(συνέχεια «Καραϊσκάκη»)
ΑΡΤΑ
Τη μέρα που γινότανε η μάχη στο Κομπότι
Την ίδια μέρα έφτανε στην Υδρα ο Υψηλάντης.
Φιλάει τους Αναγνωσταρά, Δικαίο, Κολοκοτρώνη,
Και χαιρετάει ανόρεχτα, ψυχρά, τους Κοτζαμπάσες
Γιατ’ είχε μάθει πριν να ’ρθεί_το άτιμο φέρσιμό τους.
Μετά πάει στη Βρέστενα, όπου είναι συναγμένοι
Οι προύχοντες. Μα δε φελάν ν’ ακούσουν τί τους λέει
Και να του παραδώσουνε την εξουσία αρνιούνται.
Θυμώνει εκείνος κι έφυγε να πάει στην Καλαμάτα.
Σηκώνονται οι Αγωνιστές στους Προεστούς ενάντια
Κι από μαχαίρι δίκοπο θα τους περνούσαν όλους
Αν δεν τους εμαλάκωνε ο μοραΐτης Γέρος.
Είχε η ασταμάτητη κι εδώ αρχίσει πάλη
Των πλούσιων με τους φτωχούς, λαού με τους αρχόντους-
Τού Υψηλάντη από τη μια με το λαό μαζί του
Κι από την άλλη των Προεστών και των Κοτζαμπασήδων.
Αλλά των πλούσιων σύμμαχοι και των φτωχών δυνάστες
Διάλεξαν κείνο τον καιρό να ’ρθουν κι οι Φαναριώτες.
Διάβολοι όλοι τους, αλλά, ο πιό διαβολεμένος
Ηταν ο "εντιμότατος", "πρίγκηψ" Μαυροκορδάτος.
Υστερα Κατακουζηνός, και Καρατζάς και Νέγρης.
Ήταν οι πρώτοι που ήρθανε. Μαγιά καλή ήταν όμως
Κι ο τόπος γέμισε απ ’αυτούς περνώντας λίγος χρόνος.
Και λεν την Επανάσταση "κακό" κι "ένοχους" κείνους
Που πρώτοι ξεκινήσανε της Λευτεριάς αγώνα.
Και λένε πως οι Φιλικοί σύστημα είχαν την "πλάνη"
Τα "ψέμματα", τις "διαβολές" και τις "δολοφονίες".
Και λέει ο αρχηγέτης τους "πρίγκιψ" Μαυροκορδάτος
Πως το καλό του όνομα χαλιέται στην Ευρώπη
Τη γνώμη αν σχηματίσουνε ότι κι αυτός ειν’ ένας
Απ’ τούς απαίσιους Φιλικούς, αυτούς τους "απατεώνες".
Απ’ τά λεγόμενά του αυτά μόνο, καθένας βλέπει
Πόσο μισούσε όλους αυτούς που -άκου οι αλιτήριοι-
Οπλίστηκαν και στρέψανε τα όπλα τους στους Τούρκους…
Και όλα αυτά πρέπει στο νου να τα ’χει ο αναγνώστης
Γιατί τα λίγα έστω αυτά που εδώ σήμερα γράφω
Δίνουνε την εξήγηση σ’ όλες τις ατιμίες
Και τις βρωμιές που έκανε κι αυτός και οι δικοί του
Πασκίζοντας να θάψουνε και Σηκωμό κι Ελλάδα.
Απ’ τή γερή κι ανέλπιστη βοήθεια που τους ήρθε
Σήκωσαν το κεφάλι τους και πάλι οι Κοτζαμπάσες
Και Αύγουστο στις τέσσερες του χρόνου Εικοσιένα
Σκοτώνουνε τον Καρατζά, τον ήρωα της Πάτρας
Που είχε στην Ακρόπολη τους Τούρκους στριμωγμένους.
Και το Δεκέμβρη της χρονιάς δολοφονούν της ίδιας
Τον Οικονόμου, τη φωνή την τίμια της Υδρας.
Αυτοί χτυπούσαν τους σεμνούς αγωνιστές, κι ο Γέρος
Επαιρνε την Τροπολιτσά στις εικοστρείς Σεπτέβρη.
Μετά από τούτο ξεκινά για να ’μπει και στην Πάτρα.
Το μάθανε του Καρατζά οι απαίσιοι δολοφόνοι
Και σκέφτονται πως ο λαός πάλι στα πάνω θα ’ναι
Αν μπει ο Γέρος του Μοριά κυρίαρχος στην πόλη.
Στέλνουν λοιπόν ανθρώπους τους για να τον ξεπαστρέψουν.
Το ’μαθε ο Γέρος του Μοριά, γυρίζει πάλι πίσω.
Κι όταν με το Δημήτριο μαζί τον Υψηλάντη
Στρατεύανε στην Κόρινθο, ο πρώτος Φαναριώτης
Τη βρωμερή Συνέλευση στήνει της Επιδαύρου.
Και από τότε άλλονε σκοπό στο νου του βάζει:
Πώς η Ελλάδα θα βρεθεί στα νύχια της Αγγλίας.
Αλλά ας γυρίσουμε στο Γιο της Καλογριάς και πάλι.
Οταν γιατρεύτη ο κόλος του απ’ τό τούρκικο το βόλι
Πάλι στο Πέτα βρίσκεται, και πάλι στο Κομπότι.
Και από κει ετράβηξε μαζί με Μακρυγιάννη
Για το Νιχώρι που ήτανε σε κίνδυνο απ’ τους τούρκους.
Κι όλους τους έδιωξε από κει κι ο τόπος λευτερώθη.
Και παίρνουνε απόφαση όλοι οι Καπεταναίοι
Την Αρτα να χτυπήσουνε. Τρακόσοι νοματαίοι
Με κεφαλές το Μπότσαρη και τον Καραϊσκάκη
Ορίζονται να ορμήσουνε να πάρουν το Μπουχούτσι,
Ενώ τους Αγιαπόστολους ο Νάσης Φωτομάρας.
Ως στ "Απομνημονεύματα» μας λέει ο Μακρυγιάννης:
"Εκείνοι οι τρακόσιοι δεν ήσαντε ανθρώποι
αλλά λιοντάρια στην καρδιά και αητοί στα πόδια".
Και τα λιοντάρια κι οι αητοί εμπήκανε στην Αρτα.
Αλλά δε στέριωσαν εκεί. Γιατί οι Αρβανίτες
Που των δικών μας σύμμαχοι λογιόνταν μέχρι τότε
Αλλάξανε στρατόπεδο και μυστικά ζητούσαν
Να επιτεθούν στους Ελληνες, σύμμαχοι πια των τούρκων.
Και θα τους πετσοκόβανε, και θα τα κατάφερναν,
Ο Γιώργης αν δε μάθαινε τα μυστικά τους σχέδια
Και είδηση δεν έδινε στους άλλους Καπετάνιους.
Κι αφήσανε τις θέσεις τους που είχαν πάρει μ’ αίμα
Κι απ’ τή φωλιά εβγήκανε χωρίς φθορά, των λύκων.
Οπως το σπίτι αργά αργά χτίζεται πέτρα πέτρα
Ετσι κι η Δόξα χτίζεται αντρεία την αντρεία
Και λογική τη λογική κι αγώνα τον αγώνα.
Πέτρα την πέτρα έχτιζε και ο Καραϊσκάκης
Το χτίσμα που θα δόξαζε σε λίγο τ’ όνομά του.
Και οι λεβέντες τα ’βλεπαν και τ’ άκουγε ο λαός μας
Τα όσα κατορθώματα έκανε κάθε τόσο
Και η αντρειά του δείχνονταν και η παλληκαριά του
Κι η φήμη του μεγάλωνε κι άρχιζε να ριζώνει.
Μ’ ακόμα ήτανε μικρός. Αλλων Καπεταναίων
Αξιων κι αυτών, τα ονόματα μεσουρανούσαν τότε.
Αλλά ο Γιώργης τη δικιά του έγραφε Ιστορία.
Κι ας έγραφε μαζι μ’ αυτήν κι εκείνη της Πατρίδας
Ούτε κι εκείνος το ’ξερε ακόμα, ουτε οι άλλοι.
Κι είχε όλα τα χαρίσματα για να γινόταν πρώτος.
Την τόλμη και τη λογική πάντα τους ταιριασμένες.
Εδινε το παράδειγμα πρώτος εμπρός τραβώντας
Και δύναμη όλοι παίρνανε να τον ακολουθάνε.
Για τον καθενα αγωνιστή γνώριζε σε ποιες μάχες
Σε ποιους αγώνες είχε μπει, πού είχε ανδραγαθήσει,
Και στην κατάλληλη στιγμή το χρησιμοποιούσε
ψυχή για να του έδινε αν ήταν δειλιασμένος.
Είχε μεγάλη αντοχή σ’ όλες τις κακουχίες.
Τ’ αστεία του τους έκαναν όλους να διασκεδάζουν.
Μα πανω απ’ όλα φρόντιζε σαν γνωστικός ηγέτης
Να έχει όσο γινότανε στράτεμα χορτασμένο
Και δεν εδίσταζε γι αυτό να δίνει απ’ τον παρά του.
Κι όπου για το κοινό καλό εθάρειε ότι πρέπει
Δε δίσταζε να υποχωρεί, αυτό όμως μέχρι τ’ όριο
Που έκρινε πως από κει και πέρα θα ’ταν βλάβη.
ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΛΗΠΑΣΑ
Κι ήρθεν η μέρα κι ο πασάς ο Αλής να θανατίσει.
Γενάρη εικοσιτέσσερες ήταν του Εικοσιδύο
Που το λευκό κεφάλι του ο Κιοσέ Μεχμέτ του πήρε.
Κι αναθυμόταν ο πασάς τη γήινη ζωή του
Καθώς τραβούσε κατά κει που γυρισμό δεν έχει:
"Νιάτα! Και πλούτη!Δύναμη! Και τα καλά του Κόσμου!
Και το φεγγάρι να φωτά για μένανε τα βράδια.
Και υπηρέτες άμετροι. Και όλα ετοιμασμένα
Για φαγητό. Για πιόσιμο. Γιά κάπνισμα. Για ύπνο.
Μία ζωή μες στη χλιδή, στον πλούτο και στη δόξα.
Μία ζωή σαν όνειρο. Ζωή παραμυθένια.
Λαούς να ’χω στα πόδια μου. Οι άρχοντες να τρέχουν
Και να συναγωνίζωνται για να μ’ ευχαριστήσουν.
...Και τώρα όλα αθόρυβα να σβήνουνε αρχίσαν.
Και τώρα τον αγύριστο το δρόμο έχω πάρει.
Κι όσα θαμπά τα μάτια μου αχνοβλέπουνε ακόμα
Σε λίγο δεν θα το μπορούν ούτε αυτά να δούνε…
Τάχα υπάρχουν; Ζει; Πονά; Θλίβεται αυτός ο κόσμος;
Ο κόσμος. Ώ! Μια φαντασιά. Μιά έγνοια. Μία σκέψη.
Εγνοια και σκέψη... Φαντασιά… Μα ποιου; Αλλά, δική μου.
Εγώ λοιπόν. Εγώ… Εγώ… Μόνον εγώ υπάρχω
Κι όλα στα χεριά μέσα μου γίνονται και στο σώμα.
Και του μυαλού μου ολ’ αυτά ειν’ φαντασιές. Ω! Αδειο!
Πώς ταιριαστά σε γέμιζε με τόσα το μυαλό μου!
Και πώς, κι εκείνο μέσα σου αργοχαλιέται τώρα…
Να κι ο Κιοσέ Μεχμέτ πασάς. Ανέβηκε τη σκάλα
Κι ως το καφτάνι πάνω εγώ ήμουνα ξαπλωμένος
Με την κοιλιά και το ζερβί μου χέρι λαβωμένα,
θα πλησιάσει αυτός γοργά κι αδείλιαστα θα κόψει
Το κάτασπρο κεφάλι μου με τ’ αργυρό σπαθί του.
Νάτος! Σηκώνει το σπαθί! Χτύπα Κιοσέ Μεχμέτη…
Το ρόλο όπου σου έταξα παίξ’ τον ως πρέπει αχρείε.
Ο τελευταίος άνθρωπος του Κόσμου μου θα είσαι-
Του Κόσμου όπου έχτισα για να περάσω εντός του
Οπως εγώ την ήθελα τη γήϊνη ζωή μου.
Τώρα γυρίζω πάλι Εκεί. Χτύπα λοιπόν Μεμέτη
Κι όλο τον Κόσμο χάλασε-πάρε μου το κεφάλι…
Μα όλβιος-τρισόλβιος, α! τρισευτυχισμένος
Εκείνος που του δόθηκε στα χέρια να κρατήσει
Το κύπελλο της ηδονής, κι απ’ τό ακριβό πιοτό του
Αδιάκοπα, αδιάκοπα, αδιάκοπα να πίνει.
Εκείνος που εχάρηκε μ’ όλες του τις αιστήσεις
Τη θηλυκιά παρηγοριά. Εκείνος που εχάρη
Κόρφους ανθοκρυστάλλινους, μέσες δαχτυλιδένιες,
Κοιλούλες ασπροχιόνιστες. Εκείνος που καθρέφτη
Το γυναικείο το κορμί έκανε και κοιτώντας
Ανάμεσα στα πόδια του είδε το είδωλο του,
Κι έσμιξε εικόνα και γυαλί, κι απ’ την ανεμοζάλη
Ξεπρόβαλε αναμάρτητη κι αμόλυντη η ψυχή του.
Τρισόλβιος Αλήπασα και τρισευτυχισμένος
Και έζησες και πέθανες, αφού είχες γνωρίσει
Τη Μόνη Αλήθεια-του Κορμιού του Γυναικείου τα δώρα.
Αφού όσα κι αν επόθησες τα ’χεις μυρίσει τ’ άνθη.
Αφού όλα τα χρώματα που ζήλεψε το μάτι
Τα ’δες. Αφού αφουγκράστηκες κάθε γλυκειά φωνούλα
Που ακοή φαντάστηκε-κάθε στεναγματάκι.
Αφού στα χέρια έπιασες, αφού άδραξες καθένα
Απ’ τα κορμιά όπου σ’ αυτά σ’ εσπρωχνε η χαρά σου.
Αφού το στόμα σου ένιωσε, και γεύτηκαν τα χείλη
Τον πιο γλυκύτερον καρπό απ’ όλους μες στην Πλάση,
Τον πετροβελουδόμοιαστον, λευκό γυναίκειο κόρφο.
