Δευτέρα 1 Ιουλίου 2024

 














ΕΝΑΣ ΕΜΠΡΗΣΤΗΣ ΜΙΛΑΕΙ
Είδα το φως στο χώμα ετούτο. Που θα πει,
φάνηκα εδώ
για να δουλέψω και να φάω απ’ αυτό.
Σ’ ένα σχολείο επήγα
τέτοιο καθώς ο νόμος σας το ήθελε-
ο νόμος που με τ’ όπλο σας στον κρόταφό μου
να υπογράψω με αναγκάσατε.
Εκεί με μάθατε ότι "ναι" να λέω πρέπει
σε σας όπου με κλέβετε και με σκοτώνετε
και "όχι" σ’ όσους θέλουνε να κλέψουν
και να σκοτώσουν τους φονιάδες μου-εσάς.
Μεγάλωσα. Μου είπατε πως για να ζήσω
έπρεπε μια δουλειά κι εγώ να κάνω,
που τα εννιά της θα επλούτιζαν εσάς
και το ένα της θα ήτανε δικό μου.
Και σας εδούλεψα.
Όμως δεν μπόρεσε η βια σας να τσακίσει
εκτός απ’ το κορμί μου και το νου.
Αυτός σκεφτότανε και σκέφτεται ακόμα.

Είδα εκατομμύρια να μου κλέβετε
και να πνιγόσαστε μ' αυτά στον πλούτο.
Είδα να χτίζετε τις βίλες σας με το αίμα
κεινών που πέθαναν στην άσφαλτο από ρόδες αμαξιών,
γιατί το χρήμα που ήτανε για να φτιαχτεί ο δρόμος
έχτισε τα παλάτια σας.

Είδα να βαφτίζετε εργατικά ατυχήματα
τους θάνατους των φίλων μου
από την τέλεια έλλειψη μέτρων ασφάλειας στα χρυσορυχεία σας.
Εκατοντάδες τ' "ατυχήματα" τα εργατικά
κάθε χρονιά.
Σωρός οι εργάτες πεθαμένοι,
σωροί το χρήμα το κλεμμένο,
«για να δείξουμε στους ξένους πως μπορούμε
να κάνουμε κι εμείς καλούς Ολυμπιακούς».
(Τι να δείξετε τρομάρα σας;
«Για να φάμε γερά» ας λέγατε τουλάχιστον.
Νοσοκομεία δεν έχετε οι αγώνες σας εμάραναν.)

Πήρα ένα όπλο κι ήρθα για να πάρω πίσω τα λεφτά μου
μα οι μπράβοι σας,
οι πληρωμένοι με τα ίδια μου λεφτά,
μου πήραν τ’ όπλο και με φυλακίσανε.

Είδα να κάνετε ταξίδια με καράβια
που του λαού επλήρωσε η δουλειά,
και ο νησιώτης τρόπο να μην έχει
στον τόπο του να πάει, γιατί
μες στα καράβια του εσείς γλεντούσατε.
Και ήρθα το δίκιο μου για να ζητήσω
κι οι μπράβοι σας με πέταξαν στη θάλασσα.

Ποιον από σας,
οι σκουξιές,
απ’ τη διασκέδασή σας σάς απόσπασαν,
των πατεράδων, των μανάδων, των αγαπητικών,
για τους λεβέντες τους που χάθηκαν;

Ήρθα να πάρω από τα χέρια σας μια φέτα απ' το ψωμί μου-
ψωμί που εγώ εφύτεψα και θέρισα και άλεσα και ζύμωσα,
και με κλωτσιές με διώξατε.
Αρρώστησα
και με αφήσατε σαν το σκυλί στο δρόμο να πεθάνω.
Κι έπιασα κι έλυσα ένα γήπεδο του γκολφ σας
και είδα να ’ναι από πολλές φτιαγμένο μπάλες πολύχρωμες
που μέσα τις επήρατε απ’ των μικρών παιδιών μου τα όνειρα,
χαρούλες παιδικές ποδοπατώντας.

Και τα τρία δισεκατομμύρια εκοίταξα
που ο πρωθυπουργός σας έκλεψε
απ’ του λαού το στόμα,
κι από το νου κι απ’ τη χαρά,
κι είδα μέσα σε καθένα ευρώ κι ένανε θάνατο,
κι άκουσα μες στου κάθε εικοσάευρου το θρο μια
δυστυχία,
και μύρισα σαπίλα και βρωμιά σε κάθε μάτσο κλοπιμαίο.
Εκατομμύρια οι φτωχοί στον τόπο αυτό των δέκα
εκατομμυρίων.
Και πάει η τηλεόραση και δείχνει,
και λέει και ξαναλέει ο νέος πρεπολόγος σας
και δείχνουνε οι κάμερες για ένα λεφτό τη δυστυχία,
κι αμέσως ύστερα γυρίζουνε στο γεύμα
που ο πρωθυπουργός σας
στους άρπαγες λακέδες του "παρέθεσε"…

Τα θέλει όλα αυτά ο ήλιος;
Αν ναι, θα σβήσω τον ήλιο.
Τα θέλει ο ουρανός αυτά; Αν ναι
μια δίκοπη λεπίδα θα βυθίσω
στα μπλε τα λίπη της χοντροκοιλιάς του.
Το θέλουνε αυτό οι καλοντυμένοι κλέφτες; Αν ναι,
θα πω μες στο τσιμέντο να τους χτίσουνε οι εργάτες
μου-
έτσι σκληροί, λάσπη γερή θα φκιάσουν.
Κι αφού άλλο τίποτα να κάνουμε δεν το μπορούμε
ώστε μερίδιο ίσο να ’χουμε και μεις
στο φως του ήλιου που βρεθήκαμε,
κι αφού μπορούμε
λίγην ισότητα να φέρουμε
στου πράσινου του δάσους την απόλαυση,
ας το κάνουμε.
Το πράσινο εμείς, μονάχα το ακούμε. Η ανέχεια,
να πάμε ως εκεί δε μας αφήνει-για να το χαρούνε και τα μάτια μας.
Φωτιά λοιπόν να μη το χαίρεστε και σεις.
Μόνο αυτό να κάνουμε μπορούμε
χωρίς το φόβο να μας πιάστε-
ένα στουπί στην ερημιά αναμμένο
και ύστερα φευγιό.
Φωτιά!
Όλα εκείνη καθαρίζει.

Αφού σε μας τους πεθαμένους δάσος δε χρειάζεται,
φωτιά στο δάσος!-όπου κι αν θαφτούμε
αδιάφορο. Είτε αποπάνω μας
απλώνει τα κλαδιά του θείο δάσος,
είτε γυμνό το χώμα μάς σκεπάζει,
για μας το ίδιο. Καθώς και τώρα
που θαμμένοι
κάτω απ’ τα πλούσια
της αμεριμνησίας σας ελέη,
ζωής καμιά δε μας φωτίζει αχτίδα.
Τι μένει άλλο πια για μας
από τους εμπρησμούς στα δάση-
κάτι που όπως φαίνεται σας κόφτει;
Φωτιά λοιπόν!
Θόρυβο τόσο εκάνατε ποτέ
για τους νεκρούς της εργασίας ή της άσφαλτου
όσον για της καμένης Πάρνηθας τη γη;
Ποιος από σας εβγήκε
που εκτός από είδηση
αγώνα και σημαία του να κάνει τους νεκρούς
όπως τα δέντρα τα καμένα κάνει;
Εμείς, χαμένοι για χαμένοι που είμαστε. Εμείς,
έτσι κι αλλιώς,
νεκροί από τη γέννα μας.
Εμείς δε ζούμε έτσι κι αλλιώς. Εμάς λοιπόν
το κάψιμο των δέντρων δε μας βλάφτει διόλου.
Τα δάση που εκάηκαν σας πείραξαν…
Καλά, εσάς σάς πείραξαν.
Μα εμάς!
εμάς!
εμάς!
εμάς! τι μας πειράζει;
Τι μας πειράζει δύστυχοι
φίλοι νεκροί μου ζωντανοί;
Κλέφτες μού τρώνε το ψωμί και πίνουν στην υγειά
μου...
Κλέφτες εγέμισε η Ελλάδα όλη…
Όσοι δεν κλέβουνε είναι κουτοί. Ε, λοιπόν,
οι κουτοί εμείς,
ας πάμε με την κουταμάρα μας
να κάψουμε τα δάση όλα της Ελλάδας.
«Τους εμπρηστές!
Τους εμπρηστές πιάστε!»
φωνάζουν όσοι έχουνε γεμάτες τσέπες.
Τους άκουσε κανένας να φωνάζουν:
"Τους κλέφτες!
Τους κλέφτες πιάστε!»;
Μα πώς αφού οι ίδιοι είναι οι κλέφτες!..

Άφήστε τους να σκούζουν φίλοι μου.
Τώρα που κάτι βρήκαμε που να τους καίει,
ας τους κάψουμε-οι καμένοι εμείς.

Και "αναδάσωση" ακούς. Ποτέ κανείς
δεν είπε "απόδοση πίσω των κλεμμένων»
Ποτέ κανείς σας έστω δεν  ψιθύρισε «δικαιοσύνη».
Και ποτέ τους εμπρηστές κανείς δεν έπιασε
της ευτυχίας των φτωχών.

Στραβώνει τα ελληνόπουλα η Παιδεία.
Οι εχθροί τρίβουνε τα χέρια τους
για την κατάντια των "Δυνάμεων" των ένοπλών μας.
Και κανένας τίποτα δεν κάνει
να διορθωθεί η κατάσταση.
Όμως αν δέντρα θα καούν το σύμπαν ξεσηκώνεται.
(γιατί για δέντρα να φωνάζουνε εύκολο είναι.
Μα αν «κάτω οι κλέφτες» κάποιος θα φωνάξει
απ’ όσους σεις πληρώνετε να σας υμνούνε,
απ’ τα κανάλια αμέσως θα τους διώξετε
κι απ’ του Δημόσιου το ψητό θα τους προγκήξετε:
για τέτοια να φωνάζουν είναι τώρα;)

Όλα καλά λοιπόν μες στην Ελλάδα
βάρδα μονάχα ένα δέντρο μην καεί...
Κι αχνογελάω με τη «θλίψη» τη βαριά
που απλώνεται στη φάτσα
των "δημοσιογράφων" σας-
των πληρωμένων ρεμαλιών σας-
καθώς τις φλόγες περιγράφουν
που τα δάση τρώνε.

Γι αυτό πληρώνονται-έτσι για να δείχνουνε
και τέτοια για να λένε.
Τι πλύση εγκεφάλου αλήθεια είναι αυτή!
Πώς έχετε τα νέα παιδιά μου καταντήσει
δεκάρα να μη δίνουνε για τους νεκρούς τους
αδικοχαμένους
όμως να ξεσηκώνονται για δέντρα...
Καλά δουλέψατε αλήθεια όλοι σας
τα τελευταία πενήντα χρόνια:
το πράγμα εκεί ακριβώς που θέλατε το φέρατε.
Όντα εφτιάξατε άβουλα.
Αυτό θα πει πολιτικοί!

Εσείς λοιπόν οι νόμιμοι και οι φιλήσυχοι πολίτες
όσοι νομίζετε ότι ζείτε,
μην όσα λέω ακούτε
και τρέξτε τη φωτιά να σβήστε όπου πιάσει.
Εσείς ζωή που θεωρείτε τα τρακόσα ευρώ το μήνα για μιστό,
τραβάτε σβήστε τις φωτιές.
Κι αφήστε τους απάνθρωπους εμάς,
τους παλιο-εμπρηστές,
τους παλιανθρώπους,
τους τι τους έφταιξαν τα δάση τα καημένα,
τους ακοινώνητους,
τους εκδικητικούς,
δάση να καίμε.

Και φαύλοι εσείς, ακούστε με!
δώστε μας πίσω τις ζωές μας
και τότε δε θα υπάρχουν εμπρηστές.
Μα ως τότε
εμείς θα είμαστε αυτοί.
Δώστε μας πίσω αχρείοι το αίμα μας
και από κάθε επιβουλή
θα υπερασπίζουμε το περιβάλλον σας
που τότε θα ’ναι και δικό μας.
Μα ως τότε
θα το καταστρέφουμε.

"Από πίττα που δεν τρως μη σε μέλλει κι αν καεί", λέει η σοφία σας.
"Από πίττα που δεν τρως, κοψ’ την να μη φάει κανείς" λέει η δικιά μας.
Μόνο έτσι
αν όλα μες στο κράτος σας καούνε,
αν στάχτες όλα θα ’χουν γίνει
τότε μονάχα να χτιστεί μπορεί
κάτι καινούργιο και ωραίο και σωστό
με αρχιτέκτονες εμάς-
τους εμπρηστές του κάθε άδικου κι απάνθρωπου.

Από τα δάση αρχινάμε.
Πού θα τελειώσουμε αν ρωτάτε,
να! σε άλλη μια φωτιά
που τ’ άθλια πάνω της κορμιά σας
θα καίγονται καθώς Λαμπρής σφαχτάρια -
Λαμπρής που όχι ένας Χριστός σας
μα ένας λαός θ’ αναστηθεί.

Εμπρός λοιπον!
Στη φλόγες η Ελλάδα όλη!

Για να χαθεί αυτή η πατρίδα η στυγνή
και μι’ άλλη να ’ρθει
για τα παιδιά της όλα στοργική.
















































ΕΝΑ ΓΡΑΜΜΑ

Όταν ήμουν στην Αμερική εξέδιδα το μηνιαίο σατιρικό περιοδικό «ΛΟΓΙΑ», όλο έμμετρο, που σατίριζε τα δημόσια πράγματα Ελλάδας και ελληνοαμερικανών και που το μοίραζα δωρεάν σε ελληνικά στoιχεία Αμερικής και Αυστραλίας.  
Μια μέρα έλαβα το παρακάτω γράμμα.

