Σάββατο 31 Μαΐου 2025

 ΖΩΗ ΑΠΟΡΟΥΣΑ

Περνώντας μπρος μου η Ζωή-
θα ήταν η ώρα δέκα-
«Κρίμα», μου λέει, « πρωί πρωί
να κλαις για μια γυναίκα…»

Το μεσημέρι ήρθε ξανά
και μου ΄πε «Κλαις ακόμα;..»
Κι είχε τα μάτια γιορτινά
και λουλουδένιο στόμα.

Κι όταν, παιδούλα ακόμα πες,
με αποχαιρετούσε,
«…Για ποια χαμένη αγάπη κλαις;»
ρώτησε ενώ γελούσε.

Κι εγώ με μάτια πια σβηστά
Και χείλια μαραμένα
«Για σε», της λέω ψιθυριστά,
«κλαίω Ζωή! Για σένα…»

Παρασκευή 30 Μαΐου 2025

 ΤΟ ΤΡΟΠΑΡΙΟ ΤΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΗΣ

Κύριε, η ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσούσα Αλεπού
τὴν σὴν Πλανητικήν Προεδρικότητα ιδούσα,
μορφή γυναίκας πήρα,

που, σκυλομετανιωμένη, έρχεται εμπρός Σου
με σάλιο γλείφοντάς Σε, και
«Αλλίμονο!», λέγουσα, «μανία Απληστίας με έχει κυριέψει
και ζοφώδης καὶ βασανιστικός ἔρως τῆς Εξουσίας με κατέχει.

Γιάτρεψε Πλανητάρχα τις πηγές των δακρύων μου: Ακρίβεια, Τέμπη και Διαφθορά-
ω! Εσύ που τους δασμούς κάνεις σημαία Σου και την Σημαία Σου δασμούς.

Σκύψε και δες τους μπλε στεναγμούς της καρδιάς μου
Εσύ, Που από τον Χρυσό στον Λευκό Οίκο έχεις μπει.

Και εγώ θα φιλήσω τα ακούραστα πόδια Σου  
Και με τα μαλλιά της πανούργας κεφαλής μου θα τα πλύνω-
Τα πόδια αυτά που όταν η Κάμαλα άκουσε τα πατήματά τους
Κρύφτηκε σαν την Εύα, όταν άκουσε στον Παράδεισο
τα πόδια του Θεού να την πλησιάζουν μετά το αμάρτημά της.

Των παρανομιών μου το μέγεθος,
Των μπαζωμάτων και των συγκαλύψεών μου το πλήθος,
Ποιος θα το βρει όσο και να ψάξει ω! Πλανητάρχα;
Οι παρανομίες μου πλήθος.
και η κρίση σου απέραντη.
Κανείς να τα γνωρίζει δεν μπορεί.   

Δούλα σου είμαι μέγα μου αφέντη.
Μη με ξεχνάς. Και αλήθεια,
Κάποιος πολύ μεγάλος σαν εσένα
Μόνον μπορεί
Τέτοιες και τόσες αμαρτίες να συγχωρήσει.

 Από το περιοδικό «ΛΟΓΙΑ»-στην Αμερική.

Ο ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ KAI ΟΙ ΓΎΝΑΙΚΕΣ

"Στον φυσιολογικό άνθρωπο κάθε στενοχώρια, κάθε θλίψη, υποχωρεί μπρος στην αγωνιστική διάθεση".
Αυτά γράφει ο Άγγελος Βογασάρης μιλώντας για τις αιτίες που έσπρωξαν στο θάνατο τον Καρυωτάκη.
Ενώ στον Καρυωτάκη, που δεν ήταν "φυσιολογικός", η θλίψη δεν υποχώρησε μπρος στην αγωνιστική διάθεση.

Αλλά ποιος είναι φυσιολογικός άνθρωπος; Είναι εκείνος που βασανίζεται από τα μεγάλα ερωτήματα της ζωής ή εκείνος που διάγει μια ζωή ζωώδη-ζωή που δεν σηματοδοτεί κανένα βαθύ νόημα, που δεν την ταράζει καμιά βαθιά αγωνία;
Αν φυσιολογικός άνθρωπος είναι ο άνθρωπος της δεύτερης περίπτωσης, τότε φυσιολογικός άνθρωπος είναι ένας άνθρωπος χωρίς σκέψη, ένα ον που έχει
μόνον ένστικτα, ένα άλογο ον.
Αυτός ο άνθρωπος όμως κι ας έχει το εξωτερικό
σχήμα του ανθρώπου, δεν είναι άνθρωπος.

Η πρόταση λοιπόν: "στον φυσιολογικό άνθρωπο κάθε στενοχώρια, κάθε θλίψη, υποχωρεί μπρος στην αγωνιστική διάθεση", δεν στέκει λογικά, γιατί ένα άλογο ον δεν νιώθει θλίψη ούτε λύπη. Αυτό το λάθος κάνει κατά την γνώμη μου ο Βογασάρης όταν λέει πως ο φυσιολογικός άνθρωπος είναι εκείνος που η αγωνιστική του διάθεση κάνει τις θλίψεις του να υποχωρούν. Νομίζει αυτό το ον "φυσιολογικό άνθρωπο", ενώ αυτό δεν είναι ούτε άνθρωπος καν, ώστε και τo επίθετο "φυσιολογικός" δεν έχει θέση εδώ, αφού βγαίνει εκ των πραγμάτων από τη μέση το ουσιαστικό, που το επίθετο αυτό θέλει να προσδιορίσει.

Αντίθετα, όποιος νιώθει θλίψη και στενοχώρια, αυτός είναι όχι πια φυσιολογικός άνθρωπος, αλλά απλά άνθρωπος, αφού το «φυσιολογικός» τώρα εξυπακούεται.
Άνθρωπος που θέτει τα βασανιστικά ερωτήματα
στον εαυτό του. Κι αυτό αρκεί για να τον κάνει
άνθρωπο. Η θλίψη και η «στενοχώρια» είναι το
αναγκαστικό επακόλουθο της ύπαρξης των αναπάντητων αυτών ερωτημάτων. Γιατί μη όντας ερωτήματα που να επιδέχονται μιαν απάντηση, καρφώνονται στο μυαλό του ανθρώπου που ρωτάει, σαν μεγάλα καρφιά που περιμένουν να στηρίξουν κάτι Μεγάλο που θα ερχόταν-και το Μεγάλο ποτέ δεν έρχεται και μόνο μένει ο πόνος των καρφιών.

Αυτός είναι άνθρωπος-ο άνθρωπος που πονάει.
Και ο Πόνος είναι που ξεχωρίζει τους ανθρώπους
από τα ζώα με σχήμα ζώου ή ανθρώπου.

Ο άνθρωπος δεν είναι δυνατό ν' αγωνιστεί γιατί
δεν νοείται αγώνας χωρίς αιτία ή σκοπό. Και σκοπός
δεν μπορεί να υπάρξει αν λείπουν οι απαντήσεις στα
ερωτήματα: "Ποιος είμαι; από πού ήρθα; Πού πάω;
Ποιος είναι ο κριτής; Ποιο το έπαθλο;"
Ένας άνθρωπος που αγωνίζεται μοιάζει με το
πολυδιαφημισμένο μυρμήγκι που μαζεύει τρόφιμα στη φωλιά του "για το χειμώνα", έναν χειμώνα όμως που ποτέ δεν θα έρθει.
Ως εκεί.
Αλλά ο άνθρωπος γυρεύει την πρώτη αιτία.

Ένας μόνο λόγος δικαιολογεί τον αγώνα σ' έναν άνθρωπο: η πίστη σε κάτι.
Η πίστη αυτή δίνει αποκρίσεις στα ερωτήματα που όχι μόνο δικαιολογούν αλλά επιτάσσουν τον αγώνα.
Η τραγική ειρωνεία είναι που ο Καρυωτάκης πίστεψε σε θεό.
Και θεός του ήταν η Γυναίκα.

Η Γυναίκα του έλειπε για να γεμίσει μ' αυτήν όχι τις ώρες του μα τη ζωή του ολόκληρη. Η Γυναίκα ήταν η αρχή και ο σκοπός της ζωής του. Ήταν ό,τι του έλειπε για να βρει τη Γαλήνη. Για να δικαιωθεί η ύπαρξή του. Για να δοθούν απαντήσεις σε όλα του τα ερωτήματα.

Όλοι οι άρρενες καλλιτέχνες δημιουργούν εμπνεόμενοι από τον πόθο για το γυναικείο κορμί.
Ο Καρυωτάκης δεν δημιουργούσε μόνο για την Γυναίκα, αλλά και ζούσε γι Αυτήν.
Ίσως γιατί ζωή και ποιητική δημιουργία ήταν αδιάσπαστα ενωμένες σ' αυτόν.
Και όσο έζησε, έζησε με την ελπίδα πως κάτι θα γινόταν που να τον φέρει κοντά στον θεό του-στη Γυναίκα.

Η ελπίδα όμως αυτή όλο και έσβηνε καθώς περνούσαν τα χρόνια.
Η φλόγα της όλο κι εξασθένιζε.
Ώσπου ο άνεμος της Πρέβεζας την έσβησε με ένα φύσημά του.

Ο Καρυωτάκης αναζητούσε το Απόλυτο στον θεό-Γυναίκα.
Όμως η Γυναίκα με τη συμπεριφορά της κάνει μάταια κάθε τέτοιαν αναζήτηση-οι γυναίκες ερωτεύονται "καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια".
Τo ασίγαστο πάθος, η ηδονική προσμονή, η λατρεία της γυναικείας σάρκας από τον Καρυωτάκη, στέρησαν από μας έναν μεγάλο ποιητή και σε κείνον τη ζωή του.
Το δόσιμο όλου του εαυτού του στη Γυναίκα δεν βρήκε ανταπόκριση στον Καρυωτάκη.

Πίστεψε σε ένα Θεό, μα δεν μπόρεσε να τον καθέξει.

Δεν βρέθηκε η Γυναίκα που θα του αφοσιώνονταν ολόκληρη, "ψυχή τε και σώματι", αφοσίωση που με χρυσάφι θα ανταλλασσόταν από τον Καρυωτάκη.

Ούτε ο Καρυωτάκης θα δεχόταν να φτιάξει μια ψεύτικη εικόνα, μια φανταστική Γυναίκα, που θα την έκανε βασίλισσα των ονείρων και της ύπαρξής του όπως έκαναν άλλοι, μεγάλοι κι αυτοί, ποιητές.
Ο Καρυωτάκης αρνείται να φτιάξει ένα ψεύτικο είδωλο και να πιστέψει σ' αυτό.
Ο Καρυωτάκης με κανένα τρόπο δεν θέλει να ξεγελάσει τον εαυτό του.
Ως για αισιοδοξία, αισιόδοξοι είναι μονάχα οι μωροί.
Ή έχεις κάτι ή δεν το 'χεις.
Κι αν δεν το έχεις μπορείς μόνο να κλάψεις για κείνο, ώσπου όλο το κλάμα να βγει από μέσα σου και να μη μένει τίποτε άλλο πια παρά η ίδια σου η ζωή για να αποβάλεις.
Πιο κάτω ο Βογασάρης μας λεει: «Θα μπορούσε να είχε συνδεθεί (ο Καρυωτάκης) με μια δυο οικογένειες. Με νέα παιδιά. Με δροσερά κορίτσια… όμως η κατάσταση του Καρυωτάκη είναι τώρα τέτοια που θέλει να βρει τη μόνωση».

Λάθος!
Ο Καρυωτάκης ποτέ δεν ήθελε τη μόνωση.
Η μόνωση του επιβλήθηκε σαν η μόνη διέξοδος για να ζήσει με αξιοπρέπεια. Και η αξιοπρέπεια ήταν κάτι που ο Καρυωτάκης δεν θα αντάλλαζε με έναν ψεύτικο θεό. Ο Καρυωτάκης πίστευε στη Γυναίκα-θεό. Μπορεί ένας αληθινός πιστός να παίζει με τον θεό του; Όχι βέβαια. Και παιχνίδι δεν είναι όλα εκείνα τα καμώματα που στην κοινωνία μας προηγούνται από το σμίξιμο με την Γυναίκα; Μπορούσε να «φλερτάρει» ο Καρυωτάκης; Να ερωτοτροπεί; Να “κορτάρει”;
Στη σκέψη μόνον αυτή, κάθε άνθρωπος που ξέρει τον Καρυωτάκη ανατριχιάζει.
Ο Καρυωτάκης λάτρευε το θεό του και περίμενε την φανέρωση του θεού με τη σειρά του σ’ αυτόν.
Και ο θεός δεν ήρθε.
Ότι ο Καρυωτάκης δεν ήθελε τη μόνωση, μας το λένε εξάλλου οι παρέες του στην Αθήνα και οι φάρσες που σκάρωνε. Για να σκαρώνει φάρσες κανείς πρέπει να έχει προηγούμενα αποφασίσει πως η ζωή είναι δική του ώστε να έχει την οικειότητα να κάνει τέτοια παιχνίδια μ’ αυτήν. Τη μοναξιά την αναζητούσε συχνά, σαν μια ξεκούραση από την κοινωνική κόπωση, περιστασιακά, όπως κάθε άνθρωπος, μικρός ή μέγας.
Μα ποιος ποιητής είναι που θέλει τη μόνωση-τότε για ποιον θα έγραφε; Κάθε ποίημα δεν είναι ένα μήνυμα-πρόσκληση για συντροφιά; Δεν είναι η αρχή μιας συζήτησης που ο ίδιος ο ποιητής ανοίγει; Δεν είναι το εργαλείο που μεταχειρίζεται για να υποτάξει την ύλη, κάτι που μόνο αυτό θα του επέτρεπε να ζει απόλυτος κυρίαρχος του επίγειου παιχνιδιού;
Παιχνιδιού ναι, μα με τους όρους που ο ποιητής θέτει-και που έχει δικαίωμα να τους θέσει μιας και είναι εκείνος που αρχίζει το παιχνίδι.
Οι συνάνθρωποί του όμως, και οι γυναίκες μαζί, ή δεν πήραν τίποτε από αυτόν, ή θέλησαν να παίξουν μαζί του με τους δικούς τους όρους. Κάτι που δεν έστερξε ο Καρυωτάκης.
Η δικαίωση, η αναγνώριση του δικαιώματος αρχηγίας στο παιχνίδι, δεν ήρθε στον ποιητή παρά μόνον όταν ήταν πια αργά, όπως τα περιστέρια που αφήνει ο ναυαγός και όταν γυρίζουν «δεν είναι πια καιρός…»
Ο Καρυωτάκης δεν θέλει την μόνωση. Η μόνωση μάλιστα είναι εκείνη που του επέβαλαν και που τον σκότωσε.
Ο Καρυωτάκης γυρεύει με όλη τη δύναμη της ψυχής του τη μέθεξη, τη συντροφιά.
Ποιος αμφιβάλλει ότι ο Καρυωτάκης δεν θα αυτοκτονούσε αν στην εξορία όπου βρέθηκε, είχε την αγαπημένη Γυναίκα μαζί του;
Κοντά της θα φίλιωνε με όλους και με όλα.
Χωρίς αυτήν ήταν ένας ξένος πάνω στη γη.