Τί κι αν δυστύχησαν πολλοί την ευτυχία για να ’βρεις;
Τί κι αν λαοί εστέναζαν τη δύναμη για να ’χεις
Να κάνεις πράξη ταιριαστή την κάθε πεθυμιά σου;
Άνθρωπος ένας μοναχά στη γη αν ευτυχήσει
Αξίζει αυτό των άλλωνε όλων τη δυστυχία.
Γιατί μας δείχνει έτσι πως, δεν είναι ουτοπία,
Πουλί δεν είναι ψεύτικο κι άπιαστο η ευτυχία.
Και σ’ όλους θάρρος δίνει αυτό, και σ’ όλους δίνει ελπίδα.
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΡΟΥΤΣΟΣ
Πρόεδρο του Βουλευτικού κάναν τον Υψηλάντη
Εκείνοι που τη βρωμερή Συνέλευση εστήσαν
Της Επιδαύρου. Ο άκακος και τίμιος Υψηλάντης
Το δόλο δεν κατάλαβε που ’κρυβε αυτή η ψήφος
Και τους Μαυροκορδατικούς δέχτηκε να βοηθήσει.
Το οχτακόσα εικοσιδυό Φλεβάρη μήνα όμως
Φεύγει απ’ την Κυβέρνηση ο Δημήτριος Υψηλάντης
Γιατί αγανάχτησε μ’ αυτήν και τις παλιαθρωπιές της
Και με παρέα Νικηταρά για Ρούμελη τραβάει
Με το σκοπό να σμίξουνε με Οδυσσέa Αντρούτσο.
Αλλ'οι Μαυροκορδατικοί κάνανε και μιαν άλλη
Συνέλευση, νομίζοντας πως με τις Συνελεύσεις
Οι Τούρκοι θα φοβόντουσαν και θα ’φευγαν αμέσως
Κι η λευτεριά θα ’ρχότανε στον τόπο δίχως διόλου
Ανάγκη για στρατεύματα, όπου τους Φαναριώτες
Διόλου δεν τους λογάριαζαν, ή για Καπεταναίους
Που-άκου τι παράξενο!-θέλανε να διοικούνε
Εκείνοι τα στρατεύματα κι όχι ο Μαυροκορδάτος…
Κι ο "πρίγκηψ" δε χρειάστηκε τώρα, ο Μαυροκορδάτος
Να κουραστεί Συνέλευση κάνοντας κι άλλη μία.
Ο Νέγρης, κόλος και βρακί μ’ αυτόν, πάει και στήνει
Το ταχυδακτυλουργικό κουτί, κατά τα μέρη
Της Αμφισσας. Κι αφού έκανε κι αυτός τα μαγικά του
Εναν λαγό παχύ παχύ έβγαλε από μέσα
Και-τι Ελληνας θα ήτανε!-τον είπε Άρειο Πάγο.
Οταν λοιπόν Νικηταράς μαζί με Υψηλάντη
Για του Δυσσέα φύγανε τα Κλέφτικα λημέρια
Του λέει του Νικηταρά ο Αρειος ο Πάγος:
"Μην περπατάς μαζί μ’ αυτόν. Ο κόσμος θα νομίσει
ότι κουμάντο κάνει αυτός κι η φήμη σου χαλάει".
Τους αγνοεί ο Νικηταράς.Τότε αυτοί τί κάνουν:
Καθίζουνε και γράφουνα γράμμα ένα του Αντρούτσου
Λέγοντας πως Νικηταράς μαζί με Υψηλάντη
Πάνε να τον χτυπήσουνε κι εκείνοι ν’ αρχηγέψουν.
Γιατί τα κάναν όλ’ αυτά; Γιατί με κάθε μέσο
θέλαν να εξοντώσουνε τους Καπετάνιους όλους
και να ’βαζαν στη θέση τους απόλεμους δικούς τους.
Και στα λημέρια φτάσανε οι δύο του Αντρούτσου.
Και πάει εκείνος και τους λέει: "Αν για κακό έχετ’ έρθει
Καλλίτερα να φύγετε γιατί θα σκοτωθούμε.
Μ’ αν πατριώτες είσαστε και την πατρίδα θέτε
Να την ιδούμε λεύτερη, τότε ας γινούμε φίλοι".
Κι είπαν ο ένας τ’ αλλουνού τι του ’πε ο Άρειος Πάγος
Κι Αντρούτσος και Νικηταράς τα γράμματά τους δείξαν
Κι οι τρεις τους αγκαλιάστηκαν κι αδερφοφιλιθήκαν.
Ο Νέγρης κι ο Νεόφυτος, Δεσπότης Ταλαντίου
Του Αρείου Πάγου κεφαλές, κι οι δώδεκα οι άλλοι
Που μέλη του μετράγανε, είχαν σκοπό τους βάλει
Εκτός από άλλα βρωμερά κι ανόσια που κάναν
Από τη μέση να ’βγαζαν τον Οδυσσέα Αντρούτσο.
Σκέπτονται το Νικηταρά να σπρώξουν να το κάνει.
Του στέλνουν έναν άνθρωπο δικό τους και του λένε
ορθά κοφτά και ξάστερα να φάει το Δυσσέα,
Και τότε αυτοί στη θέση του θα διόριζαν εκείνον.
(Νικηταρά αξέχαστε, τίμιε πατριώτη,
Που πάντα κράτησες ψηλά τ’ Ανθρώπου τη σημαία!)
Του λέει ο Νικηταράς: "Φύγε πριν σε σκοτώσω.
Εδώ η Πατρίδα χάνεται και συ και οι δικοί σου
θέλετε να σκοτώσετε αυτούς που θα τη σώσουν;"
Τότε ο σταλμένος, που ήτανε φαίνεται πατριώτης
Του φανερώνει "Το και το: αυτοί βουλή έχουν βάλει
Για να σας φάνε όλους σας. Κι έχουνε κάνει σχέδια
Τον ένανε τον άλλονε να βάλουν να σκοτώσει
Ως να μη μείνει από σας κανένας ν’ αρχηγεύει.
Και μην ειπείς ότι εγώ σου είπα τι σκοπεύουν,
Γιατί θα με σκοτώσουνε. Μα πες τα στους δικούς σου
Να ξέρουνε τα σχέδια τους και να τους τα χαλάσουν".
Αφού δεν πέτυχε κι αυτό, άλλη προσπάθεια κάνουν.
Μηνάν πως να μιλήσουνε θένε του Οδυσσέα
Και στη γολέττα να τους βρει του καπετάν Βισβίζη.
Και του Βισβίζη παν και λεν: "Οταν ανέβει πάνω
Και πριν να ’ρθεί κάτω σε μας, πιάστον, ξεπάστρεψέ τον".
"Δε θα το κάνω αυτό ποτέ" τους λέει ο Βισβίζης.
"Γιατί;" τόνε ρωτάν αυτοί. "Αφού εμείς στο λέμε
θα πει πως θα ωφεληθεί από τούτο η Πατρίδα".
"Εγώ ίσα ίσα σκέφτομαι με το κουτό μυαλό μου
ότι ανθρώπους σαν κι αυτόν ανάγκη έχει η πατρίδα"
Πάει κι αυτό. Αφού είδανε πως όλα αποτυχαίνουν
Κατηγορούν στα φανερά γι άτολμο το Δυσσέα
Και πως επιβουλεύεται τάχατες την Πατρίδα
Κι ότι ζητά το καθεστώς-χαράσ' το –ν’ ανατρέψει.
Και λένε στους οπλαρχηγούς να τον αφήσουν μόνο.
Χάνει την ψυχραιμία του ετότες ο Δυσσέας
και στις δεκάξη του Απριλιού του χρόνου Εικοσιδύο
Τους επιστρέφει το χαρτί, όπου μ’ αυτό εκείνοι
Τον κάνανε χιλίαρχο. Και βέβαια κανένας
Τον Οδυσσέα δεν άφησε απ’ τούς οπλαρχηγούς μας.
Πιάνουν και γράφουν μια γραφή τώρα, ότι ορίζουν
Για Καπετάνιο του ασκεριού του Αντρούτσου, τον Παλάσκα.
Και τον Παλάσκα στέλνουνε με τον Αλέξη Νούτσο
Να παραδώσει ο Δυσσέας σ’ αυτούς την αρχηγία.
"Κι έτσι και δεν παραδοθεί" τους λένε "ο Δυσσέας
Τότε την άδεια έχετε να τόνε ξεπαστρέψτε".
Σαν έμαθε πως έρχονται τους έγραψε ο Δυσσέας:
"Η Διοίκηση εμέ ποτέ δε μου ’δωκε παράδες
Ή παλληκάρια. Πώς λοιπόν ζητάει να μου τα πάρει;
Αν θέτε να βοηθήσετε να διώξουμε τους τούρκους
Ελάτε κι είστε φίλοι μου. Αλλιώτικα φευγάτε".
Μα πού ν’ ακούσουνε αυτοί τα λόγια του Δυσσέα
Οπου μεγάλο πρόσμεναν να πιάσουνε λαυράκι..
Τώρα ο Νούτσος που εχθρός ήταν του "πρίγκηπά" μας
Τον τρόπο ζήταγε να βρει ν’ απαλλαγεί από κείνον.
Κι ενώ κανείς δεν ήξερε τις διαταγές που είχαν
ο "πρίγκηπας" εφρόντισε να μάθει ο Αντρούτσος
Για τί πηγαίναν να τον βρουν οι δυό και τί μαζί τους
Χαρτιά κρατούσαν και αυτά τί μέσα τους εγράφαν.
Σου λέει όποιος απ’ τούς δυό τον άλλονε κι αν φάει
Για μένα θα ’ναι όφελος. Γλιτώνω απ’ τον ένα.
Οι δυο για τη Δρακοσπηλιά λοιπόν κρυφά τραβούσαν
Που το λημέρι βρίσκονταν του γίγαντα Δυσσέα
Νομίζοντας πως έλειπε, κι ότι σα βρουν μονάχο
Τ’ ασκέρι του, ενάντια του όλους θα ξεσηκώναν.
Ο Οδυσσέας πίσω τους τους είχε όμως παρμένους
κι όταν σχεδόν εφτάσανε, τούς πιάνει και τους δύο
Και μπρος στ’ ασκέρι οδηγεί και Νούτσο και Παλάσκα.
Εκεί, μπρος σ’ όλους έβαλε και τις γραφές διαβάσαν,
Κι αφού στους δυό τα έψαλλε, στ’ ασκέρι του γυρνάει:
"Ακούσατε τί έτρεξε", τους λέει. "Εμείς χτυπάμε
Την τυραννία των τουρκών, κι αυτοί από δω γυρεύουν
Στο σβέρκο να μας κάτσουνε σαν τύραννοι καινούργιοι.
Λοιπόν ετούτο σας ρωτώ κι απόκριση προσμένω.
Θα γίνει ό,τι πειτε σείς. Θέτε αυτούς ή εμένα;"
"Εσένα θέλουμε αρχηγέ!" φωνάζουνε, κι ορμάνε
Και χάνουν της κυβέρνησης τους δυό αποσταλμένους.
Μετά το έγκλημα που αυτή η ίδια είχε οργανώσει
Τώρα η Κυβέρνηση λυσσά-κόπτεται για το "δίκιο"
και στο σφυρί την κεφαλή βγάζει του Οδυσσέα.
Θα ’χε όποιος τόνε σκότωνε πέντε χιλιάδες γρόσα.
Ο Δράμαλης, λεύτερος πια μιας κι ο Αλής εχάθη
κατέβαινε για το Μωρηά, το Σηκωμό να πνίξει.
Καπεταναίοι τότε πολλοί της Δυτικής Ελλάδας,
Να κατεβαίνουν βλέποντας των τούρκων τα φουσάτα
Κι από την άλλη τσακωμός γερός να ’χει ανάψει
Ανάμεσα Κυβέρνησης κι Αντρούτσου, κι από τούτα
Κρίνοντας πως αδύνατο θα ’ταν ν’ αντιταχτούνε,
Κρίναν καλό με τον εχθρό να πέσουν σε καπάκια.
Ανάμεσα τους ήτανε και ο Καραϊσκάκης.
Πήρε τα παλληκάρια του και στ’ Αγραφα ανεβαίνει-
Στ’ αγαπημένα του Άγραφα που πρωτοβγήκε Κλεφτής
Και πολεμούσε την Τουρκιά δίπλα στον Κατσαντώνη.
Και το αγαπημένο του πήρε τ’ Αρματολίκι.
ΚΑΠΑΚΙΑ
Ας ρίξουμε μία μικρή ματιά και στα"καπάκια",
Μονάχα όσο χρειάζεται για να ειπούμε ότι
Δεν ήταν υποδούλωση στον Τούρκο ή προδοσία
Μα ήταν ανάγκη, και πολλές φορές, σύνεσης πράξη.
Ας μην ξεχνάμε πρώτα πως στη διάρκεια του Αγώνα
Είχε και η κυβέρνηση πολλές φορές ζητήσει
Να ’ρθουν σε συνεννόηση Καπεταναίοι με Τούρκους
όταν θαρρούσαν πως αυτό θα βόηθαγε τον τόπο.
Οταν διαπραγματεύονταν, ας πούμε, ο Βαρνακιώτης
Με την Τουρκιά, το έκανε γιατί ο Μαυροκορδάτος
Ο ίδιος του το ζήτησε για να κερδίσει χρόνο.
Ακόμα όταν προσκύναγε το εικοσιδυό ο Δυσσέας
Για τούτο τον επαίνεσε ο ίδιος ο Υψηλάντης.
Ο Υψηλάντης ειν’ αυτός πάλι που είχε γράψει
Οντας ακόμα στη Βλαχιά, στις ’κοσιενιά Γενάρη,
Προτού δυό μήνες η Ιερή Επανάσταση ξεσπάσει
Κι έλεε στο Γέρο του Μωρηά πως πρέπει οι Καπετάνιοι
Να συμμαχήσουν με Αλή ενάντια στο Σουλτάνο.
Οταν λοιπόν οι οπλαρχηγοί "έπαιζαν τα καπάκια"
Ή "βάζαν ψευτοκάπακα" όπως αλλιώς το λέγαν,
Αυτό σημάδι υποταγής αληθινής δεν ήταν.
Ητανε μια κατάσταση προσωρινή ωσότου
Οι Ελληνες ν’ ανασυνταχτούν να ξαναπολεμήσουν.
Ακόμα είχε η πράξη αυτή κι άλλο σκοπό. Ηθέλαν
Τις επαρχίες οι αρχηγοί να οργανώσουν πάλι
Κι αυτό με την ανακωχή πιό εύκολα γινόταν-
Γιατί αυτό με λέξεις δυό ήταν το "καπάκι":
Μια ανακωχή και μάλιστα πάντα έτοιμη να σπάσει.