«Κυρι-Γιώργη γεια σου, είμαι ο Αλέκοςμε τόνομα, θυμάμαι που σε είδα στο πάρτι που μου κάνανε τα παιδιά μου για τα εβδομήντα μου, θα το θυμάσαι και συ, όλο το γαμημένο το Λος Άντζελες το θυμάται και θα το θυμάται για χρόνια τόσο γκιουζέλ που ήτανε και θυμάμαι που μου είπανε για σένα αυτός είναι γιατρός και είπα γιατρός και να μην έχει παντελόνι να φορέσει δώστε του τού παιδιού δέκα χιλιάρικα να ντυθεί και μου είπανε δε θα τα πάρει και τότενες εκατάλαβα γιατί κυκλοφοράς με τρύπιο παντελόνι. Εγώ να πούμε δηλαδής κυρι-Γιώργη όχι που διαβάζω τα στιχάκια σου, ούτε να διαβάζω ξέρω ούτε και να γράφω και το γράμμα αυτό να πούμε μου το γράφει ο γιος μου, γιατί εγώ είμαι εμπορευάμενος άνθρωπος και όποιος δηλαδής δε δουλεύει παρά κάθεται και γρατζουνάει χαρτιά εγώ τόνε λέω να πούμε άχρηστον άνθρωπο και χαμένο κορμί και να με συμπαθάς να πούμε, όμως κανένανε γραμματιζούμενο δεν είδα να προκόβει. Εγώ τώρα κυρι-Γιώργη μου κονομάω καμιά πενηνταριά χιλιάρικα το μήνα, από μπικικίνια το λοιπό την έχω όμορφα μόνο ο γιος μου έχει μπλέξει με τα γράμματα όμως παιδί είναι λέω θα στρώσει μεγαλώνοντας. Και παίρνει κάθε μήνα μια φυλλάδα δικιά σου λέει και αυτό είναι τέχνη λέει. Τώρα όχι που εγώ είμαι αντίθετος με την τέχνη, εμένα και η τέχνη μου αρέσει και οι τεχνήτρες. Που χου το Σουλάκι να πούμε, αυτή να δεις τέχνη και στα κουνήματα και στη γλώσσα, δε λέω και το Μαράκι είναι τεχνήτρα καλή αλλά το Σουλάκι δεν το φτάνει (αυτά μην τα πεις στην κυρά μου, ούτε στην Αναστασία που την ξέρει γιατί θα της τα πει). Τώρα βέβαια δηλαδής με τη δικιά σου τέχνη μπερδεύουμαι λιγάκι γιατί μου λέει ο γιος μου πως είναι λεπτή τέχνη, ναι, εδώ τον παρακολουθώ, μου λέει πως είναι όμορφο πράμα, ναι, εδώ τον παρακολουθώ, αλλά μου λέει πως γλιτώνει τον άνθρωπο από τον πόνο, ε, εδώ δεν τον παρακολουθώ γιατί εδώ που τα λέμε δηλαδής έναν πονοκέφαλο έχεις και δεν περνάει με τιλενόλ και θα περάσει με στιχάκια; Τότε θα είχανε κλείσει τα φαρμακεία αδερφέ μου. Και που λες ο γιος μου μού ’λεγε να σου διαβάσω στιχάκια πατέρα; κι εγώ για να μην το διαολοστείλω το παιδί του ’λεγα όχι τώρα παιδί μου έχω δουλειά. Όταν μου είπε όμως πως τα στιχάκια τα ποίματα πως τα λέτε μπορούνε να κάνουνε αθάνατο ένα όνομα, αυτό με χτύπησε στην καρδιά ίσα. Εδώ είσαι Μανώλη, είπα.  Γιατί εγώ είχα τον καημό πως όταν θα πεθάνω θα χαθεί μαζί και τόνομά μου και μαζί και όλη μου η καπατσοσύνη στο εμπόριο και στις μπίζινες. Μου ’λεγε η γυναίκα μου να φκιάσω αγάλματα δικά μου, ο γιος μου μού ’λεγε να χτίσω ουρανοξύστες που να μείνουνε και μετά από μένα. Όμως τους σεισμούς δεν τους λογαριάσανε. Και ήμουνα σε μεγάλονε σεβντά και τότενες ήρθε ο γιος μου και μου εξήγησε το παιδί ας είναι καλά πως και όταν ακόμα οι ατομικές μπόμπες καταστρέψουνε τα πάντα πάνω στη γη και δεν θα υπάρχει να πούμε στη γης ούτε χαρτί ούτε μολύβι, ο άνθρωπος θα μπορεί να γράφει απάνου στις πέτρες και δεν είναι ψέματα, γράφανε κάποτε μου είπε το παιδί. Και βάλε μού λέει όλοι οι κληρονόμοι σου να ξέρουνε γράμματα και να τα μαθαίνουνε και στα παιδιά τους και αυτοί όλοι να μαθαίνουνε απόξω το ποίμα που θα σου γράψει αυτός ο κύριος, ώστε να μπορούνε να το γράφουνε σε πέτρα αν όλα τα άλλα θα χαθούνε. Κι εγώ πια τι να ’κανα, ας μην ήθελα ν' ακούω για γράμματα, αφού είναι έτσι παιδάκι μου του λέω, να πω κι εγώ στον κυρι-Γιώργη να γράψει και  μένα ένα ποίμα-πως το λες.
Και γι αυτό σου γράφω κυρι-Γιώργη, θέλω να γράψεις για το σουρπρίζ-πάρτι που μου κάνανε στα γενέθλιά μου και ήσουνα και εσύ και τα ξέρεις από πρώτο χέρι. Θέλω να με θυμούνται όχι για δυόμισι χιλιάδες χρόνια που θυμούνται τους αρχαίους που λέει το παιδί, αλλά για πάντοτε. Γιατί να πούμε τι είναι δυόμισι χιλιάρικα; Ένα μεροκάματο είναι για μένα. To λοιπό κυρι-Γιώργη μου γράψε το τραγουδάκι σου αυτό για μένα και θέλω να είναι εγγυημένο για ’κατομμύρια χρόνια. Κι άμα θέλεις λεφτά και πεντακόσα μπάξα να μου ζητήσεις για κάθε γραμμή τα 'χεις ρε μάγκα, σου το 'πα από μπικικίνια άλλο τίποτα να φαν κι οι κότες.
Άν θέλεις τίποτα λεπτομέρειες για να βάλεις στο τραγούδι σου, τηλεφώνα μου, φαστφουντάδικα οΑλέκος, όλο το γαμημένο το Λος Άντζελες με ξέρει.»

Ο Αλέκος είναι πράγματι ένας από τους πλούσιους έλληνες του Λος Άντζελες.
Και η οικογένειά του μια σωστή ελληνική οικογένεια!
Και το πάρτι των γενεθλίων του ήτανε πράγματι εντυπωσιακό. Με μεγάλη μου ευχαρίστηση λοιπόν ανταποκρίθηκα στην επιθυμία του Αλέκου, γράφοντας μια πολυσέλιδη, έμμετρη πάντοτε, όμως σοβαρή αυτή τη φορά, περιγραφή του λαμπρού και πανάκριβου πάρτι που έγινε για τον γιορτασμό των εβδομηκοστών του γενεθλίων.



ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΝΟΜΕΝΟΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΑΛΕΚΟΥ,
ΝΑ ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΜΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΡΤΙ ΤΩΝ ΓΕΝΕΘΛΙΩΝ ΤΟΥ.


Στον  Αλέκο  για τα εβδομήντα  του
HΡΩΕΣ
Στη   βόριαν  άκρη  της πεδιάδας του Αργους
σ’   απόσταση   μικρή απ’ τις Μυκήνες
κι  από  την  Τίρυνθα του  Μεγαπένθη,
βουνά υψώνονται που στις πλαγιές  τους
ο  δρόμος για την Κόρινθο περνάει.
Το πιο ψηλό, που η μορφή  του μοιάζει
μισό   ανάποδο σα νάναι πιάτο,
ειν' ο  Απέσας, που  στην κορυφή   του
για πρώτη έγινε φορά θυσiα
απ’ τον Περσέα προς  το  μέγα Δία.
Κάτω από τον  Απέσαντα ξαπλώνει
Τα σταφυλότροφα τα χώματά του
ο καρπερός ο κάμπος της Νεμέας.
Eκεί, σ' αυτού την απλωσιά του κάμπου
η πολιτεία φωλιάζει της Νεμέας.
Και   παραδίπλα της τ' όμορφο Κούτσι-
το  χωριουδάκι   Αλέκο  που  'γεννήθης.

Mέσα σ’ αυτούς λημέριαζε τους τόπους
ένα λιοντάρι ,που  το είχε στείλει
κάποιος  θεός, γιατ' ήθελε με τούτο
(γιά κάποιαν  άγνωστη  σε  μας  αιτία)
να τιμωρήσει  τους  εκεί κατοίκους
που κατ' ευθείαν οι απόγονοι ήσαν
του πρώταρχου ανθρώπου Φορωνέα.
Εκείνο  το λιοντάρι είναι που είχε
ο Ηρακλής ο ήρωας σκοτώσει.
Απόγονος   του  ήρωα εκείνου-
του Ηρακλή-Αλέκο πρέπει νάσαι
του  ημίθεου, του γιου όπου ο Δίας
με τη  θνητή  εγέννησε Αλκμήνη.
Πιο  φυσικό άλλο απ’ 'αυτό  δεν είναι:
στα  μέρη   σου  ο ήρως εγεννήθη,
στα  ίδια μέρη νέος τριγυρνούσε
κι από τους δώδεκα, εκεί τριγύρω
τους πρώτους  έξη του έκαμε άθλους.
Ίσως και η γενιά σου να κρατάει
απ’ του ήρωα την ένωση με μίαν
από  του Θέσπιου τις πενήντα κόρες.
Γιατί ο ήρωας στα νιάτα του όντας
και  πριν  τους άθλους του ακόμα κάνει,
μέσα στις  τόσες του περιπλανήσεις
κι απ’ το  βασίλειο πέρασε του Θέσπιου.
Εκεί, στους πρόποδες του Κιθαιρώνα
που  στις πλαγιές του οι βοσκοί απ' τις Θήβες
βόσκανε  τα κοπάδια τους και που ήταν
τo  μέρος  όπου  τόσες  ιστορίες
με  ήρωες ή  με θεούς εγίναν-
εκεί σε ιερό σμίξανε  γάμο
ο βασιλιάς των θεών ο Δίας κι η Ήρα.
Εκεί ξετρελαθήκαν  της Σεμέλης
οι  αδελφές για τον Ανθρωπορραίστη.
Εκεί  παραπετάχτηκε ο Αμφίων
και ο  μικρός Οιδίπους και  ο Ζήθος.
Εκεί  περιπλανήθη  η Αντιόπη
και   ο  βασανισμένος γερο-Οιδίπους.
Στους  πρόποδες αυτού του Κιθαιρώνα
τον  ήρωα φιλοξένησε ο Θέσπιος
ο βασιλιάς με τις πενήντα κόρες.
Και  θέλοντας  εγγόνια ν’ αποκτήσει
από  τον ήρωα, κάποτε όπως
και ο Αυτόλυκος  είχε θελήσει
από  το  Σίσυφο, έτσι  κι  ο Θέσπιος
τις κόρες  του έβαλε να κοιμηθούνε
με  τη  σειρά τους με  τον ήρωα όλες.
Ίσως και  πάλι  απόγονος να είσαι
του Ηρακλή  απ’  του Κρέοντα την κόρη
την  όμορφη  και  τη  σεμνή Μεγάρα-
του Κρέοντα την κόρη, που ο  ίδιος
γιατί  ενίκησε  όλους τους εχθρούς  του
γι  ανταμοιβή  ο Κρέων του είχε δώσει.
Εκείνου απόγονος και  συντοπίτης
είσαι  Αλέκο. Και  γι  αυτό  σαν κείνον
ένα κι εσύ λιοντάρι έχεις  νικήσει.
 Λιοντάρι  φοβερότερο από κείνο
που   νίκησε   ο  ήρωας   στη  Νεμέα.
Ένα λιοντάρι   άγριο και μέγα.
Ενα λιοντάρι μέγα, φρενιασμένο,
που  τα σκληρά τα νύχια του ξεσκίζουν,
που φέρνει  θάνατο  τ1 .αγκάλιασμά του,
που  τα  σαγόνια του, Μνήμη και  Νόστος
ό,τι   δαγκώσουνε  το κομματιάζουν.
Έτσι  και  συ Αλέκο έχεις νικήσει
της Ξενιτιάς  τον  αφρισμένο λιόντα,
που  οι  ξενιτεμένοι  προτιμάνε
καλλίτερα στον Άδη να βρεθούνε
παρά στα νύχια του πιασμένοι νάναι.
Δεν  είναι  ήρωες  μόνον  εκείνοι
που  σίδερο  έχουν  μυ’ς  κι  ατσάλι  πλάτες
και  που  ειν’ ανίκητη  η  δύναμή   τους.
Δεν  είναι  ήρωες  μόνον εκείνοι
που  με  θεριά και  με  στρατούς  τα βάζουν.
Ήρωες   είναι  κι   όσοι  πολεμάνε
τον  πόνο  της  ψυχής-και τον νικούνε΄
 την  ανταρσία του  νου-και  την κερδίζουν.
Ήρωες είναι  κι  όσοι  της καρδιάς  τους
τoν  σπαραγμό, με  σιδερένια πνίγουν
υπομονή κι   επιμονή ατσαλένια.
Ήρωες είναι, με  την ίδια δόξα
στεφανωμένοι των  παλιών  εκείνων;

