Τρίτη 20 Ιουνίου 2023

ΠΡΟΛΟΓΟΣ
(Αύγουστος 1956)

"Πληθαίνουν τα παραδείγματα των μαρτύρων" "πληθαίνουν οι φωνές της αλήθειας". Μα εγώ λέω πληθαίνουν οι θεατρινισμοί-πληθαίνουν οι αποδείξεις της αδυναμίας.

*

Πέστε μου λοιπόν τι ανακαλύψατε. Γιατί όλοι στο τέλος βάζετε αποσιωπητικά; Μόνο αν είναι τόσο τρομερή η αλήθεια που να σταματούσε τη ζωή, τότε μόνο θα σας δικαιολογούσα. Μα αν είναι τρομερή δεν πρέπει να 'ναι και αβάσταχτη; Γι αυτό πεθαίνετε σοφοί μου;

*

Και πάτε στο σκοτάδι. Θύματα μιας μακροχρόνιας αναζήτησης, θύματα μιας στιγμιαίας ανακάλυψης. Κουραστήκατε για να μάθετε την αλήθεια. Κι αυτό σας οδηγεί στο θάνατο. Σας θαυμάζω σοφοί μου.

*

Αυτός είναι πολύ καλός λένε, είναι ένας ήρωας. Όταν τους είπα αυτός είναι πολύ κακός είναι ένας ήρωας, με πετροβόλησαν. Μα γιατί; Το πολύ πάντα δε θέλει τις ίδιες θυσίες, τις ίδιες ικανότητες, τους ίδιους περιορισμούς; Ω! Καλό και Κακό, όταν είστε μεγάλα τότε μοιάζετε πολύ για μένα-είστε ίδια.

*

Ποιο είναι καλό; Να ταΐσω έναν πεινασμένο ή να μη τον δεχτώ; Αχ! το φαγητό μου έχει δηλητήριο.

*

Αυτό είναι έτσι! Ω! Αξιολύπητοι καθαριστές! Όχι, είναι αλλιώς, να! έτσι! Ω! Αξιολύπητοι καθαριστές! Πόσο σίγουροι είστε για το κάθε τι! Πόσο θέλετε να δείχνετε γνώση! Ω! Μικροί άνθρωποι! Ω! Ασήμαντοι! Ω! Μηδενικά βρώμικα!

*

Αυτό δεν έπρεπε να γίνει. Ποιος το έκανε; Εκείνος. Επάνω του. Ω! Φτωχοί! Ένας λέει: "Δεν έπρεπε να τον χτυπήσουν. Όχι. Δεν έφταιξε σε τίποτα. Έχουν λάθος". Και κλαίει. Ω! Φτωχέ των φτωχών!

*

Κρυμμένοι. Κρυμμένοι. Κρυμμένοι ως πότε θα μένετε; Μου θυμίζετε κάποιον που διάβασε μιαν επιγραφή "Ναρκοπέδιον" κι έμεινε όρθιος κι άγρυπνος κι ακίνητος όλη τη νύχτα. Το πρωί με το φως διάβασε: "Οροπέδιον". Βγείτε απ' τις κρυψώνες σας, φανερωθείτε λοιπόν άνθρωποι.

*

Στο τελευταίο λείψανο θα κάνω το τελευταίο σημείο του σταυρού. Στο τελευταίο λείψανο θα σηκώσω ψηλά τα χέρια και θα φωνάξω: "φτάνει". Γιατί τότε θα 'χει τελειώσει πια η λιτανεία.

*

Ω! Μισητή θολονεριά! Με παρασύρεις στ' άθλια νερά σου και λες πως μου κάνεις χάρη. Μα άσε με. Και μη με "συμπονάς", Άσε με και θα δεις. Και σένα ακόμα θα σε καθαρίσω από τις βρωμιές σου.

*

Αλλίθωρη αυγή! Πώς με κοιτάς έτσι; Δε με βλέπεις κι όμως πάνω μου όλο το βάρος των ματιών σου ρίχνεις. Δεν ταιριάζουμε. Χώνεψε το, Εγώ το μεσημέρι είμαι. Και τι άλλο από το βράδυ θα γεννηθεί από τη συνουσία μας; Αυγή δε σε θέλω. Είσαι αλλίθωρη.

*

Τα όπλα σας κυνηγοί κρύψτε τα και προσποιηθείτε πως δε γνωρίζετε παρά να τραγουδάτε. Και τραγουδήστε αμέριμνα και νοσταλγικά. Μόνο έτσι θα πιάσετε και το λιοντάρι ακόμα.