Κι αυτό κι οι ιούρκοι το ’ξεραν, αλλά γι αυτούς καλό ήταν
Κι ευχάριστα κάθε φορά δεχόνταν το "καπάκι"
Γιατί, έστω προσωρινά, τους λύνονταν τα χέρια
Κι ήτανε τοτε λεύτεροι αλλού να πολεμήσουν.
Κι αυτό ήταν κάτι άσχημο που έκανε το "καπάκι".
Μα όταν έπαυε αυτό κάποιονε να συμφέρει
Από τους δυό, το χάλαγε. Κι αυτό κι οι δυό το ξέραν.
Αν το "καπάκι" ήτανε προσκύνημα στους τούρκους
προσκυνημένοι οι Αρματολοί ετότες θα μετρούσαν.
Δεν ήταν έτσι όμως. Πολλοί απ’ τούς Αρματολούς μας
Εβάλανε το πόστο τους στη δούλεψη του Εθνους.
Δεν τα ’γραψα όλα τούτα δω για να δικαιολογήσω
Τάχατες τους Αγωνιστές. Δικαίωση ποιαν άλλη
Καλλίτερη έχουν αυτοί απ’ τό που εχύσαν αίμα
Κι απ’ την τρανήΥπογραφή που έβαλε καθείς τους
Κάτω από της Ελληνικής της Λεφτεριάς το θάμα;
Ομως κανένας αν σωστά θέλει να συμπεράνει
Για το τί τα περίφημα ήτανε τα "καπάκια",
Πρέπει να λαβει υπόψη του τις τότε τις συνθήκες
Καθώς και τί ανάγκασε τον κάθε Καπετάνιο
Να κάμει αυτό που έκαμε. Ακόμα ακόμα ίσως
Να πρέπει για να κρίνουμε του καθενός τις πράξεις
Να δούμε πόσο βοήθησε με κείνες την Πατρίδα.
"ΗΤΤΗΘΗΜΕΝ. ΑΣ ΕΧΕΙ ΔΟΞΑΝ Ο ΘΕΟΣ!"
Σήμερα όλοι οι έλληνες είναι υποχρεωμένοι
Να παν στρατιώτες σα γινούν εικοσιενός χρονώνε.
Τότε στρατιώτες γίνονταν όσοι τυφλά πιστεύαν
Σε κάποιον από τους πολλούς που υπήρχαν Καπετάνιους.
Κοντά σ’ αυτόν πηγαίνανε και ζούσανε κοντά του,
Ενα μπουλούκι φτιάχνοντας που εξουσίαζε κείνος.
Μέσα στην Κλέφτικη ζωή τους έσπρωχνε όχι άλλο
Μα μόνο η παλληκαριά το θάρρος κι η αντρεία
Που ο Καπετάνιος έδειχνε, κι η φήμη που είχε βγάλει
Παλεύοντας ενάντια στα Τούρκικα τ’ ασκέρια.
Άλλα απ’ αυτά δεν κοίταζαν ούτε μισθό ζητούσαν.
Τους έφτανε ένα φαγητό λιτό κι όποτε υπήρχε.
Μα να γνωρίζουν έπρεπε απ’ την καλή εκείνον
Που θα τον κρίναν ικανό να γίνει αρχηγός τους
Κι αρώτητα να εκτελούν την κάθε προσταγή του.
Έτσι όταν ο λογιώτατος κύριος Μαυροκορδάτος
Βλέποντας πως ο Δράμαλης πλησίαζε ολοένα
Εστειλε ανθρώπους στο Μωρηά για να στρατολογήσει,
Κανέναν δεν εμάζεψε. Κανένας δεν εδέχτη
Να ’χει ανθρώπους γι αρχηγούς που πρώτηνε φορά του
Εβλεπε, και που ήξερε απόλεμοι πως ήταν.
Ετσι γι ακόμα μια φορά είχε αποτυχία
Η που οι πολιτικάντηδες εκάνανε προσπάθεια
Να σχηματίσουνε στρατό χωρίς τους Καπετάνιους.
Και κατεβαίνει ο Δράμαλης. Και ο Κολοκοτρώνης
Φκιάνει στρατό απ’ τό μηδέν κι αρχίζει τον αγώνα.
Μαυροκορδάτος και λοιποί, την ίδια εκείνη ώρα
Γράφουνε μιαν αναφορά προς τον Εγγλέζο Μαίτλαντ
Των Ιονίων Διοικητή, και του ζητάνε-άκου!
Να μπουν οι Αγγλοι στο Μωρηα και κατοχή να κάνουν.
Αυτά δεν είναι ψέμματα. Γίνανε. Κι όποιος θέλει
Και όποιος ενδιαφέρεται κι έχει όρεξη, ας ψάξει
Κι όλα υπάρχουν τα χαρτιά και όλα τα στοιχεία.
Στο μεταξύ ο Δράμαλης τραβάει στην Αργολίδα .
Ο Υψηλάντης κλείστηκε στο Άργος κι από κείθε
Εβάραγε το Δράμαλη. Σε μία τέτοια μάχη
Στην Εκκλησιά της Παναγιάς, οι Ελληνες νικηθήκαν.
Και τότες ο κοτζαμπάσης Κανέλλος Δεληγιάννης
Στον αδερφό του που μαζί με τον Μαυροκορδάτο
Στη Δυτική εβρίσκονταν Ελλάδα, στέλνει γράμμα
Που με χαρά μεγάληνε του ’γραφε αυτά τα λόγια:
"Ηττήθημεν. Ας έχει δόξαν ο θεός. Αλλιώς, αν ενικώμεν,
ο Δήμος εγίνετο Βασιλεύς".
Κύριε Κανέλλο όμως-φεύ-ο Γέρος δε ’νικήθη
Μα έκανε δώρο σ’ όλους μας του Δράμαλη τη νίλα.
ΠΕΤΑ. ΦΙΛΕΛΛΗΝΕΣ.
Οσον καιρό γινόντανε αυτά, ο Μαυροκορδάτος
Ντυμένος σα φανταχτερός κόκορας με λοφίο,
Με επωμίδες και στολή στρατηγική φορώντας,
Πρόλαβε και νικήθηκε απ’ τον Κιουταχή στο Πέτα,
Που λιάνισε Φιλέλληνες και ταχτικούς στρατιώτες.
Θλίψη για τους ανθρώπους μας νιώθουμε που χαθήκαν
Μα ευγνωμοσύνη νιώθουμε και για τους άντρες κείνους
που αφήκαν τις πατρίδες τους κι ήρθανε στην Ελλάδα
Να αντισταθούν μαζί με μας στων τούρκων τη μανία
Και που σχεδόν εχάθηκαν όλοι σαυτή τη μάχη.
Μιλώ για τους Φιλέλληνες που εκτός από εικοσπέντε
Οι άλλοι όλοι πέσανε γενναία πολεμώντας.
Και σαν ένα μνημόσυνο, και σα για να πληρώσω
Ενα που τους οφείλεται σ’ αυτό το έργο χρέος
Τα ονόματα εκείνωνε που ξέρω θ’ αναφέρω.
Μινιάκ. Που όταν οι εχθροί τόνε ξεμοναχιάσαν
Στηρίζοντας τα νώτα του σε λιόδεντρο ένα πάνω
Σαν ξιφομάχος άφταστος που ήτανε, θερίζει
όσους τον πλησιάζουνε. Και σπάζει το σπαθί του.
Και τον σωριάζουν οι εχθροί. Και τ’ άτυχο κορμί του
Κομμάτια του το κάνουνε να τον εκδικηθούνε.
Ντιάνα. Γενναίος Ιταλός, που είκοσι τον κυκλώσαν,
κι αφού τον ξεκοιλιάσανε του κόψαν το κεφάλι.
Ο Γερμανός ο στρατηγός Νόρμαν, που ελαβώθη
Και λίγες μέρες ύστερα πέθανε στη Λαγκάδα.
Μερζιέφσκι. Δέκα Πολωνών ο άξιος ηγέτης.
Κι ακόμα τρία ονόματα: Ρεμπό, Γκεγιάρ, Ταρέλα.
Και άλλοι… κι άλλοι… Γερμανοί, Γάλλο ι Ιταλοί και Βέλγοι…
Ας ειν’ καλά οι Πατρίδες τους. Και οι απόγονοι τους
Ας μην ξεχνούν πόσο πολύ αγαπήσαν την Ελλάδα
και τη ζωή τους δώσανε τον Τούρκο πολεμώντας.
ΚΙ ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΒΡΩΜΙΑ ΤΟΥ "ΠΡΙΓΚΗΠΑ"
Ο Κιουταχής ελεύθερος ύστερα από το Πέτα
Τραβάει σακάτου θέλοντας να μπει στο Μεσολόγγι.
Ο Βαρνακιώτης στον Αητό και στον Προφήτη Ηλία,
Χωρίς βοήθεια από αλλού, κρατάει μακριά τους Τούρκους
Και σώζει από σίγουρο μαχαίρι το λαό τους.
Κι ας δούμε τώρα τί έκανε πάλι ο Μαυροκορδάτος
Που το στρατό είχε βαλθεί τον άξιο να χαλάσει
Και τους Καπεταναίους του να βάζει στα μαχαίρια.
Πιάνει και γράφει μια γραφή και λέει στο Βαρνακιώτη:
«Μαζί σου δεν πολέμησε αυτός ο Καραϊσκάκης.
Μα δεν με ξάφνιασε αυτό. Όλο έτσι αυτός κάνει.
Κι όπως μαθαίνω έκανε συνθήκες με τους Τούρκους
Και ότι δε θα τους χτυπά τους έταξε στον κάμπο.
Και γενικά κάνει αυτός ό,τι θα του καπνίσει,
Κι όχι αυτό που διαταγή θα πάρει για να κάνει".
Την ίδια μέρα έγραφε και στον Καραϊσκάκη:
«Προχτές επολεμήσανε οι δικοί μας και νικήσαν
Στον Αετό και στον Προφήτ’ Ηλία. Μάθε όμως
Δεν κυνήγησαν τον εχθρό. Τον άφησαν να φύγει.
Αν όμως ήσουνα εσύ γενναίε Καραϊσκάκη
Δε θα ’στεργες να φύγουνε μα θα τους κυνηγούσες
Και δε θα γλίτωνε κανείς.» Εδιάβασε το γράμμα
Μα δεν εκολακεύτηκε ο ξύπνιος Καραϊσκάκης.
Παίρνει το γράμμα που έλαβε και μ’ έναν άνθρωπό του
Στον Βαρνακιώτη το ’στειλε. "Κοίτα", του λέει, "Γιώργη
Ο τσόγλανος ο πρίντζιπας τι θέλει να μας κάμει.
Θέλει ν’ ανάψει πόλεμο ανάμεσα στους δυό μας.
Εμένα τη φιλία μου την ξέρεις ωρέ Γιώργη
Και δεν αλλάζει έστω κι αν χίλιοι Μαυροκορδάτοι
Τον γαμημένο κόλο τους στο μάρμαρο χτυπάνε".
Ο ΚΙΟΥΤΑΧΗΣ ΣΤΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ
Η υποψία και μαζί η διχόνοια: τα δυό φρούτα
Που οι Φαναριώτες φέρανε σαν ήρθαν στην Ελλάδα.
Ο Καραϊσκάκης στ’ Αγραφα μαλώνει με το Ράγκο
Που είναι προστατευόμενος του "ήρωα" του Πέτα.
Ο Στάϊκος κι ο Βλαχόπουλος δε βλέπουνε τους τούρκους
Μα μεταξύ τους πιάνονται. Στα Κράβαρα ο Πηλάλας
Κι ο Αναγνώστης Καναβός τρώγονται σαν τους σκύλους.
Ο Βρυώνης και ο Κιουταχής κλείνουν το Μεσολόγγι,
Αλλά περνώντας ο καιρός ούτε την πόλη παίρνουν,
Αλλά κι ίδιοι κλείνονται και δε μπορούν να φύγουν.
Τραβούν, και, σιγουρεύονται, νομίζουν, στο Βραχώρι.
Ομως αλλιώς λογάριαζε ο Αντρούτσος. Μόλις φύγαν
Οι τούρκοι του Κιοσε Μεχμέτ από τη Βοιωτία,
Τραβάει με τ’ασκέρι του ενάντια στο Βραχώρι.
Τα ίδια και ο Βαλτινός, ο Ράγκος, και ο Ισκος,
Αφού έσπασαν τα που ’χανε καπάκια με τους τούρκους.
Φοβούνται οι Τούρκοι μη χαθούν, και φεύγουν και τραβάνε
Γραμμή στον Ασπροπόταμο, για να τόνε διαβούνε.
Αλλά ο Ασπροπόταμος είναι πλημμυρισμένος
και στο Βραχώρι που άφησαν ξαναγυρίζουν πίσω.
ΣΟΒΟΛΑΚΟ
Πώς κάτω από ’να πράσινο από τη χλόη χώμα
Του αγριοκρίνου ο βολβός της Ανοιξης σα νιώσει
Η ευλογία πως έφτασε, τα χέρια του απλώνει
Απ’ τις αχτίδες πιάνεται του ήλιου και αρχίζει
Να σκαρφαλώνει ανείδωτος ακόμα, ώσπου μια μέρα
Στα μάτια του ανύποπτου διαβάτη να προβάλει
Κι ορθώνεται στο μίσχο του παν’ απ’ της χλόης το στρώμα
Και βλέπει πιό μακριά απ’ αυτήν και νιώθει πιό καλά της,
Ετσι και κει που φανερό δεν ήταν ως τα τώρα
Οτι ο Γιος της Καλογριάς πιό αψηλά θα φτάσει
Από τους άλλους αρχηγούς και τους Καπεταναίους
Ξάφνου αυτός εξέφυγε απ’ τών μικρών τα βρόχια
Και αψηλά πετάχτηκε μέχρι το Σοβολάκο.
Ο Καραϊσκάκης ένιωσε πως ήρθε η Άνοιξή του.
Και σ’κώθηκε. Και κοίταξε. Κι ένοιωσε όλα γύρω.
Και είπε: "Οι Μεμέτηδες δεν έχουν πού να πάνε.
Η θα καθήσουν εκειδά και θα πετσοκοφτούνε
Ή θα τραβήξουνε ψηλά πέρασμα για να βρούνε
Και να περάσουν από κει να φύγουν, να σωθούνε.
Μα δε θα τους αφήσω εγώ. Θα πάω να τους χαλάσω!"
Βλέποντας ότι τα νερά δε λεν να λιγοστέψουν
Ο Βρυώνης και ο Κιουταχής στέλνουν τον Χατζή Μπέντο
Τον Ισμαήλ Πλιάσα πασά, και τον Βασιάρη Άγο
Με τρεις χιλιάδες στ’ Αγραφα ν’ ανέβουν νοματαίους,
Και τις πηγές του πόταμου να βρουν και να περάσουν
Και από κει στην Πρέβεζα να πανε και να στείλουν
Μαστόρους, να τους κάνουνε πέρασμα στο ποτάμι
Ωστε αυτοί που έμειναν πίσω τους να διαβούνε.