ΚΙ  αυτοί  που  έχουνε να πολεμήσουν
με  τα πολλά θηρία που γεμάτοι,
οι ξένοι  είναι  που  βρέθηκαν οι  τόποι.
Και  παν  στα σκότια τα βασίλεια του Αδη
ΚΑΙ  Κέρβερους εκεί αλυσοδένουν.  
και Ερυμάνθειους Κάπρους καταλούνε.
και   Στυμφαλίδες Όρνιθες  σκοτώνουν.
κι αυθρωποφάγα ημερεύουν άτια.
Και  τους Μινώταυρους που αίμα αφρίζουν
τους  δένουνε κι  ακίνδυνους  τούς κάνουν.
Και ως του κόσμου μας το τέλος πάνε
μόνο για να ‘βρουνε και να τ’ αρπάξουν
τα πορφυρένια βόδια του Γηρυόνη'
Κι  έχουν στο δρόμο πλήθος περιπέτειες
που δυσκολίες μεγάλες τούς γεννάνε
αλλά και πλήθος τους χαρίζουν νίκες.
Kαι  ειν'  ο άθλος τους ο πιο μεγάλος
τους ίδιους τους θεούς σαν πολεμάνε:
με το  τριπλό αγκιστρωτό τους  βέλος
χτυπούν  την Ηρα στο δεξί  το στήθος
κι  αγιάτρευτον  της φέρνουν έναν πόνο.
Και  με  τη λόγχη τους ξαπλώνουν κάτω
κι ως πέρα τον μηρό του τού τρυπούνε
του  πολεμόχαρου θεού-του Αρη.
 Και το θεό χτυπούν του Κάτω Κόσμου       
και του πληγώνουνε βαριά τον ώμο.
Ήρωες  μεγάλοι  οι  παλιοί  εκείνοι.
 Μα ήρωες  ίδια κι  οι ξενιτεμένοι•
Μόνο  εδώ  μπορεί  ονόματ'   άλλα
νάχουνε   τ’   αδηφάγα τα  θηρία•
Μπορεί   ο  Κέρβερος  εδώ  να είναι
τo   μίσος   των  εντόπιων  για τους ξένους•
Μπορεί   ο  Κάπρος  ναν’   η  ξένη  γλώσσα•
οι  Στυμφαλίδες  ναν'   oι  αναμνήσεις.
Και   ο  Μινώταυρος  μπορεί  να είναι
η  βία η   τυφλή  που  την   ορμή  της
στον  τόπο τούτο  σα θεό λατρεύουν•
Ήρωες  οι  τότε, ήρωες κι  οι  τώρα.
Mε  το κοινό  το αίμα να κυλάει-
τo  Ελληνικό μες  στις τραχιές  τους φλέβες,
με  της  Φυλής  το   ίδιο  το Δαιμόνιο
να μη  σε  ησυχία τούς  αφήνει
ΚI   όλο σε νέους άθλους  να τους  σπρώχνει
είτε  Σωκρατικούς  είτε Ηράκλειους,
Kαι  προικισμένοι με  του Γένους όλα
τα κλέη, και  τις ορμές του και το σφρίγος
που  αχάλαστα διαβαίνουν  τους αιώνες
ΚΙ  από  γενιά σ' άλλη  γενιά περνάνε,
Kαι   τούς ποτίζουνε σάρκα τους κι αίμα
με τ’ ακριβά μoναδικά τους  μάγια.
Μ’  αυτά τα όπλα έκανες Αλέκο
και συ  τους  τόσους  σου άθλους που  σαν  άλλος
ιδιoτελής σού διάταξε  Ευρυσθέας
η ίδια η  Ζωή, κάθε  θαρρώντας
φορά, πως  θα γυρνούσες  νικημένος.
Μα συ κάθε φορά τήνε  διαψεύδεις.
KΙ απ’ άθλο σ' άθλο πέρασαν τα χρόνια
και στα εβδομήντα μπήκες τροπαιούχος.
Η πρώτη  σου  μεγάλη ήτανε  νίκη
εκείνη-το λιοντάρι  της Νεμέας.
Kι  αν  μόνη  εκείνη, αρκετή  θα ήταν
κλέος και   δόξα κι  ύμνους  να σού φέρει.
Όμως πολλά στη  ζωή σου  τα θηρία.
Kαι   σ’   ησυχία ποτέ  σου  δεν  εστάθης.
Γιατί  πολλές  του  βίου κι οι  ανάγκες.
Γιατί  πολλά και τα έξοδα κι οι ευθύνες.   .
Γιατί πολλές  σου  οι  υποχρεώσεις.
Κι οι άθλοι ένας τον άλλο  συμπληρώνει.
Kαι   όπως  ξωντανή   την  Κερυνίτι
Τη  χρυσοκέρατη  έπρεπε   'λαφίνα
να τηνε κουβαλήσει.  στις Μυκήυες
ο Ηρακλής  ο  θεογεννημένος
και  για να τηνε  πιάσει  την 'κυνήγα
για χρόνια μέσα στου Μωρηά τα μέρη,
έτσι και   συ γιά χρόνια κυνηγούσες
σε  ξένη   μάλιστα τρέχοντας χώρα
τo χρυσοφόρο για να πιάσεις 'λάφι,
ώστε  με  το χρυσάφι   του  να δώσεις
τα χρειαζούμενα στη φαμελιά σου.
και με  το κρέας  της να την  ταγίσεις.
Κι  όπως  ο Ηρακλής με δυο  ποτάμια
που ανάμεσ'   απ'   τους  σταύλους  του  περνούσαν,
καθάρισε  την κόπρο  του  Αυγεία,
του  πλούσιου  βασιλιά, του γιού του Ήλιου,
έτσι και   συ  μέριασες  κάθε  βρώμιο
γύρω απ'   της οικογένειας  σου  το χώρο   
κι αμόλυντη  την κράτησες απ' όλα
τα σιχαμένα τούτης  δω της χώρας,
λεύτερο  αφήνοντας μονάχα  εντός της
τo Ελληνικό να λάμπει μεγαλείο.
Και, άλλος Ηρακλής, πήρες  τη  ζώνη,
όχι   της  Αμαζόνας Ιππολύτης,
αλλά της   ίδιας της Ζωής τη ζώνη,
σημάδι  πως  νικήθηκε από  σένα
και σου υποτάχτηκε ημερεμένη.
Από  τους  τελευταίους  του  τους άθλους
τα μήλα τα χρυσά των Εσπερίδων
ήτανε του Ηρακλή του ήρωά μας.
Και συ κρατάς στα χέρια κι έχεις  δρέψει
σαν μέγα για. τους μόχτους σου  βραβείο
τα μήλα τα χρυσά των Εσπερίδων΄
πάει.   να πει  της  μάνας Γης  τα δώρα-
τους που  μας  τρέφουν πλουσιους καρπούς  τους
κι  ό,τι  απόκοντα εκείνοι  φέρνουν:
αγάπη και  χαρά και  ευτυχία
και ενωμένη μία  οικογένεια.
Γιατί  κανείς  τι  άλλο  θα ζητούσε
παρά. ετούτο: μια  οικογένεια νάχει
αγαπημένη  κι ελληνοδρομούσα…
ΚΙ αν  γιά τον άθλο σου αυτόν Αλέκο
τo Κύπελλό Του  σούδωκεν ο Ήλιος
μέσα του ιδανικά να ταξιδεύεις
ώστε  να φτάσεις  στους Υπερβορείους΄
κι  αν ο  σοφός  της  θάλασσας ο Γέρος
σ'  έχει  φωτίσει  με  τις συμβουλές  του
για την πορεία που ήτανε  να κάνεις΄
και  αν το  μέλλον  σούπε ο Προμηθέας΄
ΚΙ  αν  βάρκα μία χάλκινη  σού  εδόθη
με  δέρμα λιονταριού αντί πανί  της
και  τον Ερμή θεικόν  της  τιμονιέρη,
με  όλα τούτα διόλου δε λιγαίνει
η αξία και  η λάμψη της ζωής σου.
Γιατί  εσύ τον  έπλασες  τον Ήλιο
(τη  χρυσοάχτιδη  γλυκειά σου κόρη),
συ  διάλεξες  το    συμβουλάτορά σου
(την άξια χρυσοχέρα σου Ελένη),
συ  έσπειρες Ερμή και Προμηθέα
(Τα δυο  σου ελληνότροφα τ’  αγόρια)
κι άξιοι βοηθοί αχώριστα όλοι σμίξαν
με σε, τον ικανό καραβοκύρη.
Κι  ό,τι  καλό με  σε αρχηγό εγίνη.
Και ήρθε και το βράδυ αυτό Αλέκο  
που  έκπληξη  σού κάναν με  το πάρτι
(Αν και για μένα έκπληξη   θα ήταν
αν δε   σκεφτόντανε  να σου  το κάνουν).
Και   έρρεε   το   "παντς"   μες απ' τις  τρύπες
του  χρυσοστόλιστου  κομψού  δoχείoυ.
Και τα Νεμεάτικα κρασιά σπιθίζαν.
Kαι  τρέχανε  γυναίκες πέρα δώθε
πιατέλες  και   πιατάκια κουβαλώντας.
Και το  χωριάτικο κόβαν  ψωμάκι
που  ευώδιαζε μες σε  χρυσά πανέρια.
Και λάμπαν τα ποτήρια στα τραπέζια
απ' τη  λαχτάρα τους  να πληρωθούνε
και   την  ξανθή  τη  ζάλη  να χαρίσουv.
Kαι τα  βαριά ελαχτάριζαν τα πιάτα
με  λιχουδιές  ωραίες  υα στολιστούνε
και  να χορτασουν  τ' άπληστα τα μάτια.
Να ΚΙ  οι  πετσέτες  μέσα στα ποτήρια-
σαν  πορφυρένιες  δέσποινες  στεκόνταν
προσμένοντας  σε  γόνατα γυναίκεια
ή  κι αντρικά ν'  απλώσουν-πιότερ' δμως
την  ώρα  την  καλή   εκαρτερούσαν
που  ενώνοντας  των  χορευτών τα χέρια
τη  μέθη του  χορού κι αυτές  θα νιώθαν..
Kαι  ψήνονταν  τα ορνίθινα σουβλάκια.
 Και   στον  ατμό  τα κεφτεδάκια εβράζαν".
Kαι   σε   τηγάνι κάποιο, εκεί  στο  βάθος
του Κέρα της Αμάλθειας-της κουζίνας-
τηγανιζόνταν  τα τυροπιττάκια
που ύστερα σε  δισκους χρυσαφένιους
θα  μας τα πρόσφερε  η  σεμνή  σου κόρη,
σαν Νύμφη  πλέκοντας  ανάμεσα μας
κι όλα  τριγύρω  της  ψυχώνοντάς  τα.
Κι έξω, στη  σούβλα, δυο αρνιά ψηνόνταν
επάνω στη  φωτιά  όπου ο Κώστας
με  πείρα και   με  τέχνη  εσιμπούσε.

Kαι τα ζωηρά πολύχρωμα μπαλόνια
από  το  ύψος  τους  να μας κοιτάζουν
σαν μάτια ενός Αργου  μερεμένου,
αφήνοντάς  μας από κείνα μόνο
εν’   άχρωμο  λουράκι να κρατούμε,
που  ας  το  τραβούσαμε, εκείνα πάνω
περήφανα ξανά γοργά πετιόνταν.
κι αρχίσανε  να φτιάχνονται  παρέες
που κουτσοτρώγανε και  κουτσοπίναν
ώσπου η  ώρα του ψητού  να φτάσει.
Κι άρχισε  το  τραγούδι  και  το κέφι.
Κι έπαιζε  το  ραδιόφωνο  τραγούδια.
Κι   έρχονταν κι  όλο  έρχονταν  ΟΙ  φίλοι,
ώσπου έλειπε στο τέλος μόνο εκείνος
που όλα γιά κείνον γίναν-συ Αλέκο:
σε   βόλτες  άσχετες παρασυρμένος
τριγύριζες  μακριά με  τον Τρακάκη.
Κι  έρχονταν  τα κρασιά με τις  μπουκάλες,
Kι   έρχονταν  οι μεζέδες  στις πιατέλες
ΚΙ  ήρθε κι η  φέτα και η  Άγια Ελίτσα.
Και όλοι  χαίρονταν  οι  καλεσμένοι-
οι  περισσότεροι Έλληνες-λεβέντες.
Και όταν βράδιασε,να ΚΙ  Ο Αλέκος!
Ανύποπτος   εμπήκες  μες  στο  σπίτι
(πρι'  ’ρθεις  τα φώτα είχαν όλα σβήσει.
και  κάθε   θόρυβος  είχε  σιγήσει).
Kαι να! Τα φώτ' ανάψαν και, μπροστά σου
δεκάδες  φίλων και  αγαπημένων
να σε  καλωσορίζουν  μ’ ένα στόμα.
Συγκίνηση, χαρά και ευθυμία
παρακολούθησαν  την  έκπληξή  σου.
Φιλιά και  αγκαλιές  μ'  όλους  τους γύρω.
(ιδίως  μ’   αυτούς καιρό που είχες να δεις)
κι   επιφωνήματα ευτυχισμένα…
Και το μεγάλο γλέντι άρχισε τότε.
Kι ήρθαν και τα ψητά. Κι άλλος κανένας
τέτοιο  ψητό  δεν  είχε ξαναφάει-
Τραγανιστή  και   νόστιμη  η  πέτσα
και το  ψητό μελένιο γυνωμένο.

