Παρασκευή 23 Μαΐου 2025

 ΑΠΟ ΤΗΝ ΞΕΝΙΤΙΑ

ΟΛΕΣ

Η ζωή είναι ολιγαρκής.

Ένα ποτήρι νερό
ξεπλένει όλες τις αναμνήσεις.
Ένα χαμόγελο κοριτσιού
ανοίγει μια τρύπα στο τείχος της απνοίας.

Στην ευρύστερνη πολλαπλότητα των εναντιώσεων
το αεί νοούν φωλιάζει εφησυχάζον.


TO ΕΞΩΣΠΙΤΟ

"Όταν καήκαμε..." έλεγε
(και εννοούσε όταν οι Γερμανοί κάψανε το χωριό της)
"όταν καήκαμε
επήγαμε και κάτσαμε στο εξώσπιτο.
Τότε είναι που 'σπασε το χέρι του ο παππούς μου-
επήγαινε να φτάσει το τσεκούρι και παράπεσε…

Μεις τα παιδιά -μια δεκαριά-ήμασταν μαζεμένα
μέσα σε κάτι φασολιές'
ε[χαμε μια φοράδα που φοβότανε
όταν σφυρίζαν πάνω μας οι οβίδες'
την πήρε ο γέρος και την έβαλε πιο πέρα
σε μια γούβα-έτσι ησύχασε-γιατί έτρεμε το ζώο.

' πο κει που ήμασταν κρυμμένα
βλέπαμε λαμπαδιασμένο το χωριό μας.
Όταν καήκαμε..."

Πέντε χιλιάδες μίλια μακριά κι αιώνες πίσω
η Ευσταθία ιστορεί με τον γοργό της λόγο
κι ακούμε μεις οι άλλοι
και τα λόγια της ρουφάμε που αταίριαστα,
παράξενα ηχούνε
πέντε χιλιάδες μίλια μακριά κι αιώνες πριν...

Κι ακούμε
για του χεριού το σπάσιμο και το τσεκούρι,
για το λαμπάδιασμα και για το εξώσπιτο,
για τη φοράδα και τις φασολιές…

Μα όταν φεύγουμε απ' το σπίτι της,
η Ευσταθία χάνεται μέσα στο σήμερα
και τα πολλά της λόγια φτιάχνουν ένα σύννεφο
που κρύβει πίσω του το νόημα της διήγησης
και πια όταν πάμε σπίτι μας λέμε α! τι όνειρο κι αυτό!
κι ετοιμαζόμαστε για τη δουλειά όπως πάντα
μονάχα πιο ανήσυχοι από συνήθως.


ΜΕΡΙΚΟΥΣ…

Καινούργια ποιήματα με δανεικό μολύβι περσικό.
To μαύρο του μελάνι άραγε ποιο κρύβει μυστικό
και τι μας φέρνει από τη μακρινή πατρίδα
του Ξέρξη, του Οροφέρνη και του Δάτι και του Μίδα...

Ίσως ανάμεσα στους Πέρσες που πολέμησαν στις
Πλαταιές
να βρίσκεται κι ο πρόγονος (κι ας πέρασαν τόσες γενιές)
του Πέρση που στο μαγαζί του τα μολύβια αυτά πουλάνε-
αφήσαμε και μερικούς ζωντανούς πίσω να πάνε.


ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ
Η' ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ!

Στην ανοιχτή τη θάλασσα!
Στη γαλανή παντάνασσα!
Εκεί! Εκεί ας πάμε!
Μ' αυτή-μ' αυτή ας μεθάμε!
Στους ψαράδες! Στους ψαράδες!
Κάθε ψάρι δέκα Ελλάδες.

Στην πρώτη την κοιτίδα μας!
Στη μοναχή πατρίδα μας!
Κοντά της ας βρεθούμε!
Την άρμη της ας πιούμε!
Στων κυμάτων της τα τόξα-
κάθε κύμα και μια δόξα.

Στης θάλασσας τα κύματα!
Στα γαλανά της μνήματα!
Ας τρέξουμ' εκεί πέρα!
Στο λεύτερον αέρα!
Αυτή ψυχή μας όλη-
χωριό, αυλή, περβόλι…







Η ΚΑΡΦΙΤΣΑ

Θα 'ταν τριανταπέντε πάνω κάτω
κι ήτανε τα μαλλιά της άνω κάτω
καθώς τα εφυσούσε ένας αέρας
ζεστός από τη ζέστα της ημέρας.

Μιαν άσπρη οδηγούσε Μαζεράτι
και δίπλα μου το ρεύμα την εκράτει
της κίνησης στη Sherman High Way
επάνω σε μιαν άσφαλτο που καίει.

Στο σπορ της το αμάξι ήτανε μόνη΄
και είχε το 'να χέρι στο τιμόνι
και τ' άλλο απλωμένο προς το μέρος
του στήθους όπου εδράζεται ο έρως.

Εκεί ματαίως απ' ώρα προσπαθούσε-
μπροστά ενώ τον δρόμο εκοιτούσε-
να βγάλει απ' τη φαρδιά της τη μπλουζίτσα
μια ολόχρυση απαστράπτουσα καρφίτσα,

που όμως συνεχώς αντιστεκόνταν
ξεμάκραινε, διπλώνονταν, κρυβόνταν,
κι εκείνη εσυνέχιζε την πάλη
κρατώντας πάντα ίσια το κεφάλι,

και, Θε μου, με μιαν έκφραση απλωμένη
στο πρόσωπο, καθώς γαληνεμένη
μια θάλασσα μετά την τρικυμία-
που πλήρως ηρεμεί, ή σαν καμία

γυναίκα που αναλώθη όλο το βράδυ
στου έρωτα τη φλόγα και το χάδι-
που ολόκληρη εδόθη στα σκοτάδια-
κι η μέρα τήνε βρήκε τέλεια άδεια.

Σου εύχομαι κυρία να μπορέσεις
το κόσμημα επιτέλους ν' αφαιρέσεις:
αν μείνει, με τη λάμψη του την τόση
ποιος ξέρει τι κρυφό θα φανερώσει…

 ΤΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΚΤΙΡΙΑ

Μικρό η μεγάλο
σ' Ελλάδα ή σ' Αμερική
κάθε δημόσιο κτίριο ειν' ένα άχαρο
άχαρο κτίριο. Η Λύπη φτάνοντας στη γη
εκεί εδιάλεξε να κατοικήσει.

Οι άντρες που εργάζονται σ' αυτό
φορούν γραβάτα όπως πάντα στις κηδείες.

Οι κοπέλες σεμνά ντυμέnες φουστανάκια.
Φιλάρεσκες΄κι απ' όλες μία
λυμφατική
γλυκούλα, με δυσμηνόρροια.

Ο χώρος εργασίας κλειστός από παντού που λες
πώς ανασαίνουνε οι άνθρωποι αυτοί...
Ουρά μεγάλη και κουρασμένη που ελίσσεται
ανάμεσα σε σίδερα γυαλιστερά και σ' αλυσίδες
που καθορίζουν την πορεία προς το γκισέ.
Και το γκισέ μία μικρή σχισμή όλη κι όλη,
απ' όπου και μπορούν μονάχα λόγια να περάσουν
στριμωχνόμενα κι αυτά στο κρύο γυαλί.

Και παντού,
σ' Αμερική κι Ελλάδα
των δημοσίων κτιρίων τα γραφεία γεμάτα με χαρτιά
και με παχείς φακέλλους που όταν κλείνουνε
μετά από τη συναλλαγή
μοιάζουν καθένας τους με στόμα δράκοντα που καταπίνει
την ανθρωπιά και την ουσία μας όλη.

 

ΚΥΡΙΕ...

Κύριε,
Ο ουρανός με βλέπει ως τον βλέπω;
Η γη ακούει τα πατήματά μου τα δειλά;
Την ψυχή μου η ψυχή των Πραγμάτων
τη νιώθει,
ως τη δική τους νιώθω εγώ ψυχή;
Ή μη το περπάτημά μου στη γη επάνω
εγώ μονάχα το γνωρίζω;

Κύριε,
ξέρεις πως υπάρχω;

 ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΟΥ ΕΣΤΕΙΛΑ ΣΤΟΥΣ ΡΩΣΟΥΣ ΤΗΝ 20 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2022
Κύριοι ρώσοι,
σας παρακαλώ μην εισβάλετε στην Ουκρανία.
Ο λόγος είναι ότι υπάρχει πιθανότητα οι δυτικοί να απαντήσουν στρατιωτικά και να γίνει ένας παγκόσμιος πόλεμος.
Στην περίπτωση αυτή κινδυνεύει ο πολιτισμός που δημιουργήθηκε μετά από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Επιτεύγματα και κατακτήσεις που κατορθώθηκαν με αγώνες, με θυσίες και με αίμα, κινδυνεύουν να αφανιστούν και να ξαναγυρίσουμε στην προπολεμική άθλια ζωή μας.
Πώς θα μπορούμε να ζήσουμε έτσι;
Γιατί φαντάζεστε τι θα γίνει τότε. Η παγκόσμια οικονομική δυσπραγία που θα ακολουθήσει σαν συνέπεια των πολεμικών ενεργειών των εμπολέμων μερών, θα έχει δυσβάστακτα αποτελέσματα παγκόσμια.
Ο άνθρωπος πλέον δεν θα μπορεί να ανοίγει τα φτερά του προς τα ουράνια και να εξερευνά το Διάστημα. Δεν θα έχουμε πέτρες από άλλους πλανήτες, δεν θα ξέρουμε αν ο Άρης έχει νερό, δεν θα επιδιώκουμε να βρούμε ζωή σε άλλους πλανήτες.
Η μεγαλοσύνη του ανθρώπου θα γίνει αίφνης μικρότητα. Δεν θα μπορεί η υφήλιος να παρακολουθεί αθλητικούς αγώνες και να αγωνιά για το αν η μπάλα που έχει φύγει από τα πόδια ενός ποδοσφαιριστή θα περάσει πάνω ή κάτω από ένα οριζόντιο ξύλο, και θα πάψει να αισθάνεται ευτυχία όταν κάποιος ακοντιστής των Ολυμπιακών αγώνων περάσει τον πήχη μισό εκατοστό πιο πολύ από κάποιον άλλο.
Ο έρωτας κύριοι ρώσοι, ο έρωτας, που επιτέλους είναι ελεύθερος ύστερα από χιλιετηρίδων καταπίεση, θα ξαναγυρίσει στα παλιά του. Ούτε πια σχέσεις της στιγμής, ούτε  ζευγαρώματα σε άλση, σε πάρτι, σε καμπίνες αεροπλάνων, σε κρουαζιερόπλοια. Τότε δυστυχώς, οι νέοι θα στραφούν προς πεζότερες και ανήδονες ενασχολήσεις όπως μελέτη και εργασία. Φαντάζεστε έναν κόσμο που οι νέοι θα αναγκαστούν όχι να καταστρέφουν αλλά να παράγουν, όχι να αλητεύουν παρά να είναι σεμνοί; Τέτοιο ένα πισωδρόμισμα πώς θα το αντέχατε, όταν μάλιστα εσείς θα ήσασταν οι δημιουργοί του;
Και πώς θα αντέχατε και σεις τότε  να ζείτε σε μία παγκόσμια κοινωνία όπου δεν θα υπήρχαν εκατό δισεκατομμυριούχοι που κατέχουν πλούτο ίσον με κείνον που κατέχουν Αφρική και η Ασία μαζί;
Τόσοι οίκοι μόδας, τόσες μονάδες παραγωγής αρωμάτων για κυρίες, τόσα γαστριμαργικά κέντρα που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε τόσους καλοφαγάδες τι θα απογίνουν;
Τόσες ανακαλύψεις-της πυρίτιδας, της ΤΝΤ, τόσες ωραίες εφευρέσεις που μπορούν και σκοτώνουν από μεγάλη απόσταση τους ανθρώπους ώστε να μην σκοτώνονται πλέον αυτοί από τόξα και ακόντια, πώς θα δεχτείτε να πάψουν να μας ευεργετούν;
Και σκεφτείτε τα είδη των ζώων που είναι υπό εξαφάνιση- αυτών, πώς θα καταφέρετε να υπομείνετε την -σίγουρη τότε- εξαφάνισή; Γιατί πελαργοί, χελώνες, ιπποπόταμοι, λιοντάρια και τόσα άλλα είδη γρήγορα θα εκλείψουν χωρίς τον πλούτο που απαιτείται για την προστασία τους, αφού αυτός θα έχει γίνει παρανάλωμα του πολεμικού πυρός.
Αλλά κυρίως σκεφτείτε τα νιάτα κύριοι ρώσοι, τα οποία πλην των άλλων θα δυστυχήσουν χωρίς πάρτι, χωρίς ναρκωτικά, χωρίς ταχύτατα αυτοκίνητα, χωρίς τα υπέροχα ταξίδια τους σε μακρινές χώρες. Και το απευκταίον: σκεφτείτε πάλι την κατάντια και την δυστυχία των παιδιών μας-της νεολαίας μας, που τότε θα έχουν να ΣΚΕΦΤΟΥΝ κύριοι ρώσοι. Το φαντάζεστε;
Μην μπείτε στην Ουκρανία κύριοι Ρώσοι.
Θυσιάστε την πατρίδα σας για να σωθεί, μεγαλουργούσα, η υπόλοιπη ανθρωπότητα.    