Με οχτακόσους μαχητές κινά ο Καραϊσκάκης.
Και μια πορεία έκανε που μένει ξακουσμένη
Ανάμεσα στις άλλες του αμέτρητες πορείες
Γιατί και δύσκολη ήτανε και γρήγορα εγίνει.
Ο Κασομούλης έγραψε στα''ενθυμήματά"του:
"ως αετός σχίσας τα χιονισμένα βουνά.."
Καθώς ήταν τ’ Αγαλιανό ποτάμι φουσκωμένο
Που ήταν ο κοντινότερος για να περάσουν δρόμος,
Περνάν από του Κόρακα το ξύλινο γεφύρι.
Στο Ροδοβίτσι βγαίνουνε.Τραβάνε προς τα πάνω
Μέχρι τη θέση Κρεμαστά που ο ποταμός στενεύει,
Και πάλι ανάστροφα περνάν. Στο δρόμο τους απάνω
Το μοναστήρι βρίσκεται της Παναγιάς Τατάρνας.
Στέκονται να ξεκουραστούν και ο Καραϊσκάκης
Εμπήκε μες στην εκκλησιά. Σταυροκοπιέται. Λέει:
"Αν κάνεις και νικήσουμε, ε, τότε μαυρομμάτα
Σε προσκυνώ για Παναγιά. Ειδέ αλλιώς…" Και βγαίνει.
Για να μπορεί την Παναγιά κανείς να φοβερίζει
Πρέπει να νιώθει δυνατός. Κι ήταν ο Καραϊσκάκης
Οπως ατσάλι δυνατός κι αγνός κι απλός σαν κρίνο.
Στο Σοβολάκο φτάσανε και μια σπηλιάν επιάσαν
Και μέσα ταμπουρώθηκαν κι απέξω όπως μπορούσαν.
Φτάνουν οι τούρκοι . "Ποιοι είσαστε;" Φωνάζουν στους δικούς μας.
"Του Καραϊσκάκη ο νταΐφάς-Καπτάνιου των Αγράφων".
Στέλνει ο Πλιάσας άνθρωπο να πει του Καραϊσκάκη
Σέβας να δείξει στα μαζί που είχανε καπάκια
Και να μεριάσει να διαβούν κι απείραχτοι να πάνε.
Ομως αυτός πρωτάκουστο τους παίζει ένα παιχνίδι,
Που δείχνει ευέλικτο μυαλό και μία ειρωνεία
Που αν δεν την καταλάβαιναν οι τούρκοι, θα βοηθούσε-
Να τους χτυπήσει έτσι κι αλλιώς είχε αποφασίσει.
"Εγώ", τους λέει, "Είμαι πιστός στο λόγο που ’χω δώσει
Και στα καπάκια που’ κανα με το Χουρσίτ. Σεις όμως
Που απιστείτε στον κραταιό και μέγα μας Σουλτάνο,
Και τον ντροπιάτε φεύγοντας σα να ’σαστε κιοτήδες
Μπροστά σε λίγους χαϊνηδες, εσάς θα σας χτυπήσω".
Λεν οι πασάδες "ο άτιμος! Λεφτά θέλει να βγάλει!"
Κι ένα έμπιστόν τους στέλνουνε να πάει να τον έβρει
Και πεντακόσες του μηνάν θα ’χει χιλιάδες γρόσα,
Αν τους αφήσει να διαβούν. Τους απαντάει εκείνος:
"Η πίστη στο Σουλτάνο μας ξαγορασμό δεν έχει.
Πες τους να φύγουνε γιατί αλλιώς θα τους βαρέσω".
Ό Γιώργης όσο εμίλαγε με τον σταλτό των τούρκων,
Δίπλα του στέκει ο φοβερός στους τούρκους Κλέφτης Τσακας,
Που είχε απ’ τή θήκη του βγάλει το γιαταγάνι
Κι έκανε πως το τρόχιζε απάνου σ’ ένα βράχο.
«Το βλέπεις γύφτο τούτο δώ;», του λέει σα μείναν μόνοι,
"Για το λαιμό σου ήτανε αν έπαιρνες τα γρόσα.
Η εμείς θα φάμε την Τουρκιά ή εμάς θα φαν’ τα όρνια".
Ο Γιώργης τον εχάρηκε: "Ενοια σου ωρε Τσάκα.
Το θέλημα σου έγινε" του ’πε χαμογελώντας.
Ο Χατζη-Μπέντος, να τον πει κιοτή ο Καραΐσκάκης
Σκυλιάζει. «Ώρέ γκιαούρηδε»", βγαίνει και τους φωνάζει,
"Προτού ανάψει ο πόλεμος και πέσουνε κουφάρια
Θέλω δυό λόγια να ειπώ με τον Καραϊσκάκη.
Που είσαι γιε της καλογριάς;" "Εδώ είμαι γιε τουρκάλας.
Τί θέλεις από μένανε;" κι απτή σπηλιά προβαίνει.
"Ποιόν ονομάτισες κιοτή;" "Εσένα και τους άλλους".
"Αν είσαι παλληκάρι ωρε να χτυπηθούμε οι δυό μας".
"Καρτερά με ΧατζήΜπεντο". "Σε καρτερώ γκιαούρη".
Και προχωράνε και οι δυό. Πρώτος βαράει ο Τούρκος.
Κι αστόχησε το βόλι του. Ρίχνει ο Καραϊσκάκης
Κι ο Χατζή Μπέντος έπεσε βαρύς πάνω στο χώμα.
Πόλεμος ως εγίνονταν την εποχή του Ομήρου.
Μονομαχίες αρχηγών. Κουβέντες πριν τη μάχη .
Και για να μη σταθεί ως εδώ το μοιάσιμο του αγώνα
Με κείνους όπου γίνονταν κατ’ απ’ της Τροίας τα τείχη
Τρέχουνε Τούρκοι κι Ελληνες κατά τον σκοτωμένο.
οι πρώτοι για να πάρουνε του αρχηγού το σώμα
Κι οι άλλοι να του πάρουνε κεφάλι και κεμέρι.
Κι ανάβει αγώνας δυνατός που κράτησε για ώρες.
Κάποια στιγμή στριμώχνουνε τον Καπετάνιο οι Τούρκοι,
Μαζί με λίγους δίπλα του. « Έδώ όλοι θα χαθούμε!"
Βάζει φωνή ο αρχηγός."Ελληνες πολεμάτε!".
Βλέπουν οι άλλοι από μακριά και άγρια φωνάζουν
"Χάνεται ο Καπετάνιος μας!" κι ορμούν να τον βοηθήσουν.
Δειλιάζουν τώρα οι εχθροί κι αρχίζουν να λυγάνε.
Βγάζει ο Γιώργης το σπαθί και δυνατά φωνάζει:
"Με τα σπαθιά σας Ελληνες! Απάνω τους αδέρφια!"
Και ξεμπροστιάζουν την Τουρκιά ίσαμε το Βραχώρι.
Διακόσοι ιούρκοι εχάθηκαν. Είκοσι απ’ τούς δικούς μας.
Τέλος οι Τούρκοι βλέποντας ότι θα παν χαμένοι
Μες στο Βραχώρι αν μείνουνε κλεισμένοι απ’ ολούθε,
Παίρνουνε την απόφαση να μπούνε στο ποτάμι
Κι ας ήτανε κατεβατό-κι όσοι σωθούν σωθήκαν.
Και τόλμησαν. Και πνίγηκαν πάνω απο πεντακόσοι.
Πρώτη μεγάλη ήτανε η νίκη αυτή του Γιώργη.
Με φόβο πια τ’ ακούγανε οι τούρκοι τ’ όνομά του,
Με σεβασμό οι Ελληνες-κι όλοι τον λογαριάζαν.
Εκείνος, τροπαιούχος πια, γυρίζει στ’ Αγραφά του.
Μαζί του είχε κι έντεκα κεφάλια Τουρκαλάδων
Και με ανθρώπους στον Χουρσίτ-τα στέλνει μ’ ένα γράμμα:
"Βέλη μου, δόξα το θεό, εκείνους τους κιοτήδες
Που ντρόπιασαν και σένανε και το τρανό ντοβλέτι
Τους τσάκισα. Και μερικά κεφάλια τους σου στέλνω
Για να χαρείς που έγινε ως τα ’χαμε μιλήσει".
Αυτός διαβάζει τη γραφή με τα κακά μαντάτα,
"και κατέπιεν εν φόρτωμα φαρμάκι" (Κασομούλης)
Και την ανάγκη κάνοντας φιλοτιμία, του γράφει
Και τον ευχαριστεί πολύ για όσα είχε κάνει.
"πλην πλάγια τον έλεγεν ότι μέλει μιαν φοράν, να τα πληρώσει"
(Κασομούλης)
Τούτο το γράμμα ήτανε από τα τελευταία
Που ’γραψε ο Χουρσίτ πασάς. Γιατί φαρμακωμένος
Από το ίδιο χέρι του τέλειωσε τη ζωή του.
Παράξενο είναι τάχα τι τους άντρες να τους σπρώχνει
Ετσι να σκέφτωνται για μια γυναίκα, που αν εκείνη
Τους απιστήσει, τότε αυτοί νιώθουνε προδομένοι.
Λες κι ειν’ αυτοί που κάνανε τη βδελυρή την πράξη.
Λες και αυτοί ευθύνονται γι αυτό που η γυναίκα
Πατώντας κάθε ιερό και όσιο έχει τολμήσει.
Κι είναι παράξενο γιατί, αν ίσως ο αδερφός τους
Ή ένας φίλος τους στενός μια προδοσία τους κάνει,
Ή άλλη πράξη βδελυρή, τότε δε νιώθουν διόλου
θιγμένοι να ’ναι απ’ αυτό ή κι ίσως προδομένοι.
Μόνο μπορεί κάποιοι να πουν "δε ντράπη να το κάνει;",
Η να τόνε μαλώσουνε το φταίχτη ή να τον βρίσουν.
Ομως ποτέ δε θα σκεφτούν ότι η ατιμία
Να ξεπλυθεί με θάνατο τάχατες της αξίζει
Ώστε ή αυτοί να λείψουνε ή να χαθεί ο προδότης.
Γιατί σωστά σκεφτόμενοι, δε γνοιάζονται για ό,τι
Κάποιος τελείως απ’ αυτούς άλλος, ψυχή και σώμα
Βρώμικο κάτι έκανε. Κακό του κεφαλιού του
Κι όλη η ατιμία κι η ντροπή στον ίδιονε μετράει.
Γιατί όμως όταν θηλυκό κάποιο τους απατήσει
Νομίζουν ότι χάθηκεν ο κόσμος από μπρος τους;
Συνήθεια ποια την ατιμία ζητάει να ’χουν οι άντρες;
Ποια τάξη θεσπισμένη πώς, να δείξουνε τους σπρώχνει
Αλλο από περιφρόνηση κάτι για μία πόρνη;
Γιατί πονούν σαν οι ίδιοι αυτοί να ’τανε πομπεμένοι;
Μιλούν γι αγάπη μερικοί και για τιμή κάποιοι άλλοι
Χωρίς κανένας απ’ τούς δυό να ξέρει τι μιλάει.
Λες την αγάπη χαϊμαλί την έχουν κρεμασμένη
Και η τιμή πως βρίσκεται ανάμεσα χωμένη
Στα πόδια της γυναίκας τους-της αγαπητικιάς τους.
Και παν οι άθλιοι και ή σκοτώνονται ή σκοτώνουν.
Μέσα σε τούτους τους χαζούς και ο Χουρσίτ ’μετρήθη.
Οταν το πάθημα έμαθε ο Σουλτάνος του στρατού του -
Εψαξε τους υπεύθυνους. Κι έκρινε ότι φταίνε
Ο Ισμαήλ Πασόμπεης και ο Χουρσίτ. Κι αμέσως
Διατάζει τα κεφάλια τους να πάνε να του φέρουν.
Και πήραν του Πασόμπεη του έρμου το κεφάλι.
Μα του Χουρσίτ δεν πρόλαβαν. Είχε προλάβει εκείνος.
Αν κι οι δικοί του του ’πανε το τί τον περιμένει
Και θα μπορούσε να σωθεί αφήνοντας την πόλη,
Δεν το ’κανε. Προτίμησε ο δόλιος να πεθάνει
Οχι γιατί το ζήτησε ο κραταιός Σουλτάνος
Μα γιατί κάποιο άλλο "κακό" του έφτασε χαμπέρι.
Έμαθε η γυναίκα του ότι τον απατούσε
Και μην αντέχοντας αυτό το τελευταίο νέο
Φαρμάκι έπιε ο Χουρσίτ κι έκοψε τη ζωή του.
Ητανε η περίοδος εικοσιδυό-κοστρία
Που θέριεψε και ξέσπασε ο πρώτος ο Εμφύλιος,
Που η αιτία του ήτανε η δόξα που ’χαν πάρει
Αντρούτσος και Νικηταράς και ο Καραϊσκάκης,
Κι ο Υψηλάντης, αλλά πιο πολύ ο Κολοκοτρώνης.
Αυτός η κύρια ήτανε αιτία που λυσσάξαν
Μαυροκορδάτος και λοιποί, γιατί εκείνος είχε
Ύστερα από τη νίκη του στα Δερβενάκια πάρει
Τέτια μια φήμη στον απλό ανάμεσα λαό μας,
Που ήταν επικίνδυνη, και για τους Φαναριώτες
Και για τους Κοτζαμπάσηδες. Και άρχισαν εκείνοι
Να τον παραμερίζουνε απ’ όλα του τα πόστα,
Και να κοιτάζουν πώς και πώς όσο κι αν το μπορούσαν
Να λιγοστέψουν τη λατρεία που είχε ο λαός μας
Γι αυτόν το Γέρο του Μωρηά… Απάνω που διαλύσαν
Τους Φιλικούς, και είχανε ξεφορτωθεί κι εκείνον
Τον Υψηλάντη, που βραχνάς τους ήτανε μεγάλος,
Τώρα καινούργιος κίνδυνος ορθώνονταν μπροστά τους.
Αλλ’ ας αφήσουμε αυτούς τους άθλιους να προδίνουν
Λαό και Επανάσταση, κι ας πάμε στο σκοπό μας
Που ’ναι τα έργα τα Τρανά που’κανε ο Καραϊσκάκης
Και τότε θ’ αναφέρουμε κι αυτούς τους δολοφόνους
Μόνο όταν μπλέκονται αυτοί στου Ηρωα τα έργα.