Και όλο πίνοντας και τραγουδώντας
και με ευχές για σένανε Αλέκο
και για την όμορφή σου οικογένεια
εκύλισαν κοντά δυο ακόμα ώρες.
Και  να η  πετροπέρδικα, κρατώντας
στόνα της  χέρι   ένα κουταλάκι
μ’ αυτό  να κρούει  κρυστάλλινο ποτήρι
που στ’   άλλο της το χέρι  εκρατούσε.
Καμπάνα του χωριού όταν χτυπάει
καλώντας τους πιστούς  στη  λειτουργία,
γλυκύτερον  δε  βγάζει  έναν ήχο.
Και  μάς καλούσε η  σειρήνα έξω
όπου   μια ξωτικών  χορών  τεχνήτρα
απ’ τα παιδιά σου αγκαζαρισμένη,
χορό  θα έσερνε  με  σένα Αλέκο.
Kαι   σε  καρέκλα σ' έκατσε η  μαγίστρα
και   σούβαλε  μαχαραγιά καπέλο-
και  οδαλίσκη   σου αυτή μπροστά σου.
Κι  άρχισε  ταιριαστά να σου χορεύει
γοφούς, γλουτούς, μεριά και στήθη σειώντας
και απαλολυγίζοντας  τα χέρια.
Και άλλα τώρα είχες  μπροστά σου μήλα,
πιο ποθητά 'π' αυτά των Εσπερίδων.
Και δείχτηκες αντάξιος σύντροφός  της
της Λάμιας που λυγιότανε  μπροστά σου,
στον κουνιστό  χορό  που  είχε  στήσει.
KΑΙ  την  εκάθισες  στα γόνατά σου.
Και την  εχάιδευες. Και τη φιλούσες.
(Μήπως   της  έκανες και   τίποτ'   άλλο
και μεις δεν τ' ανθιστήκαμε Αλέκο;)
Κι άντρες-γυναίκες βγήκανε  στην  πίστα
ΚΙ  αρχίσαν  τους  λεβέντικους χορούς μας•
Συρτό  και   τσάμικo. H Θεία Ώρα.
Η Ώρα που  η  ψυχή   τα χέρι   απλώνει
και  αγκαλιάζει   την  ψυχή  του Κόσμου
ΚΙ   OΙ  δυο  τους  γίνονται αξεδιάλυτο Ενα.
Η Ώρα που  ο  Χρόνος  σταματάει.
Η Ωρα που  αυτί  η  Φύση  στήνει
Και   τ’   άστρα τ'   ουρανού γίνονται' μάτια
να  δούνε  και   υ'   ακούσουν   των  Ελλήνων
Τη  Λύρα,το  Χορό  και   το  Τραγούδι.
Τυφλοί   εκείνοι,   που  στους  ήχους   μέσα
του  φλάουτου, του  βιολιού και   του  λαγούτου
τη  λύρα δεν  ακούνε  του Ορφέα.
Τυφλοί   εκείνοι  που  στις  στάσεις  μέσα
του  τσάμικου και   στου συρτού  τους  γύρους
δε  βλέπουν   τον  Χορό  της  τραγωδίας.
Kαι  χίλιες  δυο φορές  τυφλοί  εκείνοι
που   στων  Δημοτικώυ   των  Τραγουδιών  μας
την Ποίηση, δε βλέπουν την αιώνια
την ακατάλυτη ψυχή του Γένους-
δε βλέπουν την αντάξια συνέχεια
των Τραγουδιών του θείου μας Πινδάρου
και του Αισχύλου και του Ευριπίδη.

Κατόπι και της τούρτας ήρθε η ώρα
(μανία τα κεριά να ξανανάβουν!...)
και του καφέ. Και ύστερα ένας ένας
αρχίσανε να φεύγουνε οι φίλοι.
Κι εκεί η γιορτή για μας είχε τελειώσει
των εβδομηκοστών σου γενεθλίων.

Και ας σου τά ’πα τότε, μα και πάλι
χρόνια πολλά σου εύχομαι Αλέκο.






















ΤΟ ΣΥΜΒΑΝ ΤΗΣ 24-7-08  ΣΤΟΝ ΣΚΑΡΑΜΑΓΚΑ

Όταν έγινε το συμβάν στο επισκευαζόμενο καράβι, βρισκόμουν στην περιοχή. Έτρεξα γρήγορα εκεί γιατί μόνον ακουστά είχα για τα κάθε φορά επακολουθούντα, όμως δεν τα είχα δει.
Τα πτώματα των οχτώ ανδρών κείτονταν πρόχειρα πάνω σε ένα σεντόνι στρωμένο στο έδαφος.
Γύρω οι συγγενείς με πρόσωπα γεμάτα πόνο και αδημονία.
Εκεί φτάνοντας έμαθα ότι υπάρχουν και τέσσεροι  τραυματίες.
Στάθηκα μαζί με τους άλλους που ήταν εκεί, παρακολουθώντας τα τεκταινόμενα.
Αμέσως κατέφτασε στον τόπο της τραγωδίας ο υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας.
Όταν πλησίασε στο χώρο, οι νεκροί φάνηκε να παίρνουν ένα ροζ χρώμα, που αν δεν ήξερε κανείς ότι είναι σκοτωμένοι, θα τους έπαιρνε για ζωντανούς που κοιμούνται.
Όταν ο υπουργός έδωσε εντολή να αρχίσει αμέσως η διενέργεια Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης, ο πρώτος από αριστερά νεκρός ανάδεψε τα χέρια του, άνοιξε τα μάτια, είδε γύρω του και σηκώθηκε.
Πρώτα πήγε και έπεσε στην αγκαλιά των δικών του γεμάτος χαρά. Όταν τελείωσε αυτό πήρε θέση ανάμεσα στους άλλους εργάτες που περιμένανε φωνάζοντας  κιόλας ενάντια στον υπουργό και στην κυβέρνηση.
Ο επικεφαλής των εργατών πήρε ένα μεγάφωνο και είπε:  «μας βάζουν να δουλεύουμε χωρίς να έχουν παρθεί μέτρα ασφαλείας στο χώρο δουλειάς…Στο συγκεκριμένο καράβι έγινε έλεγχος των μέσων ασφαλείας πριν από ημέρες, τα μέτρα βρέθηκαν ανεπαρκή, όμως οι δουλειές σταμάτησαν για μια μέρα μόνο. Την επόμενη, κάτω από την πίεση των πλοιοκτητών, η δουλειά ξανάρχισε…»
Αμέσως όταν ειπώθηκαν αυτά ο δεύτερος νεκρός εργάτης σηκώθηκε, τίναξε τις σκόνες από πάνω του και πήγε να πλυθεί από τις μαυρίλες που του είχε αφήσει η έκρηξη του θανάτου του. Κατόπιν πήγε στη στάση να πάρει το αυτοκίνητο για να πάει στο σπίτι του-ήταν αλλοδαπός και δεν είχε συγγενείς στην Ελλάδα.
Μετά και τη δεύτερη νεκρανάσταση το συγκεντρωμένο πλήθος ένιωσε πιο ανακουφισμένο.
Ύστερα όλοι οι παρευρισκόμενοι βάλθηκαν να ανοίγουν όσα ραδιοφωνάκια ή φορητές τηλεοράσεις είχαν μαζί τους  και αφού ρύθμισαν την ένταση  στη διαπασών τα τοποθέτησαν κοντά στους νεκρούς ώστε να φτάνουν ως αυτούς όσα λόγια έβγαιναν από τις συσκευές αυτές.
Και δεν άργησε να μιλήσει κάποιος επίσημος.
Ήταν ο Παπανδρέου.
Και ακούστηκε ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ να λέει ότι οι υπεύθυνοι σπαταλούν τα χρήματα όχι για τη βελτίωση των συνθηκών δουλειάς των εργατών, αλλά για να πλουτίζουν και πως όταν αναλάβει αυτός την διακυβέρνηση της χώρας τα πράγματα θα αλλάξουν. Τότε είναι που και τρίτος νεκρός αναστήθηκε.
Μερικά μπράβο ακούστηκαν για τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ.
Η προσωρινή ανακούφιση όμως διάρκεσε μόνο λίγο, αφού δεν ακούγονταν άλλα σχόλια επισήμων και άλλες καταδικαστικές για τους υπεύθυνους φωνές από τα ραδιόφωνα και τις τηλεοράσεις.
Γιατί αργούσαν;
Μα να! ο εκπρόσωπος Τύπου της Κυβέρνησης  ανάστησε άλλους δύο μονομιάς όταν εδήλωσε ότι θα επιβληθούν οι ανάλογες κυρώσεις στους υπεύθυνους της έκρηξης στο καράβι.
Δύο ακόμη σηκώθηκαν όταν στη συνέχεια ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ανακοίνωσε ότι λυπάται πολύ για το κακό που χτύπησε τους εργαζόμενους στα Ναυπηγεία. Ήταν οι πιο ζωηρές εγέρσεις.
Μερικοί σχολίασαν ότι με τέτοια λύπη που είχε κυριεύσει τον Πρώτο Πολίτη της Δημοκρατίας μας θα έπρεπε να είχε σηκωθεί και ο όγδοος νεκρός. Και έλεγαν μεταξύ τους τι άλλο περιμένουμε πια μετά από την ομιλία του Προέδρου.
Μα τους έκοψε τα ψιθυρίσματα η φωνή της κυρίας Παπαρήγα που δήλωσε πως για ό,τι έγινε φταίνε όλοι οι διατελέσαντες μέχρι σήμερα υπουργοί Εμπορικής Ναυτιλίας. Μέσα σε πανηγυρισμούς και χειροκροτήματα αναστήθηκε και ο όγδοος νεκρός.
Και όλοι πια έφυγαν από τον τόπο που με τόσην αγωνία και με τόσο πόνο τους είχε ποτίσει, ευχαριστώντας μέσα από τα βάθη της ψυχής τους την κυβέρνηση και τους άλλους επισήμους που έκαναν γρήγορα δηλώσεις για την δυσάρεστη κατάσταση που είχε προκύψει..
Ο Πρωθυπουργός από σεμνότητα και ταπεινότητα άφησε να μιλήσουν όλοι οι άλλοι πριν και αυτός πει τα δικά του. Εξάλλου δεν υπήρχανε άλλοι νεκροί, για τους τραυματίες μίλησε μόνο. Και το Θριάσιο έδωσε αμέσως τα εξιτήρια στους τέως τραυματίες, που τα είχε κιόλας έτοιμα, γιατί είχε μάθει ότι και ο πρωθυπουργός θα μιλήσει και ότι η ομιλία του θα αφορούσε στους τραυματίες.
Έτσι έλαβε αίσιο τέλος το συμβάν και καθένας πήγε στη δουλειά του, ευχόμενος να μην ξανασυμβεί κάτι παρόμοιο, επειδή, αν και ήταν σίγουροι όλοι ότι οι υπεύθυνοι  θα έκαναν και πάλι γρήγορα τις σωτήριες δηλώσεις, μα όσο να το κάνεις η όλη υπόθεση ήτανε μια ταλαιπωρία.
Και φεύγοντας κι εγώ από εκει, με δυσκολία κατάφερα να μην αφήσω να κυλίσουν τα δάκρυα που ανέβαιναν στα μάτια μου όταν αναλογιζόμουν σε ποια υπέροχη πατρίδα ζω-τη χώρα των λόγων όπου με αυτούς όλα γίνονται.
















































Βόλτα στην Περαχώρα.
Αναρρίχηση ως την πλατεία.
Διάβασμα εφημερίδας, καφές 1 ευρώ, κόρη καφετζή καυλωτική.
Περιδιάβασμα γύρω από την πλατεία.
Ηρώον: μια λαχταριστή  μαρμάρινη κοπέλα αντί για ήρωες με χατζάρες και όπλαπάνω στο βάθρο.
Από κάτω η απλή εγγραφή: ΠΕΣΟΝΤΕΣ.
Αυτό μάλιστα! Οι πεσόντες ήτανε άντρες. Ένα κορίτσι θα θέλανε να βλέπουνε από κει κάτω που είναι. Και να μολύνουν την αθωότητά του, όπως είναι ο πόθος κάθε άντρα.
Το κορίτσι φοράει κοντή φουστίτσα. Από κάτω είθε οι ήρωες να βλέπουν το μουνί του και κάθε νύχτα να γαμάνε το κορίτσι αυτό απολαμβάνοντες έτσι ότι δεν μπόρεσαν να απολαύσουν όσο ζούσαν.
Ποιος άραγε να είχε την ιδέα για ένα τέτιο ηρώο-μπράβο του. Πρέπει να είναι ποιητής.

Πίσια. Ώρα τρεις μεσημέρι.
Ώρα ανάπαυσης.
Ένα κορίτσι στη μάντρα δίπλα στη βρύση του χωριού κάτι φτιάχνει.
Γεια σου. Η Πίσια είναι εδώ;
Ναι.
Τι φρούτα βγάζει να αγοράσω μερικά;
Δε βγάζει. Κι εμείς παίρνουμε από την Περαχώρα. Εμείς έχουμε μόνο μήλα και δεν ξέρω αν η μαμά μου τα πουλάει.
Πόσους κατοίκους έχει το χωριό-αλλά εσύ είσαι ένα μικρό κοριτσάκι και δε θα ξέρεις.
Πώς δεν ξέρω; Έχει εκατό ανθρώπους και πενήντα σπίτια.
Και τι φτιάχνεις εκεί;
Γεμίζω καρυδότσουφλα με κερί, βάζω κι ένα φυτίλι και τα βάζω μέσα σε ένα δοχψείο με νερό και πλέουν και είναι όμορφα.
Τα πουλάς να πάρω ένα;
…Ναι (ψιθυριστή συνεννόηση με ένα αγοράκι που είχε έρθει στο μεταξύ)-πεν’ήντα λεπτά το ένα.
Επειδή μου αρέσουν πολύ θα σας δώσω περισσότερα λεφτά,
Το πήρα, έφυγα.
































































Η ΓΙΟΡΤΑΣΤΙΚΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΤΩΝ        ΑΠΑΝΤΑΧΟΥ ΜΕΣΙΝΙΩΤΩΝ ΦΕΝΕΟΥ ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ Της 26-7-08

Ωραία ν’ ανεβαίνεις σκεφτικός
και στ’ αυτοκίνητό σου καθιστός
μες στο ελατοδάσος που σε ζώνει
και φιλικά το χέρι σού απλώνει…

Κι ωραίο, φτάνοντας στο Μεσινό,
το μισοπέδινο-μισο-ορεινό-
στο πανηγύρι του να παίρνεις μέρος-
θα πει Δροσιά να δρέπεις μες στο Θέρος.

Να ’τος ο κύκλος του Φενεού-πράσινο δαχτυλίδι,
και πάνω του το Μεσινό, μικρό λαμπρό στολίδι.
Και τ’ άλλα εννέα τα χωριά του κύκλου, το κοιτάζουν,
και πότε το ζηλεύουνε και πότε το θαμάζουν.