 ΠΑΛΙΑ ΟΙΟΝΕΙ ΠΟΛΙΤΙΚΑ

Ο ΛΑΌΣ ΜΟΥ

Να φωνάξω σε ποιον και ν’ ακούσει
τη ντροπή που στα στήθια μου κλείνω;
…Στο κενό θα την πω κι ας γνωρίζω
πως ματαίως μιλώ και σε κείνο:

«Το λαό μου οι φαύλοι τον κλέβουν.
Με άθλιους νόμους οι ίδιοι που φέρνουν
τον πετάνε στη λάσπη δεμένον
κι ό,τι έχει στις τσέπες του παίρνουν.

Τον λαό μου οι φαύλοι ονειδίζουν.
Με υποσχέσεις που δεν τις τηρούνε
τον χορταίνουνε, κι έτσι πρησμένον,
για κοιλιόδουλο τον τιμωρούνε.

Τον λαό μου οι φαύλοι πιο φαύλον
απ’ ό,τ’ οι ίδιοι τον έχουνε κάνει.
Και αυτός όλο κάτω τραβάει-
σκόνη γίνεται ό,τι κι αν πιάνει.

Λαέ κούφιε, λαέ κοιμισμένε,
μιαν υπόκλιση ακόμα και χάσου!
Και στον Άδη ζητούν Μαριονέτες:
στάδιο κι άλλο λαμπρό να! μπροστά σου!»
                               -----



ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΑΡΧΗΓΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ-
Η ΕΥΛΟΓΙΑ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΚΑΚΩΝ
(επί Παπούλια)

Και είναι απορίας άξιον πώς,
ο πρώτος ο πολίτης μας εγκρίνει
τα μέτρα που δε θέλει ο Λαός;
(…και άραγε το θέμα έτσι κλείνει;..)

Καλά , ο Λαός δεν είναι ο Παπούλιας;
Δεν είναι αυτός ο πληρεξούσιός Του;
Πώς χούγια γίνεται να έχει Πούλιας
αντίς να είναι ο Αυγερινός Του;

Το χέρι το Λαό που προστατεύει
πώς τώρα γίνεται να Τον χτυπάει,
και όσους τον σκοτώνουν να χαϊδεύει,
να τους καλόχει και να τους φιλάει;

Ο Πρόεδρος φρενάρει τους πολίτες
ή δυνατά το γκάζι σανιδώνει-
σπρώχνει στη δυστυχία τους ψωμοζήτες
ή την αντίστασή τους δυναμώνει;

...Τουλάχιστο στα τόσα κούφια έπη
που θ’ ακουστούνε μέσα στο Συμβούλιο
ας ρίξει ο Πρόεδρος και λίγα «πρέπει»-
χωνευτικά για γεύμα ένα λουκούλλειο.

                             -----


ΟΙ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΙ

Οι δημοσιογράφοι μας:

α.
-ΔΕΝ ΛΕΝΕ:
«ο τάδε υπουργός έκλεψε τόσα»,
ΑΛΛΆ ΛΕΝΕ:
«υπεγράφη η σύσταση επιτροπής….»
ή
«ύστερα από σύσκεψη παραγγέλθηκαν τόσα τανκς….»
ή
«ο υπουργός παρεβρέθηκε….κλπ.»


β.
ΔΕN ΛΕΝΕ: « ο τάδε κλέφτης υπουργός ζήτησε από τον πρωθυπουργό να πάει στο σπίτι του για να φάει με την ησυχία του όσα έκλεψε από την τσέπη σου αγαπητέ τηλεθεατή. Ο κλέφτης πρωθυπουργός τον έστειλε στο σπίτι του λέγοντάς του «άντε, καλοφάγωτα»,
ΑΛΛΆ ΛΈΝΕ:  «ύστερα από ανάμιξη του ονόματός του στην υπόθεση… ο υπουργός τάδε υπέβαλε την παραίτησή του στον πρωθυπουργό. Ο κύριος πρωθυπουργός έκανε δεκτή την παραίτηση»


γ.
Και όταν η παραίτηση δεν γίνεται δεκτή,
 ΔΕΝ ΛΕΝΕ: «ο κύριος πρωθυπουργός είπε στον υπουργό που θέλει να παραιτηθεί: κάτσε κάτου ρε, επειδή γράψανε κάτι αράδες μερικές φυλλάδες θες να φύγεις; Με μπαζούκας να τους βαράμε, δεν θα ξυπνήσουν τα κουτάβια ρε συ. Έχει μπόλικο φαί ακόμα ρε. Τι θέλεις, να βάλω κανέναν άλλο που να μην του έχω εμπιστοσύνη και να με καρφώσει; Κάτσε τώρα που τη βρήκαμε, φάε και σταμάτα τις μαλακίες»,
ΑΛΛΑ ΛΕΝΕ : «ο κύριος πρωθυπουργός παρακάλεσε τον κύριο υπουργό να παραμείνει στη θέση του…»  

δ.
Όταν μιλάνε για τους νεκρούς και τους τραυματίες στα τροχαία ή στα εργοστάσια,
ΔΕΝ ΛΕΝΕ: «η κυβέρνηση σκότωσε σήμερα στους δρόμους τόσους , στα εργοστάσια τόσους, και τραυμάτισε τόσους.»
ΑΛΛΆ ΛΕΝΕ: «σε τροχαία ή στα εργοστάσια  την εβδομάδα αυτή έχασαν τη ζωή τους τόσοι… στα  τροχαία δυστυχήματα αίτιο ήταν η υπερβολική ταχύτητα και το οινόπνευμα, στα εργατικά η απροσεξία….»


ΤΟ «ΠΡΈΠΕΙ»

Τι ωραίο αυτό το «πρέπει»!
Ο καθείς αυτό το βλέπει-
σαν ραβδάκι μαγικό
το πικρό κάνει γλυκό.

-Τι θα κάνετε υπουργέ
για το χάλι του ΟΤΕ;
-Να σας πω: ΠΡΕΠΕΙ να γίνει…
και να  γίνει… και να γίνει…

(και αντίρρηση ποιος έχει
πως ο υπουργός κατέχει
τι θα «πρέπει» κάθε μια
να γινότανε φορά…)

 -Κύριε βουλευτά οι φτωχοί
έχουνε πολύ αυξηθεί
τόσο όσο πριν ποτέ…
-Να τι ΠΡΕΠΕΙ αγαπητέ…

Και, η βουλευτική μαφία
αραδιάζει με σοφία
όσα «πρέπει» να γινούν
οι φτωχοί για να σωθούν.

Και κανείς δε λέει τι
«πρέπει» κάθε βουλευτή
ο λαός να τόνε κάνει
πριν εκείνος τον πεθάνει,

γιατί ο έλλην ενοικεί
στις αγκάλες του Μορφέα
κι ως γνωστόν όλα εκεί
μοιάζουν όμορφα κι ωραία.




ΑΣ ΙΔΟΥΜΕ…

Με σταυρό στα σχολεία
η ζωή μας αθλία:
οι μεγάλοι μας κλέβουν
κι οι καημοί  περισσεύουν.

Με σταυρό στη Βουλή μας:
διεφθαρμένοι οι ταγοί μας
και ο κόπος μας πλούτια
στων πλουσίων τα κιούπια.

Με σταυρό στη σημαία:
βρωμερή κάθε Ιδέα
διαφθορά στο Δημόσιο-
ουτ’ ιερό ούτε όσιο.

Για λοιπόν ας ιδούμε
(τι άλλο μένει να πούμε):
μη ο σταυρός αν θα λείψει
καλό κάτι προκύψει;




ΚΥΡΙΕ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ
(στον Άδωνι Γεωργιάδη
τον βιβλιοπώλη της Τιβί)

Εκτός απ’ τα βιβλία που διαβάζεις
κι οίησης πλήρης μας παρουσιάζεις,
υπάρχουν Άδωνι βιβλία κι άλλα:
λεπτά, λεπτότερα, μικρά, μεγάλα…

Και όλα εκείνα-τ’ άλλα τα βιβλία-
ταυτότητα δεν έχουνε καμία
με τα δικά σου- άλλες ιστορίες…
άλλες ιδέες και φιλοσοφίες…

Κι ανοίγουνε στα πνεύματα άλλους κόσμους,
απ’ τους δικούς σου εκτός-τους αποκόσμους.
Και αν πασκίζεις να τους αποκλείσεις
αυτοί ’ναι ’κεί όσο κι αν συ γαυγίσεις.