(συνεχίζεται)
ΑΡΤΑ
Τη μέρα που γινότανε η μάχη στο Κομπότι
Την ίδια μέρα έφτανε στην Υδρα ο Υψηλάντης.
Φιλάει τους Αναγνωσταρά, Δικαίο, Κολοκοτρώνη,
Και χαιρετάει ανόρεχτα, ψυχρά, τους Κοτζαμπάσες
Γιατ’ είχε μάθει πριν να ’ρθεί_το άτιμο φέρσιμό τους.
Μετά πάει στη Βρέστενα, όπου είναι συναγμένοι
Οι προύχοντες. Μα δε φελάν ν’ ακούσουν τί τους λέει
Και να του παραδώσουνε την εξουσία αρνιούνται.
Θυμώνει εκείνος κι έφυγε να πάει στην Καλαμάτα.
Σηκώνονται οι Αγωνιστές στους Προεστούς ενάντια
Κι από μαχαίρι δίκοπο θα τους περνούσαν όλους
Αν δεν τους εμαλάκωνε ο μοραΐτης Γέρος.
Είχε η ασταμάτητη κι εδώ αρχίσει πάλη
Των πλούσιων με τους φτωχούς, λαού με τους αρχόντους-
Τού Υψηλάντη από τη μια με το λαό μαζί του
Κι από την άλλη των Προεστών και των Κοτζαμπασήδων.
Αλλά των πλούσιων σύμμαχοι και των φτωχών δυνάστες
Διάλεξαν κείνο τον καιρό να ’ρθουν κι οι Φαναριώτες.
Διάβολοι όλοι τους, αλλά, ο πιό διαβολεμένος
Ηταν ο "εντιμότατος", "πρίγκηψ" Μαυροκορδάτος.
Υστερα Κατακουζηνός, και Καρατζάς και Νέγρης.
Ήταν οι πρώτοι που ήρθανε. Μαγιά καλή ήταν όμως
Κι ο τόπος γέμισε απ ’αυτούς περνώντας λίγος χρόνος.
Και λεν την Επανάσταση "κακό" κι "ένοχους" κείνους
Που πρώτοι ξεκινήσανε της Λευτεριάς αγώνα.
Και λένε πως οι Φιλικοί σύστημα είχαν την "πλάνη"
Τα "ψέμματα", τις "διαβολές" και τις "δολοφονίες".
Και λέει ο αρχηγέτης τους "πρίγκιψ" Μαυροκορδάτος
Πως το καλό του όνομα χαλιέται στην Ευρώπη
Τη γνώμη αν σχηματίσουνε ότι κι αυτός ειν’ ένας
Απ’ τούς απαίσιους Φιλικούς, αυτούς τους "απατεώνες".
Απ’ τά λεγόμενά του αυτά μόνο, καθένας βλέπει
Πόσο μισούσε όλους αυτούς που -άκου οι αλιτήριοι-
Οπλίστηκαν και στρέψανε τα όπλα τους στους Τούρκους…
Και όλα αυτά πρέπει στο νου να τα ’χει ο αναγνώστης
Γιατί τα λίγα έστω αυτά που εδώ σήμερα γράφω
Δίνουνε την εξήγηση σ’ όλες τις ατιμίες
Και τις βρωμιές που έκανε κι αυτός και οι δικοί του
Πασκίζοντας να θάψουνε και Σηκωμό κι Ελλάδα.
Απ’ τή γερή κι ανέλπιστη βοήθεια που τους ήρθε
Σήκωσαν το κεφάλι τους και πάλι οι Κοτζαμπάσες
Και Αύγουστο στις τέσσερες του χρόνου Εικοσιένα
Σκοτώνουνε τον Καρατζά, τον ήρωα της Πάτρας
Που είχε στην Ακρόπολη τους Τούρκους στριμωγμένους.
Και το Δεκέμβρη της χρονιάς δολοφονούν της ίδιας
Τον Οικονόμου, τη φωνή την τίμια της Υδρας.
Αυτοί χτυπούσαν τους σεμνούς αγωνιστές, κι ο Γέρος
Επαιρνε την Τροπολιτσά στις εικοστρείς Σεπτέβρη.
Μετά από τούτο ξεκινά για να ’μπει και στην Πάτρα.
Το μάθανε του Καρατζά οι απαίσιοι δολοφόνοι
Και σκέφτονται πως ο λαός πάλι στα πάνω θα ’ναι
Αν μπει ο Γέρος του Μοριά κυρίαρχος στην πόλη.
Στέλνουν λοιπόν ανθρώπους τους για να τον ξεπαστρέψουν.
Το ’μαθε ο Γέρος του Μοριά, γυρίζει πάλι πίσω.
Κι όταν με το Δημήτριο μαζί τον Υψηλάντη
Στρατεύανε στην Κόρινθο, ο πρώτος Φαναριώτης
Τη βρωμερή Συνέλευση στήνει της Επιδαύρου.
Και από τότε άλλονε σκοπό στο νου του βάζει:
Πώς η Ελλάδα θα βρεθεί στα νύχια της Αγγλίας.
Αλλά ας γυρίσουμε στο Γιο της Καλογριάς και πάλι.
Οταν γιατρεύτη ο κόλος του απ’ τό τούρκικο το βόλι
Πάλι στο Πέτα βρίσκεται, και πάλι στο Κομπότι.
Και από κει ετράβηξε μαζί με Μακρυγιάννη
Για το Νιχώρι που ήτανε σε κίνδυνο απ’ τους τούρκους.
Κι όλους τους έδιωξε από κει κι ο τόπος λευτερώθη.
Και παίρνουνε απόφαση όλοι οι Καπεταναίοι
Την Αρτα να χτυπήσουνε. Τρακόσοι νοματαίοι
Με κεφαλές το Μπότσαρη και τον Καραϊσκάκη
Ορίζονται να ορμήσουνε να πάρουν το Μπουχούτσι,
Ενώ τους Αγιαπόστολους ο Νάσης Φωτομάρας.
Ως στ "Απομνημονεύματα» μας λέει ο Μακρυγιάννης:
"Εκείνοι οι τρακόσιοι δεν ήσαντε ανθρώποι
αλλά λιοντάρια στην καρδιά και αητοί στα πόδια".
Και τα λιοντάρια κι οι αητοί εμπήκανε στην Αρτα.
Αλλά δε στέριωσαν εκεί. Γιατί οι Αρβανίτες
Που των δικών μας σύμμαχοι λογιόνταν μέχρι τότε
Αλλάξανε στρατόπεδο και μυστικά ζητούσαν
Να επιτεθούν στους Ελληνες, σύμμαχοι πια των τούρκων.
Και θα τους πετσοκόβανε, και θα τα κατάφερναν,
Ο Γιώργης αν δε μάθαινε τα μυστικά τους σχέδια
Και είδηση δεν έδινε στους άλλους Καπετάνιους.
Κι αφήσανε τις θέσεις τους που είχαν πάρει μ’ αίμα
Κι απ’ τή φωλιά εβγήκανε χωρίς φθορά, των λύκων.
Οπως το σπίτι αργά αργά χτίζεται πέτρα πέτρα
Ετσι κι η Δόξα χτίζεται αντρεία την αντρεία
Και λογική τη λογική κι αγώνα τον αγώνα.
Πέτρα την πέτρα έχτιζε και ο Καραϊσκάκης
Το χτίσμα που θα δόξαζε σε λίγο τ’ όνομά του.
Και οι λεβέντες τα ’βλεπαν και τ’ άκουγε ο λαός μας
Τα όσα κατορθώματα έκανε κάθε τόσο
Και η αντρειά του δείχνονταν και η παλληκαριά του
Κι η φήμη του μεγάλωνε κι άρχιζε να ριζώνει.
Μ’ ακόμα ήτανε μικρός. Αλλων Καπεταναίων
Αξιων κι αυτών, τα ονόματα μεσουρανούσαν τότε.
Αλλά ο Γιώργης τη δικιά του έγραφε Ιστορία.
Κι ας έγραφε μαζι μ’ αυτήν κι εκείνη της Πατρίδας
Ούτε κι εκείνος το ’ξερε ακόμα, ουτε οι άλλοι.
Κι είχε όλα τα χαρίσματα για να γινόταν πρώτος.
Την τόλμη και τη λογική πάντα τους ταιριασμένες.
Εδινε το παράδειγμα πρώτος εμπρός τραβώντας
Και δύναμη όλοι παίρνανε να τον ακολουθάνε.
Για τον καθενα αγωνιστή γνώριζε σε ποιες μάχες
Σε ποιους αγώνες είχε μπει, πού είχε ανδραγαθήσει,
Και στην κατάλληλη στιγμή το χρησιμοποιούσε
ψυχή για να του έδινε αν ήταν δειλιασμένος.
Είχε μεγάλη αντοχή σ’ όλες τις κακουχίες.
Τ’ αστεία του τους έκαναν όλους να διασκεδάζουν.
Μα πανω απ’ όλα φρόντιζε σαν γνωστικός ηγέτης
Να έχει όσο γινότανε στράτεμα χορτασμένο
Και δεν εδίσταζε γι αυτό να δίνει απ’ τον παρά του.
Κι όπου για το κοινό καλό εθάρειε ότι πρέπει
Δε δίσταζε να υποχωρεί, αυτό όμως μέχρι τ’ όριο
Που έκρινε πως από κει και πέρα θα ’ταν βλάβη.
ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΛΗΠΑΣΑ
Κι ήρθεν η μέρα κι ο πασάς ο Αλής να θανατίσει.
Γενάρη εικοσιτέσσερες ήταν του Εικοσιδύο
Που το λευκό κεφάλι του ο Κιοσέ Μεχμέτ του πήρε.
Κι αναθυμόταν ο πασάς τη γήινη ζωή του
Καθώς τραβούσε κατά κει που γυρισμό δεν έχει:
"Νιάτα! Και πλούτη!Δύναμη! Και τα καλά του Κόσμου!
Και το φεγγάρι να φωτά για μένανε τα βράδια.
Και υπηρέτες άμετροι. Και όλα ετοιμασμένα
Για φαγητό. Για πιόσιμο. Γιά κάπνισμα. Για ύπνο.
Μία ζωή μες στη χλιδή, στον πλούτο και στη δόξα.
Μία ζωή σαν όνειρο. Ζωή παραμυθένια.
Λαούς να ’χω στα πόδια μου. Οι άρχοντες να τρέχουν
Και να συναγωνίζωνται για να μ’ ευχαριστήσουν.
...Και τώρα όλα αθόρυβα να σβήνουνε αρχίσαν.
Και τώρα τον αγύριστο το δρόμο έχω πάρει.
Κι όσα θαμπά τα μάτια μου αχνοβλέπουνε ακόμα
Σε λίγο δεν θα το μπορούν ούτε αυτά να δούνε…
Τάχα υπάρχουν; Ζει; Πονά; Θλίβεται αυτός ο κόσμος;
Ο κόσμος. Ώ! Μια φαντασιά. Μιά έγνοια. Μία σκέψη.
Εγνοια και σκέψη... Φαντασιά… Μα ποιου; Αλλά, δική μου.
Εγώ λοιπόν. Εγώ… Εγώ… Μόνον εγώ υπάρχω
Κι όλα στα χεριά μέσα μου γίνονται και στο σώμα.
Και του μυαλού μου ολ’ αυτά ειν’ φαντασιές. Ω! Αδειο!
Πώς ταιριαστά σε γέμιζε με τόσα το μυαλό μου!
Και πώς, κι εκείνο μέσα σου αργοχαλιέται τώρα…
Να κι ο Κιοσέ Μεχμέτ πασάς. Ανέβηκε τη σκάλα
Κι ως το καφτάνι πάνω εγώ ήμουνα ξαπλωμένος
Με την κοιλιά και το ζερβί μου χέρι λαβωμένα,
θα πλησιάσει αυτός γοργά κι αδείλιαστα θα κόψει
Το κάτασπρο κεφάλι μου με τ’ αργυρό σπαθί του.
Νάτος! Σηκώνει το σπαθί! Χτύπα Κιοσέ Μεχμέτη…
Το ρόλο όπου σου έταξα παίξ’ τον ως πρέπει αχρείε.
Ο τελευταίος άνθρωπος του Κόσμου μου θα είσαι-
Του Κόσμου όπου έχτισα για να περάσω εντός του
Οπως εγώ την ήθελα τη γήϊνη ζωή μου.
Τώρα γυρίζω πάλι Εκεί. Χτύπα λοιπόν Μεμέτη
Κι όλο τον Κόσμο χάλασε-πάρε μου το κεφάλι…
Μα όλβιος-τρισόλβιος, α! τρισευτυχισμένος
Εκείνος που του δόθηκε στα χέρια να κρατήσει
Το κύπελλο της ηδονής, κι απ’ τό ακριβό πιοτό του
Αδιάκοπα, αδιάκοπα, αδιάκοπα να πίνει.
Εκείνος που εχάρηκε μ’ όλες του τις αιστήσεις
Τη θηλυκιά παρηγοριά. Εκείνος που εχάρη
Κόρφους ανθοκρυστάλλινους, μέσες δαχτυλιδένιες,
Κοιλούλες ασπροχιόνιστες. Εκείνος που καθρέφτη
Το γυναικείο το κορμί έκανε και κοιτώντας
Ανάμεσα στα πόδια του είδε το είδωλο του,
Κι έσμιξε εικόνα και γυαλί, κι απ’ την ανεμοζάλη
Ξεπρόβαλε αναμάρτητη κι αμόλυντη η ψυχή του.
Τρισόλβιος Αλήπασα και τρισευτυχισμένος
Και έζησες και πέθανες, αφού είχες γνωρίσει
Τη Μόνη Αλήθεια-του Κορμιού του Γυναικείου τα δώρα.
Αφού όσα κι αν επόθησες τα ’χεις μυρίσει τ’ άνθη.
Αφού όλα τα χρώματα που ζήλεψε το μάτι
Τα ’δες. Αφού αφουγκράστηκες κάθε γλυκειά φωνούλα
Που ακοή φαντάστηκε-κάθε στεναγματάκι.
Αφού στα χέρια έπιασες, αφού άδραξες καθένα
Απ’ τα κορμιά όπου σ’ αυτά σ’ εσπρωχνε η χαρά σου.
Αφού το στόμα σου ένιωσε, και γεύτηκαν τα χείλη
Τον πιο γλυκύτερον καρπό απ’ όλους μες στην Πλάση,
Τον πετροβελουδόμοιαστον, λευκό γυναίκειο κόρφο.
Τί κι αν δυστύχησαν πολλοί την ευτυχία για να ’βρεις;
Τί κι αν λαοί εστέναζαν τη δύναμη για να ’χεις
Να κάνεις πράξη ταιριαστή την κάθε πεθυμιά σου;
Άνθρωπος ένας μοναχά στη γη αν ευτυχήσει
Αξίζει αυτό των άλλωνε όλων τη δυστυχία.