Να κι η πλατεία  που αυτή το γλέντι θα βαστάσει.
Όλα στην τρίχα οι κάτοικοι τα έχουν ετοιμάσει.
Και όλα πεντακάθαρα και φωτεινά κι ωραία.
Κι ο κόσμος νάτος που έρχεται αργά, παρέα παρέα.

Και τέσσερα κορτσόπουλα δροσάτα
τυφλά στου Ωραίου υπάκουα τη διάτα
κουβάδες κουβαλούνε τα καημένα
με μπύρες και με πάγο γεμισμένα.

Μ’ αχ! γρήγορα ο πάγος που τελειώνει!
…Κι ο νέος που βάζουνε, αμέσως  λιώνει!
Κι αχ! Διόλου στ’ όλαγνο δεν πάει μυαλό τους
πως τόνε λιώνει η θέρμη και το φως τους…

Και η ορχήστρα ξεκινάει τα όμορφα τραγούδια
και στ’ άκουσμά τους η καρδιά ευώδη ανθεί λουλούδια
που της φυλής μας μέσα τους η λεβεντιά πλαντάζει
και που των λόγων η έννοια τους γλυκά γλυκά μας σφάζει.

Και να το «καλαματιανό» αθάνατο «μαντήλι»
και να το «χαδεμένο του» που τού είχε «παραγγείλει»…
και να η σουλιμιώτισσα που αυτή για όλα φταίει…
Και να η Αγάπη που γι αυτήν κάθε πνοή μας λέει…

Κι ο Όλβιος (και πώς όλβιος να μην είναι
σε τέτοιας μιας κοιλάδας την αγκάλη;)
το μούρμουρό του το απαλό να γίνε-
ται συνοδειά στων τραγουδιών τη ζάλη…

Και μια μελαψή μαυροφορούλα
με μια μαλώνει αψηλή ξανθούλα:
να μπούνε στο χορό;-  μα ή μπουν ή όχι,
του θαυμασμού μας κιόλας γίναν στόχοι…

Γέλια, χαρούμενες φωνές, φιλιά, κουβέντες ίσιες,
πλήθος ωραίων γυναικών, φωνούλες παιδιακίσιες,
όλα όσα γύρω έβλεπα με κάναν να νομίσω
σ’ αγγέλων πως  βρισκόμουνα γλεντάκι παραδείσιο.

Κι ολαχνιστή ερχότανε στα πιάτα η γουρνοπούλα,
που κι άλλη τόση ο πάγκος μας αν είχε θα ‘ξεπούλα.
Κι ο ζύθος ρέει άφθονος και τα αίματα ξανάβουν
κι η Φύση τις ψυχές καλεί Χαρά να μεταλάβουν.

Στιγμές χρυσές, στιγμές αβροφροσύνης
στιγμές όπου όλα παίρνεις κι όλα δίνεις
στιγμές που αν και λίγες μες στη ζήση
μ’ αυτές η ανθρωπιά θα μας μετρήσει.

Και η πρόεδρος πιο πέρα του Συλλόγου
των φενεατισσών-ύφους αψόγου:
στους τυχερούς κατοίκους του Φενεού
το δώρο του Φενεάτικου θεού.

Χέρι το χέρι κρατητά, καρδιά καρδιά χτυπώντας
κι απ’ το μαντήλι πιάνοντας και αψηλά πηδώντας
χορεύουν νιοι, χορεύουν νιες, χορεύουν γριές και γέροι
χορεύει ο άντρας-ουρανός με τη γυναίκα-αστέρι.

Κι ο ζύθος ρέει σε χρυσά που μοιάζουνε ποτήρια
κι απ΄τους ατμούς του έρχεται στο κέφι και η Ζήρεια.
Και του  λαμπρού λέει τ’ ουρανού: «κι εγώ να! συννεφιάζω!
Κι ας είμαι χώμα, μα ουρανέ, όλο και πιο σου μοιάζω!»

Κι ο Ιπποκράτης έστειλε δυο του θεραπαινίδες
που τέτοια χάρη κι ομορφιά σ’ άλλα κορμιά δεν είδες΄
μα κι όλες αν κατέχαμε τις γιατρικές τους γνώσεις,
άντε απ’ της ομορφάδας τους τα βέλη να γλιτώσεις…

Κι ως της αυλής ο πλάτανος, με το ύψος που ’χει ρίξει
την καρυδιά τη δίπλα του έχει τη δόλια πνίξει,
έτσι το κέφι που ’χει εδώ ακράτητο ανάψει,
κάθε μια πίκρα της ζωής σαν μαγικά έχει πάψει.

Από το σάλο ξυπνητή έβλεπε η εκκλησία
μιαν άλλη τώρα, του χορού, ιερή γονυκλισία.
Και ήσυχη και  γελαστή εγλυκοχαιρετούσε.
Και στων ανθρώπων τη χαρά χαιρόνταν. Κι ευλογούσε.

Α! Θε μου και να ’ρχόσουνα σ’ αυτήν τη μάζωξή μας
θα ’πινες, θ’ αστειεύοσουν, θα χόρευες μαζί μας!
Και τα παιδάκια βλέποντας-τη σκέψη την αγνή τους-
θα ’φερνες το Χριστούλη σου να έπαιζε μαζί τους!

Μα κι αν δεν ήρθες ‘Συ εδώ, ο Αη Λιας και το Βουνάκι
άδεια απ’ τη Ζήρεια πήρανε κι ήρθανε για λιγάκι.
Κι από ένα σ’ όλους χάρισαν κλωνί γεμάτο μόσκο
στις βρώμικες τις πόλεις μας να μας κεντάει το νόστο.

Κι αν κάποιος θα μου έλεγε πως ίσως υπερβάλλω
κι υπέρ το δέον τούτο ’δω το πανηγύρι ψάλλω
χωρίς κανείς στην πέννα μου  καθόλου να έρθει κόπος,
μόνο ένα δυο θα του ’λεγα για να τον έπειθα-όπως:

η γουρνοπούλα πού αλλού-κοιτάξετε εναγύρα-
με αγάπη και με χωρατά θα ’ρχόνταν για γαρνίρα;
Πού αλλού οι μπύρες θα ’ρχονταν, μ’ εκτός από τη μέθη
και με φιλία αληθινή γι αυτόν εδώ που ευρέθη;

Γι αυτό σας λέω-πολύ καλά τα γράφω. Όπως ’γίναν.
Και τ’ άρωμα άφησα εδώ εκείνα που αναδίναν,
για να θυμόμαστε όλοι μας νυχτερινό ένα γλέντι
που είχε το Κέφι για ψυχή και τη Χαρά γι αφέντη.

Κι όλων αυτών δημιουργός ο Γιάννης ο Λαλιώτης
που μ’ ό,τι να καταπιαστεί, αστράφτει η βεβαιότης
πως με απόφαση, με νου, γέλιο και καλοσύνη,
η ιδέα πράξη θα γενεί-καρπούς θα δώσ’ η ευθύνη.

Κι ενώ ανέμελα η γιορτή για όλους εμάς κυλούσε,
ο Γιάννης εσυντόνιζε, διάταζε, περκαλούσε
κι αεικίνητος μες στης γιορτής τον εύθυμο το σάλο
τόσο καλά όλα τα ’καμε που δε γινόνταν άλλο.

Και βοηθοί του άξιοι, από τη μια ο Πανάγος
που με καθέναν φρόντιζε να σπάει ευθύς ο πάγος
κι από την άλλη ο σεμνός ο Γραμματέας-υφάδι
στης ευθυμίας τον καμβά τ’ ωραίο εκείνο βράδυ.

Όμως για φέτος τέλειωσε αυτό το πανηγύρι
Οι άχαροι τώρα της ζωής μας καρτερούν οι γύροι.
Αλλά με ό,τι εκδήλωσες όπως αυτές, μας δίνουν,
λιγότερο ψυχόφθοροι κι εκείνοι θενα γίνουν.

Ας πάτε φίλοι το λοιπόν καθένας στις δουλειές του
κι αφήστε εμένα δέσμιον στις ρίμες του αναπαίστου.
Κι όλοι να δώσει ο θεός του χρόνου ίδια μέρα
να μαζευτούμε υγιείς και πάλι εκεί πέρα.


…Ωραία να κατεβαίνεις σκεφτικός
και στ’ αυτοκίνητό σου καθιστός
κι απ’  το ελατοδάσος που σε ζώνει
να γνέφει σου ο θεός σε κάθε κλώνι.


























































































Ν’ ΑΓΑΠΩ

-Μου λες θα φύγεις αλλά εγώ
Τότε τι θα ’χω ν’ αγαπώ;

-Σα φύγω εγώ συ θα ’χεις ν’ αγαπάς
Το σύννεφο-το συννεφάκι.
Άκου τι λέει το σύννεφο:

«Είμαι το πάνω απ’όλα.
Εποπτεύω σε όλα.
Βλέπω εκεί που μάτι δεν βλέπει.
Βλέπω το ερχόμενο
Που κάθε μέρα, κάθε ώρα και στιγμή
Μέσα στον κύκλο του έρχεται.
Βλέπω τα όρη και τις κοιλάδες
Και τις φωνές τους ακούω τη νύχτα
Τις  τελευταίες, τις έρημες, τις παρακλητικές-
Σαν άμοιρα παιδιά φωνάζουν μες στη νύχτα.
Όταν στο χείλος φτάσουν των κραυγών
Σπεύδω να τα σκεπάσω ελεητικά
Να τ’ αγκαλιάσω.

Είμαι   το  σύννεφο.
Φωνές που στη Γη δε φτάνουν
Πρώτο  εγώ και μόνο ακούω απ’ όλα.
Κι  ακούω ήχους
Σταλμένους από μάκρη ατέλεστα
Από ήλιους δεισιδαίμονες
Και γαλαξίες με δόντια δεινοσαύρων
Κι από Θεούς Ολύμπων μακρινών.
Είμαι το σύννεφο.
Από καρδιά μικρού κοριτσιού είμαι φτιαγμένο
Από φτερά δράκου ανθρωποφάγου
Από απήγανου ευωδιά
Κι  από  δροσιά αυγινή.

Είμαι το σύννεφο.
Περιπολώ και ανιχνεύω τα ρικνά
πατήματα της δρόσου στα σπαρτά
Και τα μικρά πνιχτά επιφωνήματα ακούω
Του έρωτα του πρώτου
Του δειλού.

Είμαι το σύννεφο που βρίσκομαι
Τόσο κοντά και τόσο μακριά σας.»

-Όμως αγάπη μου το σύννεφο
δεν έχει ποδαράκια
Άσπρα, τρυφερά
Ελκυστικά ξαπλωμένα  
Μισανοιχτά.

-Τότε σα φύγω από κοντά σου ν’ αγαπάς
Το ρυάκι -το ρυακάκι.
Άκου τι λέει το ρυάκι:

«Χάνομαι και αναφαίνομαι στο ίδιο μέρος την ίδια
στιγμή.
Φεύγω και πάντα είμ’ εδώ.

Κυνηγημένο από τον ίδιο μου τον εαυτό
Το ’να μου μέρος σπρώχνει τ’ άλλο και πηγαίνω.
Τρέχω ολοένα
Και ποτέ ανάπαψη δεν είδα ούτε θα δω.
Και μίσος το μουρμουρητό μου και κατάρα.
Γιατί δεν ήθελα να υπάρξω.
Στα κλειστά βάθη της ανυπαρξίας να βρίσκομαι
Πάντα ήθελα
Αντί αδύναμο τώρα
Να ποθώ πίσω
Εκεί
Να γυρίσω.

Και μίσος το μουρμουρητό μου και κατάρα
Για τον ίδιο μου τον εαυτό.
Και τρέχω.
Και πηγαίνω…

Είμαι το ρυάκι.
Πηγαίνω.
Τρέχω.
Κυλώ…»

-Μα φως μου εσύ
Δεν έχει στόμα του ρυακιού το κύλισμα
ευωδιαστό και τριανταφυλλένιο.
Ούτε χειμάρρους φωτεινούς μαλλιών μετάξινων
έχει το ρυακάκι.

-Τότε αγάπα αντίς για μένα
Το πρόβατο-το προβατάκι.
Άκου τι λέει το προβατάκι:

«Το δύσμορφο εγώ...
Το αλλόκοτο…
Τι πόδια-ξεροπόδια
Και τι κεφάλι κωνικό σκυλίσιο…
Βορά εγώ στων ανθρώπων τις θρησκείες
Που ευνοούν τον αφανισμό μου.
Μα πεις πως δεν ήμουν ζώο
Αγαπητό στους Θεούς…
Ήμουν και παραήμουν!
Τα πιο αγαπημένα τέκνα του θεού
Κοπάδια τρέφαν τους προγόνους μου.
Σταυρός από το αίμα μου
έσωσε τους Εβραίους απ’ τη σφαγή
Και τον ίδιο το Χριστό
Αμνό τον είπαν.
Το δύσμορφο εγώ… το αλλόκοτο…
Χιλιάδες χρόνια τρέφω τους ανθρώπους
Κι αυτοί ακόμα πεινασμένοι μένουν και με ξανατρών».

-Μα το προβατάκι αγάπη μου
δεν έχει χείλια άνθινα γραμμένα ρόδα
ούτε μικρά, παρακαλεστικά
έκπληκτα και λάγνα επιφωνήματα.

-Τότε αγάπα αντίς για με
Την καρέκλα-την καρεκλίτσα.
Άκου τι λέει η καρεκλίτσα:

«Από το άφωτο στο άφωτο ήρθα.
Όλα εκεί ήταν μαύρη σκόνη.
Όλα εδώ είναι μαύρη σκόνη.
Από την ανυπαρξία στην ανυπαρξία ήρθα.
Από την επιθυμία έφτασα στην επιθυμία.
Λπ6 την ουτοπία την πάνω ,
την ουτοπία την κάτω ήρθα.