*

Μακρύ και βασανιστικό το αύριο. Μα πιο μακρύ το χτες. Τρέξτε προς το αύριο σκουλήκια. Και το πιο μακρινό αύριο πιο κοντά από το κοντινό χτες είναι.

*

Δεθείτε με σχοινιά και κατεβείτε. Ένας, δύο, τρεις. Τι κι αν χαθείτε. Ο ένας μετά τον άλλο κατεβείτε-χαθείτε. Κι αν όλοι πεθάνετε στο κατέβασμα τι σημασία έχει. Δεν ήσασταν άξιοι να φτάσετε το βαθύ. Και πληρωθήκατε. Εκτελέσατε την αποστολή σας. Κι εγώ θα φέρω ένα λουλούδι αγνό στους τάφους σας: στους χαμένους.

*

Χλωμά πρόσωπα-κερένια-άχρωμα πρόσωπα. Η θλίψη σας μ' αγγίζει κι ας μη το βλέπετε. Εγώ ο ροδοκόκκινος σας λέω πως θα 'θελα να 'μαι ένας από σας. Μικρή ακόμα τότε θα 'ταν η προσπάθεια μου. Μα τώρα θα πρέπει να γίνω φλόγα-το σκεφτόσαστε;

*

Τι του 'πα και παράξενα με κοίταξε; Τι σκέφτηκε; Πως έχασα τάχα το μυαλό μου επειδή τον είπα φτωχό, αυτόν, με τα τόσα πλούτη; Ας τον αφήσω. Πώς να του εξηγήσω πως μόλις τούτη τη φορά ήξερα πολύ καλά τι έλεγα…

*

Χαίρου ψυχή μου για μια φορά. Χαίρου ψυχή μου. Και τη χαρά σου ποτέ μη φανερώσεις. Ξέρεις εσύ καλά-πόσες φορές το διαπίστωσες αλήθεια-πως αν καλό θα πεις σε κάποιον θα το χάσεις. Κι ας γίνεται ο πόνος μεγαλύτερος όταν το λες. Χαίρου ψυχή μου.

*

Λαβύρινθος-σκοτεινή, ανεξιχνίαστος υπόθεσις. Αυτά είναι τα λόγια των ανθρώπων για το περιπεπλεγμένο. Μα όλα αυτά η ψυχή μου δεν τα λογαριάζει. Μόνον αυτή λαβύρινθος γνωρίζει τι θα πει. Φταίω εγώ που δε την γνώρισα ακόμα;

*

Μα όλες αυτές οι φωνές τι ζητάνε; Πώς όλα αυτά τα πόδια τρέχουνε; Πώς τόσα βλέμματα κοιτούν; Κι όλα τα πόδια κατεπάνω μου. Κι όλες οι φωνές στ’ αυτιά μου. Κι όλα τα βλέμματα στην ψυχή μου. Μόλις που μπορώ με το πληγωμένο μου χέρι να ψαχουλεύω για λίγο βαμβάκι, για ένα κάλυμμα της ψυχής. για μιαν ασπίδα.

*

Γράφω το κύκνειο άσμα μου. Βλέπω το ποτάμι να 'ρχεται κατεπάνω μου. Μόλις προφταίνω να του πω: «σε θέλω». Σε λίγο θα 'μαι ένα μόριο νερού μέσα του. Γράφω. Αυτό-ακούστε με-είναι το κύκνειο άσμα μου.

*

Αυτό είναι το τέλος μου. Ακούστε με. Πεθαίνω. Αυτά είναι τα τελευταία κομμάτια της ψυχής μου. Νιώστε το. Πεθαίνω. Θα με καταπιεί η γη. Θα γίνω αέρας και θα πάω στα σύννεφα. Αλήθεια, στα σύννεφα. Ακούστε με-πεθαίνω.

*

Αχ! Πώς παίζω! Πώς μ' αρέσει να σας κοροϊδεύω! Πώς διστάζω ακόμα μπρος στη μοίρα μου! Πώς δε την γνωρίζω. Πώς δε σας γνωρίζω.

*

Κρατηθείτε, κρατηθείτε, φωνάζει το πνεύμα μου. Κάντε υπομονή, έρχεται ο αναστηλωτής. Ποιος αναστηλωτής; ξέρουμε τη θεραπεία του. Θα μας κόψει τα πόδια και θα στεκόμαστε στα πισινά. Ας πάει πέρα κι αυτός. Έχουμε κι εμείς μαχαίρια. Ο αναστηλωτής ήρθε κουτσαίνοντας. με δεκανίκια.