Γιατί μας δείχνει έτσι πως, δεν είναι ουτοπία,
Πουλί δεν είναι ψεύτικο κι άπιαστο η ευτυχία.
Και σ’ όλους θάρρος δίνει αυτό, και σ’ όλους δίνει ελπίδα.
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΡΟΥΤΣΟΣ
Πρόεδρο του Βουλευτικού κάναν τον Υψηλάντη
Εκείνοι που τη βρωμερή Συνέλευση εστήσαν
Της Επιδαύρου. Ο άκακος και τίμιος Υψηλάντης
Το δόλο δεν κατάλαβε που ’κρυβε αυτή η ψήφος
Και τους Μαυροκορδατικούς δέχτηκε να βοηθήσει.
Το οχτακόσα εικοσιδυό Φλεβάρη μήνα όμως
Φεύγει απ’ την Κυβέρνηση ο Δημήτριος Υψηλάντης
Γιατί αγανάχτησε μ’ αυτήν και τις παλιαθρωπιές της
Και με παρέα Νικηταρά για Ρούμελη τραβάει
Με το σκοπό να σμίξουνε με Οδυσσέa Αντρούτσο.
Αλλ'οι Μαυροκορδατικοί κάνανε και μιαν άλλη
Συνέλευση, νομίζοντας πως με τις Συνελεύσεις
Οι Τούρκοι θα φοβόντουσαν και θα ’φευγαν αμέσως
Κι η λευτεριά θα ’ρχότανε στον τόπο δίχως διόλου
Ανάγκη για στρατεύματα, όπου τους Φαναριώτες
Διόλου δεν τους λογάριαζαν, ή για Καπεταναίους
Που-άκου τι παράξενο!-θέλανε να διοικούνε
Εκείνοι τα στρατεύματα κι όχι ο Μαυροκορδάτος…
Κι ο "πρίγκηψ" δε χρειάστηκε τώρα, ο Μαυροκορδάτος
Να κουραστεί Συνέλευση κάνοντας κι άλλη μία.
Ο Νέγρης, κόλος και βρακί μ’ αυτόν, πάει και στήνει
Το ταχυδακτυλουργικό κουτί, κατά τα μέρη
Της Αμφισσας. Κι αφού έκανε κι αυτός τα μαγικά του
Εναν λαγό παχύ παχύ έβγαλε από μέσα
Και-τι Ελληνας θα ήτανε!-τον είπε Άρειο Πάγο.
Οταν λοιπόν Νικηταράς μαζί με Υψηλάντη
Για του Δυσσέα φύγανε τα Κλέφτικα λημέρια
Του λέει του Νικηταρά ο Αρειος ο Πάγος:
"Μην περπατάς μαζί μ’ αυτόν. Ο κόσμος θα νομίσει
ότι κουμάντο κάνει αυτός κι η φήμη σου χαλάει".
Τους αγνοεί ο Νικηταράς.Τότε αυτοί τί κάνουν:
Καθίζουνε και γράφουνα γράμμα ένα του Αντρούτσου
Λέγοντας πως Νικηταράς μαζί με Υψηλάντη
Πάνε να τον χτυπήσουνε κι εκείνοι ν’ αρχηγέψουν.
Γιατί τα κάναν όλ’ αυτά; Γιατί με κάθε μέσο
θέλαν να εξοντώσουνε τους Καπετάνιους όλους
και να ’βαζαν στη θέση τους απόλεμους δικούς τους.
Και στα λημέρια φτάσανε οι δύο του Αντρούτσου.
Και πάει εκείνος και τους λέει: "Αν για κακό έχετ’ έρθει
Καλλίτερα να φύγετε γιατί θα σκοτωθούμε.
Μ’ αν πατριώτες είσαστε και την πατρίδα θέτε
Να την ιδούμε λεύτερη, τότε ας γινούμε φίλοι".
Κι είπαν ο ένας τ’ αλλουνού τι του ’πε ο Άρειος Πάγος
Κι Αντρούτσος και Νικηταράς τα γράμματά τους δείξαν
Κι οι τρεις τους αγκαλιάστηκαν κι αδερφοφιλιθήκαν.
Ο Νέγρης κι ο Νεόφυτος, Δεσπότης Ταλαντίου
Του Αρείου Πάγου κεφαλές, κι οι δώδεκα οι άλλοι
Που μέλη του μετράγανε, είχαν σκοπό τους βάλει
Εκτός από άλλα βρωμερά κι ανόσια που κάναν
Από τη μέση να ’βγαζαν τον Οδυσσέα Αντρούτσο.
Σκέπτονται το Νικηταρά να σπρώξουν να το κάνει.
Του στέλνουν έναν άνθρωπο δικό τους και του λένε
ορθά κοφτά και ξάστερα να φάει το Δυσσέα,
Και τότε αυτοί στη θέση του θα διόριζαν εκείνον.
(Νικηταρά αξέχαστε, τίμιε πατριώτη,
Που πάντα κράτησες ψηλά τ’ Ανθρώπου τη σημαία!)
Του λέει ο Νικηταράς: "Φύγε πριν σε σκοτώσω.
Εδώ η Πατρίδα χάνεται και συ και οι δικοί σου
θέλετε να σκοτώσετε αυτούς που θα τη σώσουν;"
Τότε ο σταλμένος, που ήτανε φαίνεται πατριώτης
Του φανερώνει "Το και το: αυτοί βουλή έχουν βάλει
Για να σας φάνε όλους σας. Κι έχουνε κάνει σχέδια
Τον ένανε τον άλλονε να βάλουν να σκοτώσει
Ως να μη μείνει από σας κανένας ν’ αρχηγεύει.
Και μην ειπείς ότι εγώ σου είπα τι σκοπεύουν,
Γιατί θα με σκοτώσουνε. Μα πες τα στους δικούς σου
Να ξέρουνε τα σχέδια τους και να τους τα χαλάσουν".
Αφού δεν πέτυχε κι αυτό, άλλη προσπάθεια κάνουν.
Μηνάν πως να μιλήσουνε θένε του Οδυσσέα
Και στη γολέττα να τους βρει του καπετάν Βισβίζη.
Και του Βισβίζη παν και λεν: "Οταν ανέβει πάνω
Και πριν να ’ρθεί κάτω σε μας, πιάστον, ξεπάστρεψέ τον".
"Δε θα το κάνω αυτό ποτέ" τους λέει ο Βισβίζης.
"Γιατί;" τόνε ρωτάν αυτοί. "Αφού εμείς στο λέμε
θα πει πως θα ωφεληθεί από τούτο η Πατρίδα".
"Εγώ ίσα ίσα σκέφτομαι με το κουτό μυαλό μου
ότι ανθρώπους σαν κι αυτόν ανάγκη έχει η πατρίδα"
Πάει κι αυτό. Αφού είδανε πως όλα αποτυχαίνουν
Κατηγορούν στα φανερά γι άτολμο το Δυσσέα
Και πως επιβουλεύεται τάχατες την Πατρίδα
Κι ότι ζητά το καθεστώς-χαράσ' το –ν’ ανατρέψει.
Και λένε στους οπλαρχηγούς να τον αφήσουν μόνο.
Χάνει την ψυχραιμία του ετότες ο Δυσσέας
και στις δεκάξη του Απριλιού του χρόνου Εικοσιδύο
Τους επιστρέφει το χαρτί, όπου μ’ αυτό εκείνοι
Τον κάνανε χιλίαρχο. Και βέβαια κανένας
Τον Οδυσσέα δεν άφησε απ’ τούς οπλαρχηγούς μας.
Πιάνουν και γράφουν μια γραφή τώρα, ότι ορίζουν
Για Καπετάνιο του ασκεριού του Αντρούτσου, τον Παλάσκα.
Και τον Παλάσκα στέλνουνε με τον Αλέξη Νούτσο
Να παραδώσει ο Δυσσέας σ’ αυτούς την αρχηγία.
"Κι έτσι και δεν παραδοθεί" τους λένε "ο Δυσσέας
Τότε την άδεια έχετε να τόνε ξεπαστρέψτε".
Σαν έμαθε πως έρχονται τους έγραψε ο Δυσσέας:
"Η Διοίκηση εμέ ποτέ δε μου ’δωκε παράδες
Ή παλληκάρια. Πώς λοιπόν ζητάει να μου τα πάρει;
Αν θέτε να βοηθήσετε να διώξουμε τους τούρκους
Ελάτε κι είστε φίλοι μου. Αλλιώτικα φευγάτε".
Μα πού ν’ ακούσουνε αυτοί τα λόγια του Δυσσέα
Οπου μεγάλο πρόσμεναν να πιάσουνε λαυράκι..
Τώρα ο Νούτσος που εχθρός ήταν του "πρίγκηπά" μας
Τον τρόπο ζήταγε να βρει ν’ απαλλαγεί από κείνον.
Κι ενώ κανείς δεν ήξερε τις διαταγές που είχαν
ο "πρίγκηπας" εφρόντισε να μάθει ο Αντρούτσος
Για τί πηγαίναν να τον βρουν οι δυό και τί μαζί τους
Χαρτιά κρατούσαν και αυτά τί μέσα τους εγράφαν.
Σου λέει όποιος απ’ τούς δυό τον άλλονε κι αν φάει
Για μένα θα ’ναι όφελος. Γλιτώνω απ’ τον ένα.
Οι δυο για τη Δρακοσπηλιά λοιπόν κρυφά τραβούσαν
Που το λημέρι βρίσκονταν του γίγαντα Δυσσέα
Νομίζοντας πως έλειπε, κι ότι σα βρουν μονάχο
Τ’ ασκέρι του, ενάντια του όλους θα ξεσηκώναν.
Ο Οδυσσέας πίσω τους τους είχε όμως παρμένους
κι όταν σχεδόν εφτάσανε, τούς πιάνει και τους δύο
Και μπρος στ’ ασκέρι οδηγεί και Νούτσο και Παλάσκα.
Εκεί, μπρος σ’ όλους έβαλε και τις γραφές διαβάσαν,
Κι αφού στους δυό τα έψαλλε, στ’ ασκέρι του γυρνάει:
"Ακούσατε τί έτρεξε", τους λέει. "Εμείς χτυπάμε
Την τυραννία των τουρκών, κι αυτοί από δω γυρεύουν
Στο σβέρκο να μας κάτσουνε σαν τύραννοι καινούργιοι.
Λοιπόν ετούτο σας ρωτώ κι απόκριση προσμένω.
Θα γίνει ό,τι πειτε σείς. Θέτε αυτούς ή εμένα;"
"Εσένα θέλουμε αρχηγέ!" φωνάζουνε, κι ορμάνε
Και χάνουν της κυβέρνησης τους δυό αποσταλμένους.
Μετά το έγκλημα που αυτή η ίδια είχε οργανώσει
Τώρα η Κυβέρνηση λυσσά-κόπτεται για το "δίκιο"
και στο σφυρί την κεφαλή βγάζει του Οδυσσέα.
Θα ’χε όποιος τόνε σκότωνε πέντε χιλιάδες γρόσα.
Ο Δράμαλης, λεύτερος πια μιας κι ο Αλής εχάθη
κατέβαινε για το Μωρηά, το Σηκωμό να πνίξει.
Καπεταναίοι τότε πολλοί της Δυτικής Ελλάδας,
Να κατεβαίνουν βλέποντας των τούρκων τα φουσάτα
Κι από την άλλη τσακωμός γερός να ’χει ανάψει
Ανάμεσα Κυβέρνησης κι Αντρούτσου, κι από τούτα
Κρίνοντας πως αδύνατο θα ’ταν ν’ αντιταχτούνε,
Κρίναν καλό με τον εχθρό να πέσουν σε καπάκια.
Ανάμεσα τους ήτανε και ο Καραϊσκάκης.
Πήρε τα παλληκάρια του και στ’ Αγραφα ανεβαίνει-
Στ’ αγαπημένα του Άγραφα που πρωτοβγήκε Κλεφτής
Και πολεμούσε την Τουρκιά δίπλα στον Κατσαντώνη.
Και το αγαπημένο του πήρε τ’ Αρματολίκι.
ΚΑΠΑΚΙΑ
Ας ρίξουμε μία μικρή ματιά και στα"καπάκια",
Μονάχα όσο χρειάζεται για να ειπούμε ότι
Δεν ήταν υποδούλωση στον Τούρκο ή προδοσία
Μα ήταν ανάγκη, και πολλές φορές, σύνεσης πράξη.
Ας μην ξεχνάμε πρώτα πως στη διάρκεια του Αγώνα
Είχε και η κυβέρνηση πολλές φορές ζητήσει
Να ’ρθουν σε συνεννόηση Καπεταναίοι με Τούρκους
όταν θαρρούσαν πως αυτό θα βόηθαγε τον τόπο.
Οταν διαπραγματεύονταν, ας πούμε, ο Βαρνακιώτης
Με την Τουρκιά, το έκανε γιατί ο Μαυροκορδάτος
Ο ίδιος του το ζήτησε για να κερδίσει χρόνο.
Ακόμα όταν προσκύναγε το εικοσιδυό ο Δυσσέας
Για τούτο τον επαίνεσε ο ίδιος ο Υψηλάντης.
Ο Υψηλάντης ειν’ αυτός πάλι που είχε γράψει
Οντας ακόμα στη Βλαχιά, στις ’κοσιενιά Γενάρη,
Προτού δυό μήνες η Ιερή Επανάσταση ξεσπάσει
Κι έλεε στο Γέρο του Μωρηά πως πρέπει οι Καπετάνιοι
Να συμμαχήσουν με Αλή ενάντια στο Σουλτάνο.
Οταν λοιπόν οι οπλαρχηγοί "έπαιζαν τα καπάκια"
Ή "βάζαν ψευτοκάπακα" όπως αλλιώς το λέγαν,
Αυτό σημάδι υποταγής αληθινής δεν ήταν.
Ητανε μια κατάσταση προσωρινή ωσότου
Οι Ελληνες ν’ ανασυνταχτούν να ξαναπολεμήσουν.
Ακόμα είχε η πράξη αυτή κι άλλο σκοπό. Ηθέλαν
Τις επαρχίες οι αρχηγοί να οργανώσουν πάλι
Κι αυτό με την ανακωχή πιό εύκολα γινόταν-
Γιατί αυτό με λέξεις δυό ήταν το "καπάκι":
Μια ανακωχή και μάλιστα πάντα έτοιμη να σπάσει.