Τους ωκεανούς της Ανάγκης διαβαίνοντας
Η τετράκωπος εγώ
Και, η αιξ   εγώ
Τα όρη  της  υπομονής  σκαρφαλώντας
Από  την  Αρνηση  στην  Αρνηση έφτασα.

Μέχρι τη στενή  πύλη  αδύναμα σύρθηκα
Και  ράθυμα χέρια απλώνοντας
πέράσα.

Σπόροι  Χρόνου  εκκολάπτονται   στα σπλάχνα  μου.»

-Μα η καρέκλα δεν  έχει  υπήνεμα ακρογιάλια
Να με  δέχονται  ναυαγό την κάθε μέρα.
Ούτε  στήθη  ακιδοφόρα
Ημικλινή, απαλόκυρτα έχει
Και επιζητούντα.

-Τότε αγάπα αντίς για με
Την κουκουβάγια-την κουκουβαγίτσα.
Άκου τι λέει η κουκουβάγια!

«Η Σοφία σε με υπάρχει.
Και γλώσσα ως δεν έχω ανθρώπινη
Μιλάω με το αίμα της καρδιάς και λέω

Το αύριο, τα σήμερα και το χτες  δεν υπάρχουν.
Το εδώ και το εκεί δεν υπάρχουν.
Ένας  Ερως  θερμός    
Κατακαίων και  Παντοβόρος υπάρχει.

Οι μέρες είναι πιο αγνές όταν τις βλέπει ο ερωδιός.
Το ζύγιασμα του αετού πριν εφορμήσει
Αξίζει πιο πολύ απ' όλη την ανθρώπινη σκέψη.
Και ό,τι αξίζει πιο πολύ από το ζύγιασμα του αετού
Είναι ένα βασιλικό σύκο ώριμο
Κομμένο πρωί.

Αγνή είναι η φωνή μόνο του πουλιού
 Που δεν ξέρει γιατί λαλεί.

Η κακία υπάρχει μέσα στον καλό άνθρωπο
Όπως η πυρίτιδα μέσα στο όπλο.
Αν εκραγεί αλίμονο στον πλησίον.

Ο άνθρωπος που μιλάει
άλλη γλώσσα από τους γύρω του
είναι ένας χαμένος άνθρωπος.

Όποιος δείξει τον ήλιο και πει
"Αυτό είναι ένα δέντρο", έχει σωθεί.
Γιατί η πίστη είναι το τρίτο σκαλοπάτι του χαμού,
Η γλώσσα είναι το δεύτερο σκαλοπάτι του χαμού,
Και η κίνηση είναι το πρώτο σκαλοπάτι του χαμού»

-Όμως η κουκουβάγια αγάπη μου
Δεν έχει χέρια βελούδινα και ονειρικά
Ούτε μελένιες υποσχέσεις κρύβει στα φτερά της.

-Τότε αγάπα αντί για μένα τη νύχτα-τη νυχτούλα.
Άκου τι λέει η νύχτα:

«Μισώ τους τυφλούς γιατί δική τους μ’ έχουν
Σαν πιστή ερωμένη.
Γιατί απαρακάλεστα μ’ έχουν για πάντα.
Γιατί να τους φύγω δεν μπορώ.

Είμαι  η  αδελφή  των κρυφών  σκέψεων  
και των άλλων εαυτών
Όταν αυτοί προδομένοι από της μέρας το ξεδίπλωμα
Όλη τους την ύπαρξη επάνω μου αποθέτουν.
Είμαι η αδελφή της άλλης όψεως των δεινών.
Είμαι η μήτρα του Έρωτα που μέσα μου κατοικεί
Και πάνω στα κρεβάτια του Θανάτου χορεύει.

Προϋπάρχω του Φωτός και της Θλίψης του.
Στο διάβα μου όλες τις πόρτες ανοίγω
Και όλα τα σύνορα.
Εγώ η άρχουσα είμαι-
Η Πανταχού Παρούσα είμαι εγώ»

-Ναι αγαπούλα μου καλή,
Σα φύγεις συ από κοντά μου
Εγώ θα έχω ν’ αγαπώ τη νύχτα
Εγώ θα έχω ν' αγαπώ τη νύχτα
Τη νύχτα- τη νυχτούλα
Που σου μοιάζει.







Ο ΠΟΝΟΚΕΦΑΛΟΣ

Όλα καλά πήγαιναν  
το πρωινό ήταν υπέροχο  
οι άνθρωποι όλοι καλοί μαζί του
τα παλιά και άσχημα ήταν για πάντα ξεχασμένα.  
Κι ο κόσμος ήταν ο καλύτερος
που θα μπορούσε κάποιος να υπόθεσει.

Ξάφνω…
ένας πονοκέφαλος!  

Περίεργο πολύ ήταν αυτό
που τότε επακολούθησε.
Ο καιρός αμέσως άλλαξε.
Τα κακά όλα μπροστά του ήρθαν ζωντανά.
Ως για τον κόσμο,
λίγο να ήτανε καλύτερος,
μπορεί και να ’τανε υποφερτός.



ΚΛΕΙΣΜΕΝΟΙ

Κλεισμένοι για όλα και απ' όλα είμαστε  
σαν σεντούκι στο βυθό θάλασσας
που δεν αφήνει ούτε του νερού το γλείψιμο,
κάπου την επιφάνεια του να παραβιάσει.

Δίνες μας μετακινούν και μας τραντάζουν.
Ρεύματα παλιρροϊκά μας χτυπούν, κύματα
μας παίρνουν και μας πάνε και μας παν,
χτυπώντας μας σε βράχια θαλασσινά.

Και κλεισμένοι μένουμε για πάντα,
άμαθοι για το τι 'ναι το νερό-αυτό,
που δίχως έλεος
τόσο μας τυραννεί και μας τρομάσσει.

Κλεισμένοι. Χωρίς ουτ' ενός τάφου άνοιγμα.
Κλεισμένοι στην αιωνιότητα και στη αυτογνωσία.




ΤΑ ΆΠΑΝΤΆ ΜΟΥ

Μου λένε:
«Κάνε μεγαλύτερα τα γράμματα…
Κάνε πηχυαίους των τόμων σου τους τίτλους.
Χρωμάτισε τα εξώφυλλα…
Διαφήμισέ τα…

Τους αγνοώ.
Ένας τυμβωρύχος
θέλω να με βρει.

ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ

Τα πρόσωπα.
Παντοδύναμα.
Μια κομψή μύτη
γκρεμίζει έθνη.
Μια μικρή σύσπαση του πάνω χείλους
αυτοκρατορίες γεννάει.
Μια ματιά τους
ανεπιθύμητων σωρεία εξολοθρεύει.

Τα πρόσωπα.
Επιπόλαια.
Λένε Εγώ
και κάτι άλλο μ’ αυτό
που άγνωστο τους είναι
εννοούν.

Και όταν ο Αιώνιος έρθει,
Αυτός
ο χωρίς πρόσωπο,
και ορθός και ακίνητος
σαν σύνορο άγνωστης χώρας
στη σκοτεινή εμπρός είσοδο σταθεί,
τα πρόσωπα όλα προς αυτόν στρέφουν
και προς αυτόν υποτακτικά τραβούν.

Και μέσα στο σκοτάδι
ξαθώς αδύναμα
και σαν μέγα πλήθος από φθορές ξανοίγονται,
η παλίρροια της σιωπής
τα πνίγει με τα κύματά της.



ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Τα στόματα κουράστηκαν.
Τα μάτια μάταιες γέμισαν εικόνες.
Τα πόδια
σαν μέσα σε χιονοθύελλες να περπατούν
τα τελευταία βήματα βαριά σέρνουν.

Είναι η ώρα των ψυχών.

Μέχρι τώρα εκείνες σώπαιναν
μέσα στους κρινένιους τους κήπους.
Τώρα δοκιμάζουν τα φτερά τους
όπως πουλιά φυλακισμένα.  
Για να θυμηθούν.  

Τα σώματα νιώθουν τον σάλαγό τους
ακούγοντας το τραγούδι της δροσοπηγής
ή ένα μεθυσμένο από φως πρωινό θωρώντας.

Κι όταν αυτές πετάξουν
εκείνα μένουν άδεια
σαν παιδιά όταν το παραμύθι τελειώνει.
 



ΤΡΟΜΟΣ

Όταν μιλούν οι αλλόγνωτοι
Ο αυτοφυής τρομάσσει.
Βλήματα γι αυτόν οι λέξεις
και ο ήχος τους
όπλο εκηβόλο.

Και σκέφτεται:
«Μη τόσο αρχέγονος εγώ έχω μείνει
και η κατοικία μου το άναρθρο είναι;
Και όμως
οι κραυγές προτιμότερες θα ήταν
να τραβούν ίσια στον αρχαίον ορίζοντα:  
ένας ψίθυρος για την αγάπη,
ένας γρυλισμός συγνώμης για τη χαρά,
μια οιμωγή για το αύριο,
αντίς τα στρογγυλεμένα
πληγές γεμάτα λόγια
που την ψυχή πάντοτε χτυπούν.

Έτσι και ο μέσα μας ουρανός δεν θα μάτωνε
Και το δαχτυλίδι της ευτυχίας μας
θα το φορούσαμε ακόμα
καθώς οι ζέβρες τις γραμμώσεις τους
και την περηφάνια τους οι αετοί.»


Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ

Απλόχερα το σκότος σκορπισμένο
μες στο μικρό το καμαράκι
που μέσα του αποθήκευαν τα ξύλα-
τα πυρομαχικά για την αντίσταση
στον άλλο τους εχθρό: το κρύο.  

Με τα ξύλα αυτά για σκηνικό
μπροστά στο ανύποπτο παιδί φάνηκε ο Θεατρώνης
βικτωριανά ντυμένος ρούχα.

Παρουσιάστηκε κι ευθύς
άρχισε να μιλάει.
Προλόγισε το έργο
για συγγραφέα μίλησε
για σκηνοθέτη κι ενδυματολόγο
για ηχητικά και οπτικά εφέ
για μουσικούς, για υποβολείς, για ιμπρεσάριους…
Κι έλεγε και σταματημό δεν είχε.

Η ώρα πέρασε και πέρασε.

Τα παιδικά τα βλέφαρα εβάρυναν.
Κι ως το μικρό το καμαράκι είχε γεμίσει
με σκηνικά του έργου που ούτε η πόρτα
δεν άνοιγε για κάποιον να ’βγει έξω,
σ’ ένα κρεβάτι εξάπλωσε
που στη σκηνή βαλμένο ήταν επάνω.

Τα λόγια μπλέκοντας του θεατρώνη
με τις δικές του ιδέες
πριν κοιμηθεί σκεφτόνταν το παιδί:
«Άραγε μη το έργο ήταν μονόλογος;
Ή τάχα ο πρόλογος ήταν το έργο;
Κι έτσι κι αλλιώς η υπόθεση ποια είναι;
Ποιο το τέλος του;
Κι όποιο και να ’ταν θα το έβλεπε ποτέ;»

Μα ενώ του κλείνανε τα μάτια
και η φωνή του θεατρώνη όλο ξεμάκραινε,
οι σκέψεις του όλες έσβησαν
και οι αισθήσεις του
τίποτε πια δεν του ζητούσαν.



ΣΕ ΚΑΠΟΙΟΝ ΑΛΛΟ

Όταν με τα χέρια σας, κορίτσια,
η φαντασία αγκάλιαζε το άπειρο
και με του στήθους σας τη θαλπωρή
χλίαινε τον κόσμο,
δεν πίστευε πως όλα αυτά
τα τόσο καθάρια και λαμπρά
σε κάποιον άλλον γίνονταν.  

Ούτε να προβλέψει εδυνόταν
πως κάποτε οι δρόμοι θα σκοτείδιαζαν
και στα σπίτια μέσα  ότι τα κρεβάτια
αρρώστους τώρα
στα σιδερένια μπράτσα τους θα κουβαλούσαν.



ΘΑΛΑΣΣΑ

Η ψυχή της ίδια η ψυχή μας.  

Οι βιαστές πολλοί μα αυτή παρθένα πάντα μένει.

Στο φως του κόκκινου του φεγγαριού
λάμπουν οι στάλες των κυμάτων της
ως πρωινή δροσιά στα βρόχια θεόρατης αράχνης.

Σαν μητριά τάχα ή σαν μάνα μας μας βλέπει;

Ατελείωτη.
Ατελείωτη.
Ατελείωτη σαν θλίψη.

Σαν τους καθρέφτες της περιβλημένοι
Αυτήν όπου κοιτάζουμε θωρούμε.
Αυτή το αίμα μας
Αυτή η φωνή μας
Αυτή η ανάσα κι ο παλμός μας.

Κοίτα πώς πάνω στα κυματιστά λαγόνια της
τ’ άσπρα φαντάσματα των βυθισμένων καραβιών πλανιούνται.

Ατελείωτη. Ατελείωτη.  
Από την απεραντοσύνη της
ο θάνατος θα μας απαλλάξει;  

Ή μήπως και τότε
στα ταραγμένα βύθη της οι σκιές μας θα πλανιούνται;

ΥΠΟΨΗΦΙΟΣ ΑΥΤΟΧΕΙΡ

Πώς θα πας να κοιμηθείς
και θ’ αφήσεις το φεγγάρι;
Τέτοια θλίψη, τέτοια χάρη
πώς μπορείς ν’ απαρνηθείς;

Ρέει το φως του σαν ασήμι
και λαμπρύνει το βουνό.
Ρέει από τον ουρανό
Και τη γη νυφούλα ντύνει.  

Πώς θα στέρξεις και θα χάσεις
τέτοιο ψέμμα; Πώς της γης
όσο απόψε κι αν λαμπρής
 την αλήθεια θ’ αγκαλιάσεις;

Πώς, που στρώμα της το χώμα
κι ύπνος αιώνιος το φιλί;
Πώς, γλυκά που σε καλεί
απ΄τα ουράνια τέτοιο σώμα;

Άπελπε ονειρευτή  
ρίξε κάτου το μαχαίρι:
πώς εσύ, σελήνης ταίρι
θα κοιμόσουνα τη γη;




ΟΙ ΑΠΟΜΑΚΡΟΙ

Στο σπίτι όταν μπουν
αφού διπλά πρώτα κλειδώσουνε την πόρτα
ευθύς μετά στο βάθος κρύβονται του δωματίου τους
κι ανήσυχοι ακόμα στην καρέκλα κάθονται
ακίνητοι αναμένοντες ωσότου
κι ο τελευταίος απόηχος
του δρόμου και της αγοράς
να σβήσει.