Πώς να συνομιλήσει με τον θεό; Μόνο να προσευχηθεί σ' Αυτόν ταιριάζει. Μα όταν προσπάθησε κάποια φορά, να πει σε κάποια γυναίκα για τον έρωτά του, εκείνη γέλασε μαζί του. Αυτό το ξέρουμε από τους βιογράφους του.
Φτάνει αυτό για έναν Καρυωτάκη να μην προσευχηθεί ξανά στον θεό του. Δεν μπορεί να αντέξει στην βεβαιότητα πως θα έπαιρνε πάλι μια ειρωνεία για απάντηση σε μια δεύτερη προσπάθειά του.
Και δεν το κάνει.
Δεν μπόρεσε ν' αντέξει πως σαν αντάλλαγμα για
την προσφορά όλης του της ύπαρξης θα έπαιρνε την καταφρόνια.
Τo μόνο που είχε να κάνει από τότε και ύστερα, ήταν να παραιτηθεί.

Μα η Γυναίκα δεν μετράει έτσι τους πιστούς Της. Δεν θέλει Υπάρξεις, Κόσμους, Ψυχές, Ιερά, Συνειδήσεις.
Εκείνο που διψάει είναι χρήμα, διασκέδαση, θόρυβος, λούσα. Τέτοια φτηνά δεν μπορούσε να τα ανεχτεί ένας Καρυωτάκης.
Δεν έχει ζωγραφίσει με πιο καυτά λόγια τίποτε άλλο ο Καρυωτάκης όσο τη ρηχότητα της γυναίκας. Μια φουρκέτα είναι αρκετή για να βυθομετρήσει κανείς το άδειο της κεφάλι. Ακόμα οι γυναίκες είναι «ανυποψίαστα μηδενικά πλάσματα» (αν και γι αυτό ακριβώς, προνομιούχα). Και ποιος λόγος θα μπορούσε να περιγράψει καλλίτερα την Γυναίκα;

Τι άλλο θα μας έδινε τη ματιά με την οποία έβλεπε
τη Γυναίκα ο Καρυωτάκης-τη Γυναίκα που παρόλαυτά δεν έπαψε να έχει για θεό του…
Κι έτσι έπαψε η συνομιλία του Καρυωτάκη με τη Γυναίκα. Και πώς μπορεί να ζήσει κανείς όταν ο θεός του δεν υπάρχει, ή υπάρχει αλλά όλα δείχνουν ότι ο θεός δεν ενδιαφέρεται καθόλου για τον πιστό του;
Εδώ ταιριάζει ο λόγος που ο Αισχύλος βάζει στο στόμα του Ετεοκλή, στο έργο του «ΕΠΤΑ ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ» :
Θεοίς μεν ήδη πως παρημελήμεθα
χάρις δ΄αφ' ημών ολομένων θαυμάζεται'
τι ουν ετ' αν σαίνοιμεν ολέθριον μόρον;
(ΕΤΕΟΚΛΗΣ, ΕΠΤΑ ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ, 702-704)

(Λίγο πια τώρα οι θεοί εμάς μας λογαριάζουν.
Είναι γι αυτούς καλόδεχτη θυσία ο χαμός μας.
Γιατί το Χάρο ακόμα εγώ να τόνε καλοπιάνω; )

Όχι λοιπόν, ο Καρυωτάκης δεν γνώρισε "δροσερά
κορίτσια".
Δεν διέθετε ούτε την «ικανότητα» ούτε την θέληση για παρόμοιες γνωριμίες.
Και όχι, ο Καρυωτάκης δεν ήθελε τη μόνωση.
Με όλο το είναι του ποθούσε τη συντροφιά, τη συν-ουσία με τη Γυναίκα.

Όταν κανείς γεννιέται κουβαλάει μέσα του τον δικό του θεό.
Δεν διαλέγει κανείς τον θεό του.
Έτσι και ο Καρυωτάκης δεν διάλεξε τη Γυναίκα.
Γεννήθηκε φέρνοντας μέσα του τη λατρεία για τη Γυναίκα, έναν θεό που σκοτώνει τους πιστούς του.

  ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΜΙΑΣ ΣΕΛΙΔΑΣ

ΤΟΠΟΣ: παιδική χαρά
ΧΡΟΝΟΣ: 26 Γενάρη 2015, μεσημέρι.
ΠΡΟΣΩΠΑ:
ΜΙΚΡΟΣ ΑΝΤΩΝΑΚΗΣ
ΜΙΚΡΟΣ ΑΛΕΞΗΣ
ΜΠΑΜΠΑΣ ΛΑΟΣ, μπαμπάς τους
ΜΑΜΑ ΔΕΞΙΑ, μαμά τους
Άνθρωποι γύρω.

(Ο Μπαμπάς Λαός ανεβάζει και κουνάει τον Μικρό Αλέξη στη μοναδική κούνια της Παιδικής Χαράς, ενώ ο Μικρός Αντωνάκης κλαίει στην αγκαλιά της μητέρας του)

ΜΙΚΡΟΣ ΑΝΤΩΝΑΚΗΣ
Σέλω την κούνια μου…

ΜΑΜΑ ΔΕΞΙΑ
(με λατρεία και ρίχνοντας άγριες ματιές στον Μπαμπά Λαό)
Δικιά σου είναι η κούνια μωράκι μου. Αλλά ας κουνηθεί λίγο και το αδερφάκι σου. Ναι;

ΜΙΚΡΟΣ ΑΝΤΩΝΑΚΗΣ
Όσι. Σέλω μόνον εγώ…

ΜΠΑΜΠΑΣ ΛΑΟΣ
(Στον Μικρό Αντωνάκη,  δυνατά)
Έλα και συ καλό μου να κουνήσεις τον αδερφούλη σου Έλα!... Κοίτα… Ωωωωωπ… Κοίτα πόσο ψηλά πάει… Έλα… Ωωωωωπ…

ΜΙΚΡΟΣ ΑΝΤΩΝΑΚΗΣ
(κλαίγοντας γοερά, κλωτσώντας τον αέρα και χτυπώντας με τα χέρια του το στήθος της μητέρας του)
Όσι! Εγώ μόνο σέλω! Ζικιά μου κούνιαααα…

ΜΠΑΜΠΑΣ ΛΑΟΣ
Μην κλαίς γιατί θα τις φας.
( ο Μικρός Αντωνάκης στριγγλίζει)

ΜΑΜΑ ΔΕΞΙΑ
(ξεσπώντας, στον Μπαμπά Λαό)
Για τόλμα! Δεν βλέπεις που σπαράζει το
καημενούλι; Πατέρας είσαι συ;
(στον Μικρό Αντώνη)
Σώπα μωράκι μου, δικιά σου είναι η κούνια. Θα τον κάνω ντα εγώ τον μπαμπά. Μη μου κλαις μωράκι μου…
(γονείς από γύρω έχουν στρέψει την προσοχή τους στο κλάμα του Μικρού Αντωνάκη και παρακολουθούν τη λογομαχία των γονιών του)

ΜΠΑΜΠΑΣ ΛΑΟΣ
(αφήνει τον Μικρό Αλέξη να κουνιέται και πηγαίνει προς τη μητέρα χαμογελώντας στον Μικρό Αντωνάκη καθώς πλησιάζει)
Έλα το παιδάκι μου εμένα, έλα το μωράκι μου, έλα στον μπαμπά μωρό μου να πάμε να κουνήσουμε μαζί τον αδερφούλη σου. Έλα αγαπούλα μου…
(απλώνει τα χέρια προσκαλώντας τον Μικρό Αντωνάκη στην αγκαλιά του)

ΜΙΚΡΟΣ ΑΝΤΩΝΑΚΗΣ
Ζε σέλω. Εγώ σέλω κούνια. Όσι αζεφούλη  μου. Εγώ εγώ εγώ…
(δίνει μια με το χέρι του στο πρόσωπο του πατέρα του)

ΜΑΜΑ ΔΕΞΙΑ
Κοίτα πώς το κατάντησες το παιδί… Θα μου σκάσει από το κλάμα το μωρό μου. Πατέρας είσαι συ;

ΜΠΑΜΠΑΣ ΛΑΟΣ
Όχι, εσύ είσαι μητέρα. Δώστου μια στον κόλο να δεις πώς σταματάει.

ΜΑΜΑ ΔΕΞΙΑ
Να το χτυπήσω; Να χτυπήσω εγώ τον Μικρό Αντωνάκη μου;
(στρέφει με το ελεύθερο χέρι της το πρόσωπο του Μικρού Αντωνάκη προς τον Μπαμπά Λαό)
Κοίτα! Σπυράκια έβγαλε στο προσωπάκι του το μωρό μου. Από το κλάμα κι από τη σκασίλα του…

ΜΠΑΜΠΑΣ ΛΑΟΣ
Καλά καλά. Θα τα συζητήσουμε στο σπίτι αυτά. Σταμάτα το τώρα να κλαίει. Γίναμε ρεζίλι στον κόσμο… Μόνο ο Αντωνάκης να κουνηθεί δηλαδή; Ο Αλέξης δεν είναι παιδί σου;
(στον Μικρό Αντωνάκη γλυκά-γλυκά))
Έλα μωρό μου. Να μην κουνηθεί λίγο και ο αδερφούλης σου; Έλα μωρό μου, κάνε τη χάρη στον μπαμπάκα που σε αγαπάει πολύ και πάμε να δώσεις ένα φιλάκι στο αδερφάκι σου. Έλα στον μπαμπά μωρό μου και θα σου αγοράσω εγώ μια μικρή κούνια να είναι μόνον δικιά σου. Να φτάνουνε τα ποδαράκια σου στο χώμα και να κουνιέσαι μόνος σου. Αυτή κοίτα… είναι μεγάλη για σένα και μπορεί να πέσεις κάτω και να χτυπήσεις το κεφαλάκι σου. Έλα μωρό μου…

ΜΙΚΡΟΣ ΑΝΤΩΝΑΚΗΣ
Ζε σέλω μική κούνια. Σέλω τη μεζάλη.
(δίνει μια στο πρόσωπο του πατέρα του και χώνεται όπως πρώτα στην αγκαλιά της μητέρας του ουρλιάζοντας. Ο Μπαμπάς Λαός πηγαίνει στον Μικρό Αλέξη)

Μικρός Αλέξης
Ζε σα έσει;

ΜΠΑΜΠΑΣ ΛΑΟΣ
Όχι μωρό μου, δε θα έρθει. Θα πάει στο σπίτι με τη μαμά. Θα παίξουμε μόνοι μας.

ΑΥΛΑΙΑ

Πέμπτη 29 Μαΐου 2025

 Ο  ΗΝΙΟΧΟΣ  ΤΩΝ  ΔΕΛΦΩΝ

Πάει ο Πολύζαλος και τ'  άλογο.
Πάει και τ'  άρμα.
Οι Φαιδριάδες τ'  αφανίσανε.

Μας έμεινε ο ονειρικός Ηνίοχος
με τα σκεπτόμενα μάτια
μεσόκληρος δυο εποχών
γαλήνια ακίνητος μετά από τον αγώνα
θριαμβευτής
να οδηγεί αόρατο ένα άρμα.
Ίσως την Τέχνη παραπέρα.



ΤΟΥ ΚΡΕΒΒΑΤΙΟΥ ΤΟ ΒΗΤΑ

Πάντοτε με διορθώνουν-
οι ανόητοι-
πως το κρεββάτι μ’ ένα βήτα γράφεται.

Δεν είναι βέβαια ποιητές.

Αν ήταν, θα ’ξεραν
πως άδειο το κρεββάτι μ’ ένα βήτα είναι,
όπως με μόνο αυτούς επάνω του.

Το δεύτερο το βήτα ειν’ η γυναίκα.



ΟΤΑΝ

Όταν
στον τελειωμό της μάχης της μεγάλης
του γυρισμού τον δρόμο παίρνεις νικημένος
κι ακούς ακόμα να ηχούνε καθαρές
του νικητή σου οι χαρούμενες ιαχές
κι η κόλαση ξεχύνεται ξοπίσω σου και μπρος σου φοβερή…
τότε
δεν ωφελεί παράδεισους να σκέφτεσαι.
Για φαντασιώσεις πια καιρός δεν είναι.

Τα βήματά σου σύρε και βολέψου
όπως μπορείς σε μια γωνιά
και τυχερός πολύ να θεωρείσαι
που εκεί σ’ αφήνουνε να μείνεις.

Για δίκαιο μη μιλήσεις.
Για δόλον του εχθρού ή ατιμίαν του στη μάχη.
Τα τέτοια σβήστα από τη σκέψη σου τελείως
και από τώρα ήσυχα να ζεις και μετρημένα
με προσοχήν προσέχοντας μεγάλην
μη κάτι που θα κάνεις ή θα πεις
τόνε θυμώσει τον εχθρόν που νικητής εμπήκε στη ζωή σου.
Και ξέρεις δα οι νικητές τι εύκολα θυμώνουν.