Κι αν θα ’χε απ’ τα βιβλία αυτά κονόμα
κανείς, θα μπόρειγε (και συ ακόμα)
χιλιάδες εκπομπές γι’ αυτά να κάνει
με κέρδη που ο νους σου ούτε που βάνει.

Μη το λοιπόν απόλυτος τόσο είσαι-
μα κι ούτε ίσως να το προσποιείσαι,
γιατί σ’ αμφότερες τις περιπτώσεις
είσαι Άδωνί μου ήρως βλακείας τόσης…

Τη στάλα των ιδεών όπου πρεσβεύεις
σ’ ωκεανό μη την αναγορεύεις-
μάλιστα που αυτή ’ναι μία στάλα
που μες στου Χτες μουχλιάζει την μπουκάλα...

Πέμπτη 22 Μαΐου 2025

 Ο ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ ΣΤΗΝ ΟΥΚΡΑΝΙΑ

-Κύριε Μητσοτάκη μου πώς σούρθε στο τσερβέλο
Και με το άστε ντούε σου και με το έτσι θέλω
Ξάφνω το αποφάσισες να πας στην Ουκρανία;
Ή μήπως και για πόλεμο σ’ έπιασε νοσταλγία;

Δε φτάνει που της έστειλες όπλα με το τσουβάλι
-του Δυτικού τσερβέλου σου απόδειξη το χάλι-
Έπρεπε και ο ίδιος συ να πας αυτοπροσώπως-
Τη δουλική σου διαγωγή να δείξεις παντοιοτρόπως;

Δε σκέφτηκες ότι μπορεί ο Πούτιν να θελήσει
Μ’ ένα του μπαμ ό,τι  έκανες γι αυτόν να ισοφαρίσει;
Τουλάχιστον εσώρουχα μαζί σου είχες «Μινέρβα»;
Σου είχε βάλει αλλαξιές μπόλικες η Μαρέβα;

Γιατί αν όχι, κάθε μια φορά που ένα βλήμα
Κοντά σου έσκαζε, οσμής απαίσιας ένα κύμα
Δυσάρεστης, θα εισέβαλε στις μύτες όλων όσων
Δίπλα σου στέκαν τιμητές της ασεβείας των Ρώσων,

Με πύραυλο έναν να χτυπούν πρωθυπουργό μιας χώρας
Που ενώ δίχως ενόχληση αφήνουνε προς ώρας,
Σαν έρθει όμως ο καιρός του πυρηνοπολέμου,
Και συ κι Ελλάδα κι Έλληνες, θα πανε κατ’ ανέμου.

-Φίλε μου κύριε Χολιαστέ, σ’ ευχαριστώ τα μάλα
Της ποίησης την άπονη που πήρες την κουτάλα
Και  το καζάνι εβάλθηκες πάλι ν’ ανακατέψεις
Της Πράξης, με την ευωδιά της φτερωμένης Σκέψης.

Γι αυτό κι απάντηση εγώ αμέσως θα σου δώσω,
Που μα τον Άγιο Τρύφωνα, κι εγώ το θέλω τόσο-
Τώρα που αντιπολίτευση κανένας δεν μου κάνει,
Μελαγχολία ξέρετε απ’ αυτό φορές με πιάνει.

Λοιπόν να γιατί πήγα εγώ στην Ουκρανίδα χώρα:
Ξέρετε κύριε Χολιαστέ ότι δυο αιώνες τώρα
Η Ελλάδα υποανάπτυκτη ήταν και είναι ακόμα.
Σαν όπως ένας ασθενής που ευρίσκεται σε κώμα.

Για να φτιαχτεί η Ελλάδα μας γκρέμισμα θέλει όλη
Κάθε χωριό, κωμόπολη, μικρή ή μεγάλη πόλη,
Και χτίσιμο από την αρχή. Ποιος όμως θα τολμήσει
Να πάρει τέτοια απόφαση-όλα να τα γκρεμίσει;

Κανένας, Και ιδού εγώ, με τόλμη και σοφία
Την από άλλους άπαρτη πήρα πρωτοβουλία
Να κάνω την Ελλάδα μας σύγχρονη μία χώρα,
Βήματα κάνοντας σοφά, γοργά και πρωτοπόρα.

Αλλά κουτός θα ήμουνα να βάλω γκρεμιστάδες  ΄
Να ισοπεδώσουνε το παν με αξίνες και κασμάδες.
Γι αυτό και με τους Ουκρανούς έπιασα εγώ φιλίες,
Κι υπέρ της παίρνω πάντα εγώ τόσες πρωτοβουλίες.

Και εξηγούμαι: όταν αυτός ο πόλεμος τελειώσει
Κι αρχίσει ο πυρηνικός, κοντά στο νου κι η γνώση
Πως η Ρωσία δεν θ’ αρκεστεί την Ουκρανία να χάσει,
Αλλά κι όλες τις φίλες της τις χώρες θα χαλάσει.

Και βέβαια και τη χώρα μας. Σε μία μέρα μόνο
Συντρίμμια όλη θα γενεί. Τότε δε χάνω χρόνο,
Και, πλέον, με δικαίωμα το χτίσιμο αρχίζω
Και σε δυο χρόνια την καινούργια Ελλάδα ξαναχτίζω.

                       ---

Τρίτη 20 Μαΐου 2025

 ΠΑΛΙΑ ΟΙΟΝΕΙ ΠΟΛΙΤΙΚΑ

ΜΝΗΜΟΝΙΑ

Η Κοινωνία κλεισμένη στο καζάνι της
που από κάτω του η φωτιά θεριεύει.
Ο ατμός βαρύς κι όλος θυμό αναδεύεται
και διέξοδο δε βρίσκει κι ας γυρεύει.

Οι θερμαστές τριγύρω ξεφαντώνουνε
και ξύλα όλο τη φωτιά ταϊζουν-
«μέτρα», «δικαιοσύνη», «φως», «διαφάνεια»-
όπου σαν κόκαλα σε τάφο τρίζουν.

Πόσο μεγάλη θα ’ναι τάχα η έκρηξη;
Και όλους τους προδότες θ’ αφανίσει,
ή απ’ τη μαγιά τους πάλι θα φουσκώσουνε
και νέος κύκλος δυστυχιάς θ’ αρχίσει;



ΜΠΕΛΑΔΕΣ ΝΕΟΔΗΜΟΚΡΑΤΗ ΨΗΦΟΦΟΡΟΥ

Να ψηφίσω Ντόρα; Διαφθορά ψηφίζω!
Σαμαρά; Οι φίλοι θα μου λεν φασίζω!
Κι αν Ψωμιάδη, τότε…άκρατα εθνικίζω…

Ποιόνε να ψηφίσω… ποιόνε να ψηφίσω…
Μπα!..στην τύχη λέω μάλλον να τ’ αφήσω:
θα ψηφίσω, πρώτα, αφού τα μάτια κλείσω!

Αλλά ούτε... μάλλον, ψήφο δε θα ρίξω,
μα βαθύ πηγάδι και στενό θ’ ανοίξω
και τους τρεις ομάδι μέσα του θα ρίξω…



ΣΥΝΟΜΙΛΙΕΣ ΕΡΝΤΟΓΚΑΝ-ΣΑΜΑΡΑ

Σαμαράς και Ερντογκάν:
ο Δαυίδ και ο Γολιάθ.
Σαμαράς και Ερντογκάν:
ο Καβάφης  και η Πλαθ.




ΕΥΣΕΒΕΊΣ ΠΌΘΟΙ

Να ’τανε λέει άλλη εποχή
και να ’ταν η ανθρωπότητα
ο αντίποδας αυτής εδώ-
να ’χε άλληνε ταυτότητα.

Καλή να λογιζότανε
η χώρα όπου κλέφτες
όλοι της είναι οι βουλευτές
κι άθλιοι και θεομπαίχτες…

Ω! Τότε πρώτη η χώρα μας  
θα ήτανε στην Πλάση
και θα ’χε μίλια του ντουνιά
τις χώρες ξεπεράσει.

Βραβεία να εδίνονταν
όχι στην εργασία
μα στην κατακρινόμενη
σήμερα οκνηρία...

Τότε βραβείων ευγενών
θα σώριαζε η πατρίδα μας
στην απλωμένη που κοντά
θα σάπιζαν αρίδα μας!

Κι αν Νόμπελ απονέμονταν
για την καταστροφή,
τότε αυτό που έλαβε
η σεφέρεια «Στροφή»

θα σκούσε κάτω από σωρούς
αμέτρητων βραβείων
που θα βραβεύαν τον δεινόν
ολέθριόν μας βίον.

Και τότε η Κρίση θα ’τανε
το μέγα καύχημά μας
που τ’ άλλα θα επισκίαζε
στραβά κι ανάποδά μας.





ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΑΝΤΙΣΥΛΛΗΨΗΣ

Ίχνος χωρίς επάρσεως ή μεγαληγορίας
λέω πως στης ανθρώπινης της γης μας ιστορίας
βραβείο αντισύλληψης εις την Ελλάδα πρέπει-
τιμή όπου καθ’ έλληνος βεβαίως την κούτρα τέρπει…

Και να πώς δικαιολογεί αυτή του την απόφανση
ο νους που οι γονέοι μου αθέλητα μου εδώκασι,
πώς δηλαδή η πατρίδα μας-πράγμα μοναδικό-
ειν’ η ίδια εν' αξεπέραστο αντισυλληπτικό:

Συνέλαβε κανένανε ποτέ της «τρομοκράτη»
(πλην όσων κάρφος μπήκανε στο ίδιο της το μάτι);
Συνέλαβε ποτέ υπουργό ή βουλευτή; Τουτέστι
εκείνους που ληστεύοντας κάνουν Χριστός Ανέστη;

Συνέλαβε ποτέ αυτή καναν καταχραστή
όπου του κράτους το ψαχνό έχει σφετεριστεί;
Τους κλέφτες μη συνέλαβε Βατοπεδίου και Ζήμενς
που αποτρόπαιες ξυπνούν, σ’ όσους γνωρίζουν, μνήμες;

Τους αίτιους συνέλαβε των αυτοκτονιών
που αιτία θρήνου έγιναν παιδιών τε και γονιών,
ή εκείνους που μας έβαλαν στο φονικό Μνημόνιο-
να τους στριμώξει στη στενή να τους ποτίσει κώνειο;

Ή μη καμιά συνέλαβε της προκοπής ιδέα
που στον εαυτό της να ’δινε κάποια ελπίδα νέα-
ή σχέδιο ένα μακρόπνοο που να υπόσχεται ότι
της Μέρκελ δεν θα ήτανε πικρό το καταπότι;

Τους φοροκλέφτες τσίμπησε να τους ταρακουνήσει
κλέψιμο φόρων άλλοτε κανείς να μην τολμήσει;
…Και βέβαια δεν συνέλαβε τον ίδιο τον εαυτό της
για να μην ντρέπεται γι αυτήν η δόλια η ανθρωπότης!..