Κι αυτό κι οι ιούρκοι το ’ξεραν, αλλά γι αυτούς καλό ήταν
Κι ευχάριστα κάθε φορά δεχόνταν το "καπάκι"
Γιατί, έστω προσωρινά, τους λύνονταν τα χέρια
Κι ήτανε τοτε λεύτεροι αλλού να πολεμήσουν.
Κι αυτό ήταν κάτι άσχημο που έκανε το "καπάκι".
Μα όταν έπαυε αυτό κάποιονε να συμφέρει
Από τους δυό, το χάλαγε. Κι αυτό κι οι δυό το ξέραν.
Αν το "καπάκι" ήτανε προσκύνημα στους τούρκους
προσκυνημένοι οι Αρματολοί ετότες θα μετρούσαν.
Δεν ήταν έτσι όμως. Πολλοί απ’ τούς Αρματολούς μας
Εβάλανε το πόστο τους στη δούλεψη του Εθνους.
Δεν τα ’γραψα όλα τούτα δω για να δικαιολογήσω
Τάχατες τους Αγωνιστές. Δικαίωση ποιαν άλλη
Καλλίτερη έχουν αυτοί απ’ τό που εχύσαν αίμα
Κι απ’ την τρανήΥπογραφή που έβαλε καθείς τους
Κάτω από της Ελληνικής της Λεφτεριάς το θάμα;
Ομως κανένας αν σωστά θέλει να συμπεράνει
Για το τί τα περίφημα ήτανε τα "καπάκια",
Πρέπει να λαβει υπόψη του τις τότε τις συνθήκες
Καθώς και τί ανάγκασε τον κάθε Καπετάνιο
Να κάμει αυτό που έκαμε. Ακόμα ακόμα ίσως
Να πρέπει για να κρίνουμε του καθενός τις πράξεις
Να δούμε πόσο βοήθησε με κείνες την Πατρίδα.
"ΗΤΤΗΘΗΜΕΝ. ΑΣ ΕΧΕΙ ΔΟΞΑΝ Ο ΘΕΟΣ!"
Σήμερα όλοι οι έλληνες είναι υποχρεωμένοι
Να παν στρατιώτες σα γινούν εικοσιενός χρονώνε.
Τότε στρατιώτες γίνονταν όσοι τυφλά πιστεύαν
Σε κάποιον από τους πολλούς που υπήρχαν Καπετάνιους.
Κοντά σ’ αυτόν πηγαίνανε και ζούσανε κοντά του,
Ενα μπουλούκι φτιάχνοντας που εξουσίαζε κείνος.
Μέσα στην Κλέφτικη ζωή τους έσπρωχνε όχι άλλο
Μα μόνο η παλληκαριά το θάρρος κι η αντρεία
Που ο Καπετάνιος έδειχνε, κι η φήμη που είχε βγάλει
Παλεύοντας ενάντια στα Τούρκικα τ’ ασκέρια.
Άλλα απ’ αυτά δεν κοίταζαν ούτε μισθό ζητούσαν.
Τους έφτανε ένα φαγητό λιτό κι όποτε υπήρχε.
Μα να γνωρίζουν έπρεπε απ’ την καλή εκείνον
Που θα τον κρίναν ικανό να γίνει αρχηγός τους
Κι αρώτητα να εκτελούν την κάθε προσταγή του.
Έτσι όταν ο λογιώτατος κύριος Μαυροκορδάτος
Βλέποντας πως ο Δράμαλης πλησίαζε ολοένα
Εστειλε ανθρώπους στο Μωρηά για να στρατολογήσει,
Κανέναν δεν εμάζεψε. Κανένας δεν εδέχτη
Να ’χει ανθρώπους γι αρχηγούς που πρώτηνε φορά του
Εβλεπε, και που ήξερε απόλεμοι πως ήταν.
Ετσι γι ακόμα μια φορά είχε αποτυχία
Η που οι πολιτικάντηδες εκάνανε προσπάθεια
Να σχηματίσουνε στρατό χωρίς τους Καπετάνιους.
Και κατεβαίνει ο Δράμαλης. Και ο Κολοκοτρώνης
Φκιάνει στρατό απ’ τό μηδέν κι αρχίζει τον αγώνα.
Μαυροκορδάτος και λοιποί, την ίδια εκείνη ώρα
Γράφουνε μιαν αναφορά προς τον Εγγλέζο Μαίτλαντ
Των Ιονίων Διοικητή, και του ζητάνε-άκου!
Να μπουν οι Αγγλοι στο Μωρηα και κατοχή να κάνουν.
Αυτά δεν είναι ψέμματα. Γίνανε. Κι όποιος θέλει
Και όποιος ενδιαφέρεται κι έχει όρεξη, ας ψάξει
Κι όλα υπάρχουν τα χαρτιά και όλα τα στοιχεία.
Στο μεταξύ ο Δράμαλης τραβάει στην Αργολίδα .
Ο Υψηλάντης κλείστηκε στο Άργος κι από κείθε
Εβάραγε το Δράμαλη. Σε μία τέτοια μάχη
Στην Εκκλησιά της Παναγιάς, οι Ελληνες νικηθήκαν.
Και τότες ο κοτζαμπάσης Κανέλλος Δεληγιάννης
Στον αδερφό του που μαζί με τον Μαυροκορδάτο
Στη Δυτική εβρίσκονταν Ελλάδα, στέλνει γράμμα
Που με χαρά μεγάληνε του ’γραφε αυτά τα λόγια:
"Ηττήθημεν. Ας έχει δόξαν ο θεός. Αλλιώς, αν ενικώμεν,
ο Δήμος εγίνετο Βασιλεύς".
Κύριε Κανέλλο όμως-φεύ-ο Γέρος δε ’νικήθη
Μα έκανε δώρο σ’ όλους μας του Δράμαλη τη νίλα.
ΠΕΤΑ. ΦΙΛΕΛΛΗΝΕΣ.
Οσον καιρό γινόντανε αυτά, ο Μαυροκορδάτος
Ντυμένος σα φανταχτερός κόκορας με λοφίο,
Με επωμίδες και στολή στρατηγική φορώντας,
Πρόλαβε και νικήθηκε απ’ τον Κιουταχή στο Πέτα,
Που λιάνισε Φιλέλληνες και ταχτικούς στρατιώτες.
Θλίψη για τους ανθρώπους μας νιώθουμε που χαθήκαν
Μα ευγνωμοσύνη νιώθουμε και για τους άντρες κείνους
που αφήκαν τις πατρίδες τους κι ήρθανε στην Ελλάδα
Να αντισταθούν μαζί με μας στων τούρκων τη μανία
Και που σχεδόν εχάθηκαν όλοι σαυτή τη μάχη.
Μιλώ για τους Φιλέλληνες που εκτός από εικοσπέντε
Οι άλλοι όλοι πέσανε γενναία πολεμώντας.
Και σαν ένα μνημόσυνο, και σα για να πληρώσω
Ενα που τους οφείλεται σ’ αυτό το έργο χρέος
Τα ονόματα εκείνωνε που ξέρω θ’ αναφέρω.
Μινιάκ. Που όταν οι εχθροί τόνε ξεμοναχιάσαν
Στηρίζοντας τα νώτα του σε λιόδεντρο ένα πάνω
Σαν ξιφομάχος άφταστος που ήτανε, θερίζει
όσους τον πλησιάζουνε. Και σπάζει το σπαθί του.
Και τον σωριάζουν οι εχθροί. Και τ’ άτυχο κορμί του
Κομμάτια του το κάνουνε να τον εκδικηθούνε.
Ντιάνα. Γενναίος Ιταλός, που είκοσι τον κυκλώσαν,
κι αφού τον ξεκοιλιάσανε του κόψαν το κεφάλι.
Ο Γερμανός ο στρατηγός Νόρμαν, που ελαβώθη
Και λίγες μέρες ύστερα πέθανε στη Λαγκάδα.
Μερζιέφσκι. Δέκα Πολωνών ο άξιος ηγέτης.
Κι ακόμα τρία ονόματα: Ρεμπό, Γκεγιάρ, Ταρέλα.
Και άλλοι… κι άλλοι… Γερμανοί, Γάλλο ι Ιταλοί και Βέλγοι…
Ας ειν’ καλά οι Πατρίδες τους. Και οι απόγονοι τους
Ας μην ξεχνούν πόσο πολύ αγαπήσαν την Ελλάδα
και τη ζωή τους δώσανε τον Τούρκο πολεμώντας.
ΚΙ ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΒΡΩΜΙΑ ΤΟΥ "ΠΡΙΓΚΗΠΑ"
Ο Κιουταχής ελεύθερος ύστερα από το Πέτα
Τραβάει σακάτου θέλοντας να μπει στο Μεσολόγγι.
Ο Βαρνακιώτης στον Αητό και στον Προφήτη Ηλία,
Χωρίς βοήθεια από αλλού, κρατάει μακριά τους Τούρκους
Και σώζει από σίγουρο μαχαίρι το λαό τους.
Κι ας δούμε τώρα τί έκανε πάλι ο Μαυροκορδάτος
Που το στρατό είχε βαλθεί τον άξιο να χαλάσει
Και τους Καπεταναίους του να βάζει στα μαχαίρια.
Πιάνει και γράφει μια γραφή και λέει στο Βαρνακιώτη:
«Μαζί σου δεν πολέμησε αυτός ο Καραϊσκάκης.
Μα δεν με ξάφνιασε αυτό. Όλο έτσι αυτός κάνει.
Κι όπως μαθαίνω έκανε συνθήκες με τους Τούρκους
Και ότι δε θα τους χτυπά τους έταξε στον κάμπο.
Και γενικά κάνει αυτός ό,τι θα του καπνίσει,
Κι όχι αυτό που διαταγή θα πάρει για να κάνει".
Την ίδια μέρα έγραφε και στον Καραϊσκάκη:
«Προχτές επολεμήσανε οι δικοί μας και νικήσαν
Στον Αετό και στον Προφήτ’ Ηλία. Μάθε όμως
Δεν κυνήγησαν τον εχθρό. Τον άφησαν να φύγει.
Αν όμως ήσουνα εσύ γενναίε Καραϊσκάκη
Δε θα ’στεργες να φύγουνε μα θα τους κυνηγούσες
Και δε θα γλίτωνε κανείς.» Εδιάβασε το γράμμα
Μα δεν εκολακεύτηκε ο ξύπνιος Καραϊσκάκης.
Παίρνει το γράμμα που έλαβε και μ’ έναν άνθρωπό του
Στον Βαρνακιώτη το ’στειλε. "Κοίτα", του λέει, "Γιώργη
Ο τσόγλανος ο πρίντζιπας τι θέλει να μας κάμει.
Θέλει ν’ ανάψει πόλεμο ανάμεσα στους δυό μας.
Εμένα τη φιλία μου την ξέρεις ωρέ Γιώργη
Και δεν αλλάζει έστω κι αν χίλιοι Μαυροκορδάτοι
Τον γαμημένο κόλο τους στο μάρμαρο χτυπάνε".
Ο ΚΙΟΥΤΑΧΗΣ ΣΤΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ
Η υποψία και μαζί η διχόνοια: τα δυό φρούτα
Που οι Φαναριώτες φέρανε σαν ήρθαν στην Ελλάδα.
Ο Καραϊσκάκης στ’ Αγραφα μαλώνει με το Ράγκο
Που είναι προστατευόμενος του "ήρωα" του Πέτα.
Ο Στάϊκος κι ο Βλαχόπουλος δε βλέπουνε τους τούρκους
Μα μεταξύ τους πιάνονται. Στα Κράβαρα ο Πηλάλας
Κι ο Αναγνώστης Καναβός τρώγονται σαν τους σκύλους.
Ο Βρυώνης και ο Κιουταχής κλείνουν το Μεσολόγγι,
Αλλά περνώντας ο καιρός ούτε την πόλη παίρνουν,
Αλλά κι ίδιοι κλείνονται και δε μπορούν να φύγουν.
Τραβούν, και, σιγουρεύονται, νομίζουν, στο Βραχώρι.
Ομως αλλιώς λογάριαζε ο Αντρούτσος. Μόλις φύγαν
Οι τούρκοι του Κιοσε Μεχμέτ από τη Βοιωτία,
Τραβάει με τ’ασκέρι του ενάντια στο Βραχώρι.
Τα ίδια και ο Βαλτινός, ο Ράγκος, και ο Ισκος,
Αφού έσπασαν τα που ’χανε καπάκια με τους τούρκους.
Φοβούνται οι Τούρκοι μη χαθούν, και φεύγουν και τραβάνε
Γραμμή στον Ασπροπόταμο, για να τόνε διαβούνε.
Αλλά ο Ασπροπόταμος είναι πλημμυρισμένος
και στο Βραχώρι που άφησαν ξαναγυρίζουν πίσω.
ΣΟΒΟΛΑΚΟ
Πώς κάτω από ’να πράσινο από τη χλόη χώμα
Του αγριοκρίνου ο βολβός της Ανοιξης σα νιώσει
Η ευλογία πως έφτασε, τα χέρια του απλώνει
Απ’ τις αχτίδες πιάνεται του ήλιου και αρχίζει
Να σκαρφαλώνει ανείδωτος ακόμα, ώσπου μια μέρα
Στα μάτια του ανύποπτου διαβάτη να προβάλει
Κι ορθώνεται στο μίσχο του παν’ απ’ της χλόης το στρώμα
Και βλέπει πιό μακριά απ’ αυτήν και νιώθει πιό καλά της,
Ετσι και κει που φανερό δεν ήταν ως τα τώρα
Οτι ο Γιος της Καλογριάς πιό αψηλά θα φτάσει
Από τους άλλους αρχηγούς και τους Καπεταναίους
Ξάφνου αυτός εξέφυγε απ’ τών μικρών τα βρόχια
Και αψηλά πετάχτηκε μέχρι το Σοβολάκο.
Ο Καραϊσκάκης ένιωσε πως ήρθε η Άνοιξή του.
Και σ’κώθηκε. Και κοίταξε. Κι ένοιωσε όλα γύρω.
Και είπε: "Οι Μεμέτηδες δεν έχουν πού να πάνε.
Η θα καθήσουν εκειδά και θα πετσοκοφτούνε
Ή θα τραβήξουνε ψηλά πέρασμα για να βρούνε
Και να περάσουν από κει να φύγουν, να σωθούνε.
Μα δε θα τους αφήσω εγώ. Θα πάω να τους χαλάσω!"
Βλέποντας ότι τα νερά δε λεν να λιγοστέψουν
Ο Βρυώνης και ο Κιουταχής στέλνουν τον Χατζή Μπέντο
Τον Ισμαήλ Πλιάσα πασά, και τον Βασιάρη Άγο
Με τρεις χιλιάδες στ’ Αγραφα ν’ ανέβουν νοματαίους,
Και τις πηγές του πόταμου να βρουν και να περάσουν
Και από κει στην Πρέβεζα να πανε και να στείλουν
Μαστόρους, να τους κάνουνε πέρασμα στο ποτάμι
Ωστε αυτοί που έμειναν πίσω τους να διαβούνε.