ΒΥΖΑΝΤΙΟ 1439

«Πόσο μας παίδεψαν κι αυτοί οι Λατίνοι…
Για να μας δώσουνε λίγη βοήθεια
ζητούσαν να ξεχάσουμε την πίστη μας.
Καθόλου δεν τους άγγιξε η λαμπρότητα κι ο όγκος
της αντιπροσωπείας μας: εφτακόσοι! Ό,τι καλλίτερο
το πνεύμα κι η εξουσία μας είχε να δείξει.
Και επικεφαλής ο βασιλιάς μας!

Τίποτα αυτοί.
Ανυποχώρητοι.

Εμείς από την άλλη τι να κάναμε;
Πώς να φυλάξουμε ορθή την πίστη
με τον Μουράτ απέξω από την Πόλη;..

Δυο χρόνια κράτησαν οι συζητήσεις.
Και συσκεφτόμασταν...και συσκεφτόμασταν…
Κουράστηκα στο τέλος.

Και φύγαμε ατιμασμένοι απ’ τη Φερράρα-
υποχωρήσαμε στο σπουδαιότερο:
δεχτήκαμε πως "εκ" σημαίνει "δια".
Πώς χάρηκαν οι βρωμεροί που μας ταπείνωσαν…

Όμως στην Πόλη σαν ξαναβρεθήκαμε,
μες στις εικόνες μας και στα λιβάνια,
κι όταν βυθίσαμε στους ύμνους πάλι
και στα τροπάρια της Ορθοδοξίας μας,
αλλάξαμεν απόφασιν αμέσως:
έτσι κι αλλιώς θα χάνονταν η Πόλη:
καλλίτεροι οι Τούρκοι απ’  παλιο-Λατίνους".









  Ο ΓΑΜΟΣ
 
Παντρεύεται ο λόφος
και παίρνει την κυρα-Άνοιξη.
Οι μυγδαλιές κοιτάζουν
το θέαμα με κατάνυξη.
 
Μαργαριτούλες πλέκουν
στεφάνι νυφικό
των μερμυγκιών με χάρη
καλπάζει το ιππικό.
 
Κρατούν οι πεταλούδες
την άκρη του φορέματος
πλαντούν οι παπαρούνες
στο χρώμα του αίματος.
 
Κι ως φεύγει ο κυρ-Χειμώνας
γυρνά την κεφαλή
και στέλνει στο ζευγάρι
χαρούμενο φιλί.





ΣΤΗΝ ΠΙΚΡΗ
 
Μέσα στην ησυχία
θόρυβοι κάτι αλαφροί έρχονται απ' τον καφέ του.
 
Μπορεί να πει πως κάποιος δαίμονας
εμπήκε στο φλιτζάνι του
και κει ότι τα μάγια του δουλεύει.
Και λέγοντας αυτό
θα ξέφευγε από το απίστευτο να πει
ότι ακούει τα βιαστικά κι ανάλαφρα-
τα μυστικά πατήματα της ζάχαρης
καθώς μες στον καφέ του τον πικρό διαλύεται.
 
Απίστευτο γι αυτόνε όχι-γιατί αυτός
ολημερίς μες στη σιωπή
της μοναξιάς τους ήχους τους λεπτούς ακούει
καθώς αυτή μες στην πικρή
γλυκαίνοντάς τηνε διαχύνεται ζωή του.

Τετάρτη 28 Μαΐου 2025

 ΡΟΔΟ

Του θανάτου τη χλωμάδα
και τον τρόμο είχε σπείρει
σ’ ένα ρόδο, που ως εμάδα
κι εμαράθη, κι έχει γείρει,

τα ωχρά του φύλλα εγίναν
τετραδίου άσπρα φύλλα
που αχόρταγα επίναν
το φαρμάκι που ’ξεχείλα

από της ζήσης του τα βάθη.
Και ρουφήξαν τα φαρμάκια
και τους πόνους και τα πάθη
τα ποθάνοιχτα χειλάκια,

και ποιήματα τα φτιάξαν-
τι άλλο θα ’φτιαχναν τα ρόδα.
Κι έτσι όλα ως τα ταιριάσαν
τα καθένα τους ευώδα.

Κι η λεπτή αυτή ευωδία
μες στο κάθε τους θα μένει
ποίημα, σαν μια αιωνία
και πιστή αγαπημένη.

Και αυτό θα ευωδάει
και θα είναι τ’ άρωμά του
όχι λούλουδου του Μάη
μα του ρόδου του θανάτου.

Σε ποιημάτων ένα τόμο
τη ζωή του έχει απλώσει
κι απ’ τη φρίκη και τον τρόμο
σαν ο χάρος τον λυτρώσει,

μες στον τόμο αυτόν θα κείται
ολοζώντανα κλεισμένος
κι ας θαρρούν όλοι πως είναι
μες στη γη κι αυτός θαμμένος.


ΘΑ  ΜΑΣ  ΠΑΙΔΕΥΕ

Κι αν το  ’βλεπα που στην ουσία ήταν κλοπή
μα ν’ αντιδράσω δεν μπορούσα.

Στα τέτοια το Συμβούλιον ήτο ανένδοτον.

"Η μάνα μου η άρρωστη...
τα φάρμακα... οι γιατροί..."
όλο αυτά αράδιαζε.

Αυτά είναι υποθέσεις καθαρά ιδιωτικές.
Εμάς το ανεξόφλητο γραμμάτιο μας πονά.
Όσοι δεν έχουν να πληρώσουν τέτοια λένε.   
Κι αν τους ακούγαμε,
τώρα κι εμάς
κάποιο ανεξόφλητο γραμμάτιο θα μας παίδευε.

Τρίτη 27 Μαΐου 2025

 ΣΤΗΝ ΑΝΝΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
     ΤΟΥ ΔΥΟ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΔΩΔΕΚΑ

 
1.
Τα χέρια σου πλάθουν κάθε πρωί
Τη ζύμη της ψυχής μου
Και όποιο σχήμα εκείνα θέλουνε
Της δίνουν.

Η μορφή σου συντροφιά μου
Σε κάθε βήμα μου μεσ’ στην ημέρα.

Πίκρες αιώνων εκβράζει η ύπαρξή μου
Σε κάθε σου φανέρωμα.

Με τη λάτρα της ημέρας
Τις σαρώνεις κάθε πρωί
Ανυποψίαστη ότι έτσι
Με προσφέρεις λιγότερο ένοχο
Στον Χρόνο,
Στη Δίκη,
Στην αιωνιότητα-
Ποτάμι εσύ, εμένα,
Τον αιώνια για σένα διψασμένον.

 


2

Για μένα
Που σου προσφέρω δώρα
Χρήματα
Υπηρεσίες
Θα έλεγε κανείς
Πως ο κύριος του παιχνιδιού είμαι.

Λάθος.
Εσύ μ’ εξουσιάζεις.

Με το μικρό σου δαχτυλάκι για μπαγκέτα
Ό,τι διατάζεις κάνω.
Και όχι μόνο ό,τι μου πεις
Μα κι ό,τι σκέφτεσαι.

Με τον πόθο μου-σφαίρα σιδερένια-
Πετώντας τον ανάερα ψηλά
Σαν φουσκωτό μπαλόνι
Παίζεις,
Και μ’ αυτό χαίρεσαι σαν παιδί.

Με κατέχεις ολοκληρωτικά και ακατάπαυστα.

Και σίγουρη πολύ για την κατοχή σου είσαι
Όπως άτομο, τότε-
Τον καιρό που η διάσπασή του,
Ακόμα στο μυαλό κανενός Φυσικού επιστήμονα
Δεν ήταν.

 


3.

Ομορφιά; Και τι θα πει ομορφιά;
Κι άλλες ειν’ όμορφες. Στο κάτω της γραφής
Η ομορφιά στο μάτι βρίσκεται ’κεινού που βλέπει.

Μα η σεμνότητα;
Το τακτ;
Η σιγουριά
Ότι ποτέ απ’ αυτό το στόμα
Λέξεις που δεν ταιριάζουν δεν θα βγούν;

Η σοφία στο μοίρασμα της προσοχής
Σ’ ότι κάθε φορά την απαιτεί
Και την αξίζει;

Και η βεβαιότητα
Πως πάντοτε το φέρσιμό της
Αρμονικό με όλα θα είναι
Έτσι που με την κάθε μια στιγμή-
Η τελευταία του κόσμου σαν να ήταν- δένει,

Αυτά
Ποια τα ’χει άλλη;
 

4
Τόσο αγνή κι αμέτοχη
Τόσο σεμνή κι αμόλυντη,
Κάθε φορά που σε αγγίζω μόνο
Αμαρταίνω θαρρώ.

Κι η δίνη όταν τα φύλλα και το χώμα της αγάπης μου αρπάζει,
Ψηλά ως τον ουρανό τα στροβιλίζει, και μετά
Τις στάχτες τους αφήνει στο κορμί σου πάνω
Νομίζω πως
Έτσι αγία που είσαι
Σε ατιμάζω.

Όμως
Φορές
Η δικιοσύνη αστράφτει μέσα μου
Και λέω: γιατί να νοιώθω ένοχος-
Μήπως ο έρωτας
Η αγιοσύνη των θνητών δεν είναι;

 

5

Η καλημέρα σου τη νύχτα διώχνει.
Κι ο ήλιος των ματιών σου τη λαμπρή τη μέρα φέρνει.
Βουβαίνονται τ’ αηδόνια όταν μιλάς
Κι όταν μ’ αγγίζεις
Ερωδιών στρατιές
Μέσα στου κόσμου τ’ άνθη ερωτεύονται.

Και όταν κάποτε
Ρωγμές το φράγμα της αγάπης σου χαράζουνε
Κι όταν το σπάζουν
Ούτε σταγόνας μνήμη πια δεν μένει
Για τον μεγάλο χαλασμό να πει…

Μόνον εσύ
Ήρεμη πια θωρώντας τα χαλάσματα,
Ξέπνοα «σας αγαπώ»
Τους ψιθυρίζεις.

 

6

Των Χριστουγέννων το έλατο
Γιατί εσύ το στόλισες
Λάμπει.

Στολίδι του η λαμπράδα των χεριών σου
Που από παντού το κύκλωναν.
Μουσική του το σιγανοτραγούδισμά σου
Βγάζοντας από τα κουτιά
Και στον προορισμό τους οδηγώντας
Αστέρια, αγγέλους, μπάλες και χρυσοβροχή.

Και μόνο πιο λαμπρά στο σπίτι μέσα φέγγει
Όχι καμία λάμπα ξέρω ’γω πόσων κηρίων
Παρά εγώ,
Απ’ του φιλιού σου το λαμπύρισμα
Ολάκερος λαμπαδιασμένος.

 


7

Το σύμπαν στην παλάμη σου κρατάς.
Κι εγώ απέναντί του πώς να μετρηθώ
Που μόριο ένα σκόνης μέσα του είμαι;
Και πώς να σου ειπώ το σαγαπώ
Που η φωνή μου να σε φτάσει;

 Γι αυτό αφήνομαι.

Αφήνομαι αρκούμενος στο χέρι σου ότι με κρατάς,
Με προσδοκία κρυφή
Πως σ’ νέο ένα μπινγκ μπάνγκ,
Σ’ έκρηξη μία κάποιου σουπερνόβα,
Ή έστω σε κάποιας χαοτικής εξίσωσης το «νι»
Του ρόδο σου το στόμα θα φιλήσω.

 



8

Ό,τι κατέχω
Το στοιχημάτισα επάνω σου:
Μαύρο κι όλα πάνε του χαμού-
Κόκκινο, διπλά τα κάνω.

Δε μου ’μενε και άλλο τίποτα,
Λοιπόν γιατί
Απ’ το παιχνίδι να είχα μείνει μακριά;

Μα να! Χοροπηδάει κιόλας
Πα’ στους αριθμούς η μπίλια.
Σιωπή όλα!

Την αγωνία να ζήσω μόνο της στιγμής,
Αυτό μπορεί και να ’ναι τέλος
Η όλη αξία του στοιχήματος.

Σιωπή όλα!

 


9

Στο δέρμα σου τριαντάφυλλα ευωδούν.
Μέλισσες του Έρωτα
οι αντρικές οσμές σε τριγυρίζουν.
Η Πλάση με δροσιά νοτίζει ρίζες κι ανθοπέταλα.

Και, ο διαφεντευτής εγώ
και ο περιβολάρης τους,
Μες σε χρυσή καδένα-της καρδιάς μου
Το απόσταγμα της ευωδιάς τους φυλακίζω,
Όμοια καθώς ο ποιητής
Μέσα στους στίχους του
Ανάμνηση Άνοιξης φυλάττει
Για τον βαρύ Χειμώνα.

Δευτέρα 26 Μαΐου 2025

 ΟΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΕΛΛΗΝΙΔΕΣ ΚΟΥΜΟΥΝΙΣΤΡΙΕΣ

(Τα περιστατικά και τα επί μέρους στοιχεία έχουνε παρθεί από το γράμμα της Καίτης Ζεύγου προς τον ΟΗΕ της 8-10-1950)



“Η Ιστορία δε γίνεται επιστήμη παρά όταν οι άνθρωποι έχουν θελήσει να διευθύνουν καθαρά την Ιστορία τους.”
Χέγκελ, Φιλοσοφία της Φύσης


“Από τον αληθινό αντίπαλο παίρνεις άπειρο θάρρος.”
Φ. Κάφκα, Τα μπλε τετράδια



Η ΓΙΑΓΙΑ Η ΜΑΜΑΛΙΝΑ

Οι αριθμοί δε φτάνουν να μετρήσω.
Το ένα μου παιδί σκοτώθηκε στην Αλβανία.
Αχ! Το "ένα" όταν πεις, τους αριθμούς τους είπες όλους
όπως όταν λέμε "ρόδι" έχουμε τα σπόρια του όλα πει.

Το άλλο το σκότωσαν οι Γερμανοί.
Καθάριζα χόρτα για το μεσημεριανό του όταν μου το 'πανε.
Τ’ αποκαθάρισα, τα έπλυνα, τα έβρασα
και το μονοπάτι επήρα για την άλλη γειτονιά.
Ήξερα κει εν' άρρωστο παιδί, φίλο του γιου μου.
Του τα ‘δωσα.
Τι να μετράς; Οι αριθμοί δε φτάνουν να μετρήσεις ως το δύο.

