ΠΟΤΑΜΟΣ
Γυναίκες ποταμός. Κι εγώ στην όχτη
να μην μπορώ ούτε νύχι να ογράνω.
Οι χάρες του μακραίνουν σαν τις φτάνω.
Βαρύς μέσα μου ο πόθος εμαζώχτη.
Τ’ αυτιά μου ηδονικοί τρυπούνε ρόχτοι
που αντηχάει το ρέμα το αφροπλάνο
και μ’ εμποδά η λαχτάρα ν’ ανασάνω
κι οι ερωτογόνοι με τυλίγουν μόχτοι.
Άθλιος… με ρήμαξεν αυτό το ρέμα!
Νεκρές οι ελπίδες μου κείτονται χάμου.
...πάλι... μπορεί-κι ας μουγκανίζει το αίμα
που χάνει τη γιορτή-μπορεί η χαρά μου
γι άλλην, τρανή γιορτή να με φυλάει:
ποιος ξέρει αυτό το ρέμα πού τραβάει...