ΏΡΑ ΤΗΣ ΓΗΣ”

Πρώτοι σε ό,τι Υπομονή,
Κόπο κι Ευθύνη δε ζητά-
πρώτοι σε ό,τι κι αν βρεθεί
που δεν πληγώνει, δεν πονά.

Πρώτοι σε Κλείσιμο Ματιού
ή σ’ ένα Κλείσιμο Κουμπιού΄
σε μια Φωνή, σ’ ένα Λυγμό,
σ’ ένα στους Γιάνκηδες «θενκ γιου»…

Κι ύστατοι πάντα στην Τιμή,
σ’ Αξιοπρέπεια, σε Ντροπή,
στις Τέχνες, στον Πολιτισμό,
στην που Χρυσός είναι Σιωπή.

Στην «Ώρα» πρώτοι εμείς «της Γης»
γιατί Φανφάρες μόνο θέλει,
έναν Φτηνό Ενθουσιασμό
κι Άστοχα-κι όπου πάνε Βέλη.

Πρώτοι!.. Κι οι Ξένοι μας θωρούν
και από μέσα τους γελούν:
πρώτοι σε αρίθμητες Βλακείες
για ν’ ακουστούν δυο τρεις «κυρίες»!

Αλλά στης Χώρας μας την Ώρα
ύστατοι ως πάντοτε και τώρα:
δεν μας πειράζει κι αν χαθούμε
μον’ έξω! έξω! ν’ ακουστούμε…





ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΌ ΑΔΙΈΞΟΔΟ

Ανοίγω το ραδιόφωνο
ακούω ψαλμουδιές.
Το κλείνω. Λέω αργότερα
κάτι θα βρω ορισμένως.

…Το ξανανοίγω- μα για γκολ
ακούω και κλωτσιές
και για φανέλες μου μιλά
με πάθος και με μένος.

Με μπάλα και με ψαλμουδιές
τα ερτζιανά γεμάτα.
Ύμνοι, λιβάνια και φουτμπόλ
το ράδιο μου αλώνουν.  

και μεταξύ τους όλα αυτά
φτιάχνουνε μια σαλάτα,
που τ’ άντερά σου, αν τη φας,
θλιμμένα σε μαλώνουν.

Η μοίρα το ’χει φαίνεται
της άμοιρης Ελλάδας
να μην αντέχουν σοβαρό
τίποτα οι κάτοικοί της,

και με μανία και βουλιμιά
να τρώνε φασουλάδα
ενώ φαγιά λαχταριστά
γεμάτος ο πλανήτης.




ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ
ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ
ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ

Πολιτισμό εμείς; Γεμάτοι!
Μας ξεχειλάει απ’ τα μπατζάκια.
΄Οπου σταθείς κι όπου γυρίσεις
«δρώμενα» και πανηγυράκια!

Φουστανέλα και χορός-
τσάμικος είτε συρτός-
να! ο πολιτισμός μας όλος
ο παγκόσμια φεγγοβόλος!
ΠΕΡΙ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

Το σύνταγμα εφαρμόζοντας
μας γέμισαν ατομικές ελευθερίες
και δικαιώματα (γιατί όχι:
από την τσέπη τους τα βγάζουν;)

Αυτό το παλιοσύνταγμα...
να μη λέει τίποτα και για λεφτά...



ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΓΗ
Η Ασία. Η γιαγιά.
Κάθεται ήσυχη στο τζάκι της κοντά, με ένα πιάτο ρύζι και με ένα κύπελλο κρασί , αμέτοχη σε βία, σε φασαρίες, ψεύτικα λόγια, κούφιες πράξεις.
Με τη σοφία των χρόνων της, με την πείρα χιλιετηρίδων ύπαρξης, με τον παλιό της πολιτισμό, με αυλή του σπιτιού της το οροπέδιο του Παμίρ.

Η Ευρώπη. Η κόρη της Ασίας.
Με τη ζωντάνια του νέου που όλα τα θέλει δικά του.
Με την αλαζονεία της πως όλοι πρέπει να την προσέχουν,
με τα λάθη και τις πλεονεξίες της,
ψάχνοντας τον  δικό της δρόμου πάνω στη γη.
Με την τάση της να βλέπει τη μητέρα της σαν ξοφλημένη.
Με την ιδέα ότι αυτή η ίδια ποτέ δεν θα γεράσει.
 Όλο τριγυρίζει μέσα στο σπίτι, όλα θέλει να γίνονται όπως αυτή επιθυμεί.

Η Αμερική. Η κόρη της Ευρώπης και εγγονή της Ασίας.
Που όλα τής επιτρέπονται επειδή είναι μικρή.
Απερίσκεπτη, με μυαλό που ακόμα δεν έχει πήξει.
Όλα τα θεωρεί παιχνίδια.
Δρα χωρίς σκέψη και χωρίς γνώση για τις συνέπειες κάθε πράξης της.
Παίζοντας σπάζει ό,τι υπάρχει μέσα στο δωμάτιο και κρατώντας ένα μαχαίρι στο χέρι για παιχνίδι, χτυπάει όποιον βρει μπροστά της.
Πηγαίνει μέσα στο δωμάτιο της γιαγιάς  και της ανακατεύει τα πράγματα, της τραβάει τα μαλλιά, της τσιμπάει τα μάγουλα γελώντας.
Γιαγιά και κόρη την ανέχονται, προσπαθούν κάποτε να την πάρουν με το καλό, τη συμβουλεύουν…

Αυτή είναι η κατάσταση στο σπίτι που λέγεται Γη και που μέσα του ζουν τρεις γενιές.


Η ΔΙΑΦΟΡΑ

Είμαστε Ευρώπη, αλλά μια διαφορετική, καλλίτερη Ευρώπη.
Και αυτό το διαφορετικό είναι που μας κάνει ανώτερους από τους άλλους ευρωπαίους.
Εμείς για μουσική έχουμε τα νταούλια, αυτοί όχι.
Εμείς  δεν υπακούμε στους νόμους, αυτοί ναι.
Εμείς παρκάρουμε τα αυτοκίνητά μας πάνω στα πεζοδρόμια. Αυτοί όχι.
Εμείς κλέβουμε ο ένας τον άλλο. Αυτοί όχι.
Εμείς δεν έχουμε Παιδεία. Αυτοί έχουν.
Εμείς έχουμε βρώμικες πόλεις, βρώμικα νοσοκομεία, βρώμικα σχολεία, αυτοί όχι.
Εμείς τρώμε τα δανεικά μας στα μπουζούκια, αυτοί χτίζουν εργοστάσια και σχολεία μ’ αυτά.
Εμείς τεμπελιάζουμε, αυτοί δουλεύουν.
Εμείς είμαστε καλοί σαν γκαρσόνια, αυτοί είναι καλοί σαν τουρίστες.
Εμείς δεν παράγουμε ούτε καρφίτσες, αυτοί παράγουν από αυτοκίνητα και πάνω.
Εμείς φοβόμαστε τον ίσκιο μας, την Τουρκία, τη Μακεδονία, την Αλβανία τη Βουλγαρία, αυτοί κανέναν.
Εμείς έχουμε κλέφτες και ψεύτες πολιτικούς, αυτοί σοβαρούς ανθρώπους.
Εμείς έχουμε μυαλά μεσαίωνα, αυτοί εικοστού πρώτου αιώνα.
Εμείς έχουμε τραγούδια κοιμισμένα, αυτοί τραγούδια ζωηρά.
Εμείς δείχνουμε στις τηλεοράσεις μας σκουπίδια, αυτοί όμορφα και νέα πράγματα.
Εμείς έχουμε την ιδέα ότι είμαστε το κέντρο του κόσμου, αυτοί είναι ό,τι είναι.
Αυτοί ψυχαγωγούνται, εμείς διασκεδάζουμε.
Εμείς καταστρέφουμε το περιβάλλον, αυτοί το προσέχουν.
Εμείς μισούμε τα βιβλία, αυτοί τα διαβάζουν.

 Ε, δεν πρέπει να είμαστε υπερήφανοι που ξεχωρίζουμε ανάμεσα σε τόσους άλλους;

 ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΜΑΧΑΙΡΙΟΥ

Ασπόνδυλη είναι η χώρα μου; Και μέσα της σκουλήκια και μέδουσες, και σπόγγοι και θαλάσσιες ανεμώνες ζουν μονάχα-γι αυτό και όπου χτυπήσω μόνο σάρκα βρίσκω και ποτέ ένα κόκαλο;
Και τότε γιατί ακούω υποσχέσεις όλο για κόκαλα και κόκαλα και κόκαλα;
Και τι να είναι πια αυτά τα κόκαλα που ούτε στον ύπνο μου δεν τα έχω δει;
Ακούω να λένε στα παιδιά τους οι άνθρωποι «θα σε πάω στο πάρτι» ή «θα σου πάρω καραμέλες», και τα παιδάκια χαίρονται που θα πάνε σε πάρτι ή γιατί θα έχουν καραμέλες, γιατί ξέρουν τι είναι πάρτι και καραμέλες.
Ενώ εμένα κάθε τόσο μου υπόσχονται κόκαλο και ποτέ δεν με πήγαν ως εκεί για να μάθω τι τουλάχιστον είναι αυτό το πράγμα…
Και να πεις ότι αυτό μου το υπόσχονται τίποτα παιδάκια… να πω παιδιά είναι, δεν ξέρουν τι λένε…
Μα πιο πολύ μου το τάζουν μεγάλοι άνθρωποι, και μάλιστα μεγάλοι πολιτικοί-οι μεγαλύτεροι σε κύρος και
ισχύ: οι πρωθυπουργοί!
Μα όλο υποσχέσεις.
Και τελικά τι;
Τίποτα.

Τουλάχιστο μια φορά να το είχα γνωρίσει να έβλεπα βρε αδερφέ τι είναι αυτό το περίφημο κόκαλο…
Γιατί στο κάτω κάτω μπορεί και να μην μου άρεσε και να έπαυα να στενοχωριέμαι που δεν με πηγαίνουν ως εκεί.
Ενώ τώρα, όσο το είδατε εσείς άλλο τόσο το είδα κι εγώ…    
Ή μήπως δεν υπάρχει κόκαλο και με κοροϊδεύουν;…

Δευτέρα 19 Μαΐου 2025

 ΤΟ ΡΟΖ ΚΟΡΙΤΣΙ

Γυρίζαμε από μια δουλειά τόσο μικρή
Που ακόμα ανέβαινε ο ήλιος.
Λίγα αυτοκίνητα στον ίσιο δρόμο
Με τα μοντέρνα σπίτια και τους πλούσιους κήπους.
Ωραία δέντρα δεξιά κι αριστερά.