Το τρίτο μού το σκότωσε το απόσπασμα
γιατί μιλούσε για λευτεριά και για δημοκρατία.
Μ' ένα μαντήλι πήρα λίγο από το αίμα του
κι έβαψα εν' άσπρο κρίνο στην αυλή. Από τότε
κόκκινοι ως τα σήμερα μαθαίνω
πως βγαίνουνε οι κρίνοι στην αυλή μου.

Μου μένει ένα στερνό παιδί.
Το ψάχανε γιατί έκανε αντάρτης κι έπρεπε
γι αυτό, λέει, να πεθάνει.
Και με βασάνιζαν ενενηντάχρονη
για να τους πω πού κρύβεται.

Δεν άνοιξα το στόμα μου.
Φυλακή με βάλανε ισόβια (ισόβια…
ως και τις λέξεις βασανίζουνε…)
Και είμαι σίγουρη πως όσο και να ψάξουνε
ποτέ τον γιο μου αυτόν δε θα τον βρούνε. Γιατί πονετικά
σαν μάννα που αληθινά φροντίζει για το γιο της
σπόρο στη μήτρα πάλι-μέσα μου-τον έβαλα.




ΜΑΡΙΑ ΤΣΑΛΜΑ

Αν γυμνωνόμουν, οι συντρόφισσες θα βλέπανε
να 'ναι με μαχαιριές σημαδεμένο το κορμί μου όλο.

Ζωγράφισα στον τοίχο του κελιού μου μια γυναίκα
με ίδια σημάδια στο κορμί σαν τα δικά μου
και λέω πως καθώς εγώ, έτσι και κείνη τάχα
έχει χηρέψει από τους Ιταλούς,
οι Γερμανοί τα δυο παιδιά της έχουνε σκοτώσει, κι η ίδια
ήταν γραμμένη στο ΕΑΜ.
Γι αυτό και τήνε πιάσανε.

Και κάποια νύχτα τη σηκώσανε στις δύο
τη δέσαν σ' ένα ξυλοκρέβατο και λίγο λίγο
τήνε τρυπούσανε με τα μαχαίρια τους φωνάζοντας
σε κάθε νέο χτύπημα: "Λαϊκή δημοκρατία"
δυνατά.

Και χαίρομαι γιατί αυτήνε-τη ζωγραφισμένη:
να τη σκοτώσουν οι φασίστες δεν μπορούν
όπως εμένα θα σκοτώσουνε σε λίγες μέρες-γιατί
μετά 'πο τα βασανιστήρια
με δικάσανε εις θάνατον.



ΑΜΑΛΙΑ ΓΑΛΑΤΣΗ

Το αεροπλάνο αποτελείται από ένα σύστημα πτερύγων και από μία λέμβο που ονομάζεται άτρακτος και που είναι προσαρμοσμένη στο σύστημα πτερύγων. Στην άτρακτο μέσα υπάρχουν τα όργανα χειρισμού του αεροπλάνου και κάτω απ' αυτήν το σύστημα προσγειώσεως. Οι κινητήρες και οι έλικες τοποθετούνται στην πρώρα του αεροπλάνου, εκατέρωθεν αυτής, εντός των πτερύγων.

Όλα τα ξέρω για τ' αεροπλάνα.
Μου τα 'λεγε ο αδερφός μου.
Αεροπόρος. Του άρεσε αυτό
κι εγώ τον άφηνα να μου τα λέει.

Έπεσε στην Αλβανία.

Ο άλλος μου αδερφός και ο πατέρας μου κρεουργήθηκαν
από οργανώσεις παρακρατικές.
Η γιαγιά μου, η αδερφή μου και η νύφη μου, εκτελέστηκαν
από τις ίδιες οργανώσεις.
Τρεις γυναίκες, τρεις άντρες
ξεπαστρεμένοι.

Σωστό ξεκλήρισμα. Κι εγώ
από στρατοδικείο δικασμένη δεκαπέντε χρόνια
γιατί δεν αποκήρυχνα ιδέες
που όλοι αυτοί για κείνες εσκοτώθηκαν…

Δυο χρόνια είμαι μέσα.
Θέλω άλλα δεκατρία.



ΤΣΙΡΟΓΙΑΝΝΗ

Με πιάσανε οι χωροφύλακες γιατί κατέβασα
την αμερκάνικη σημαία απ' το σχολείο της γειτονιάς.

Για ημέρες μ' είχανε στη φάλαγγα.
Μετά με πιάσαν με το βούρδουλα.
"Ώσπου να κατουρήσεις αίμα!",μου 'λεγαν.
Και κατούρησα αίμα.

Ο άντρας μου έπεσε στο Μέτωπο.
Το σώμα του δε βρέθηκε.
Φρουρός αιώνιος έμεινε της λευτεριάς.

Εμένα με δικάσανε ισόβια.




ΑΝΝΑ ΣΤΑΜΑΤΑΤΟΥ

Και που ζω
γιατί;
Ως και τα βασανιστήρια που μου κάνουν, σκέφτομαι
ότι κι αυτά κανένα νόημα δεν έχουν και πως τίποτα
καλό δε φέρνουν σε κανέναν.
Άστοχα.

Να! Τώρα, στις δέκα, θα 'ρθουν να με πάρουνε.
Θα βάλουν πάλι μες στο φύλο μου ένα ρόπαλο
και θα με βιάζουν να βαδίζω έτσι.
Στις δέκα.
Ότι ο ήλιος δε θα βγει είναι πιθανότερο
παρά ότι αυτοί δε θα 'ρθουν.

Τρία παιδιά έχασα. Δύο
μου τα πήραν τα γερμανικά αποσπάσματα. Το τρίτο
έπεσε στο Μάλι-Μάδι. Κι εγώ
πέφτω εδώ κάθε μέρα, κάθε ώρα,
όπως το χέρι που κρατάει εν' άνθος
κομμένο από μια σπαθιά κάθε φορά
μηχανικά πέφτει.





ΜΑΡΙΑ ΜΑΥΡΟΜΑΤΙΔΟΥ

Τη μέρα που με πιάσαν τέλειωσε η ζωή μου-στη φυλακή
τα υπόλοιπα τα χρόνια μου θα ζήσω.
Όμως αγωνίστηκα'
έκανα κείνο που στο μερτικό μου έπεφτε
για να 'ρθει η λευτεριά στον κόσμο.

Ο κυρ-Γιώργης μου 'λεγε: "Μπορεί ποτέ
ν' αφήσουνε στους ρώσους οι αμερκάνοι την Ελλάδα;"
Πόσο κοντά έβλεπε ο κυρ-Γιώργης..
Εγώ δεν ήξερα
ρωσίες κι αμερικές-ήξερα μόνο
πως πρέπει οι άνθρωποι να ζούνε λεύτεροι
και τώρα και μετά και πάντα. Και όχι μόνο
οι άνθρωποι της Ελλάδας ή δεν ξέρω ποιου
κράτους από τα τόσα που εφτιάξανε,
μα της γης όλοι οι ανθρώποι.
τι να 'λεγα όμως στον κυρ-Γιώργη; Αυτός-καλή του ώρα-
μόνο στον μπεζαχτά είχε το νου του.

Τη μέρα που με πιάσαν τέλειωσε η ζωή μου.
Και είμ' ευτυχισμένη.
Κι η φυλακή παράδεισος-γιατί τι άλλο
παρ' η εκτέλεση του υπέρτατου καθήκοντος
κάνει τον άνθρωπο ευτυχισμένον;

Είχα έναν άντρα μια φορά.
Κι είχα ένα γιο.

Μια μέρα
στην Κατοχή
στο μπλόκο
στην πλατεία
ένας κουκουλοφόρος ύψωσε το χέρι και τους έδειξε.

Τώρα μαζί και με τους δυο στον τόπο είμαι
που ζωντανούς δεν ξέρει ή πεθαμένους παρά μόνο
τιμή
αξιοπρέπεια και καθήκον.



ΜΑΡΙΑ ΖΩΓΟΥ

Όταν ο Άρης βγήκε στο βουνό
ως και τις πέτρες εξεσήκωσε
και πόδι φασιστών να τις πατήσει δεν ανέχονταν.

Ο ένας μου γιος κι ο αδερφός μου ήταν δυο λεβέντες
από τους τόσους που ακολούθησαν τον Άρη.
Χαθήκανε μαζί του,

Ενίκησε ο φασισμός.
Λοιπόν;
Οι νικημένοι όλοι πρέπει να πεθάνουν;

Μα έτσι αποφάσισε ο Βαν Φλητ. Κι οι υποταχτικοί του
πήραν τις πέτρες που τους κακοπόδιζαν
και χτίσανε μ' αυτές τη φυλακή ετούτη
και μέσα της τους ανυπόταχτους εβάλαν.

Μ' αν εφοβόνταν μια γυναίκα εξηντάχρονη και με φυλάκισαν
γιατί είν' ανάγκη να με βασανίζουνε
χτυπώντας με παντού με κείνη τη σανίδα την καρφιά γεμάτη;

Δεν ξέρουν όμως πως από το σουρωτήρι του κορμιού μου
βγήκε ο πόνος
και το μίσος
κι η αιτία του κάθε τι.
Και πως χτυπάνε συνακόλουθα με τη σανίδα
εν' άδειο απ' όλα-εν' άψυχο κορμί
που τους κουράζει μοναχά και τίποτ' άλλο.




ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΟΥΣΑΝΔΡΑ

Στις τρεις Ιούλη, τρία χρόνια πριν, η αστυνομία
το Μετοχικό πυρπόλησε και ύστερα
κουμουνιστές αρχίνησε να πιάνει ότι τάχα
εκείνοι βάλαν τη φωτιά.

Στις δεκατέσσερες Ιούλη πιάσανε κι εμένα. Μαζί
τα τρία μου παιδιά,
πέντε ανήψια μου,
δύο ξαδέρφες μου και τον γαμπρό μου.

Δυο μήνες ύστερα, μονάχη απ' όλους, ζωντανή έμεινα εγώ,

Ούτε να πονέσω δεν επρόλαβα.

Η Καίτη έκανε παράπονα στον ΟΗΕ.
Της είπα να μη βάλει μέσα τ' όνομά μου.
Δε θέλω να καλυτερέψει τίποτα για μένα
Τα θέλω τα βασανιστήρια: απομόνωση
σε μικρά κελιά ένα επί ένα,
ξύλο μέχρι να σπάσουνε τα κόκαλά μου,
λιτάρισμα,
ξεγυμνώματα,
βελόνες στα νύχια μου,
βραστά αυγά στις μασχάλες.

Θέλω να χαίρομαι γνωρίζοντας
από τι γλίτωσαν όσοι εχαθήκαν
και να βλέπουνε κι αυτοί από κει που είναι
γιατί δεν πρόλαβα
και για κείνους λίγο.να πονέσω.



ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΣΑΡΑΤΣΗ

Έβλεπε τη φωτογραφία των παιδιών μας
σκοτωμένων
κι έσκαζε στα γέλια.
Είχε τρελαθεί από τα βασανιστήρια
της Μακρόνησος. Εγώ
κλεισμένη εδώ, δεν το 'ξερα.
Μου το 'παν οι συναγωνίστριες
που έρχονταν σακατεμένες από κει.

Η ιστορία μου είν' η ιστορία της Ελλάδας.
Τρία παιδιά εγέννησα,
λες ένα για την κάθε μας καταστροφή: Αλβανία,
Αντίσταση,
Εμφύλιος.
Κι έτσι κλεισμένη εδώ, έχω αρχίσει
και λέω πράγματα παράλογα. Και λέω τάχα
πως είμ' εγώ η ίδια η Ελλάδα,
ότι τα τρία παιδιά μου είναι
η Αλβανία, η Αντίσταση κι ο Εμφύλιος,
κι ότι ο άντρας μου ο τρελός είν' ο λαός μου.

Και πιότερο ταιριάζει στην παραλοή μου
το που ο λαός μου είναι τρελός
γιατί αν δεν ήτανε-πέστε μου αγάπες μου-
θα τα 'βαζε με τέσσερα θεριά ολομόναχος-
γερμανοϊταλούς κι αγγλοαμερκάνους;



ΕΛΕΝΗ ΜΠΟΥΡΜΗ

Ένα πατέρα κι έναν αδερφό θρηνώ εγώ-
αυτών μονάχα ο Τρούμαν εδογμάτισε το θάνατο.

Και ντρέπομαι να βγω μπροστά σε κείνους
που δε θρηνούν τη ρίζα και τα κλώνια
μα και τ΄άνθια τους.

Γι αυτό-αχ πόνε μου-
στο δάσος μέσα της πατρίδας μια ιτέα
κλαίουσα έχω γίνει και θρηνώ σαν να τα γέννησα
όλα τα δύστυχα παιδιά
που κόπηκαν ακάρπωτα κι αμύριστα
μ' ελληνικό μαχαίρι που το κράταγε
που χέρι αμερκάνικο κρατούσε.




ΓΑΡΥΦΑΛΙΑ ΔΟΥΝΑ

Χωρίσανε στα δύο την ψυχή μου' γερμανοί από τη μια
και στρατοδίκες έλληνες από την άλλη.
Και πήραν τα κομμάτια της-τα δυο αδέρφια μου.

Να τους μισήσω μη μου ζητάτε.
Να τους λυπηθώ ναι.
Ούτε όταν τα καλώδια μου εφαρμόζουνε
και με περνάν με ρεύμα-ούτε τότε
κατάρες ή βρισιές δε βγαίνουν απ' το στόμα μου-οι φωνές μου
πόνου φωνές-ανθρώπινες είναι μονάχα.

Ξέρετε
μάλιστα
φορές φορές τους λέω ευχαριστώ
γιατί όσο πιο μεγάλο το κακό που κάνουν
τόσο πιο θεριεμένα κι άγρια θα 'ρθουν τα καλά
που τόσοι όπως εγώ για κείνα υποφέρανε:
η πανανθρώπινη ελευτεριά
η ειρήνη η παγκόσμια
η Ανθρωπιά.



