ΣΤΗΝ ΠΡΕΒΕΖΑ
Πήγα στην Πρέβεζα.
Kαι ΕΙΔΑ ΤΑ ΜΑΤΙΑ
ΠΟΥ ΕΙΧΑΝ ΔΕΙ
ΖΩΝΤΑΝΟ
ΤΟΝ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ!
Τα μάτια που τον έβλεπαν για ολόκληρο ένα μήνα.
Που καθημερινά τον έβλεπαν.
Ήταν τα μάτια της σπιτονοικοκυράς του.
Στην Πρέβεζα.
Μιας γηραιάς κυρίας
σεμνής και καταδεχτικής.
Ανέβηκα τις σκάλες που ανέβαινε.
Άγγιξα το πόμολο της πόρτας
που Εκείνος άγγιζε κάθε ημέρα.
Μετά
πέντε-έξη βήματα
πάνω στο παλαιό ξύλινο δάπεδο
μέχρι την πόρτα
του δωματίου του Ποιητή.
Και ύστερα το όραμα.
Το θάμα.
Το γειτόνεμα
με ό,τι ο Χρόνος είχε απείραχτο αφήσει
από κακίες,
από ζήλειες και μισήματα-
με ότι πιο ιερό μετά την Τέχνη του
είναι για έναν Ποιητή: με την ζωή του.
Μικρό δωμάτιο με κρεβάτι,
τραπεζάκι και καρέκλα.
Στο τραπεζάκι επάνω ένα κύπελλο
και σύνεργα γραφής.
Στεκόμουν και κοιτούσα.
Να! το κύπελλο
απ’ όπου ήπιαν
οι αξεδίψαγοι αλλιώς
νομπελίστες μας.
Να! η πένα που ζωγράφισε
τον άνθρωπο σωστόν…
Στεκάμενος στην πόρτα εμπρός του δωματίου,
τον είδα
στην καρέκλα του
σκυφτόν
να γράφει.
Τον είδα να κοιτάζει απ’ το παράθυρο τον κόσμο.
Τον είδα να ξαπλώνει στο κρεβάτι
κοιτώντας στο ταβάνι
τ’ ωραίο του γύψινο στεφάνι...
Να περπατεί τον έβλεπα
μες στο μικρό το δωματιάκι.
Και δρασκελώντας το
να το πλαταίνει
ώσπου τον κόσμον όλο να χωράει.
Η καλοσυνάτη και απλοϊκή γηραιά κυρία-
η σπιτονοικοκυρά του,
για ώρα έτσι στεκάμενον μπροστά στην πόρτα βλέποντάς με,
«περάστε μέσα», με παρότρυνε.
Και με το χέρι ακόμα δείχνοντάς μου,
πάλι και πάλι μου έλεγε: «Περάστε! Περάστε!..»
Η καημένη η καλή κυρία… ακόμα
Ιδιοκτησία της θεωρεί
αυτό το δωματιάκι του σπιτιού της.
Όταν τέλος δυνήθηκα
και γύρισα στο τώρα:
«Πώς ήτανε;.. Τι έλεγε;.. Τι συνήθιζε να κάνει;…»
ρώτησα.
Και πήρα την απάντηση που επερίμενα.
«Πάντοτε ευγενικός.
Χωρίς λόγια πολλά.
Ένα καλημέρα κι ένα γεια σας μόνον.
Χωρίς άλλο τίποτα.
Και χωρίς παρέες. Από το σπίτι στο γραφείο
και από το γραφείο στο σπίτι…
Κάποιες φορές μόνον,
του δωματίου του άνοιγε την πόρτα
και μου ζητούσε λίγο νερό…»
Και το φρικιαστικό: «Όταν πέθανε,
Και καθάριζα το δωμάτιο
Βρήκα κάτι χαρτιά γραμμένα πάνω στο κομοδίνο του …
Και-πού να ήξερα τι είναι…
τα πέταξα στα σκουπίδια!»
Βγήκα γεμάτος απ’ τη μια,
μα και ανάλαφρος από το σπίτι εκείνο.
Το χρέος μου το πιο βαρύ
το είχα ξεπληρώσει.
Και η σκέψη «τώρα και να πεθάνω δεν θα μ’ ένοιαζε»
Διαπότιζε όλους μου τους λογισμούς.
Και βγήκα.
Και βρέθηκα στον δρόμο,
τον κάτω απ’ το παράθυρό του ακριβώς,
με τα εμπορικά και τα ιχθυοπωλεία του.
Μα ως εβάδιζα
αγκάθι ένα μου κεντούσε
την ακόμα απωθημένη
από τα τόσα υπερκόσμια
λογική:
«…στα σκουπίδια!» «…στα σκουπίδια!» «…στα σκουπίδια!»
Κι όπως στα γήινα πάλι ξαναγύριζα,
Η πρώτη μνήμη που μου ήρθε ήταν αυτή:
ο «γιος», η «αδερφή» κι ο «αδερφός» μου,
τα ποιήματά μου
όπου για φύλαξη τους έστελνα
όταν παράδερνα στα ξένα,
τα έκαψαν.
Κι απ’ τον καπνό τους
βρώμισε ο τόπος.
Κι είπα:
Αντίς μες στα σκουπίδια να τα ρίξει
η σπιτονοικοκυρά
τα ποιήματα του Καρυωτάκη,
δεν τα ’καιγε
να ευωδιάζει ο τόπος εσαεί
Πόνο του Ανθρώπου και των Πραγμάτων…
Και Ελεγείες…
και Σάτιρες…