Η πάχνη η πρωινή είχε μόλις διαλυθεί.
Ο Γκρέγκορυ εσφύριζε χαρούμενα
Με το ’να μόνον χέρι οδηγώντας.
Τρέχαμε με τριάντα μίλια και σκεφτόμασταν
Πόσο ξεκούραστη  θα ’ταν η μέρα αυτή.
 
Κι ενώ βρισκόμαστε στο πιο ψηλό σημείο
Του  Coldwater Canyon
Στο δεξιό του δρόμου μέρος,
Ένα κορίτσι!

Ένα κορίτσι διάφανο.
Κρυστάλλινο.   
Μ’ αντίς για φλέβες  μάρμαρου νερά,
Μ’ ερωτοτράγουδα στη θέση των ματιών,
Και μ’ αραχνόφαντο ένα ροζ ντυμένο φόρεμα.

Όταν το είδα
Τα ονειρώδη χέρια του
Όπως φτερά είχαν απλωθεί
Γυρεύοντας τους ώμους να τυλίξουν
μ’ ένα μικρό, πλεχτό, γλυκό ροζ χρώμα σάλι-
χρώμα ίδιο με το αέρινο το φόρεμα.

Απ’ όνειρα τα πόδια του φτιαγμένα κι από ρόδα-
Όνειρα ροδοκάμωτα και ρόδα ονειρεμένα
Και δεν πατούσαν λες στη γη

Μια ύπαρξη που διάβηκε τα σύνορα του ωραίου
 Κι αιθέρια ήρθε κι άυλη και στάθηκε μπροστά μας.
 
Άφωνος τήνε κοίταζα και τήνε βλέπω ακόμα:
την ροζ επιδερμίδα της, το ροζ μικρό της στόμα…  

Βέβαια παραλογίστηκα.
Ένα παιχνίδι ήταν αυτό που ’πλασε η φαντασία.  
Κορίτσι αυτό δεν ήτανε-μια οπτασία ήταν.
Κορίτσι αυτό δεν ήτανε-ήτανε πλάσμα ένα
Που άπό ’να ροζ εξέφυγε ανθένιο παραμύθι.

Τέτοια κορίτσια ιδανικά η Φύση δεν τα πλάθει.

Όλα εξηγούνται έτσι δα.
Μία φευδαίσθηση ήτανε
Κι ένα ονείρεμα απ’ αυτά
Που πλέκει κάποια ανάγκη-

Ήταν η ώρα πρόσφορη,  
Η μέρα ήταν εμπρός μου,  
Τα μάγια τους εφόρεσαν
Οι πόθοι μου οι χρυσοί
Και την αέρινη έπλασαν-
Την άυλη μορφή.

Βέβαια. Ή εξήγηση
Δεν γίνεται να ’ναι άλλη.
Τέτοια κορίτσι δεν μπορεί
Να υπάρξουν-είν’ αστείο.
Ένα παιχνίδι μοναχά
Μου ’παιξε η φαντασία.

Το μόνο που στην άποψη
Αυτήνε δεν ταιριάζει
Είναι που ο ήλιος άψυχος    
Την άγγιζε και κρύος,       
Κι όταν την άφηνε ήτανε
Ζεστός κι ευτυχισμένος.  

 ΑΡΝΗΣΗ

Λοιπόν χωμάτινοι είμαστε
ψεύτικοι και φθαρτοί.
H ύπαρξή μας ελαφρό
στον άνεμο χαρτί.

Λοιπόν νεκροί λογιούμαστε
προτού να γεννηθούμε.
Σαν φαντασίες διαβαίνουμε
σαν ίσκιοι ψευτοζούμε.

Λοιπόν θολά μηδενικά
κι ανύπαρκτες υπάρξεις,
στη γη σκυφτά βαδίζουμε
πυκνά σε παρατάξεις.

Τα λιπαρά εδέσματα
λοιπόν πολύ μας βλάπτουν
και τα υλικά τα νάιλον
το δέρμα μας εξάπτουν.

Ψευτοϋπάρχουμε λοιπόν
κι όλα τα ωραία λόγια
και τα μνημειώδη έργα μας
γελοία είναι διόδια

για να περάσουμε από μιαν
ανυπαρξία σ' άλλη...
Τι λογική υπέροχη
και τι σοφία μεγάλη...

Ας συνεχίσουμε λοιπόν
να γράφουμε ιστορία.
Τη ζοφερή ας τραβήξουμε
και πια γνωστή πορεία.

Ας ξεχωρίζουμε τροφές,
κομμένα τα τσιγάρα,
στο κρύο να φυλαγόμαστε,
κρέατα μόνο σχάρα.

Ας γράφουμε ποιήματα
ας παίρνουμε σπουδές
ας θεωρούμε καταγής
το φτύσιμο αγενές

και κτίρια ας υψώνουμε-
Κήπους και Παρθενώνες-
μνημεία που απαράμιλλα
να μένουν στους αιώνες.

Κι ας προσπαθούμε. Η καλή
προσπάθεια ωφέλεια φέρνει-
με των καλών η ζυγαριά
το μέρος πάντα γέρνει.

Μα ποιών καλών; και ποιών κακών;
Μνημεία ποια; ποιοι Κήποι;
Και ποια αισθήματα; Χαρά
ποια τάχα και ποια λύπη;

Τ' ειν' όλα τούτα; Πλάσματα
μιας φαντασιάς κενής.
Ποτέ-ποτέ και πουθενά
δεν έζησε κανείς.

Ποτέ κανείς δεν έζησε
κανείς δεν εγεννήθη
κανένας δεν επέθανε.
Άναρχος μόνο λήθη

παντού. To "είναι" τίποτα
το "κάπου" πουθενά-
όλα απουσίες, έλλειψες
κι αιώνια κενά.




ΚΑΤΑΦΑΣΗ

Όχι! Δεν είναι-δεν μπορεί
να είναι αυτή η μοίρα
τόσων υπάρξεων ευγενών.
Να 'ναι κενή και στείρα

σειρά πανσόφων ιδεών.
Δεν ημπορεί να μοιάζει
το μέγα θάμα της ζωής
σαν το χοντρό χαλάζι,

που λιώνει κι αργοχάνεται
κι ανίστορα κυλά.
Του ανθρώπου άλλο η μοίρα του
μερίδιο του φυλά.

Δεν το μπορεί να χάνεται-
για πάντοτε να σβήνει
ό,τι το ανθρώπινο στοιχειό
μέσα βαθιά του κλείνει.

Τόσες ιδέες φωτεινές
τόση αγάπη-τόση
ευγένεια που παντού φτερά
στον κόσμο έχει απλώσει,

τόσα αισθήματα αργυρά
τόση χρυσή σοφία,
δεν ημπορεί ποτέ παρά
να μείνει αιωνία.

Δεν ημπορεί σ' απέραντα
φριχτής  αβύσσου χάη
να καταβαραθρώνεται
κι ανώφελα να πάει,

τόση ζωντάνια, τόση ορμή.
Τέτοια φρικτή θυσία
αν θα την έστεργε θεός
δε θα ’ταν προδοσία;

Δεν ημπορεί τόσο φτηνό
κι άδοξο τέλος να 'χει
τ' ανθρώπινο δημιούργημα
μετά από τέτοια μάχη.

Δεν ημπορεί. Κάπου ψηλά
κάτι θα πρέπει να 'ναι-
που μάτια δεν το βλέπουνε
και ας καλοκοιτάνε-,

που δε θ’ αφήσει να χαθεί
για πάντα η ύπαρξή μας-
που σ' ένα μέρος μυστικό
θα κρύψει τη ζωή μας

σαν η φρικτή συντέλεια
του κόσμου μας θα ’ρθεί-
που-όχι- ποτέ δε θ' άφηνε
το είναι μας να χαθεί.

Μέγα ένα χέρι στοργικό
ψηλά θα μας σηκώσει
κι από τη λάβα που κυλά
τον άνθρωπο θα σώσει.

Και φιλικά, προσεχτικά,
την όμορφή μας ζήση
σε μονοπάτια στέρεα
σιγά θα την αφήσει.

Κι εκεί, απαλά, σεβαστικά,
με στοργική μια βιάση
το χέρι αυτό το απαλό
γλυκά θα μας σκεπάσει..

 Η ΜΑΧΗ

Στον κάμπο τον ανθόσπαρτο χτες έγινε μια μάχη.
Kαθόμουν και την έβλεπε απ' του λόφου μου τη ράχη.
Όταν τελείωσε, θέλοντας λίγο να ξεμουδιάσω
την ώρα μου εδιάλεξα στον κάμπο να περάσω.

Και πήγα. Ρείθρα αίματος κυκλώνανε τον κάμπο
που δύσκολα ξεχώρισα χώμα στεγνό για να 'μπω.
Και μπήκα. Κι έβλεπα δεξά, πίσω, ζερβά και μπρος μου
εικόνες να προβάλουνε φριχτές του κάτω κόσμου.

Πόδια κομμένα απ' τα κορμιά, κεφάλια δίχως μάτια,
κρανία με τα κόκκαλα σπασμένα σε κομμάτια,
χέρια να σφίγγουν δυνατά του όπλου τη σκανδάλη
λες και νεκρά ήταν έτοιμα να ρίξουνε και πάλι.

Σε μία καταπράσινη λόχμη μία κερένια
είδα μορφή-έναν έφηβο που δίχως μίαν έγνοια
ζωγραφισμένη στο άναιμο κι άψυχο πρόσωπό του
βρίσκονταν λες στο νάρκωμα του ύπνου του του πρώτου.

Κι έτσι ως κειτόνταν καθαρός δίχως σταγόνα αίμα
έμοιαζε σαν τα γύρω του να ήταν όλα ψέμα
και να μην ήτανε αυτός ο τόπος του θανάτου
μα ο Μορφέας το λίκνο του να 'στησεν εδώ κάτου.

Λίγο πιο κει, μέσα σε μια τρύπια από σφαίρες χλαίνη
μια μάζα είδα αιμόφυρτη με κόπο ν' ανασαίνει
και δίχως μέλη ένα κορμί να ’ναι στητό πιο πέρα,
σκιάχτρο στου Χάρου τον αγρό-για τη ζωή φοβέρα.

Και τα κορμιά όπου έπεσαν κι όπου άρματα διάβήκαν
σπασμένα τ' αγριολούλουδα τα μυρωδάτα αφήκαν.
Και τα μικρά και τρυφερά κι ευώδη χορταράκια
Σ’ αιμάτων μέσα πνίγηκαν αχνίζοντα ρυάκια.