Με οχτακόσους μαχητές κινά ο Καραϊσκάκης.
Και μια πορεία έκανε που μένει ξακουσμένη
Ανάμεσα στις άλλες του αμέτρητες πορείες
Γιατί και δύσκολη ήτανε και γρήγορα εγίνει.
Ο Κασομούλης έγραψε στα''ενθυμήματά"του:
"ως αετός σχίσας τα χιονισμένα βουνά.."
Καθώς ήταν τ’ Αγαλιανό ποτάμι φουσκωμένο
Που ήταν ο κοντινότερος για να περάσουν δρόμος,
Περνάν από του Κόρακα το ξύλινο γεφύρι.
Στο Ροδοβίτσι βγαίνουνε.Τραβάνε προς τα πάνω
Μέχρι τη θέση Κρεμαστά που ο ποταμός στενεύει,
Και πάλι ανάστροφα περνάν. Στο δρόμο τους απάνω
Το μοναστήρι βρίσκεται της Παναγιάς Τατάρνας.
Στέκονται να ξεκουραστούν και ο Καραϊσκάκης
Εμπήκε μες στην εκκλησιά. Σταυροκοπιέται. Λέει:
"Αν κάνεις και νικήσουμε, ε, τότε μαυρομμάτα
Σε προσκυνώ για Παναγιά. Ειδέ αλλιώς…" Και βγαίνει.
Για να μπορεί την Παναγιά κανείς να φοβερίζει
Πρέπει να νιώθει δυνατός. Κι ήταν ο Καραϊσκάκης
Οπως ατσάλι δυνατός κι αγνός κι απλός σαν κρίνο.
Στο Σοβολάκο φτάσανε και μια σπηλιάν επιάσαν
Και μέσα ταμπουρώθηκαν κι απέξω όπως μπορούσαν.
Φτάνουν οι τούρκοι . "Ποιοι είσαστε;" Φωνάζουν στους δικούς μας.
"Του Καραϊσκάκη ο νταΐφάς-Καπτάνιου των Αγράφων".
Στέλνει ο Πλιάσας άνθρωπο να πει του Καραϊσκάκη
Σέβας να δείξει στα μαζί που είχανε καπάκια
Και να μεριάσει να διαβούν κι απείραχτοι να πάνε.
Ομως αυτός πρωτάκουστο τους παίζει ένα παιχνίδι,
Που δείχνει ευέλικτο μυαλό και μία ειρωνεία
Που αν δεν την καταλάβαιναν οι τούρκοι, θα βοηθούσε-
Να τους χτυπήσει έτσι κι αλλιώς είχε αποφασίσει.
"Εγώ", τους λέει, "Είμαι πιστός στο λόγο που ’χω δώσει
Και στα καπάκια που’ κανα με το Χουρσίτ. Σεις όμως
Που απιστείτε στον κραταιό και μέγα μας Σουλτάνο,
Και τον ντροπιάτε φεύγοντας σα να ’σαστε κιοτήδες
Μπροστά σε λίγους χαϊνηδες, εσάς θα σας χτυπήσω".
Λεν οι πασάδες "ο άτιμος! Λεφτά θέλει να βγάλει!"
Κι ένα έμπιστόν τους στέλνουνε να πάει να τον έβρει
Και πεντακόσες του μηνάν θα ’χει χιλιάδες γρόσα,
Αν τους αφήσει να διαβούν. Τους απαντάει εκείνος:
"Η πίστη στο Σουλτάνο μας ξαγορασμό δεν έχει.
Πες τους να φύγουνε γιατί αλλιώς θα τους βαρέσω".
Ό Γιώργης όσο εμίλαγε με τον σταλτό των τούρκων,
Δίπλα του στέκει ο φοβερός στους τούρκους Κλέφτης Τσακας,
Που είχε απ’ τή θήκη του βγάλει το γιαταγάνι
Κι έκανε πως το τρόχιζε απάνου σ’ ένα βράχο.
«Το βλέπεις γύφτο τούτο δώ;», του λέει σα μείναν μόνοι,
"Για το λαιμό σου ήτανε αν έπαιρνες τα γρόσα.
Η εμείς θα φάμε την Τουρκιά ή εμάς θα φαν’ τα όρνια".
Ο Γιώργης τον εχάρηκε: "Ενοια σου ωρε Τσάκα.
Το θέλημα σου έγινε" του ’πε χαμογελώντας.
Ο Χατζη-Μπέντος, να τον πει κιοτή ο Καραΐσκάκης
Σκυλιάζει. «Ώρέ γκιαούρηδε»", βγαίνει και τους φωνάζει,
"Προτού ανάψει ο πόλεμος και πέσουνε κουφάρια
Θέλω δυό λόγια να ειπώ με τον Καραϊσκάκη.
Που είσαι γιε της καλογριάς;" "Εδώ είμαι γιε τουρκάλας.
Τί θέλεις από μένανε;" κι απτή σπηλιά προβαίνει.
"Ποιόν ονομάτισες κιοτή;" "Εσένα και τους άλλους".
"Αν είσαι παλληκάρι ωρε να χτυπηθούμε οι δυό μας".
"Καρτερά με ΧατζήΜπεντο". "Σε καρτερώ γκιαούρη".
Και προχωράνε και οι δυό. Πρώτος βαράει ο Τούρκος.
Κι αστόχησε το βόλι του. Ρίχνει ο Καραϊσκάκης
Κι ο Χατζή Μπέντος έπεσε βαρύς πάνω στο χώμα.
Πόλεμος ως εγίνονταν την εποχή του Ομήρου.
Μονομαχίες αρχηγών. Κουβέντες πριν τη μάχη .
Και για να μη σταθεί ως εδώ το μοιάσιμο του αγώνα
Με κείνους όπου γίνονταν κατ’ απ’ της Τροίας τα τείχη
Τρέχουνε Τούρκοι κι Ελληνες κατά τον σκοτωμένο.
οι πρώτοι για να πάρουνε του αρχηγού το σώμα
Κι οι άλλοι να του πάρουνε κεφάλι και κεμέρι.
Κι ανάβει αγώνας δυνατός που κράτησε για ώρες.
Κάποια στιγμή στριμώχνουνε τον Καπετάνιο οι Τούρκοι,
Μαζί με λίγους δίπλα του. « Έδώ όλοι θα χαθούμε!"
Βάζει φωνή ο αρχηγός."Ελληνες πολεμάτε!".
Βλέπουν οι άλλοι από μακριά και άγρια φωνάζουν
"Χάνεται ο Καπετάνιος μας!" κι ορμούν να τον βοηθήσουν.
Δειλιάζουν τώρα οι εχθροί κι αρχίζουν να λυγάνε.
Βγάζει ο Γιώργης το σπαθί και δυνατά φωνάζει:
"Με τα σπαθιά σας Ελληνες! Απάνω τους αδέρφια!"
Και ξεμπροστιάζουν την Τουρκιά ίσαμε το Βραχώρι.
Διακόσοι ιούρκοι εχάθηκαν. Είκοσι απ’ τούς δικούς μας.
Τέλος οι Τούρκοι βλέποντας ότι θα παν χαμένοι
Μες στο Βραχώρι αν μείνουνε κλεισμένοι απ’ ολούθε,
Παίρνουνε την απόφαση να μπούνε στο ποτάμι
Κι ας ήτανε κατεβατό-κι όσοι σωθούν σωθήκαν.
Και τόλμησαν. Και πνίγηκαν πάνω απο πεντακόσοι.
Πρώτη μεγάλη ήτανε η νίκη αυτή του Γιώργη.
Με φόβο πια τ’ ακούγανε οι τούρκοι τ’ όνομά του,
Με σεβασμό οι Ελληνες-κι όλοι τον λογαριάζαν.
Εκείνος, τροπαιούχος πια, γυρίζει στ’ Αγραφά του.
Μαζί του είχε κι έντεκα κεφάλια Τουρκαλάδων
Και με ανθρώπους στον Χουρσίτ-τα στέλνει μ’ ένα γράμμα:
"Βέλη μου, δόξα το θεό, εκείνους τους κιοτήδες
Που ντρόπιασαν και σένανε και το τρανό ντοβλέτι
Τους τσάκισα. Και μερικά κεφάλια τους σου στέλνω
Για να χαρείς που έγινε ως τα ’χαμε μιλήσει".
Αυτός διαβάζει τη γραφή με τα κακά μαντάτα,
"και κατέπιεν εν φόρτωμα φαρμάκι" (Κασομούλης)
Και την ανάγκη κάνοντας φιλοτιμία, του γράφει
Και τον ευχαριστεί πολύ για όσα είχε κάνει.
"πλην πλάγια τον έλεγεν ότι μέλει μιαν φοράν, να τα πληρώσει"
(Κασομούλης)
Τούτο το γράμμα ήτανε από τα τελευταία
Που ’γραψε ο Χουρσίτ πασάς. Γιατί φαρμακωμένος
Από το ίδιο χέρι του τέλειωσε τη ζωή του.
Παράξενο είναι τάχα τι τους άντρες να τους σπρώχνει
Ετσι να σκέφτωνται για μια γυναίκα, που αν εκείνη
Τους απιστήσει, τότε αυτοί νιώθουνε προδομένοι.
Λες κι ειν’ αυτοί που κάνανε τη βδελυρή την πράξη.
Λες και αυτοί ευθύνονται γι αυτό που η γυναίκα
Πατώντας κάθε ιερό και όσιο έχει τολμήσει.
Κι είναι παράξενο γιατί, αν ίσως ο αδερφός τους
Ή ένας φίλος τους στενός μια προδοσία τους κάνει,
Ή άλλη πράξη βδελυρή, τότε δε νιώθουν διόλου
θιγμένοι να ’ναι απ’ αυτό ή κι ίσως προδομένοι.
Μόνο μπορεί κάποιοι να πουν "δε ντράπη να το κάνει;",
Η να τόνε μαλώσουνε το φταίχτη ή να τον βρίσουν.
Ομως ποτέ δε θα σκεφτούν ότι η ατιμία
Να ξεπλυθεί με θάνατο τάχατες της αξίζει
Ώστε ή αυτοί να λείψουνε ή να χαθεί ο προδότης.
Γιατί σωστά σκεφτόμενοι, δε γνοιάζονται για ό,τι
Κάποιος τελείως απ’ αυτούς άλλος, ψυχή και σώμα
Βρώμικο κάτι έκανε. Κακό του κεφαλιού του
Κι όλη η ατιμία κι η ντροπή στον ίδιονε μετράει.
Γιατί όμως όταν θηλυκό κάποιο τους απατήσει
Νομίζουν ότι χάθηκεν ο κόσμος από μπρος τους;
Συνήθεια ποια την ατιμία ζητάει να ’χουν οι άντρες;
Ποια τάξη θεσπισμένη πώς, να δείξουνε τους σπρώχνει
Αλλο από περιφρόνηση κάτι για μία πόρνη;
Γιατί πονούν σαν οι ίδιοι αυτοί να ’τανε πομπεμένοι;
Μιλούν γι αγάπη μερικοί και για τιμή κάποιοι άλλοι
Χωρίς κανένας απ’ τούς δυό να ξέρει τι μιλάει.
Λες την αγάπη χαϊμαλί την έχουν κρεμασμένη
Και η τιμή πως βρίσκεται ανάμεσα χωμένη
Στα πόδια της γυναίκας τους-της αγαπητικιάς τους.
Και παν οι άθλιοι και ή σκοτώνονται ή σκοτώνουν.
Μέσα σε τούτους τους χαζούς και ο Χουρσίτ ’μετρήθη.
Οταν το πάθημα έμαθε ο Σουλτάνος του στρατού του -
Εψαξε τους υπεύθυνους. Κι έκρινε ότι φταίνε
Ο Ισμαήλ Πασόμπεης και ο Χουρσίτ. Κι αμέσως
Διατάζει τα κεφάλια τους να πάνε να του φέρουν.
Και πήραν του Πασόμπεη του έρμου το κεφάλι.
Μα του Χουρσίτ δεν πρόλαβαν. Είχε προλάβει εκείνος.
Αν κι οι δικοί του του ’πανε το τί τον περιμένει
Και θα μπορούσε να σωθεί αφήνοντας την πόλη,
Δεν το ’κανε. Προτίμησε ο δόλιος να πεθάνει
Οχι γιατί το ζήτησε ο κραταιός Σουλτάνος
Μα γιατί κάποιο άλλο "κακό" του έφτασε χαμπέρι.
Έμαθε η γυναίκα του ότι τον απατούσε
Και μην αντέχοντας αυτό το τελευταίο νέο
Φαρμάκι έπιε ο Χουρσίτ κι έκοψε τη ζωή του.
Ητανε η περίοδος εικοσιδυό-κοστρία
Που θέριεψε και ξέσπασε ο πρώτος ο Εμφύλιος,
Που η αιτία του ήτανε η δόξα που ’χαν πάρει
Αντρούτσος και Νικηταράς και ο Καραϊσκάκης,
Κι ο Υψηλάντης, αλλά πιο πολύ ο Κολοκοτρώνης.
Αυτός η κύρια ήτανε αιτία που λυσσάξαν
Μαυροκορδάτος και λοιποί, γιατί εκείνος είχε
Ύστερα από τη νίκη του στα Δερβενάκια πάρει
Τέτια μια φήμη στον απλό ανάμεσα λαό μας,
Που ήταν επικίνδυνη, και για τους Φαναριώτες
Και για τους Κοτζαμπάσηδες. Και άρχισαν εκείνοι
Να τον παραμερίζουνε απ’ όλα του τα πόστα,
Και να κοιτάζουν πώς και πώς όσο κι αν το μπορούσαν
Να λιγοστέψουν τη λατρεία που είχε ο λαός μας
Γι αυτόν το Γέρο του Μωρηά… Απάνω που διαλύσαν
Τους Φιλικούς, και είχανε ξεφορτωθεί κι εκείνον
Τον Υψηλάντη, που βραχνάς τους ήτανε μεγάλος,
Τώρα καινούργιος κίνδυνος ορθώνονταν μπροστά τους.
Αλλ’ ας αφήσουμε αυτούς τους άθλιους να προδίνουν
Λαό και Επανάσταση, κι ας πάμε στο σκοπό μας
Που ’ναι τα έργα τα Τρανά που’κανε ο Καραϊσκάκης
Και τότε θ’ αναφέρουμε κι αυτούς τους δολοφόνους
Μόνο όταν μπλέκονται αυτοί στου Ηρωα τα έργα.
(συνεχίζεται)