Να ξυπνάς οχτώμισυ βράδυ έχοντας ξαπλώσει στις πέντε το απόγεμα, ακολουθεί το πιο δυσάρεστο συναίσθημα.
Ίσως να είναι η εκδίκηση του Χρόνου που μπέρδεψες τις ώρες του. Ή η νύχτα που θυμώνει που κάτι δικό της από καταβολής κόσμου της το έκλεψε η μέρα. Τον ύπνο.
Και αυτή η παρακοή σου φέρνει τα λυπηρότερα αισθήματα, που σε πλημμυρίζουν άφευγα μέχρι την άλλη μέρα το πρωί ακολουθώντας σε και στον ύπνο, όσον θα μπορέσεις να κάνεις ύστερα από τον ύπνο της μέρας.
Ξυπνάς λοιπόν και βλέπεις δεξιά σου θάνατο. Κοιτάζεις αριστερά θάνατος. Βλέπεις πάνω και ο ουρανός αντί για αστέρια έχει σταυρούς. Η γη γεμάτη τάφους.
Δεν ανήκεις στον κόσμο του σήμερα. Το παράξενο έχει εισχωρήσει βαθιά σου και σε πνίγει. Η γη δεν είναι η γη σου. Υπάρχουν οι άλλοι; Σκέφτεσαι μέσα στη νεκρική σιγή του δωματίου σου. Κι ας έχεις στο βάθος του νερουλιασμένου μυαλού σου την πιθανότητα να ξαναβρείς όσα έχεις χάσει, όμως αυτή σπρώχνεται όλο και βαθύτερα στο πηγάδι του Ανύπαρκτου ώσπου γίνεται κι αυτή μια μη αναγνωρίσημη άγνωστη.
Θυμάσαι αμυδρά πως το πρωί ήσουνα με ένα αγαπημένο πρόσωπο που τώρα πια δεν υπάρχει πουθενά. Τόσο πουθενά που δεν τολμάς να του τηλεφωνήσεις γιατί έτσι ρισκάρεις να χάσεις κι αυτή την αμυδρή θύμηση μιας και από την άλλη άκρη του τηλέφωνου θ’ ακούσεις ποιος είστε κύριε, δεν σας γνωρίζω.
Από την καρέκλα που τώρα κάθεσαι βλέπεις το μόνο που έχει μείνει μπαστούνι της ηλεκτρικής σου σόμπας να φωτίζει το δωμάτιο ίσα για να σου δείξει την ξαφνική ερημιά σου, το κρεβάτι που σου θυμίζει την παρασπονδία σου, βιβλία που ποιος ξέρει σε τι γλώσσα είναι γραμμένα. Τα χάπια σου πάνω στο τραπέζι έχουν πάψει να έχουν κάποιο σκοπό και αποφασίζεις να μην τα ξαναπάρεις. Και σου δείχνει και την παγωνιά που όλο και κυκλώνει όλα γύρω όπως ο πάγος την κατάψυξη του ψυγείου σου που χτες του έκανες απόψυξη. Να κάτι λοιπόν που έκανες! Ήτανε που σου πήρε όλο το απόγεμα. Μα έγινε η απόψυξη; Μέσα στο χάος του νου χάνεται κι αυτό που για μια στιγμή φάνηκε κάπως.
Υπάρχει αύριο; Υπάρχει ο κόσμος; Υπάρχει η γη; Υπάρχεις;
Η νεκρική ησυχία του σπιτιού σχετίζεται άραγε με την απομόνωσή του από το κέντρο της πόλης ή είναι η αιώνια ησυχία του θανάτου;
Υπάρχω για τους άλλους; Θα ήμουν ορατός αν έβγαινα στο δρόμο;
Ανοίγεις τον κομπιούτερ να ξεχαστείς με κάτι και όλα του σου μοιάζουν ονειρικά. Ποιος δημιούργησε όλα αυτά τα έργα που σε μια ατέλειωτη σειρά φαίνονται εκεί μέσα; Η τηλεόραση μιλάει για κάποιο δάνειο που είναι αδύνατο να αποπληρωθεί και για μια λίστα που ξεμπροστιάστηκε από κάποιους.
Τέλος καταλήγω: ας μείνω ακίνητος εδώ ώσπου κάποια σοβαρή ανάγκη να με αναγκάσει να κινηθώ. Όλα οι ανάγκες δεν τα κινούνε;