Στον ήλιο που ολοπόρφυρος αυτή την ώρα δύει
κι ο κάμπος όλος κι οι νεκροί θα μοιάζουνε αστείοι.
Τίποτε άλλο δεν μπορεί σε με να εξηγήσει
γιατί ασταμάτητα γελά ενώ τραβάει στη δύση.

Ξάφνω δεντράκι αντίκρισα παράξενα να γέρνει.
Κοντά του ανήσυχον πολύ το βήμα μου με φέρνει.
Μα δεν μπορούσα αλίμονο πια τίποτα να κάνω-
ξεριζωμένο κείτονταν στο κρύο χώμα επάνω.

Παίρνω εν’ άνθι απ’ τα νεκρά, τα αίματα του βγάζω
τον αιώνιο τον ύπνο του να κοιμηθεί το βάζω
κι όλη τη νύχτα δάκρυα επότιζα το τόπον
που τόσα αθώα σκότωσε το μίσος των ανθρώπων.


ΜΕΙΣ ΟΙ ΦΤΩΧΟΙ

Για σπίτι μας καλύβι και πεινάμε
και τη χαρά μας έχουν σκοτωμένη.  
Ανίσχυροι στους δρόμους τριγυρνάμε
μεις οι φτωχοί-της γης οι αδικημένοι.

Στων πλούσιων την καρδιά και το συκώτι
μένει η ευτυχία μας φυλακισμένη
και να τη βρούμε δουλειά μας πρώτη
μεις οι φτωχοί-της γης οι αδικημένοι.

Και ξέρουμε τον τρόπο-το μαχαίρι
με δύναμη και μίσος θα χτυπήσει
την άψυχη καρδιά σ’ όλα τα μέρη
που άνομος ο πλούτος έχει ανθίσει.

Τα σιχαμένα ύστερα κουφάρια
σε μια φωτιά θα κάψουμε οργισμένη-
μεις οι φτωχοι’του κόσμου τα λιοντάρια-
μεις οι φτωχοί-της γης οι αδικημένοι.


ΕΛΛΑΔΑ!!!...
Τετάρτη, 26 Μαρτίου 2014
(Όταν αποδείχτηκε ότι στην Ελλάδα, όταν σε χτυπήσουν, απαγορεύεται να ανταποδώσεις το χτύπημα. Στο επόμενο επεισόδιο θα μάθουν οι έλληνες να γυρίζουν και το άλλο μάγουλο.)

Λοιπόν καινούργια μια στο λαό ελπίδα
για να ξεδώσει από τα τόσα τα δεινά -
που φτάνουν ως ο δόλιος να πεινά-
κάτι πολύ δίνει κοινό: μια εφημερίδα!

Πάρτε την και καλά αφού την κλείστε
ώστε επιμήκης και παχιά να γίνει
με όπλο πια επιθετικό εκείνη
τους άθλιους μας πολιτικούς χτυπήστε.

Κι όχι στα χέρια ή στα πόδια ίσως
που αστείο μπορεί κανένας να το πάρει
αλλά στο πρόσωπο με ορμή και μίσος
καθώς η Λιάνα μας τον Κασιδιάρη.

Και αν πολιτικός κανείς θελήσει-
το χτύπημα να σας ανταποδώσει-
καθώς στη Λιάνα είχε αυτός τολμήσει,
πικρά ο βρωμερός θα το πληρώσει.

Γιατί όπως έγινε με την Κανέλλη,
των ΜΜΕ και της Βουλής η κλίκα
σ’ αυτόν θα ρίχνει όλο φαρμάκι βέλη
και με μελιού εσάς θα ραίνει γλύκα.

Κι ας ξέρει πια ο καθείς πως από τώρα
καθείς μπορεί τον άλλο να χτυπάει
κι ύστερα και τα ρέστα να ζητάει.
Ω! Mores! Και ω! Tempora! Ω! Χώρα!...

Κυριακή 18 Μαΐου 2025

 Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2025
 ΤΡΑΜΠ, ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ, ΚΑΙ ΕΚΛΟΓΕΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ

Ο Τραμπ δεν σας αρέσει ω! Ευρωπαίοι,
γιατί τα πράγματα τα μπερδεμένα
με τ’ όνομά τους το σωστό τα λέει,
κι όχι όπως τα ’χετε σεις βαφτισμένα.

Και ούτε βάζει «κύκλους» να μιλούνε
και σεις να ψάχνετε να εξηγήστε
τι τάχατες αυτοί θέλουν να πούνε-
όπως συνηθισμένοι δα σεις είστε.

Φίλοι, ο Τραμπ είναι αμερικάνος.
Το ναι του είναι ναι και τ’ όχι του όχι.
Ο Τραμπ δεν είναι κύριοι λαοπλάνος.
Και ό,τι λέει εξετασμένο το ’χει.

Ήθελε αλήθεια από τη Γερμανία.
Και το ’πε θαρραλέα και αντρίκια.
Του κόσμου αυτός κρατάει τα ηνία
και-όχι!-δεν κολλάει φίλοι μου μπρίκια.

Μετά τον Φύρερ, όταν δεν σας βγήκε
Εσείς να γίνετε οι κοσμοκράτες,
Βαλθήκατε να «μεταμεληθείτε»
Και «δημοκρατικές» πήρατε στράτες.

Στα λόγια μόνον όμως. Και σαν ίσως
Το φως να σας εφώτισε του Σαύλου
Για τους εβραίους δεν είχατε πια μίσος
Και οπαδοί εγίνατε του Παύλου.

Δρόμο άλλο ένας λαός μπορεί να πάρει;
Να κλέβει ο Έλληνας θα σταματήσει;
Ο Ιταλός θα πάψει να παρλάρει;
Του ταύρου αίμα ο Ισπανός να χύσει;

Κι ο Τραμπ δεν ήθελε, ω! Γερμανοί μου.
Αμνούς αθώους τάχα να σας βλέπει.
Κι αν δεν τον νοιάζει διόλου το Μαξίμου,
μα εσάς θέλει όπως είστε να σας βλέπει.

Γι αυτό τον Μασκ αυτός και είχε βάλει
Να σας ειπεί τι πρέπει να ψηφίστε,
Ναζί να σας ιδεί ήθελε και πάλι
Μέσα σας όπως, κι έξω σας να είστε.

Ο Τραμπ, αληθινά όλα τα θέλει.
Κι όλα στο φως. Κρυμμένο τίποτα.
Το ξύδι αυτός δεν το βαφτίζει μέλι.
Και ειπωμένα θέλει όλα τ’ ανείπωτα.

              -----

 ΤΟ ΠΟΎΡΟ

Μακριά τους τόσα χρόνια
τον ξεχάσανε.

Όταν εκείνος ήρθε
στην πρώτη κιόλας τη συνάντηση κατάλαβε
ότι τον είχανε ξεγράψει.

Ξένος εκεί,
ξένος εδώ,
πια για κανένανε δικός.

Και καθώς θα ’τανε ατελέσφορη
κάθε προσπάθεια υπενθύμισης καν…
και καθώς  είναι τόσο πολυδάπανο
όσο κι ανώφελο
να συντηρείς έναν νεκρό,
δεν έμενε παρά το πρόσχημα
για την οριστική
Σωτήρια ρήξη.

Έβαλε λοιπόν στο στόμα του ένα πούρο
κι έτσι ανάναφτο το εδάγκωνε
όπως αυτοί που η ζωή τους
χωρίς το πούρο δεν νοείται.

Εκείνοι λαίμαργα άρπαξαν το δόλωμα.
Ζωώδικα.

Kαι -αν και κάπως άβολα κρατώντας το-
σημαία τους το ’καναν
και βιαστικοί και άπληστοι
αυτοί επήγαν στις δουλειές τους
και στον προορισμό του εκείνος.

 εκοιτόμουν άρρωστος
άρρωστος βαριά
κι ήρθε μια νεράιδα
κι ήρθε μια ξωθιά

και αγάπης μου δωσε
πάνγλυκο φιλί
που τη νύχτα μου έκαμε
φωτερό πρωί

κι είμαι πάλι ζωντανός
κι όχι μες στον τάφο
και ακόμα περπατώ
και ακόμα γράφω

Σάββατο 17 Μαΐου 2025

 

Ο  ΗΝΙΟΧΟΣ  ΤΩΝ  ΔΕΛΦΩΝ

Πάει ο Πολύζαλος και τ'  άλογο.
Πάει και τ'  άρμα.
Οι Φαιδριάδες τ'  αφανίσανε.

Μας έμεινε ο ονειρικός Ηνίοχος
με τα σκεπτόμενα μάτια
μεσόκληρος δυο εποχών
γαλήνια ακίνητος μετά από τον αγώνα
θριαμβευτής
να οδηγεί αόρατο ένα άρμα.

Ίσως την Τέχνη παραπέρα.

 

 

 

ΤΟΥ ΚΡΕΒΒΑΤΙΟΥ ΤΟ ΒΗΤΑ

 

Πάντοτε με διορθώνουν-

οι ανόητοι-

πως το κρεββάτι μ’ ένα βήτα γράφεται.

 

Δεν είναι βέβαια ποιητές.

 

Αν ήταν, θα ’ξεραν

πως άδειο το κρεββάτι μ’ ένα βήτα είναι,

όπως με μόνο αυτούς επάνω του.

 

Το δεύτερο το βήτα ειν’ η γυναίκα.

 

 

 

ΟΤΑΝ

 

Όταν

στον τελειωμό της μάχης της μεγάλης

του γυρισμού τον δρόμο παίρνεις νικημένος

κι ακούς ακόμα να ηχούνε καθαρές

του νικητή σου οι χαρούμενες ιαχές

κι η κόλαση ξεχύνεται ξοπίσω σου και μπρος σου φοβερή…

τότε

δεν ωφελεί παράδεισους να σκέφτεσαι.

Για φαντασιώσεις πια καιρός δεν είναι.

 

Τα βήματά σου σύρε και βολέψου

όπως μπορείς σε μια γωνιά

και τυχερός πολύ να θεωρείσαι

που εκεί σ’ αφήνουνε να μείνεις.

 

Για δίκαιο μη μιλήσεις.

Για δόλον του εχθρού ή ατιμίαν του στη μάχη.

Τα τέτοια σβήστα από τη σκέψη σου τελείως

και από τώρα ήσυχα να ζεις και μετρημένα

με προσοχήν προσέχοντας μεγάλην

μη κάτι που θα κάνεις ή θα πεις

τόνε θυμώσει τον εχθρόν που νικητής εμπήκε στη ζωή σου.

Και ξέρεις δα οι νικητές τι εύκολα θυμώνουν.

 

 

 

ΒΥΖΑΝΤΙΟ 1439

 

«Πόσο μας παίδεψαν κι αυτοί οι Λατίνοι…

Για να μας δώσουνε λίγη βοήθεια

ζητούσαν να ξεχάσουμε την πίστη μας.