Μετά στα χέρια ένα βιβλίο παίρνουν
και διαβάζοντας
τα φύλλα του απαλά γυρίζουν
μη κάποιος ήχος ανεπαίσθητος
ραγίσει την μονάκριβη
κρυστάλλινη ερημία του σύμπαντός τους.



ΣΑΝ ΝΑ ΗΤΑΝ

Σαν να ήταν τη στερνή Κοινωνία να πάρω
σαν να ήταν το αίμα του Αεί να πιω  
και σαν πέρα από το Χρόνο να ’ταν
με του Νου τη βάρκα ν' ανοιχτώ
κι ως να μη του κόσμου αυτού
όλες οι συγνώμες
μου ήσαν αρκετές,
σαν αισχρές, σαν ένοχες πέρα τις σκορπώ
κι από σκιές ανάστατες κι άστατες
και πελαγοδρόμες,
για όσες αμαρτίες μου
έχω καμωμένα,
τη Συγνώμη τη Μεγάλη-
τη Μεγάλη Άφεση ζητώ.

Αλλά, Αμαρτιών Βουερό Κοπάδι,
τόσο Μεγαλόψυχο
τη Συχώρια ποιο,
θα βρεθεί ένα Πνέμα
που σε σας θα δώσει,
ω! Φαντασίες;


ΣΥΓΥΡΙΣΜΑ

Τις νύχτες που ησυχάζουν τ' αυτοκίνητα
η μοναξιά βγαίνει στο τσίρκο της ζωής
και συγυράει τη φύση.

Ψηλά τ' αστέρια τα ήσυχα και κάτω
οί σκιές τους στον χωμάτινο καθρέφτη.
Ο νιος εδώ, η νια εκεί.
Εδώ το πέλαγο το πεντατρύφερο
εκεί ο γαμπρός με τα κλεμμένα λεμονάνθια.

Εκεί τα όρη με τα πεύκα και τις καστανιές
εκεί οι πηγούλες που δεν ξέρουν τι να κάνουν το νερό τους.

Πέρα τα λουλουδάκια. Απλησίαστα.
Κι οι κοιμισμένοι ανθρώποι
με ανάμεσα στα μυρωμένα τα μαλλιά τους
το χέρι διάφανο του θάνατου να πλέκει.  


ΖΑΣΟΥΛΙΤΣ ΒΕΡΑ

Αν και δρομέας
που σίγουρη τη νίκη
στων θεατών είχες την πρόβλεψη,
την τελευταία εσκόνταψες στιγμή.

Κι οι μενσεβίκοι κέρδισαν μιαν οπαδό,
έναν εχθρό η ανθρωπιά τ' Ανθρώπου,
και συ Ζασουλιτς Βερα
τη φήμη του ανθρώπου
τη λεωφόρο που αντάλλαξε
μ’ αδιέξοδο ένα δρομάκι.


Ο ΦΑΝΤΑΡΑΚΟΣ

Σκέφτεται ο φανταράκος.
«Η κομμουνίστρια που χτες από το Τμήμα
ως το νοσοκομείο την συνόδεψα,
με περιφρόνηση μια μ’ έβλεπε,
σαν ο άθεος εγώ να ήμουνα και σαν εγώ
τόσους να είχα σφάξει αθώους,
κι όχι αυτή.

Εγώ,
γιατί λυπάμαι,
της φερόμουνα καλά
κάνοντας πως ξεχνάω (στις τέτιες της στιγμές)
πως εγώ
είμαι ο νομοταγής και ο φιλήσυχος.

Όμως αυτή με κοίταζε με καταφρόνια  
και τις προθέσεις μου να τη βοηθήσω
δεν τις δέχονταν.»
Και καταλήγει:
«Σίγουρα όχι κακοί μόνον
αλλά και ανόητοι πολύ
αυτοί οι κομμουνιστές είναι.»
 




Ο ΑΛΛΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

Ένας Κόσμος πέρα απ' αυτόν που ξέρουμε υπάρχει.
Πίσω απ' ό,τι βλέπουμε κι ακούμε στέκεται  
ήρεμος και ακίνητος, αληθινός και υψηλός.

Οι αισθήσεις να τον υποθέτουνε μόνον μπορούν.

Κι ούτε ο λόγος να τον πει ικανός δεν είναι.
Κι είναι το βήμα αυτός ο κόσμος το επόμενο,
το ύστερα απ' τον κόσμο τον δικό μας-
το βήμα το απαραίτητο
στο χάος που οδηγεί το φοβερό-στη φλεγομένη άβυσσο που μέσα της
οι σκοτεινές της ύπαρξης οι ρίζες
και της ζωής τα μυστηριώδη τα θεμέλια θάλλουν.

Κι ο κόσμος είναι ο υψηλός εκείνος
τα χείλη της φριχτής αυτής αβύσσου.



\
ΤΟ ΧΑΡΙΣΜΑ

Ο νεαρός ποιητής πήρε τη δύναμη από τον μάγο
ν' αυτοσχεδιάζει
και μαζί το χάρισμα όλα να τα βλέπει  
και να τα ξέρει  
και να τα εννοεί.

Κι αυτοσχεδιάζει και πλούσιος γίνεται.

Το χάρισμα όμως είναι δηλητήριο.
Ό,τι ο νεαρός βλέπει το ανατέμνει
και κάθε ενέργειας ή κατάστασης
τα παρασκήνια βλέπει.

Μία γυναίκα του χαμογελά, και κείνος
τους γελαστήριους μύες της γυμνούς
αιμάσσοντες βλέπει.
Και όταν παίζει ένας βιολιστής,
αυτός το ζώο βλέπει που απ’ τα έντερά του
φτιαχτήκαν του βιολιού οι χορδές
και των εντέρων τη φριχτή επεξεργασία.

Τον κόσμο έτσι ανελέητα αναλύει,
να τον συνθέσει πάλι αδυνατεί,
και αυτός διαλυμένος
μπροστά του ανεπίστρεπτα κείται.




ΑΠΟΛΑΥΣΕΩΝ ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΙΣ

Απολαύσεις! Η ενάτη συμφωνία για έναν,
μια ντοματοσαλάτα με σκόρδο γι άλλον.  
Επιθυμίες που αμβλύνουν τις εντάσεις  
και με της αγαπημένης προσμονής τη θύμηση
μασκαρεύουν την ανοησία της ύπαρξης
και υποφερτή την κάνουν!

Απολαύσεις!
Κορμιά, βιβλία, χόμπυ, φαγητά,
βοηθήματα πολύτιμα στης ζωής το χάος.  

Απολαύσεις.
Αρκεί να μη ο άνθρωπος-
καθώς κάποιοι ανικανοποίητοι με όλα κάνουν-  
πέσει στον βούρκο εκείνον της ανικανότητας
να νιώσει τίποτ' άλλο έξω απ' την ανυπαρξία
και απολαύσεων και αντικειμένων τους,  
που Μηδέν γι αυτά η ζωή του είναι.



ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑ

Εν' αγόρι έντεκα χρονώ.
Ευαίσθητο κι ονειροπόλο.
Αγαπά ένα πορτραίτο
από την πινακοθήκη του πατέρα του
όπου νέα μιά  ωραία γυναίκα παριστάνει
(μάγια θα την έχουν εκεί καθηλωμένη).

Και μια νυχτιά, στου φεγγαριού το φως,
η νέα γυναίκα γλιστρά
και κατεβαίνει απ' την κορνίζα της.

Σαστίζει το αγόρι.
Χορό μαζί του εκείνη αρχινά.
Όμως χορό δεν ξέρει το παιδί
και ντρέπεται
και κοκκινίζει.

Τέλος
αμήχανο
σε κλάματα ξεσπά.

Εκείνη τ' αγκαλιάζει,
και στο στήθος της επάνω το τραβά.



ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ

Σε πόσα πτώματα πάνω τα τρένα κυλάνε,
εργατών, που δούλευαν στον σιδερόδρομο
κρυώνοντας,
εξαντλημένοι και πεινώντας!
Που δούλευαν απ' το πρωί ως τη νύχτα!...
Που επιθεωρητές τους έδερναν
και τους κακοπληρώναν εργολάβοι!...

Πόσες ψυχές πατάν οι ρόδες,
τρέχοντας να μεταφέρουν εμπορεύματα   
για να πλουτίζουν οι επιθεωρητές κι οι εργολάβοι,
που άλλους τώρα κακοπληρώνουνε και βασανίζουν;..



ΣΤΕΦΑΝΟΒΑ ΣΟΣΑΝΣΚΑΓΙΑ

"Ο πόνος είναι απαραίτητος στη ζωή"
έλεγες. Και ζούσες σ' ένα μικρό άθλιο χωριό,
δέχοντας με πίκρα κι εγκαρτέρηση ό,τι το χαμένο,
μακρινό αυτό χωριό σου έδινε,
τους αλήτες τεμπέληδες αδερφούς σου φροντίζοντας.

Φτωχή, σεμνή, σοφή Στεφάνοβα Σοσάνσκαγια!
Ό,τι έπρεπε όλοι οι άνθρωποι να ξέρουν ήξερες,
ενώ αυτοί αλλόφρονες έτρεχαν
να βρούνε ψάχνοντας χαρά-
όπως την βαρβαρότητά ονομάζαν.

"Ο πόνος είναι απαραίτητος στη ζωή"-
ο λόγος τούτος αφού μας έχει από σένα μείνει
Στεφάνοβα Σοσάνσκαγια
μάταια δεν έζησες.



Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΠΑΓΟΣ

Τον νεκρό άντρα της κουβάλησε στο καροτσάκι
πήγε στα χιόνια μέσα
τον στόλισε, τον έθαψε. Ύστερα
πάει στο δάσος να μαζέψει ξύλα
να μην παγώσουν τα παιδιά τους.

Κουράστηκε.
Στα χιόνι κάθεται.
Αρχίζει να ναρκώνεται και να παγώνει.
Στο θολωμένο νου της όλη της περνά η ζωή,
με τις σταγόνες τις χαρές
και τα ποτάμια της τις λύπες.  

Και ξάφνω να! ο βασιλιάς ο Πάγος δίπλα της.
Σκύβει, την παίρνει στοργικά
και στο κρουσταλιασμένο τηνε πάει παλάτι του
όπου γαλήνη αιώνια βασιλεύει


ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ

Το ποίημα
να δαγκώνει πρέπει την ουρά του. Αλλιώς
όση ουσία κλείνει  
από μέσα του φεύγει και σκορπίζεται στα γύρω
(στα άνθη, στ’ αντικείμενα, στους ταξιδευτές υπονόμους).
Και τότε τι άξιο λόγου στον κόσμο μένει;
Τ αγάλματα;
Οι μουσικές;
Οι πίνακες,
οι όσο σπουδαίοι της ζωγραφικής;

Έίναι η λέξη που σ' αυτά υπόσταση δίνει.  
Εκείνη το υλικό θα δώσει στο μυαλό,
το ποίημα μ' αυτό  να χτίσει,  
που πάνω του όλα εκείνα θα κρατεί,  
ασφαλισμένα στον κύκλο μέσα  
που στόμα και ουρά έχουν στεριώσει.




ΜΙΑ ΚΟΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Βγήκε από τη φυλακή.
Ένα χιλιάρικο μόνο έχει.
Μα δε φτάνει αυτό για τίποτα.
Πρέπει να βρει από αλλού λεφτά
για ν' αγοράσει πάλι τουαλέττες,
και ν' ανεβεί και πάλι στη σκηνή  
να τραγουδήσει.

Εναν οδοντογιατρό θυμάται,
που κάποτε την κόρταρε,
και μάλιστα της είχε κι ένα βραχιόλι χαρισμένο.

Πάει τον βρίσκει.
Ομως εκείνος δεν τη γνωρίζει.
"Παρακαλώ η κυρία τι επιθυμεί;"
Αυτή ταράζεται και ψιθυρίζει
Πως κάποιο δόντι της πονεί. Και ο γιατρός
το δόντι της βγάζει
και το χιλιάρικο της παίρνει.

Ο ΧΟΡΟΣ

Συμμετοχή στο χορό
σημαίνει φίλιωμα με την κοινωνία.
Μα αυτό το φίλιωμα και πρέπει
με κάθε θυσία να μην γίνει.

Από την κοινωνία
απομάκρυνση πρέπει.
Και μονιά στην ερμιά που όλα κρατεί
και που τη μακροθυμία τρέφει.

Στην ερμιά που σαν πουλί στοργικό
με τα φτερά της τη γλώσσα σκέπει
και κείνη, αυγό ελπιδοφόρο,
αξιοπρέπεια και συνείδηση μέσα της βαστά,
ουσίες απαραίτητες, για να εκκολαφθούν
δυό λέξεις κάποτε
σημαίνουσες.



ΕΡΩΤΑΣ

Κάπου γραμμένο το τυπικό
της ερωτικής τάξης είναι:
το κυνήγι του άντρα,
η γυναικεία άρνηση,
η ψεύτικη φυγή,
το ξαναγύρισμα,
η ερωτοτροπία,
η αποδοχή.  

Μα υπάρχει και το άλλο
καταστατικό: της ανθρώπινης
αξιοπρέπειας. Και τα δυο
αντιμάχονται το ένα τ’ άλλο.

Μα μερικοί διαχωρίζουνε
τις ώρες, τις καρδιές, τη ζωή τους
και μπορούν τη μια σαλτιμπάγκοι,
και την άλλη άνθρωποι να γίνονται  
συνεπείς και εύσκοποι.