ΑΝΘΟΥΛΑ ΠΑΛΗΚΑΡΙΔΟΥ

Με βιάσανε μπροστά στα δυο παιδιά μου.
Μπροστά μου εκτελέσανε τον άντρα και τον αδερφό μου.
Δυο μέρες ύστερα απ' τις εκτελέσεις
με καταδίκασαν σε θάνατο
Είναι γιατί με λυπηθήκαν τάχα
ή γιατί νομίζουν
ότι ο θάνατος κακό θα 'ναι για μένα κάτι;



ΜΟΣΧΩ ΞΑΝΘΟΥ

Μ' έχουν μερόνυχτα άυπνη και με χτυπάνε.
Δεν ξέρω πια τι πιο πολύ πονάει-
το ξύλο; η αυπνία;

Κι ενώ με βασανίζουνε, ανοίγει η πόρτα ξαφνικά
και μπαίνει κάποιος που μ' αρπάζει
από τα χέρια εκείνων που με δέρνουνε
με ρίχνει πάνω σ' ένα στρώμα
και με βιάζει.
Μετά σειρά έχει άλλος..κι άλλος..

Το κορμί μου κατάμαυρο.
Το στήθος μου ρημαγμένο' η δεξιά του ρόγα
κρέμεται κομμένη.Το φύλο μου όχι μια
παρά πολλές πληγές αιματηρές.

Τους τελευταίους βιασμούς δεν τους θυμάμαι
γιατί αμέσως μόλις με ξαπλώσουνε
πριν απ' αυτούς βρίσκει ευκαιρία ο ύπνος
και αυτός πρώτος με παίρνει.



ΕΙΡΗΝΗ ΛΙΑΚΑ

Την ευχαρίστηση έχω σε πόσους άντρες δώσει!
Όλοι οι χαφιέδες της Ασφάλειας
και οι σπιούνοι της Αμάγκ
περάσαν από πάνω μου,
Αν ήμουν πόρνη θα 'χα τώρα θησαυρίσει.

Είμαι τυχερή, μου λένε; γιατ' είναι όμορφη, αλλιώς
θα 'χα πεθάνει τώρα.

Πως είμαι όμορφη το ξέρω-κουμουνιστικό άσχημο
τίποτα δεν υπάρχει.-όλες μας είμαστ' όμορφες εδώ.

Τέλος,
απ' τα πολλά τα σπέρματα που δέχτηκα,
κάποιο
δέθηκε μέσα μου και γέννησα εν' αγόρι.
Τώρα εκείνο βρίσκεται σε κάποιο ίδρυμα
κι εγώ εδώ να με χτυπάν και να με βασανίζουνε
και να με βιάζουν όποτε τους κάνει κέφι.



ΠΕΠΗ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ

Να κλαίει βέβαια κανείς είναι γελοίο
αφού αξία καμία δεν κακοπαθαίνει
ούτε αφανίζεται.
Κι αξία δεν υπάρχει πια καμία-όλες τους
όπως κι εμάς,
αφού τις βασανίσαν πρώτα, τις εκτέλεσαν.

Μπορείς να κλάψεις για καλό κάτι που υπάρχει
και συ να το 'χεις δεν μπορείς. Όμως
υγεία, ηθική, τιμιότητα, ανθρωπιά και λογική
πάνε πια.

Μία κανονικότητα μονάχα μένει γεγονότων
κάθε ημέρα ίδιων: ξύλο στις δέκα,
φάλαγγα το απόγεμα
και το βράδυ κατάβρεγμα με κρύο νερό.
Και σήμερα σαν ν' άργησαν-
Ε! Φρουροί!..




ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΓΚΙΤΗ (δεκαεξάχρονη)

Περίμενα σαν Άνοιξη το γάμο μου
που όλα μου τα κλαριά μ' άνθη θα γέμιζε.
Να χύσω μες στα πέταλά τους της ψυχής μου το άρωμα
να ευωδιάσει η Πλάση.

Αντίς γι αυτό με βιάσανε.
Κι ως και οι ρίζες μου ξεράθηκαν.



ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ ΤΣΙΝΑΒΟΥ

Είμ' έγκυος.
Χτες το κατάλαβα.
Αν ζήσω ως τότε θα 'χω ένα παιδί.

Τον καιρό που το ’πιασα μια παρέα χίτες με γλεντούσε.
Έξω τα δέντρα λάμπανε τότε-σαν να 'χε πάντα μόλις βρέξει-
και τα λουλούδια εφαντάζαν με ζωηρότερα
χίλιες φορές από άλλοτε τα χρώματα στο πρόσωπό τους.
Όλα έξω τότε ήταν ολοκάθαρα,
γιατί τη βρώμα όλη
στη φυλακή την είχανε μαζί τους οι βιαστές φερμένη
και την αδειάζαν μέσα μου με τα χοντρά όργανά τους.

Να 'ταν από την τόση βρώμα να 'βγει κάτι αγνό
όπως από την κόπρο το λουλούδι!
Να 'ταν να βγάλω εν' αγνό παιδί!..μα πώς
με τέτοιο ένα τέρας-όποιο-για πατέρα;



Π.ΠΟΛΥΧΡΟΝΙΔΟΥ

Όπως ο κλέφτης ένα σπίτι διαλέγει να διαρρήξει
και την πόρτα του με εργαλεία
ειδικά της δουλειάς του
προσπαθεί μάταια ν' ανοίξει, γιατί εκείνη
αντιστέκεται και δυσανασχετεί
έχοντας στο νου της
αντίς τα εργαλεία ετούτα
το κλειδί που για κείνηνε φτιαγμένο είναι
και ο κλέφτης
χολωμένος και ανυπόμονος βρίσκεται
γιατί τον κεντρίζει
το πάθος ή η ανάγκη της κλοπής κι η λεία η εύκολη, επειδή
ερημικό και άδειο το σπίτι είναι,
και τέλος
με μια κλωτσιά στην κλειδαριά
την πόρτα ανοίγει,

έτσι και μένα ο βιαστής με παίδεψε
ώσπου (φόβο μην έχοντας αυτός κανένα)
απαυδισμένος,
σαν ο αδικημένος ιδιοκτήτης να 'τανε,
με μια γροθιά
συντρίμμια μ' έκαμε.



ΣΟΦΙΑ ΚΩΦΟΥ

"Πουτάνες! Εδώ κυβερνάει ο Γκρήνσγουολντ!"
Αυτή την κραυγή άκουγα
Δεμένη στα κάγκελα του κρεβατιού
που πάνω του με βιάζανε-δεμένη
με ανοιχτά χέρια και πόδια σαν το γράμμα χι,
κάτι παράξενο κι αταίριαστο στο χώρο μέσα που τα γράμματα
κι ό,τι μαζί τους φέρνουνε είν' αποδιωγμένα.

Ο βιαστής όλη τη νύχτα δούλευε απάνω μου
σαν μανιακός ερευνητής που όλες τις εφευρέσεις του
εκείνη τη νυχτιά τις έκανε και κείνη
την ίδια τη στιγμή, συνεπαρμένος, τις εφάρμοζε.

Πώς έπιασα παιδί έτσι;
Δεν είναι άδικο να πιάνεται παιδί-που θα πει άνθρωπος-
όντας τα πόδια μόνο της γυναίκας ανοιχτά
ενώ η ψυχή της μένει πιο απ΄ το κλείσιμο κλειστή;

Στα χέρια μου ως στα σήμερα
δυο χρόνια ύστερ' από το βιασμό
φαίνονται τα σημάδια καθαρά
που τα σκοινιά γύρω τους κάνανε.

"Πουτάνες" ήμαστε οι φυλακισμένες κουμουνίστριες.Γκρήνσγουολντ
εν' από τ' αμερικάνικα τ' αφεντικά.



ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΡΑΠΤΙΔΟΥ

Ο κόσμος γυρίζει γύρω
σπρωγμένος απ' τον πόθο του άντρα για γυναίκα.
Όλα τα κακά από κει ξεκινάνε. Γι αυτό οι φόνοι
γι αυτό οι υποκρισίες,
οι πόλεμοι,
το χρήμα.

Δεν κατηγορώ τους βιαστές μου λοιπόν.
Κατηγορώ κείνο που έτσι τους έπλασε-
αυτό που έπλασε και τη γυναίκα έτσι αρνητική,
έτσι ανυπόταχτη στις αντρικές ορέξεις
που η ίδια αυτή γεννάει.

Μ' ένα λόγο τη ζωή κατηγορώ
και στρατοδίκης γίνομαι σκληρός και τη δικάζω
κι εις θάνατον επτάκις-όσοι κι οι βιαστές μου
την καταδικάζω
Κι η ίδια εγώ αυτή μου την απόφαση
στο θάνατο περνώντας θα εκτελέσω
χαρίζοντας στο χάρο το κορμί μου. Επιτέλους
για μια φορά
άλλοι δε θα με διαλέξουνε, παρά εγώ
τον εραστή μου ελεύθερα διαλέγω.



ΓΛΥΚΕΡΙΑ ΤΣΟΥΤΣΟΥΛΑ

Υπάρχει τίποτα χειρότερο απ' το να 'σαι σκλάβος
και ν' αποζητάς τη λεφτεριά
και να βασανίζεσαι γι αυτό απ' το πρωί ως το βράδυ, ώσπου
η μέρα να 'ρθει να εκτελεστείς;
Κι υπάρχει τίποτα χειρότερο απ' το να σου 'χουν
όλους σκοτώσει τους δικούς
γιατί να φέρουν θέλανε την ανθρωπιά στη γη;

Κι όμως υπάρχει-ναι-κάτι χειρότερο. Είναι
να υπομένεις τη σκλαβιά
λέγοντας "ναι" όταν "όχι" πρέπει
θάβοντας έτσι μέσα σου βαθιά
την ιερή ανταρσία που βογκάει εκεί κλεισμένη-την ανταρσία
που μόνο αν ξέσπαζε θα σε λευτέρωνε.

Εγώ έκανα την ανταρσία μου.
Και λεφτερώθηκα.
Εσείς;



ΧΡΥΣΑΝΘΗ ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΥ

Ομαδικοί βιασμοί-δεκαπέντε γυναίκες
στον προθάλαμο, στρωματσάδα.
Τι άλλο να πω;
Τι άλλο να δω;
Τι να υποφέρω άλλο;
Πού αλλού να φτάσω
βγαλμένη από τα σύνορα του εαυτού μου
για να φωνάξω δυνατά και να μ' ακούσεις;

Πατερούλη!
Άπλωσε το χέρι σου και κατά την Ελλάδα.
Και μην αγγίσεις τίποτα αν δε θες-αν δεν το επιτρέπει
το συφέρο του σοσιαλισμού.
Μόνο άπλωσε το χέρι σου και κατά την Ελλάδα-ο ίσκιος του
θα φτάσει για να διώξει τους βρικόλακες
που μες στον ψεύτικο ύπνο τους λουσμένοι
το λαιμό μας γυμνώνουνε και μας δαγκάνουν έναν έναν.

Σε λίγο πατερούλη, αν δεν το κάνεις,
θα έχεις γειτονιά σου μιαν Ελλάδα βρικολάκων και σιγά σιγά
Ευρώπη μία βρικολακιασμένη-αν πατερούλη
τώρα δεν κάνεις κάτι.
Και τότε πατερούλη πάει ο σοσιαλισμός-πάει να πει
πάει τ' ανθρώπου η ευτυχία.



ΔΙΗΓΗΣΗ ΜΕΤΑΝΙΩΜΕΝΟΥ
ΒΑΣΑΝΙΣΤΗ

α. ΓΙΑ ΑΘΗΝΑ ΤΣΙΑΝΤΙΚΟΥ

Εβδομήντα χρόνων ήτανε η Αθηνά Τσαντίκου.
Τήνε ξεγυμνώσαμε, της περάσαμε φάλαγγα
κι αρχίσαμε να τη χτυπάμε με κοτρώνες πέτρες:
"ποιος θα σηκώσει τη μεγαλύτερη"
στοιχηματίζαμε.

Την κλείσαμε στην απομόνωση έτσι ματωμένη και γυμνή,
πήγαμε απόξω το δεκαπεντάχρονο αγγόνι της
και κει το βασανίζαμε να μας ειπεί
με ποιον μαζί έγραφε συνθήματα στους τοίχους.
Ελέγαμε πως η γιαγιά του
θα το δασκάλευε να μαρτυρήσει. Μα εκείνη
μ' αδύναμη απ' την εξάντληση φωνή, "μη αγόρι μου"
του φώναξε, "μη μαρτυρήσεις τίποτα
και πάρεις πατριώτες στο λαιμό σου".

Την εκτελέσαμε το ίδιο βράδυ.



β. ΓΙΑ ΚΑΣΤΑΝΙΔΟΥ

Της Καστανίδου της τρυπήσαμε τα χέρια της με πρόκες
που όταν λίγο τις εσπρώχναμε
ούρλιαζε κείνη από τον πόνο.
"Είσαι κουμουνίστρια;"
"Ναι!"
"Αποκηρύσσεις;"
"Όχι!"
Της βάλαμε μια γάτα στην κυλόττα της μέσα.
Αίμα έτρεξε στους μηρούς της.
Όταν για λίγο η γάτα ηρεμούσε, τη λογχίζαμε.
"Αποκηρύσσεις;"
"Όχι!"
Πήγα και το δεκατετράχρονο έφερα παιδί της.
Το έβαλα να γονατίσει εμπρός της και του κάρφωσα
μες στα μηνίγγια το μπιστόλι μου.
Όταν αυτή το είδε:
"Μη σε νοιάζει παιδί μου.
Κι αν πεθάνεις δε θα καταλάβεις τίποτα.
Ενός λεπτού υπόθεση είναι.
Και σε λίγο έρχομαι κι εγώ."
Και λιποθύμησε.



γ. ΓΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ

Είχε στην αγκαλιά της τον μικρό της γιο
που της τον άφησε ο άντρας της
εκτελεσμένος απ' τους γερμανούς για σαμποτάζ.

Με το πείσμα της μας είχε φουρκίσει.

Άρπαξα το παιδί απ' την αγκαλιά της
(ο Γιάννης κι ο Θωμάς τήνε κρατούσανε)
το 'βαλα κάτου κι άρχισα
να το ποδοπατώ με τις αρβύλες μου.
Αίμα έτρεξε απ' το στόμα του.
Πήρα της Κυριακής το δεξί χέρι
και της το 'σπασα απ' την ωμοπλάτη.
Οι άλλοι, με κλωτσιές,
της σπάσαν τη λεκάνη.