Καθόλου δεν τους άγγιξε η λαμπρότητα κι ο όγκος

της αντιπροσωπείας μας: εφτακόσοι! Ό,τι καλλίτερο

το πνεύμα κι η εξουσία μας είχε να δείξει.

Και επικεφαλής ο βασιλιάς μας!

 

Τίποτα αυτοί.

Ανυποχώρητοι.

 

Εμείς από την άλλη τι να κάναμε;

Πώς να φυλάξουμε ορθή την πίστη

με τον Μουράτ απέξω από την Πόλη;..

 

Δυο χρόνια κράτησαν οι συζητήσεις.

Και συσκεφτόμασταν...και συσκεφτόμασταν…

Κουράστηκα στο τέλος.

 

Και φύγαμε ατιμασμένοι απ’ τη Φερράρα-

υποχωρήσαμε στο σπουδαιότερο:

δεχτήκαμε πως "εκ" σημαίνει "δια".

Πώς χάρηκαν οι βρωμεροί που μας ταπείνωσαν…

 

Όμως στην Πόλη σαν ξαναβρεθήκαμε,

μες στις εικόνες μας και στα λιβάνια,

κι όταν βυθίσαμε στους ύμνους πάλι

και στα τροπάρια της Ορθοδοξίας μας,

αλλάξαμεν απόφασιν αμέσως:

έτσι κι αλλιώς θα χάνονταν η Πόλη:

καλλίτεροι οι Τούρκοι απ’  παλιο-Λατίνους".

 

 

 

  Ο ΓΑΜΟΣ

 

Παντρεύεται ο λόφος

και παίρνει την κυρα-Άνοιξη.

Οι μυγδαλιές κοιτάζουν

το θέαμα με κατάνυξη.

 

Μαργαριτούλες πλέκουν

στεφάνι νυφικό

των μερμυγκιών με χάρη

καλπάζει το ιππικό.

 

Κρατούν οι πεταλούδες

την άκρη του φορέματος

πλαντούν οι παπαρούνες

στο χρώμα του αίματος.

 

Κι ως φεύγει ο κυρ-Χειμώνας

γυρνά την κεφαλή

και στέλνει στο ζευγάρι

χαρούμενο φιλί.

 

 

 

ΣΤΗΝ ΠΙΚΡΗ

 

Μέσα στην ησυχία

θόρυβοι κάτι αλαφροί έρχονται απ' τον καφέ του.

 

Μπορεί να πει πως κάποιος δαίμονας

εμπήκε στο φλιτζάνι του

και κει ότι τα μάγια του δουλεύει.

Και λέγοντας αυτό

θα ξέφευγε από το απίστευτο να πει

ότι ακούει τα βιαστικά κι ανάλαφρα-

τα μυστικά πατήματα της ζάχαρης

καθώς μες στον καφέ του τον πικρό διαλύεται.

 

Απίστευτο γι αυτόνε όχι-γιατί αυτός

ολημερίς μες στη σιωπή

της μοναξιάς τους ήχους τους λεπτούς ακούει

καθώς αυτή μες στην πικρή

γλυκαίνοντάς τηνε διαχύνεται ζωή του.

 

 

 

               ΟΥΤΕ Η ΤΕΧΝΗ

 

Και πια δεν ξέρουν τι να κάνουν

και τι τεχνάσματα να επινοήσουν

και κάνουνε τα ίδια και τα ίδια κάθε μέρα

λιγάκι μόνο αλλάζοντας κάθε φορά

τις λέξεις, τις κινήσεις, τις εκφράσεις.

 

Οι άλλοι πάλι χειροκροτούν

σαν να ’τανε το θέαμα κάτι νέο.

Και παν και ξαναπάνε και το βλέπουν,

και γράφουν κριτικές επωφελείς,

και παν και ξαναπάνε και το βλέπουν,

κι εκφράζουν "ανυπόκριτον χαράν",

και λεν: "αυτή

ήτο μια νέα ερμηνεία τω όντι",

και το επαινούν και το αινούν και το θαυμάζουν,

γιατί τι άλλο να ’καναν

και πώς να πούνε

πως όλα αυτά είναι μια Έλλειψη κι ένα Κενό

που τότε το Κενό θα ’παιρνε εκδίκηση

αποκαλύπτοντας αυτοστιγμεί

πως ούτε η Τέχνη είναι καταφύγιο…

                       ---

 

 

 

Ο ΝΑΥΑΓΟΣ

 

 

Είναι ναυαγός.

 

Γεννήθηκε ναυαγός.

 

Κι ολοζωής στέλνει μηνύματα

σε μπουκάλια μέσα:

 

«Μην πλησιάζετε!».

 

 

 

 

ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ

 

Έπιπλα δεν είχε το δωμάτιο

και όσον να πεις

ένα τραπέζι

απαραιτήτως χρειάζονταν.

 

Δε θα 'τρωγε καλά για λίγες μέρες

το κάπνισμα θα εμετρίαζε

το φως νωρίς θα το ’σβηνε-

λίγο από δω-λίγο από κει

θα τα κατάφερνε στο τέλος.

 

Και όχι πολυτέλειες.

 

Δεν ήθελε

ξύλο καλό,

ούτε μορφήν και στυλ θα εκοιτούσε.

 

Ένα απλό τραπέζι.

 

Λίγο γυαλιστερό μόνον στην επιφάνεια

και κάπως,

όσο γίνονταν,

τα πόδια του κομψά.

 

Τώρα θα πεις:

μεγάλη ανάγκη ήταν το τραπέζι;

Ανάγκη όχι, μα είναι κάποια συντροφιά-

ένα δωμάτιο άδειο άσχημα χτυπάει…

 

Πάλι

κάποιος μπορεί να ’ρχόταν

και την κατάντια του να δει δεν θ’ ανεχόταν…

 

Τέλος είναι κάτι όρθιο

μέσα σε τόσα γκρεμισμένα.

 

 

 

ΛΥΠΗ ΝΕΑΡΟΥ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥ

 

Έχετε δει αηδονάκι βραχνιασμένο;

Άγγελο ίσως με πυρετό;

Φεγγάρι σε κουβέρτες διπλωμένο;

Ήλιο με τάση για εμετό;

 

Έχετε δει δυο μαύρα καρβουνάκια

ενώ γελάνε μαζί να κλαιν;

Δυο του γιαλού ροζ κοχυλάκια

κόκκινα να ’ναι και να καιν;

 

Αχ! η αγάπη μου είναι κρυωμένη.

Ό,τι μου έδινε ρίγος, ριγεί.

Και θα υποφέρει για πολύ η καημένη

γιατί η ανάρρωση θα ’ναι αργή:

 

ένα μικρόβιο μέσα της εμπήκε

με το γνωστό του σφρίγος κι ορμή

και πώς θα φύγει τώρα που εβρήκε

τέτοια αγκαλίτσα-τέτοιο κορμί…

 

 

 

ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΤΕΡΜΑ!

 

Ο προπάππος μας Αδάμ

και η προγιαγιά μας Εύα

τζάμπα νάνι τζάμπα μαμ

και καθόλου δε δουλεύαν.

 

Ξάπλα βράδυ και πρωί

ζούσαν όμορφη ζωή.

Δίχως κόπους και ιδρώτα

πέρναγαν ζωή και κότα.

 

Και δεν πλήρωναν ΟTΕ

δεν πληρώναν εφορία

κι ούτε είχανε ποτέ

με δοσάδες φασαρία.

 

Με αγγέλους συντροφιά

και με το θεό παρέα

όλα ήτανε καλά

κι όλα ήτανε ωραία.

 

Ώσπου η Εύα βιαστική

στον Αδάμ πάει μια μέρα

που τον φρέσκο του εκεί

κάπου έπαιρνε αέρα,

 

και κραδαίνοντας σφιχτά

μες στο χέρι ένα ξύλο

στο κεφάλι τον χτυπά

και του λέει: «Θέλω μήλο!»

 

«Βρε καλή μου-βρε χρυσή

τι κουβέντα είν’ αυτή

κι έτσι άξαφνα πώς σου ’ρθε;

κι από ποιόνε; κι από πούθε;..

 

Ξέρεις τι ο κραταιός

μας εδιάταξε ο θεός:

τ’ άλλα δέντρα να τρυγάμε,

αλλά μήλο να μη φάμε!».

 

«Ξέρω τι μας έχει πει,

μα εγώ έμαθα ακόμα

το γιατί τέτοια εντολή

του ’χει βγει από το στόμα:

 

είναι γιατί αν γευτούμε

από κείνο τον καρπό,

σαν και κείνον θα γινούμε-

δηλαδή θεοί-γι αυτό!».

 

«Τι ιδέα μα το ναι!

Ποιος σου το ’πε αυτό μωρέ;

ζώο θα ’λεγα πως θα 'ναι-

μα τα ζώα δε μιλάνε...»

 

«Να που έγινε κι αυτό

και μου μίλησε ένα ήδη-

το μεγάλο μυστικό

μου το σφύριξε το φίδι.»

 

«Τι απρόσμενο κακό

είναι τούτο που ακώ!

Ένα φίδι να τολμάει

στους ανθρώπους να μιλάει…

 

Και γιατί παρακαλώ;

για να βάλει στο μυαλό

μιας κουτής όπως εσένα

λόγια ψεύτικα ένα ένα...

 

Τι θα γίνω εγώ με σε;

ρε Ευάκι άκου και ’μέ-

ο θεός όταν το μάθει

θα μας δώσει χίλια πάθη..»

 

«Συ θα πεις εμέ κουτή;

άρπα την λοιπόν κι αυτή!»

και το ξύλο που κρατάει

στο κεφάλι του το σπάει.

 

«Και να ξέρεις-μήλο εγώ

θες δε θέλεις θα γευτώ:

στο μυαλό μου ό,τι βάνω

δε ’συχάζω αν δεν το κάνω.

 

Όμως συ ’σαι ο κουτός.

Γιατί ακόμα κι αν ο θεός

θέλει να μας τιμωρήσει

γι αυτό που 'χουμε τολμήσει,

 

δε θα το μπορεί αφού

θα 'μαστε θεοί βρε ζώο!..»

«Τι ξερό κεφάλι! Φτου!

Φάει συ-εγώ δεν τρώω!»

 

Έτσι είπε ο φτωχός.

Όμως έφαγε κι αυτός,

κι ο θεός απ’ το πανώριο

τους κυνήγησε φυτώριο.

 

Η συνέχεια είναι γνωστή.

Μια ζωή μόχθου μεστή

και ταλαιπωριών περνούνε

έκτοτε όσοι ανθρώποι ζούνε.

 

Κι από τότε όλες κρατάνε

οι γυναίκες ένα ξύλο

και τους άντρες τους χτυπάνε.

Κι αντίς φίδι, έχουν φίλο.