*

Και ποιος θα 'ρθει μια μέρα να μου σκοτώσει το υπέρτατο που να πεθάνει θέλω; Ποιος θα με πιστέψει;

*

Ένα τριγωνικό κομμάτι ήλιου που πέφτει στο δωμάτιό μου μικραίνει με το κούνημα της κουρτίνας. Κι όταν γίνεται πολύ μικρό στρογγυλεύει. Έτσι θα φτάσω κι εγώ στην αρμονία.

*

Ψάχναν όλοι μ' έναν πυρετό. Αγωνία, ιδρώτας. Τη νύχτα η γη έγινε λαμπάδα από τις λαμπάδες τους. Τσουρουφλίσανε τη θάλασσα. Τι ψάχνετε; Κανείς δεν απαντούσε. Βοήθησε και συ και μη ρωτάς, μπόρεσε κάποιος να μου πει. Έσκυψα και το πήρα. Πώς δεν το 'χαν δει; Τους άφησα να ψάχνουν. Καλύτερη η αναζήτηση από την τέτοια γνώση. Βρήκα το Άδειο.

*

Παρηγοριά στο γέροντα ζητιάνο δεν είναι δυο δεκάρες. Κι ας κάνει χίλιες μετάνοιες σ' όποιον του τις δώσει. Είναι υποκριτής. Χρυσάφι περιμένει. Είναι υποκριτής-πολύτιμη γνώση.

*

Αστειεύεται. Πώς είναι δυνατό να καταπιεί σπαθιά; Αστειεύεται. Ας φύγω. Δεν πρόκειται να το κάνει.

*

Δε βρήκατε σε μένα πόθοι μου την άνοιξη σας. Μα καλά. Αφού ούτε να φανταστώ μπορούσα πώς θα 'τανε μια άνοιξη των πόθων. Όταν τη βρείτε κει που πάτε, όπου, πέστε μου πόθοι μου χρυσοί να ξέρω-να χαρώ.

*

Το φορτίο σας πόθοι μου μην το πάτε πολύ μακριά. Αυτή είναι μία συμβουλή μου. Δεν αντέχει. Σας γνωρίζω εγώ. Μακρύτερα από τον ήλιο δεν μπορείτε να σταθείτε. Μπορείτε άφοβα να τον αγγίξετε. Δε θα καείτε. Κείνον θα κάψετε. Στα πόδια σας είναι που δεν έχω εμπιστοσύνη.

*

Πολύ βάθος κλείνετε στα στήθη σας. Αλήθεια παλαιστές. Είσαστε όλο πνευμόνια. Και φυσάτε. Και σβήνετε φωτιές μεγάλες. Όμως τη φλόγα των ματιών σας δε γίνεται να τη σβήσετε. Δε βρίσκεται στη φορά του φυσήματος σας.

*

Και περπατώ. Τα πόδια μου ακούραστα. Και περπατώ. Περπατώ σαν πρόσφατα μεθυσμένος. Με ποιο κρασί: Μεθυσμένος. Αχ:από ποιο κρασί;

*

Το κορμί του Διαβόλου το βρήκανε πεθαμένο νόμισαν. Το φέρανε στην πλατεία και το 'ριξαν μέσα σε μια μεγάλη πυρά. Όλη τη νύχτα τραγουδούσαν. Μα το πρωί μέσα από τις στάχτες ζωντανός πετάχτηκε ο Διάβολος. Μ' ένα χαμόγελο δικό του. Κι έφυγε. Τώρα όλοι τρέμουν την εκδίκηση του.

*

Αγγελιαφόρο στείλανε στο Διάβολο να του ζητήσουν έλεος. Εκείνος ζήτησε σ' αντάλλαγμα το σώμα του θεού. Νεκρό.

*

Το ψηλό βουνό κανείς ν' ανέβει δεν μπορεί. Οι ορειβάτες μας «το πόδι μου πονεί», «το χέρι μου» άλλος λένε. Τι μικροί. Κανείς δεν παραδέχεται πως λείπει το μεγάλο σκοινί.

*

Βοηθάει κανείς τον άλλο όταν ο ίδιος ωφελείται. Σοφοί μου η σοφία σας σάς πνίγει και τη δίνετε.  Ούτε καν η ματαιοδοξία δε σας σπρώχνει.