TO ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΜΙΑΣ ΣΕΛΙΔΑΣ
ΝΕΟΝΑΚΗΣ
(Χώρος δρόμου ελληνικής πόλης με ένα κτίριο στο βάθος.
Μεσα απο το κτίριο ακούγεται η φωνη και τα κλάματα του Νεονάκη ενωδυο πολίτες μπαίνουν)
ΦΩΝΗ NEONAKΗ
Θέλω να προσφέρω στον τόπο! Ανοίξτε μου! θέλω να προσφέρω στο λαό!
Α' πολίτης
Ποιος φωνάζει;
Β' πολίτης
Ο Νεονάκης είναι. Θέλει να τον βγάλουνε έξω για να προσφέρει στο λαό λέει.
Α'
Και γιατί δεν τον βγάζουνε;
Β'
Ξέρω κι εγώ;
Α'
Ας τον βγάλουμε, Θέλει να προσφέρει στον τόπο-κρίμα είναι να πάει χαμένη όποια προσφορά.
{Ανοίγουν την πόρτα και βγαίνει εξω ο Νεονακης. Αμέσως πηγαίνει πισω απο τον Α΄ πολίτη και με ύφος έξαλλο, μάτια λάμποντα από απληστία και ταχύτατες κινήσεις βάζει στις τσέπες του τα χέρια του και βγάζει από εκεί o,τι αυτές περιέχουν, πετάει τα άλλα και βάζει στις δίκές του τσέπες τα χρήματα).
Α'
ΕΙ Τι κάνεις εκεί;
(Ο Νεονάκης συνεχίζει αυτό που κάνει σαν να μη του μίλησε κανείς. Ο Α' πολίτης τον αποσπά με δυσκολία από πάνω του και ο Νεονάκης συνεχίζει τα ίδια με τον Β΄πολίτη)
Β'
Φύγε! Φύγε ρε! Τι κάνεις;
(Τέλος ακινητοποιούν τον Νεονάκη)
Α'
Τι κάνεις εκεί;
ΝΕΟΝΑΚΗΣ
Προσφέρω στον τόπο.
Α'
Προσφέρεις στον τόπο; Εσύ μας κλέβεις! Αυτό που κάνεις λέγεται κλεψιά.
ΝΕΟ
Δεν ξέρω πώς το λέτε σεις ,εμείς το λέμε προσφορά στον τόπο.
(Οι δύο πολίτες συνεννοούνται με τα μάτια και ξανακλείνουν το Νεονάκη πάλι μέσα, αφού πρώτα του πάρουν μέσα από τις τσέπες του ό,τι τους πήρε)
ΝΕΟΝΑΚΗΣ
Όχι! Δε θέλω! Μη με κλείνετε μέσα! Μη! Όχι!
Α'
Πάμε από δω. Τι πήγαμε να πάθουμε… Πάμε.
Β'
Πάμε
(Βγαίνουν ενώ ακούγονται πάλι οι φωνές και τα κλάματα του Νεονάκη)
ΦΩΝΗ ΝΕΟΝΑΚΗ
Ανοίξτε μου! Θελω να προσφέρω στον τόπο! Θέλω να προσφέρω στον τόπο!
Μ' ακούει κανείς; Μ' ακούει κανείς; Κανείς δεν περνάει; Ααααα....
ΑΥΛΑΙΑ