 

 

 

ΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ

 

Ασ’ τα παράθυρα ανοιχτά.

Μέσα κανείς δε θα ’δει.

Ο σκύλος έξω ας αλυχτά.

Μέσα τ’ αηδόνι ας άδει.

 

Έξω σκοτάδια είναι πηχτά

κι εδώ το φως πλαντάζει.

Μα ασ’ τα παράθυρα ανοιχτά.

Κανείς δεν μας κοιτάζει.

 

Οι άνθρωποι είναι βιαστικοί

και δεν τους μένει ώρα

ν’ αργοπορούν εδώ κι εκεί

με φώτα χρονοβόρα.

 

Άνοιξε διάπλατα λοιπόν.

Το σαρκοβόρο σμάρι

έξω ας βοά μαύρων γυπών. 

Ας λάμνουν μέσα γλάροι.

 

Έργα έχουν άλλα, σοβαρά,

οι άνθρωποι να πράξουν-

’σύχασε. Ούτε μια φορά

εδώ δεν θα κοιτάξουν.

 

Στο τέλος κάποιος κι αν δειλά

το βλέμμα εδώ γυρίσει,

κι ό,τι να δει, ξέρεις καλά,

πως δεν θα εννοήσει.

 

          -----

 

 

 

ΔΙΧΩΣ ΤΗΝ ΜΝΗΜΗ

 

Δίχως την μνήμη δεν μαθαίνει κάποιος

 τα ηρωικά κατορθώματα των προγόνων,

τις φιλοσοφικές θεωρίες,

τις τέχνες,

την καταγωγή της μηλολόνθης.

 

Δίχως την μνήμη δεν θα ξέραμε

ότι κάποιοι πριν από μας

τις ίδιες βλακείες έκαναν και είπαν.

Και δεν θα μετρούσαμε

την ανθρώπινη κακομοιριά με χιλιετίες.

 

Αν η μνήμη ατροφούσε,

η ελπίδα τότε θα γεννιόταν

τα μιαρά όντα καθαρόψυχα να γίνουν,

και απενοχοποιημένα να υπάρχουν

καθώς τα πετροχελίδονα, οι χείμαρροι,

τα τετράχορδα και οι αλεπούδες.

 

 

 

 

EJΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΑΣ

ή

ΣΜΥΡΝΗ

 

-Γλυκέ, μαυρόντυτε, πικρέ πατέρα-

δεντρί με κούρβουλο κάθε κλωνί σου,

ακόμα ποιο ακριβό θρηνείς παιδί σου;

-Τη Σμύρνη-την τρανή μου θυγατέρα!

 

-Πατέρα φτάνει. Σκούπισε το δάκρυ.

Θεός τα παίρνει όλα και τα δίνει.

Κι αν ίσως έχασες της γης μιαν άκρη,

μα της ζωής δε στέρεψεν η κρήνη.

 

-Δεν ήταν γης μα ολάργυρο φεγγάρι.

Χρυσάμαξα που αγγέλοι τηνε σύραν.

Κι ήταν διαμάντι και μαργαριτάρι.

Και δεν την πηρ’ ο Θεός: Τουρκοί την πήραν!

 

 

 

          ΣΤΟ ΑΛΣΥΛΛΙΟ

 

Νύχτα. Στο σκοτάδι της χαμένος

μες στου αλσυλλίου τις σκιές

που μαγίστρες μοιάζουνε γριές

κάποιος πικροκλαίει στη γη πεσμένος.

 

Κάποιος κλαίει πάνω στο χορτάρι.

Σφίγγουνε τα χέρια του τη γη.

Κάτι να της δώσει προσπαθεί;

Κάτι από κείνηνε να πάρει;

 

Σχίζουν οι λυγμοί του το σκοτάδι.

Στ’  άπονα τα χώματα χτυπούν.

Οι ψυχές ξυπνάνε και ακούν

μες από τον άπελπο τον Άδη.

 

Τάχα στο αλσύλλιο ποιος να κλαίει…

ποιος στην ησυχία τη βραδινή-

ποιος μες στη νυχτιά τη σκοτεινή

δέεται στον Πλάστη-και τι λέει;

 

                    ---

 

 

 

ΔΕ ΘΕΛΟΥΜΕ ΠΟΙΗΤΕΣ!

 

-Πώς λέγεται ο πελάτης σας;

-Ιησούς.

-Κι ο τόπος του καταγωγής;

-Η Ναζαρέτ.

-Τ' όνομα του πατέρα του;

-Ιωσήφ.

-Και επαγγέλεται;

-Ποιητής.

 

-Κύριε Ιησού λυπούμαι-θα σας διώξουμε.

Δε θέλουμε ποιητές.

Έχουνε τόσο διάφορες συνήθειες από μας...

Καλά είμαστε τακτοποιημένοι

με τα εργοστάσια...

με τα όπλα...

με τις μηχανές μας...

 

Κύριε Ιησού λυπούμαι-θα σας διώξουμε.

Δε θέλουμε ποιητές.

Έχετε τόσα εναντίον σας...

Θέλετε ν' αγαπάει ένας τον άλλο.

Πώς θ' αγαπήσω κάποιον

που θέλει να μου πάρει τα λεφτά-

αλήθεια επισκεφτήκατε ποτέ σας ψυχολόγο;

Ακόμα λέτε... για να δω...

Α! Ναι! Μακάριοι οι πτωχοί...

…με συγχωρείτε που γελώ,

συνήθως ξέρετε είμαστε ευγενέστατοι εδώ…

 

Κύριε Ιησού λυπούμαι-θα σας διώξουμε.

Δε θέλουμε ποιητές.

 

Πάρτε τον!

 

Ο στρατιώτης

θα σας διαβάσει τα δικαιώματά σας.

Σε μας

και οι φυλακισμένοι έχουν, κύριε, δικαιώματα.

 

Πηγαίνετε.

Περνώντας από τη Γεθσημανή μπορείτε αν θέλετε

να κάνετε ένα τηλεφώνημα.

 

Δε θέλουμε ποιητές.

 

 

 

 

ΤΟ ΚΕΡI

 

Θα πήγαινε ν’ ανάψει ένα κερί.

Το ύφος του θα διόρθωνε εις συντετριμμένον,

με βήματα μικρά θα έμπαινε, διστακτικά,

και με σκυφτό κεφάλι.

Θα έκανε μία κίνησιν φιλήματος προς την εικόνα-

όμως χωρίς να ακουμπήσει στο γυαλί-

μετά δυο τρία βήματα οπίσω

κάνοντας ταυτοχρόνως το σημείον του σταυρού.

 

Ύστερα ήταν το κερί. Για να τ’ ανάψει

σήκωμα του κεφαλιού -να μην καούμε κιόλας,

στερέωσις του κεριού στο μανουάλι,

κι υπόκλισις μετρία προς το ιερόν.

Σ’ αυτήν τη στάση πέντε ως δέκα δευτερόλεπτα

με το σιαγόνι ν’ ακουμπά στο στέρνον,

κι ύστερα έξοδος ως είχε μπει.

Αθορύβως.

 

Μα το κυριότερον είναι το πρόσωπο να κρύβονταν.

 

Α! Να! Θα πήγαινε την ώρα

που το σκοτάδι πέφτει λίγο λίγο

ενώ τα φώτα δεν ανάβουνε ακόμα.

Στο μισοσκόταδο

το πρόσωπο σχεδόν καθόλου δεν θα φαίνονταν.

 

                          -----

 

 

 

 

Ο ΜΠΟΥΡΛΟΤΙΕΡΗΣ ΤΟΥ ΦΥΤΑΛΗ

 

Έτσι τον θέλαμε τον μπουρλοτιέρη μας.

Όπως τον έκανε ο Φυτάλης.

 

Καλόν, ολύμπιον, άλκιμόν τε.

 

Έτσι τον θέλαμε.

 

Να βλέπει όχι στα καράβια

κι ούτε δαυλό στο χέρι να κρατεί,

αλλά ψηλά και μακριά να βλέπει

και με μιαν άλληνε φωτιά

όχι τους Τούρκους μα τα πνεύματα να φλέγει.

 

Έτσι τον θέλαμε τον μπουρλοτιέρη μας-

μια σερνικήν Ελλάδα.

                 

                            -----

 

 

 

                   Ο ΠΥΡΓΟΣ

 

Δεν ξέρω ποιο πλοίο εδώ μ’ έχει αφήσει,

μα ξέρω καλά-θα ’ρθει πάλι μια μέρα

και κάποιος τον πύργο να δει θα ζητήσει

που θα ’πρεπε να ’χτιζα σε τούτη την ξέρα.

 

Γι αυτό μόλις πάτησα το πόδι μου επάνω

σε τούτο το ανάχωμα, με πάθος και ζήλο

τον πύργο μου ευθύς είχα αρχίσει να φτιάχνω

στοιβάζοντας σίδερο και πέτρα και ξύλο.

 

Μα κάθε που είχα σχεδόν τελειώσει

ενός μανιασμένου αγέρα το πείσμα

φυσώντας με πάθος και δύναμη τόση

εγκρέμιζε πάντοτε τ’ ωραίο το κτίσμα.

 

…Το ύψος θα είναι μικρό της ποινής μου;

Μεγάλο; Το χρέος μου θα εξοφλήσει;

Θα ειν’ αδυσώπητος κριτής ο κριτής μου;

Μετρούν τα συντρίμμια στην όποια του κρίση;

 

Μα ενώ ζοφερές κάνω τέτοιες προβλέψεις

για του δικαστή μου το αλύπητο μέτρο,

φορές συλλογιέμαι-παιχνίδια της σκέψης...-:

μη χτίστηκε ο πύργος μου κι εγώ δεν τον βλέπω;

 

                              ---

 

 

 

ΚΟΛΥΜΠΙ

 

Πόσο ευχερώς οι άλλοι κολυμπάνε!

Μες στο νερό στριφογυρνούν,

βουτούν, ξαναβγαίνουν, χαριεντίζονται…

 

Εκείνος δύσκολο πολύ το βρίσκει

όλα αυτά να κάνει.

Άρνηση μια, κάθε του τέτοια κίνηση περιορίζει.

Ούτε την ευελιξία,

ούτε την ελαφρότητα των άλλων έχει.

 

Πολύ αυτό τον θλίβει. Και τα χρυσόψαρα

γύρω από κείνους μόνο τριγυρνούν.

 

Μα θλίβεται αδίκως.

 

Αυτός

στα ρηχά όχι,

μα στα βαθιά νήχεται.

Και κει οι κινήσεις του είναι ακώλυτες.

 

Και αν ούτε χρυσόψαρα εκεί πηγαίνουν, 

μα ανάγκη,

τέτοιο όποιος γνωρίσει βάθος,

δεν έχει από χρυσόψαρα κι ευελιξίες.