δ. ΓΙΑ ΒΙΟΛΕΤΤΑ ΤΣΑΜΟΥΤΑΛΙΔΟΥ

Εβδομηνταπεντάχρονη.
Τη φέραμε σ' ένα κελί των αντρικών των φυλακών.
Στο διπλανό είχαμε το γιο της που ηρωικά
είχε στο Ελ Αλαμέϊν πολεμήσει.
Ο άλλος γιος της σκοτωμένος απ' τους γερμανούς.

Εκοίταγε αυτή απορημένη-τι δουλειά
είχε στις αντρικές τις φυλακές μία γυναίκα;

Οι δικοί μας δίπλα
αρχίσανε να βασανίζουνε το γιο της.
Φώναζε κείνος σαν μοσχάρι που το σφάζουνε.
«Τη γνωρίζεις τη φωνή αυτή γρηά πουτάνα;»
Έβγαλε τρομερή φωνή:
"Παιδί μου!.."

Της ρίξαμε λάδι καυτό στο στήθος.
Βάλαμε το χέρι της στον τοίχο.
Το καρφώσαμε 'κεί
κι αρχίσαμε να τη χτυπάμε...

Μια τελευταία κραυγή κι ο γιος της τέλειωσε.
Γύρισε και με κοίταξε με μι άγρια χαρά:
"Τώρα δε σας μένει τίποτ' άλλο!"



ε. ΓΙΑ ΜΑΛΑΜΑΤΗ ΓΛΥΚΑΝΤΖΗ

Η Γλυκαντζή, εξηντάχρονη κι ο άντρας της στην ίδια ηλικία.
Τους βασανίσαμε αποβραδίς και τους πετάξαμε
σ' ένα ολοσκότεινο κελί.
Για λίγο στήσαμε αυτί πίσω απ' την πόρτα.
"το Κόμμα.." ακούγαμε, "ο Σοσιαλισμός.."
"το Κόμμα..η Λευτεριά..η Δημοκρατία.."
και πάλι "το Κόμμα.."

Την άλλη μέρα, μεσημέρι, πήγαμε να τους ανοίξουμε
να συνεχίσουμε.
Ο άντρας ήτανε νεκρός και η γυναίκα του
τον κράταγε στην αγκαλιά της.

ΤΕΛΟΣ ΔΙΗΓΗΣΗΣ ΜΕΤΑΝΙΩΜΕΝΟΥ
ΒΑΣΑΝΙΣΤΗ



ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΚΟΥΜΚΑ

Ήμουν αντάρτισσα με το Μάρκο.
Όταν δεν πολεμούσα έγραφα ποιήματα.
Μα μ’ όλα όσα έγραψα-κι έγραψα πολλά-
τίποτα στον αγώνα δεν επρόσφερα.
Όλα μου τα ποιήματα δεν έφτιαχναν μια σφαίρα
που ένας αντάρτης ρίχνει
στο φασισμόν ενάντια.

Ποιητές!
Αφήστε το μολύβι που γράφει
και πιάστε το μολύβι που σκοτώνει.
Δώστε αλλιώτικο ένα φύσημα στη φλόγα σας-
αλλιώς να κάψει πρέπει.

Ποιητές!
Πυκνώστε τις τάξεις της παγκόσμιας επανάστασης!
Δώστε το αίμα σας για τη δικιοσύνη!
Παλέψτε για τα ιδανικά που τώρα τραγουδάτε-τη λευτεριά
το αίμα κι όχι το μελάνι θα τη φέρει.

Σας το λέει μια αντάρτισσα
με χαμένο το 'να μάτι της
και με τα πόδια της σακατεμένα.



ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΣΠΥΡΙΔΑΚΗ

Το αμάρτημά μου: ήθελα δημοκρατία.
Με πιάσαν όταν πήγα για να βρω τα κόκκαλα του άντρα μου
εκεί που τον σκοτώσανε οι χίτες.

Δυο χρόνια τώρα υποφέρω απ' τα μαρτύρια που μου κάνουνε:
ξύλο, φάλαγγα, λιτάρισμα, κάρφωμα, παλούκωμα.
Δεν άντεξα. Έκανα χαρακίρι να γλιτώσω.
Δεν τα κατάφερα.
Με πήγαν στο νοσοκομείο. Σα με γυρίσανε από κει
με μισόκλειστα τα τραύματά μου
την ίδια μέρα
με λιτάρανε όρθια για εφτά ώρες
χωρίς νερό.



ΚΩΣΤΑΝΤΙΝΑ ΚΑΝΤΖΟΥ

Δεν κοιτάω δεξιά κι αριστερά μου.
Δεν κοιτάω πίσω μου.
Κοιτάω μπροστά.

Έφυγα στο βουνό να μη με πιάσουνε οι Μάηδες.
Όμως με βρήκανε, με πιάσανε,
με φέραν στην πλατεία της Καστοριάς
και μ' έβαλαν για ώρες να κρατώ στα χέρια μου
τα κομμένα του γαμπρού μου και του θείου μου κεφάλια
που λίγο πριν είχαν σκοτώσει.
Τη νύχτα μ' έριξαν σ' ένα θεοσκότεινο δωμάτιο
πετώντας από πίσω μου στο πάτωμα τα δυο κεφάλια..
Νυχτέρεψα μαζί τους.

Τα θυμάμαι όλ' αυτά όπως τις παιδικές
αβέβαιες καταστάσεις και συμβάντα
που λες μπορεί και να μην έγιναν καθόλου.

Κοιτάω μπροστά.
Και βλέπω γύρω μου παιδιά χαρούμενα.
Και βλέπω να 'χουν όλ' οι άνθρωποι μερίδιο
στην ευτυχία.
Και προσπαθώ στο νέο κόσμο μου να ξεχωρίσω
σύνορα ανάμεσα σε κράτη
και σύνορα δεν υπάρχουν.
Ανοίγω ένα λεξικό της νέας παγκόσμιας κοινωνίας και ψάχνω
στο γιώτα για να βρω "ιδιοκτησία"
Και δεν υπάρχει.
Ψάχνω για εκμετάλλευση, το ίδιο.
Βλέπω στο βήτα για βασανιστήρια, τίποτα.

Κι είμαι περήφανη που η ευτυχία θα 'ρθει όχι απ' αυτούς
που τώρα έξω απ' το κελί μου περιμένουν να με βιάσουνε
αλλ' από με, που βασανίζομαι αντίς να υποταχτώ
της δυστυχίας την αλυσίδα
με την υποταγή μου στερεώνοντας.



ΑΝΝΑ ΑΜΠΑΤΖΗ

Πενήντα χρόνων, φυματική, με οξείς ρευματισμούς.
Τη μέρα που με πιάσανε ως τ' άλλο πρωί με βασανίζανε.
Μ' αφήσανε λιπόθυμη μες στο κελί μου.
Οι αρβύλες από κάτω έχουν προκαδούρα.
Ο λαιμός μου είναι πιτσιλωτός απ' τα σημάδια της..
Την τρίτη μέρα
μου βγάλαν τα μαλλιά τραβώντας τούφα τούφα.
Τα μαλλιά, να ξέρετε, είναι καλά ριζωμένα-
δύσκολα βγαίνουνε.
Και "μουγκή" αν με φωνάζουν είναι που με μια δαγκωματιά
μου κόψανε τη γλώσσα. Όλ' αυτά
γιατί εφώναζα συνθήματα του ΕΑΜ.

Την όγδοη μέρα έβαλαν στα νύχια μου καρφίτσες
και μου 'βγαλαν τα δόντια με τανάλια.
Τη μέρα την εντέκατη αποφασίσαν με κλωτσιές
από τη μια ως την άλλη άκρη να με πάνε του διαδρόμου.
Αποτέλεσμα: τρία πλευρά σπασμένα.

Ύστερ' απ' όλ' αυτά με ρώτησαν: "αποκηρύσσεις;"
Τους ζήτησα μολύβι για να γράψω την απάντηση.
Την έγραψα.
Μια τελευταία κλωτσιά μ' έστειλε στο κελί μου.

Δυόμισι χρόνια τώρα έτσι.




ΟΛΓΑ ΗΛΙΑΔΟΥ

Δεμένη πίσω από αυτοκίνητο ένα που 'τρεχε
με σέρναν.
Άλλοι τροχοί τώρα.
Ελαστικοί και γρήγοροι. Όχι αργοί,
σιδερένιοι του μεσαίωνα.

Μα όσο κι αν γρήγορα παν οι φασίστες πάνω σε τροχούς,
από το σοσιαλισμό δε θα ξεφύγουν.
Θα τους πιάσει να τους δέσει στο δικό του άρμα
και το μεγάλο του όχι θα τους πει
όπως εγώ τους είπα το δικό μου όχι-τ' όχι
της Όλγας Ηλιάδου,
της εργάτριας από την Κοκκινιά, που εκατάφερε
να υψωθεί ως το ύψος του Ανθρώπου.



ΚΑΛΑΡΗ ΧΡΥΣΗΙΔΑ

Ο πατέρας μου ήτανε στρατηγός.
Εθνικός ήρωας. Μπιζάνι, Βουλγαρία, ό,τι εκαταπιάστηκε
το 'βγαλε πέρα νικηφόρα,
Το δεκάξι έγινε υπουργός Εθνικής Άμυνας.

Τους αρέσει να με βασανίζουν
με στεφάνι στο κεφάλι και με φάλαγγα.
Με δίκασαν δύο φορές για "αντεθνική δράση".
Και τις δυο με καταδίκασαν σε θάνατο.
Μπορεί να μ' εκτελέσαν και τις δυο φορές
και να μην πέθανα. Γιατί αλήθεια
το δέντρο του σοσιαλισμού που μέσα μου
πολύνθο κι όλο ζωή φουντώνει,
το χώμα ανάμεσα στις ρίζες του
να το αποχωριστεί δε γίνεται.
Αυτό το χώμα είμαι.



ΝΑΣΗ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ

Πολιομυελίτιδα πάσχω,
Με ό,τι όμως δεν έχω στο κορμί μου πεθαμένο
είμαι κουμουνίστρια.
Παράλυτα τα πόδια μου. Οι βασανιστές μου
με κουβαλάνε σέρνοντάς με απ' τις μασχάλες
όταν η ώρα φτάνει των βασάνων μου.
Τους είναι πιο εύκολο παρά να με κλωτσάνε-
κορμί με δίχως τόνο
είναι βαρύ πολύ .

Στεφάνι, βγάλσιμο νυχιών,
κάθισμα σε πάγο, κάψιμο στήθους..
Μόνο τα πόδια μου δε βασανίζουν γιατί έτσι,
νεκρά από την αρρώστια δε θα τους λογάριαζαν..

Όπως και η ψυχή μου δεν τους λογαριάζει.
Από περηφάνεια αυτή.




ΠΩΣ ΠΕΘΑΙΝΑΝ ΟΙ ΚΟΥΜΟΥΝΙΣΤΡΙΕΣ



α. ΣΤΑΘΟΥΛΑ ΛΕΒΕΝΤΗ

Απ' τα παράθυρα γύρω τριγύρω
τη βλέπανε οι άλλες οι γυναίκες,
σαν του θανάτου ο Χορός να ήσαν.
Η Πλάση όπου να 'ναι θα ξυπνήσει.
Γεμάτος νιες χαρές και νιες λαχτάρες
ετοιμαζόταν ο ήλιος ν' ανατείλει.
Το Χτες βαθιά χαμένο μες στη νύχτα
και γιορτινό το Σήμερα ερχόνταν.
Νυστάζοντας ακόμα οι στρατιώτες
στέκανε στην αυλή παραταγμένοι.
Της φυλακής ανοίγει η μέσα πόρτα
και βγαίνει από μέσα η Σταθούλα.
Και δυο στρατιώτες πίσω της ερχόνταν
που αμέσως πήγανε κοντά στους άλλους
τις λεπτομέρειες για να κανονίσουν
"της εκτελέσεως της κρατουμένης".
Εστάθηκε για λίγο η Σταθούλα,
εκοίταξε τριγύρω τις γυναίκες
μες στα καγγελωτά τα παραθύρια,
κι έσυρε μια φωνή στριγγιά του Άδη
που όλες τις κόλασες μέσα της κλειούσε
και τουτουνού και όποιου άλλου Κόσμου.
Κατόπι ένα τραγούδι αρχινάει
και το χορό μονάχη ξεκινάει:
"Έχε γεια καημένε κόσμε..."

Πίσω τής δέσανε τα χέρια κι όρθια
τη σπρώξαν και τη στήσανε στον τοίχο.
Και πριν τα όπλα τ' άδικο ξεχύσουν
αυτά τα λόγια η Σταθούλα λέει:
"Συντρόφισσες! Όποια πεθαίνει για το Κόμμα, πεθαίνει για τη λευτεριά. Κι όποια πεθαίνει για τη λευτεριά, ζει αιώνια. Καλήν αντάμωση συντρόφισσες."






β. ΙΣΜΗΝΗ ΣΙΔΗΡΟΠΟΥΛΟΥ

Στολίστηκε, γλυκά λουλούδια πήρε,
και τα πετούσε προς τα παραθύρια
"για λευτεριά" φωνάζοντας συνέχεια,
"για λευτεριά συντρόφισσες πεθαίνω".

Την πιάσαν και τη στήσανε στον τοίχο.
Αυτή 'χε ακόμα στο κουτί καλούδια
και τα πετούσε προς τα παραθύρια.
Και πριν του "πυρ" τη διαταγή ν' ακούσουν
στα πόδια της ερίξαν οι στρατιώτες
ακίνητος ο στόχος τους για να 'ναι.
Και δίνοντας και τη γλυκιά στο στόμα
τη λέξη "λευτεριά" κρατώντας πάντα,
έφυγε από τον κόσμο μας η Ισμήνη
και στον αιώνιο κόσμο της επήγε.



