώσει.

Γιατί όπως έγινε με την Κανέλλη,
των ΜΜΕ και της Βουλής η κλίκα
σ’ αυτόν θα ρίχνει όλο φαρμάκι βέλη
και με μελιού εσάς θα ραίνει γλύκα.

Κι ας ξέρει πια ο καθείς πως από τώρα
καθείς μπορεί τον άλλο να χτυπάει
κι ύστερα και τα ρέστα να ζητάει.
Ω! Mores! Και ω! Tempora! Ω! Χώρα!...