γ. ΓΕΩΡΓΙΑ ΠΟΛΥΓΕΝΟΥΣ

Δεκαεφτάχρον' ήταν η Γιωργία.
Είχε γενέθλια τη μέρα κείνη.
Μαθήτρια του γυμνασίου ακόμη
κι ευώδιαζε σαν λούλουδο δροσάτο.
Στη φλόγα της ζωής μια σπίθα ήταν
και μια οπτασία ολόφεγγη, λες κιόλας
πως ήταν απ' τα γήινα λυτρωμένη.
Κι είπε με τη βελούδινη φωνή της:
"Συντρόφισσες!
Παλέψαμε να κάνουμε τ' όνειρό μας αλήθεια. Δεν τα καταφέραμε. Γρήγορα θα το κάνουν άλλες κι άλλοι.
Συντρόφισσες!
Μιας και θα πεθάνει κανείς μια μέρα, ας πεθάνει για το μοναδικό αγαθό-τη λευτεριά!"

Και κει απάνω, ως το 'θελεν ωραία
έπεσε η συντρόφισσα Γιωργία.




δ. ΒΑΡΒΑΡΑ ΚΕΛΑΣΙΔΟΥ

"Αγρότισσα" οι συντρόφισσες τη λέγαν.
Γιατί αλήθεια και αγρότισσα ήταν
και με της γης τα λόγια όλο μιλούσε.
Κι έλεγε:" Κουμουνίστρια έχω γίνει
γιατί κι εγώ για κόνισμά μου έχω
μες στης ψυχής τα βάθη ένα δρεπάνι".

Γελούμενη επρόβαλε στην πόρτα
Εστάθηκε στη μέση της πλατείας
και σαν σε θεάτρου να 'τανε τον κύκλο
το χέρι άπλωσε σαν όπως σπέρνουν
κι είπε τα λόγια ετούτα ένα ένα:
"Αν δε ρίξει ο ουρανός νερό, το στάρι δε γίνεται συντρόφισσες. Κι αν εμείς δε χύσουμε το αίμα μας, κουμουνισμός δε γίνεται-ψωμί δεν έχει. Είμαι περήφανη που δίνω τη ζωή μου για το λαό μας."

Κι αλήθεια, έσπερνε την ώρα εκείνη.




ε. ΔΗΜΗΤΡΑ ΚΟΡΤΑΛΗ

Πρώτα τον αδερφό της φέραν έξω,
ράκος σωστό από τα βασανιστήρια.
Ύστερα και τη Δήμητρα εβγάλαν.

Πιστάγκωνα δεμένη. Λίγο οι δυο τους
μείνανε δίπλα δίπλα, σαν ζευγάρι
που στο ζυγό του μαρτυρίου δεμένο
οργώνει το χωράφι που εντός του
της λευτεριάς ο σπόρος θα θεριέψει.

Μ' ένα κυρτό σπαθί, εκεί, μπροστά της,
του αδερφού της πήραν το κεφάλι.
Τ’ άσκυφτο εκείνη όρθωσε δικό της:
"Είδατε συντρόφισσες; Η ζωή είναι ένα τίποτα. Εκείνο που μετράει είναι η λευτεριά!."
Κι όταν στο απόσπασμα μπροστά εστάθη
"Πεθαίνω για κείνο που πιστεύω"
πρόλαβε δυνατά μονάχα κι είπε.



στ. ΜΑΙΡΗ ΛΕΟΝΤΙΑΔΟΥ

Τα τελευταία λόγια της:
"Αν είναι να χορτάσει ο κόσμος ψωμί όπως δεν το χόρτασα εγώ, ας πάει και το δικό μου το κορμί."



ζ. ΕΛΛΑ ΣΒΩΡΟΥ

Της φιλοσοφίας φοιτήτρια.
Στέγνωσε τα γυαλιά της τα σπασμένα
κι είπε με μια φωνή γεμάτη νεύρο
που 'λεγες: πώς και μέταλλο ένα τέτοιο
βγαίνει απ' αυτό τα’ αδύνατο κορμάκι;
«Συντρόφισσες!
Η Γλυκερία, η Νίκη κι η Θαϊς θα εκτελεστούνε χωρίς το δικαστήριο να 'χει στοιχεία εναντίον τους. Ο βασιλικός επίτροπος είπε στη δίκη ότι "δε χρειάζονται στοιχεία, αρκεί να οσφραινώμεθα ότι είναι ένοχοι".
Συντρόφισσες, πεθαίνω όχι για να μη σκέπτονται έτσι οι βασιλικοί επίτροποι κι ούτε μόνο για να μην υπάρχουν βασιλικοί επίτροποι. Πεθαίνω για να μην υπάρχουν δικαστήρια συντρόφισσες. Ας μη λυγίσει καμιά σας στην τέτοιαν ώρα της. Καλύτερα ο θάνατος με το κεφάλι ψηλά, παρά το σούρσιμο στο χώμα.»



η. ΓΙΑΓΙΑ ΒΑΪΤΣΑ

Η γιαγιά Βαϊτσα, εξηντάχρονη,
πιάστηκε γιατ' ήταν τα παιδιά της
στο βουνό αντάρτες με τον Άρη.
Εστράφηκε στους δύο φύλακές της
και στό απόσπασμα που έτοιμο ήταν:
"Φονιάδες, όταν ήτανε να πολεμήσετε τους γερμανούς, μου καθόσαστε στην Αθήνα καλοπερνώντας. Τώρα τα βάζετε με τις γριές ψοφίμια. Και πάλι όχι μόνοι σας μα με τις πλάτες των αφεντικών σας των αμερκανών. Α! Και να 'μουνα είκοσι χρονώνε, σας το λέω, δε θα γλίτωνε κανείς σας από μένα. Μα και τώρα..."
Κι όρμησε ενάντια στο απόσπασμα.



θ. ΜΑΡΙΑ ΡΕΠΑ

Δεκατετράχρονη. Κλειστό μπουμπούκι.
"Βαμμένη" ο επίτροπος την είπε.
Τίτλος τιμής! Βαμμένη! Που σημαίνει
σε λευτεριά, σε δίκιο, πρωτοπόρα!

Όταν τη στήσανε κι αυτήν στον τοίχο
ο επικεφαλής πάει και της λέει:
"Επειδή είσαι νέα, το δικαστήριο αποφάσισε να σου χαρίσει τη ζωή, αν υπογράψεις δήλωση έστω και τώρα".
Και η Μαρία περήφανα του λέει:
"Μη χάνεις τα λόγια σου φίλε. Προχώρα! Κάτι θα χρησιμέψει και το δικό μου αίμα στη λευτεριά."

Όταν τη χτύπησαν οι δολοφόνοι
δεν έπεσε στο χώμα το κορμί της'
μόνο τα ρούχα της σαν ανοιγμένη
από αέρα κάποιονε ομπρέλα
σαν ροδοπέταλα πέσανε κάτω,
ενώ ζωφόρο άρωμα εκείνη
στη γη μας και στο σύμπαν διαχυνόταν.




ι. ΑΝΝΟΥΛΑ Γ ΚΕΒΡΕΚΗ

Εικοστριώ' χρονώνε αγγελούδι.
Επήγε μια υπάλληλος γυναίκα
να τήνε φέρει από το κελί της
για να την οδηγήσει εκεί που ήταν
νεκρό να πέσει το σεπτό της σώμα.

Στον τσιμεντένιο διάδρομο, γεμάτον
ραγίσματα και γούβες και παγίδες,
της υπαλλήλου εσκάλωσε το πόδι
και στο σκληρό τσιμέντο εκείνη πέφτει.
Βογκάει και μορφάζει από τον πόνο.
Η Αννούλα πάει κοντά της, τη σηκώνει,
και με συμπόνια αληθινή και μ' έγνοια:
"Χτυπήσατε", της λέει," κυρία Πόλα;"

Στο θάνατό της ύστερα επήγε




ια. ΘΟΔΩΡΑ ΔΑΒΕΤΑ

Τα τελευταία λόγια της:
"Συντρόφισσες, θα τραγουδήσω φεύγοντας ένα τραγούδι που θα τραγουδιέται όσο υπάρχουν άνθρωποι. Εμπρός! Μαζί μου!
Βροντάει ο Όλυμπος! Αστράφτει η Γκιώνα!
Μουγκρίζουν τ' Άγραφα! Σειέται η Στεριά!
Στ' άρματα! Στ' άρματα! Στον Αγώνα
για τη χιλιάκριβη τη Λευτεριά!..."

----------------------------------------------------

Κυριακή 25 Μαΐου 2025

 ΠΑΛΙΑ ΟΙΟΝΕΙ ΠΟΛΙΤΙΚΑ

ΠΑΡΙΣΙ
Πέμπτη, 27 Νοεμβρίου 2014

«Θα βγούμε εις τα αγοράς.
Θα βγούμε απ’ το Μνημόνιο.
Θα αυξηθώσιν οι μισθοί.
Θα εκδιώξωμεν την τρόικα.

Και, λαέ μου», έλεγε η δυάς
μετά πολλών επαίνων,
«ταύτα άπαντα θα τελεστούν
μέχρι των Χριστουγέννων.»

Ταύτα εδήλωνε η δυάς
λίαν ευτυχισμένη.
Μα εν Παρισίοις η τριάς
δι άλλα επιμένει.

Κι εκ των τριών ο πρώτος τους
δήλωσε εκ Παρισίων
την κυριαρχία της τρόικας
θρασέως επισείων:

«Δεν υπεσχέθημεν κενά.
Ως τα Χριστούγεννα είπομεν.
Έχετε δίκαιον εις αυτό.
Όμως σταθείτε. Ίδωμεν.

Μπορεί αισίως ν’ αποδειχθεί
ότι εφέτος τ’ άστρι
έφεξε λάθος, κι η Μαρί-
α να ’χει ανεμογκάστρι.

Αλλά κι αλήθεια έγκυος
αν είναι, μπορεί πάλι,
αν και αυτό το απεύχομαι\
θου Κύριε- ν’ αποβάλει.

Οπότε  και Χριστούγεννα
δεν θα έχομεν εφέτος
και παίρνομε παράτασιν
δι εν ακόμα έτος.

Κι αν πάλι η Παναγία μας
τέξει τον Υιόν Της,
δια το προκύψαν ζήτημα
λύσιν εγώ έχω πρώτης.

«Δεν» ένα θέτοντας εμπρός
απ’ ό,τι υπεσχέθην
την νικητήριαν του έλληνος
ευθύς διαλύω μέθην.

ΔΕΝ βγαίνομεν στας αγοράς,
ΔΕΝ φεύγει το Μνημόνιο,
ΔΕΝ θ’ αυξηθώσιν οι μισθοί,
ΔΕΝ διώκομεν την τρόικα.

Κι ούτε ζημία ούτε γαλή.
Και τι ψυχή έχει ένα «ΔΕΝ»;
Βάλτε μπροστά του κι ένα «μη»
κι αμέσως να! κι ένα  μηδέν!

Μηδέν. Τουτέστιν τίποτε.
Γι αυτό σας λέω πως ασφαλώς
πάλι εγώ θα κυβερνώ
είτε έρθει έτσι είτε αλλιώς.»











ΚΛΩΝΤ ΑΝΤΩΝ ΛΙΚΕΡ ΚΑΙ ΧΕΡ
ΤΟΝ ΑΝΤΩΝ ΛΑΕ ΝΑ ΤΟΝ ΧΑΙΡ.
Δευτέρα, 4 Αυγούστου 2014

Ήρθε δω ο Κλωντ
γέλασε ο Αντών.
Μίλησε ο Κλωντ
χέστηκε ο Αντών.

«Εσβηστήκανε τα χρέη!»
Κάθε δις και τρία πέη
«Εξεπλύθηκε η ντροπή!»
Κάθε πλύση τρεις ποποί.

«Πάνε πλέον τα Μνημόνια!»
Και χορεύουν τα κοθώνια.
«Πάνε πια τα χρωστικά!»
Και γελούν τα ξωτικά.

«Η Ελλάς πια θα πλουτίσει!»
Κάθε ευρώ κι ένα γ----ι.
«Να! Το τούνελ φέγγει πια!»
Κάθε αχτίδα μια «νυχτιά».

Ήρθε Ελλάδα ο Γιουνκέρ
κι ο Αντών κερνάει λικέρ.
Και πιες πιες ο Κλωντ Γιουνκέρ
βάζει στον Αντών και χερ.
                  -----







ΚΟΛΟΜΒΙΑ-ΕΛΛΑΔΑ 3-0

Είμαι ανάποδος τω όντι.
Όλοι βλέπουν αδικία,
μα εγώ λέω για την ήττα
ότι άλλη ήταν η αιτία.

Έβλεπα οι κολομβιάνοι
όταν διώχνανε την μπάλα
να πηγαίνει αυτή να έβρει
κολομβιάνα πόδια άλλα,

ενώ όταν οι δικοί μας
έδιωχναν μακριά τη σφαίρα
έβρισκε όχι ελλήνων πόδια
μα επήγαινε όλο πέρα.

Κι είδα ακόμα οι δικοί μας
πως τη μπάλα τη χτυπούνε
όχι κάποιον για να έβρει,
μα να την ξεφορτωθούνε.

Κι ότι όταν προσπαθούσαν
να συνδυαστούνε κάπως
οι κολομβιανοί τη μπάλα
τήνε κόβαν γιαούρτι σάμπως.

(…Των ελλήνων η βεβαιότης
ότι φταίνε πάντα οι άλλοι
κι όχι πως αιτία είναι
το δικό τους άθλιο χάλι!...)

Μόνο ο Σάντος, ως μη έλλην,
είπε αβιάστως την αλήθεια.
Μα τι ξέρουνε οι ξένοι…
σαχλαμάρες… παραμύθια…








ΚΙ ΑΛΛΟΙ ΠΡΕΠΟΛΟΓΟΙ

Μέχρι τώρα είχαμε μάθει
οι πολιτικοί μας όλοι
(πλην ότι μας αλαφρώνουν
το αλαφρό μας πορτοφόλι

βάζοντας το μιαρό τους
στη δική μας χέρι τσέπη),
να μας λένε με μανία
και το τι να γίνει πρέπει.

Κι εκλογές αφού ερχόνται
και για θέση μια που υπάρχει
ευρωβουλευτή ή δημάρχου
είτε και περιφερειάρχη

δέκα υπάρχουν υποψήφιοι,
δεκαπλάσια και τα «πρέπει».
Όποιος έχει αυτιά και μάτια
τους ακούει και τους βλέπει:

Ποια η γνώμη σας κύριέ μου-
πρακτική ποία σας διέπει-
για των σκουπιδιών το πλήθος;
Και ακούς αμέσως: «Πρέπει…»

Κύριε δείνα τι σκοπείτε
για την νεολαία που ρέπει
σε ναρκωτικά και βάλε;
Κι ένα ωραίο παίρνεις: «Πρέπει…»

Να διδάσκουν τα σχολεία
τα μεγάλα αρχαία έπη
ή το σύστημα ν’ αλλάξει;
«Να σας πω αμέσως: Πρέπει…»

Οι πολίτες που δεν έχουν
πάνω απ’ το κεφάλι σκέπη
θ’ αποκτήσουνε μαζί σας;
«Βεβαιότατα! Μα πρέπει…»

Και στο τι να γίνει πρέπει
λογικά όλοι μιλάνε
και τουμπάρουν τους ηλίθιους
που να τους ακούσουν πάνε.

Γιατί απ' το γιατρό τον Γιάννη
ως τη μοδιστρούλα Ντέπυ
όλοι συμφωνούν πως, διάολε
ναι, για όλα κάτι πρέπει!

Και τελειώνουν οι ομιλίες
των υποψηφίων όλων
με το «Πρέπει» αφού γεμίσει
το κεφάλι των χαχόλων.

Και για όλα ένα «πρέπει»
τα προβλήματα υπάρχει
και το λεν περιφερειάρχες,
ευρωβουλευτές, δημάρχοι-

απ’ το αν καλώς η χήρα
φόρεσε το τάδε κρέπι
ως το αν καλώς πουλιέται
στην Ομόνοια το σαλέπι…

Τρώγε λαέ χαζέ τα «πρέπει»
που για λίπος σου πετάνε
ώστε αφού ξαναχοντρήνεις
πάλι να σε ξαναφάνε!









15 ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ-
ΜΕΡΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ

Δημοκρατίας Μέρα.
Τ’ άλλα όλα κάνω πέρα
και ψάχω να τη βρω
«να ζήσει» να της πω.

Στην τσέπη μου κοιτάζω
άδειο το χέρι βγάζω.
Κοιτάζω στη Βουλή
δεν είναι ουτ’ εκεί.

Πουλάκι με θωρεί
γλυκά μου κελαδεί:
Ψαξ’ τους πολιτικούς μας-
εκεί μας πάει ο νους μας.

Χαρά γεμάτος τρέχω
και μ’ όση δύναμη έχω
τα ρούχα τους εγγίζω
και να τους ψάχνω αρχίζω.

Τα πόδια ψαχουλεύω
αλλ’ άκαρπα δουλεύω.
«Πιο πάνω» τα πουλάκια
μού λεν τα γλυκουλάκια.

Πιο πάνω ανεβαίνω
στα γόνατα πηγαίνω.
«Πιο πάνω» τα μικρούλια
μου λεν τα ομορφούλια.

Τη μέση τους αρπάζω
και μανικά ’ξετάζω.
«Πιο κάτω» μου φωνάζουν
πικρά ως με κοιτάζουν.

Ντροπή γεμάτος μπαίνω
σε δάσος φουντωμένο.
«Λίγο πιο κάτω ακόμα»
μου λένε μ’ ένα στόμα.

Θεέ μου! δεν μπορούνε
ε κ ε ί να εννοούνε!
Κι όμως το εννοούσαν
και το παραεννοούσαν.

Κι εκεί πάντα θα μένει
η δημοκρατία γραμμένη
όσο ο λαός κοιμάται
(και μη μου τον ξυπνάτε…)


ΧΑΖΟΧΑΡΟΥΜΕΝΟΣ ΕΝ ΥΠΑΡΞΙΑΚΗ ΑΠΟΡΙΑ
(2016)

Πρέπει ν’ αλλάξω ρότα ρε γαμότο.
Δεν πάει πια το πράμα με τη Μέρκελ.
Παιδί γραικός με ούννα δε σκαρώνουν-
Το ’πε πριν τόσα χρόνια και ο Μέντελ.

Η Γερμανία αρχίζει να ρετάρει.
Σε λίγο για προστάτης δε θα κάνει.
Πώς να το πρόβλεπα; Πριν δύο χρόνια
καθένας θα ’πεφτε σ’ αυτή την πλάνη.

Τώρα γοργά πρέπει να έβρω κάποιον
και την κατάσταση να ισορροπήσω.
Με τον Ομπάμα! Ναι! Με τον Ομπάμα
πρέπει ένα ραντεβού γοργά να κλείσω.

Την ευρωπαϊκή πρέπει να δείξω
πως ν’ αποφύγω προσπαθώ παγίδα…
και όλοι έχουν αρχίσει να μιλάνε
πως πάει καιρός πολύς που δεν τον είδα…

Του έχω κάνει κρούσεις μα δε θέλει.
Και όμως, εξαρτάται από κείνον
για πόσο ακόμα εγώ θα συνεχίσω
πρωθυπουργός να είμαι των Ελλήνων.

Και τελευταία οι αμερικάνοι
έχουνε με τους τούρκους ένα γίνει.
Κι αυτός ο Κέρι όλο εκεί πηγαίνει
και όσο και να ’ναι αυτό μου τήνε δίνει.

...Να πάω…,  να συζητήσω για Συρία…,
να δείξω τάχα πως κι εγώ έχω ρόλο
στο έργο «Μέση Ανατολή»…  «Περσία»…
κι όχι πως τραγουδώ μονάχα σόλο!

Τουλάχιστον ο Εξωτερικών μου
να συναντιόταν λίγο με τον Κέρι…
Μα για τους Γιάνκηδες θαρρώ είναι κείνος
καμένος σαν και μένανε από χέρι…

Τέλος, δεν ξέρω… πρέπει μ’ έναν τρόπο
στους αμερκάνους σύντομα να δείξω
ότι σιγά σιγά ξεκόβω από τη Μέρκελ
κι ότι σε κείνους άγκυρα θα ρίξω.

Ο κόσμος-τι να γίνει;-έτσι επλάστη:
κάθε μικρός να έχει έναν προστάτη.
Εγώ απλά υπακούω στους κανόνες.
Γι αυτό σας λέω: πρέπει να κάνω κάτι…



 

ΣΤΗΝ ΑΝΝΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
     ΤΟΥ ΔΥΟ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΔΩΔΕΚΑ

 
1.

Τα χέρια σου πλάθουν κάθε πρωί
Τη ζύμη της ψυχής μου
Και όποιο σχήμα εκείνα θέλουνε
Της δίνουν.

Η μορφή σου συντροφιά μου
Σε κάθε βήμα μου μεσ’ στην ημέρα.


Πίκρες αιώνων εκβράζει η ύπαρξή μου
Σε κάθε σου φανέρωμα.

Με τη λάτρα της ημέρας
Τις σαρώνεις κάθε πρωί
Ανυποψίαστη ότι έτσι
Με προσφέρεις λιγότερο ένοχο
Στον Χρόνο,
Στη Δίκη,
Στην αιωνιότητα-
Ποτάμι εσύ, εμένα,
Τον αιώνια για σένα διψασμένον.

 


2

Για μένα
Που σου προσφέρω δώρα
Χρήματα
Υπηρεσίες
Θα έλεγε κανείς
Πως ο κύριος του παιχνιδιού είμαι.

Λάθος.
Εσύ μ’ εξουσιάζεις.

Με το μικρό σου δαχτυλάκι για μπαγκέτα
Ό,τι διατάζεις κάνω.
Και όχι μόνο ό,τι μου πεις
Μα κι ό,τι σκέφτεσαι.

Με τον πόθο μου-σφαίρα σιδερένια-
Πετώντας τον ανάερα ψηλά
Σαν φουσκωτό μπαλόνι
Παίζεις,
Και μ’ αυτό χαίρεσαι σαν παιδί.

Με κατέχεις ολοκληρωτικά και ακατάπαυστα.


Και σίγουρη πολύ για την κατοχή σου είσαι
Όπως άτομο τότε,

Τον καιρό που η διάσπασή του,
Ακόμα στο μυαλό κανενός Φυσικού επιστήμονα

Δεν ήταν.

 


3.

Ομορφιά; Και τι θα πει ομορφιά;
Κι άλλες ειν’ όμορφες. Στο κάτω της γραφής
Η ομορφιά στο μάτι βρίσκεται ’κεινού που βλέπει.

Μα η σεμνότητα;
Το τακτ;
Η σιγουριά
Ότι ποτέ απ’ αυτό το στόμα
Λέξεις που δεν ταιριάζουν δεν θα βγούν;

Η σοφία στο μοίρασμα της προσοχής
Σ’ ότι κάθε φορά την απαιτεί
Και την αξίζει;

Και η βεβαιότητα
Πως πάντοτε το φέρσιμό της
Αρμονικό με όλα θα είναι

Έτσι που με την κάθε μια στιγμή-
Η τελευταία του κόσμου σαν να ήταν- δένει,

Αυτά
Ποια τα ’χει άλλη;
 

4
Τόσο αγνή κι αμέτοχη
Τόσο σεμνή κι αμόλυντη,
Κάθε φορά που σε αγγίζω μόνο
Αμαρταίνω θαρρώ.

Κι η δίνη όταν τα φύλλα και το χώμα της αγάπης μου αρπάζει,
Ψηλά ως τον ουρανό τα στροβιλίζει, και μετά
Τις στάχτες τους αφήνει στο κορμί σου πάνω
Νομίζω πως
Έτσι αγία που είσαι
Σε ατιμάζω.

Όμως
Φορές
Η δικιοσύνη αστράφτει μέσα μου
Και λέω: γιατί να νοιώθω ένοχος-
Μήπως ο έρωτας
Η αγιοσύνη των θνητών δεν είναι;

 

5

Η καλημέρα σου τη νύχτα διώχνει.
Κι ο ήλιος των ματιών σου τη λαμπρή τη μέρα φέρνει.
Βουβαίνονται τ’ αηδόνια όταν μιλάς
Κι όταν μ’ αγγίζεις
Ερωδιών στρατιές
Μέσα στου κόσμου τ’ άνθη ερωτεύονται.

 Και όταν κάποτε
Ρωγμές το φράγμα της αγάπης σου χαράζουνε
Κι όταν το σπάζουν
Ούτε σταγόνας μνήμη πια δεν μένει
Για τον μεγάλο χαλασμό να πει…

Μόνον εσύ
Ήρεμη πια θωρώντας τα χαλάσματα,
Ξέπνοα «σας αγαπώ»
Τους ψιθυρίζεις.

 

6

Των Χριστουγέννων το έλατο
Γιατί εσύ το στόλισες
Λάμπει.

Στολίδι του η λαμπράδα των χεριών σου
Που από παντού το κύκλωναν.
Μουσική του το σιγανοτραγούδισμά σου
Βγάζοντας από τα κουτιά
Και στον προορισμό τους οδηγώντας
Αστέρια, αγγέλοθυς, μπάλες, χρυσοβροχή.

Και μόνο πιο λαμπρά στο σπίτι μέσα φέγγει
Όχι καμία λάμπα ξέρω ’γω πόσων κηρίων
Παρά εγώ,
Απ’ του φιλιού σου το λαμπύρισμα
Ολάκερος λαμπαδιασμένος.

 

 

7

Το σύμπαν στην παλάμη σου κρατάς.
Κι εγώ απέναντί του πώς να μετρηθώ
Που μόριο ένα σκόνης μέσα του είμαι;

Και πώς να σου ειπώ το σαγαπώ

Που η φωνή μου να σε φτάσει;

 Γι αυτό αφήνομαι.

Αφήνομαι αρκούμενος στο χέρι σου ότι με κρατάς,
Με προσδοκία κρυφή
Πως σ’ νέο ένα μπινγκ μπάνγκ,

Σ’ έκρηξη μία κάποιου σουπερνόβα,
Ή έστω σε κάποιας χαοτικής εξίσωσης το «νι»
Του ρόδο σου το στόμα θα φιλήσω.

 



8

Ό,τι κατέχω
Το στοιχημάτισα επάνω σου:
Μαύρο κι όλα πάνε του χαμού-
Κόκκινο, διπλά τα κάνω.

Δε μου ’μενε και άλλο τίποτα,

Λοιπόν γιατί
Απ’ το παιχνίδι να είχα μείνει μακριά;

Μα να! Χοροπηδάει κιόλας

Πα’ στους αριθμούς η μπίλια.
Σιωπή όλα!
Την αγωνία να ζήσω μόνο της στιγμής,

Αυτό μπορεί και να ’ναι τέλος
Η όλη αξία του στοιχήματος.

 

Σιωπή όλα!

 


9

Στο δέρμα σου τριαντάφυλλα ευωδούν.
Μέλισσες του Έρωτα

οι αντρικές οσμές σε τριγυρίζουν.
Η Πλάση με δροσιά νοτίζει ρίζες κι ανθοπέταλα.


Και, ο διαφεντευτής εγώ

και ο περιβολάρης τους,
Μες σε χρυσή καδένα-της καρδιάς μου
Το απόσταγμα της ευωδιάς τους φυλακίζω-
Όμοια καθώς στιγμές ζωής ο ποιητής
Μέσα στους στίχους του

Ανάμνηση Άνοιξης φυλάττει

Για τον βαρύ Χειμώνα.

 

 
10

Στων αιωνόβιων δέντρων τις κορφές
Πουλί στεφανωμένο με τον άνεμο
Και με τον ήλιο είσαι.

Και ο διαβάτης

Κι ας θωρεί ψηλά  

Να ξεχωρίσει δεν μπορεί
Ποιος ο άνεμος ποιο το πουλί ποιος ο ήλιος.

Ένα μεγαθυμίας κύμα μόνον νιώθει

Να τον χαδεύει απαλά

Και ποταμός οδύνης ένας να τον πλημμυρά

Από φερτά υλικά παχύρρευστος: αόριστα χάδια
Παράσπονδα φιλιά
Και σκελετούς  παλιών ερώτων.

 

Κι ως προχωρεί

Οι σκιές των δέντρων

Διαπλεκόμενες

Να σχηματίζουν βλέπει την εικόνα

Μιας Κλυταιμνήστρας  

ΈνανΑγαμέμνονα να θανατώνει.