ΑΛΛΑΓΕΣ

Τα τζάκια τα μεγάλα χάσανε
τα μεγαλεία τους-τους τόσους
υποτακτικούς και τους λακέδες τους.
Τώρα αλωνίζουνε οι μεγαλομανάβηδες
οι τραπεζίτες κι οι κοινοί αισχροκερδείς.
Και τα πορνεία πια κρυφά δεν είναι-
ξαπλώθηκαν παντού
και φανταχτερά είναι στολισμένα.

Και όπου ταξιδέψεις, αστοί παχείς,
ικανοποιημένοι,
χωρίς σκοπό.

Η τυραννία δεν ήτανε πάλι καλύτερη-
τότε που είχαμε ακόμα ελπίδες;
 



ΘΑΝΑΤΟΣ

Ο θάνατος σεργιανάει κάθε ημέρα
στην αυλή του σπιτιου του
που εμείς χαρούμενοι γη ονομάζουμε.

Τα χιλιοτραγουδημένα του μονοπάτια  
άνθρωποι που δεν τα γνωρίζουν
τα τραγούδησαν.

Εύκολο ήταν γιατί ό,τι δεις
ο ίδιος ο θάνατος θα είναι.
Ό,τι κι αν δεις.
Όλα θάνατος είναι.
Τα δέντρα, οι υποσχέσεις, τα
φιλοδωρήματα, τα θεατρικά έργα, οι εκδρομές
σε σκιασμένα άλση με τις μαρμάρινες κρήνες.

Ό,τι βλέπεις, ό,τι ακούς, ό,τι αισθάνεσαι,
θάνατος είναι.
Και έντιμος αν είσαι το ομολογείς, αλλιώς
ζωή εξακολουθείς τον θάνατο να ονομάζεις.  




ΜΙΚΡΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ

Μικρό τριαντάφυλλο
που η Νύχτα με την παγωνιά της σε σκοτώνει,
σκέφτηκες ποτέ να της δείξεις
πως δε την φοβάσαι
και ούτε την υπολογίζεις;

Πέρασε ποτέ από το μυαλό σου,
στον τρυφερό σου βλαστό να υψωθείς και να
φωνάξεις: "σε αψηφώ Παγωνιά!";

Ξέρεις, τότε,
μεγάλο πολύ γίνεσαι λουλουδάκι. Και τότε
η Νύχτα είναι που μικρή θα γίνει
από την υποταγή σου στερημένη,
που αυτή και μόνο
μεγαλείο και υπόσταση της έδινε.
 


ΚΛΑΡΑ ΠΕΤΑΤΣΙ 29 ΑΠΡΙΛΗ 1945

Κάθε γυναίκα θα το 'θελεν αυτό-έτσι
να κατέχει έναν άντρα
ολοκληρωτικά
σαν αυτός ούτε ψυχή να έχει
μες στην απ' όλα εγκατάλειψή του.

Και του ’λεγε: «Τώρα δικός μου είσαι.
Γυμνός από κάθε τιμή  και αξίωμα
γυμνός από κάθε υπεροψία
και έπαρση κι ελπίδα.
Τι άλλο μια ερωμένη θα μπορούσε να ποθήσει;
Γύμνια από κάθε τι!

Θα μας σκοτώσουνε. Μα τι;
Θάνατος κι έρωτας σε τι διαφέρουν;
Χωράει τίποτε άλλο μέσα μας έξω απ’ τον έρωτα;
Και τι άλλο μες στο θάνατο χωράει;
Τι θα σκοτώσουνε λοιπόν;
Εκδίκησης ταμπέλες μοναχά θ’ αλλάξουνε αναμεταξύ τους.»




ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ

Μέσα από το κάδρο του ορισμού της
πάντοτε ξεφεύγει.
Κυλάει προς τα πίσω ή πετά εμπρός
όπως δα στην ουσία της αρμόζει.

Έτσι η ουσία της ακριβώς αυτή, χάνεται
πριν από το υπάρχον νοηθεί:
Παρελθόν και Μέλλον πάντοτε γίνεται,
και το Παρόν αγνοεί.

Αυτό και μόνον φανερώνει
ότι δεν είναι η διαρκής παράθεση
στιγμών του παρελθόντος ή του μέλλοντος
που την αιωνιότητα συγκροτούν,
αλλά η αδράνεια στον εαυτό  
που την αχρονικότητα υπονοεί.



ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΣ

Αν δεν καθιερώναμε το Πριν και το Μετά
θα ήμασταν αυτό που θέλουμε να είμαστε
γιατί χωρισμός ανάμεσα σε πράξη κι όνειρο
δεν θα υπήρχε.
Το Τώρα ένα άλλο Τώρα  
ανάλλαγο, θα ακολουθούσε,   
και σ' ένα συμμάζεμα ο κόσμος θα κλεινόνταν.   

Όμως εφτιάξαμε έναν Χρόνο
κατά πως μας συμφέρει
χωρίζοντάς τον σε  κομμάτια κιόλας
για να μπορούμε και να λέμε «πέρσυ»
και «τότε» και «παλιά»
και για να καμωνόμαστε ότι ξεχνάμε,
ώστε  τα ίδια αίσχη
αθώοι τάχα
να ξανακάνουμε.



ΤΑΧΑΤΕΣ

Οι ποιητές
πια σα δε βρίσκουν συντροφιά
που πάνω της ως τώρα υπολόγιζαν,
για να υπάρξουν,
αρκούνταιι τότε στα μειδιάματα
του γείτονα στο αποκάτω το διαμέρισμα
και στα καλημερίσματα τα τυπικά
του παντοπώλη και του γαλατά.

Κι αυτοί πια είναι τότε οι σύντροφοί τους
που όλες τις άλλες ώρες
μακριά τους στέκουνε,
τάχατες σαν διακριτικά,
μόνους αφήνοντάς τους
για να γράψουν.



ΤΟ ΠΛΥΝΤΗΡΙΟ

Μετά από κάθε πλύσιμο
Πρέπει να βάλουν στη σειρά και πάλι
Τα πράγματα που από το τρέμουλο της πλύσης
Ανακατεύτηκαν επάνω στο πλυντήριο-
Μπουκάλια, καλαθάκια, περιοδικά…

Συνηθισμένοι είναι σ’ αυτό
Γιατί έτσι και μετά από κάθε τράνταγμα
Που τα χτυπήματα της ζωής τους φέρνουν
Πρέπει στη θέση τους κάθε φορά να ξαναβάζουν
Συνήθειες, πεποιθήσεις, συναισθήματα, ιδέες…

Αλλιώς δεν γίνεται. Κι ας ξέρουν
Κι ας το βλέπουν
Πως πριν καλά καλά την ταχτοποίηση τελειώσουν,  
Έχουν αρχίσει άπλυτα καινούργια να σωρεύονται.  



ΠΑΛΙΑ ΓΕΙΤΟΝΙΑ

Απ' την παλιά του γειτονιά που ξαναβρήκε,
οι περισσότεροι έχουν φύγει-
άλλοι για πέρα κι άλλοι για κάτω.
Εκείνοι που έμειναν,
αλλάξει έχουν τόσο, που αγνώριστοι
έχουν ο ένας για τον άλλον γίνει.

Μονάχα κάτι πέτρες βλέπει
για το παλιό πηγαίνοντας το σπίτι-
κάτι πετρούλες άσπρες απ' το ασβέστωμα
τώρα καθώς και τότε,
που ακόμα μένουνε η μια πάνω στην άλλη  
διόλου γωνιά χωρίς ν’ αλλάξουνε ή θέση.

Οι άνθρωποι έτσι βέβαια θα τις συντηρούν
για να ’χουν κάτι που αναλλοίωτο να μένει,
όταν εκείνοι άπαυτα κινούνται
και αλλάζουν
και
παραδέρνοντας,
τον εαυτό τους τελειώνουν.



 Ο ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

Τα κλαδιά των δέντρων είναι χέρια.
Τα φύλλα τους τα δάχτυλα τους.

Όταν ο αέρας περνά
στέλνουν χαιρετισμό για Κείνο
που να ριζώσουν τα 'στειλεν εδώ.

Με τα κλειστά τους μάτια To βλέπουν.
Και Το ακούν ν' αγκομαχάει
αυνανιζόμενο για να γεννήσει,
ή όταν
μεγεθυνόμενο,
σιωπά.

Ευτυχία τα δέντρα δεν νιώθουν έτσι.
Μα κι ούτε δυστυχισμένα είναι. Μόνο
με τον χαιρετισμόν αυτόν
το Παρελθόν και το Μέλλον
με το Τώρα αενάως ταυτίζουν,
ίδια καθώς γη κι ουρανό
ο κορμός τους
με σαφήνεια και αποφασιστικότητα
κάθε στιγμή εξομοιώνει.



ΟΙ ΓΕΝΙΕΣ

Κάθε τριάντα χρόνια
ανανεώνονται οι γενιές.

Κάθε τους μία  
για δικιοσύνη μάχεται
για ελευθερία.  

Αγώνες.
Αίματα.

Έτσι η ανθρώπινη κενότητα
η αλλιώς αβάσταχτη
βρίσκει ένα λόγο ύπαρξης καθώς
κάθε τριάντα χρόνια
αγέρωχη
τη ματαιδοξία της ξανανιώνει.



ΧΛΩΡΙΔΑ ΚΑΙ ΖΕΦΥΡΟΣ

Μες στα υγρά πράσινα υπόγεια,
τα γεμάτα πέτρες που σκοτεινά μούσκλια ντύνουν,
από εκεί κάθε χρόνο,
σαν υμέναιου αύρα
ξεκινάς.

Πρώτη η Χλωρίδα σε νοιώθει
και σένα,
τον τρυφερό της αγαπημένο,
ν' απαντήσει τρέχει.

Την αγκαλιάζεις απαλά από παντού
σαν πνοή
με χιλιάδες χέρια πείρας, και μαζί
με εφηβικές ντροπαλοσύνες, αφού,
κάθε χρόνο, στης Εσπερίας τους κάμπους,
ερωτικός
από του ήλιου τις αχτίδες γεννιέσαι.

Και σε λίγο,
σ' ένα μήνα,
σ' ένα φως,
σ' ένα πρωτολούβιασμα,
τα παιδιά σας
κοπαδιαστά μικρά μικρά
ή μοναχικά και τότε μεγαλύτερα,
σαν μικροί ήλιοι γελαστοί γεννιούνται.
Με μέσα τους τον πόθο σου για προίκα τους κρατώντας.

Και καθένα τους,
βαφτίζοντας το στην ειδή και στην αξία
του,
«καρπό»
περήφανος πατέρας τ’ ονομάζεις.




ΟΙ ΕΠΑΡΧΙΑΚΕΣ ΠΟΛΕΙΣ

Στις πόλεις τις επαρχιακές
τις ορεινές
και τις μικρές
κάνουν χρυσές δουλειές τα μαγαζάκια
που υλικά σφραγίσματος οπών πουλάνε:
Προλήψεις, Άγνοια, Ηθική, Αιδώ, Βλακεία.

Και τρέχουν οι γυναίκες κι αγοράζουν από κει
ό,τι νομίζουνε πως τους πηγαίνει, ή ό,τι
της πόλης τους διατάζει η μόδα,
και σφιχτοκλειούν τα αιδοία τους μ' αυτά.

Κι όταν οι άντρες
στου δέρματός τους τα στενά σφιχτά κλεισμένοι
ν' ανοίξουν προσπαθούν με το κλειδί τους
και να γνωρίσουν της γυναίκας το κορμί-πάει να πει
το ιερό καθήκον τους να κάνουν-
βρίσκουν την κάθε κλειδαρότρυπα κλειστή.
Και πια,
καθώς φυλακισμένοι στο κελί τους κάνουν:
ολημερίς δάπεδου κάποιου
τα βρωμερά μετράνε τα πλακάκια.
Ή, οι εξυπνότεροι,
ένα μικρούλι μαγαζί κι αυτοί
με υλικά σφραγίσματος ανοίγουν.

Και πάνε στο χαμό οι τέτοιες πόλεις και μετράν
σα διόλου να μην έχουνε κατ’ απ’ τον ήλιο υπάρξει.


Η ΟΡΝΙΘΑ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ

Το βλέπω το μαχαίρι που κρατάς.  
Άνθρωπε σκότωσέ με να με φας.
Τον θάνατο αυτόν μου τον χρωστάς:

σκαλίζοντας κι εγώ μες στο κατώι
χορταίνω απ' το σκουλήκι που σε τρώει
κι απ' τη δροσάτη που λιπαίνεις χλόη.

Ζωή κι οι τρεις που ζούμε αληθινά
το θάνατ' ο ένας τ' άλλου να πεινά!
Ζωή κι οι τρεις που ζούμε αληθινά!..


ΣΙΕΣΤΑ

Μια ηρεμία τρομαχτική.
Ένα σχισμένο σιωπηλό πέπλο.
Μία ρακένδυτη καλαισθησία
τυλίγει με νωθρά και αβέβαια χέρια
το απομεσήμερο που από κάτω της πνίγεται
ανίσχυρο και νεφελώδες.

Η καρέκλα πεσμένη στο έδαφος
ανίσχυρη και αδρανής
από τις αναθυμιάσεις της πέτρινης σιωπής.
Το λάλο ραδιόφωνο βουβό.
Οι τοίχοι στάζοντας κολλώδη άπνοια.

Ο βαρύγδουπος χρυσοπαγής καθρέφτης
αιωρείται ανάμεσα δαπέδου και οροφής.
Πάνω του οι ακτίνες ανέκφραστες απωθούνται
και παραξενεμένες ορμούν
πάνω στα κλειστά παραθυρόφυλλα,
στο κινέζικο χειροποίητο χαλί,
στα σβηστά φώτα
και στα λεπτά ζωγραφισμένα άνθη
που χρόνια τώρα στέκουν ακίνητα μέσα στο μπλε φόντο τους
και χρόνια τώρα απότιστα ανθούν.  

Πόδια αποκαμωμένα
αρμοί παράλυτοι  
κάτω από το λαμπρό τυφλό φέγγος
αναπαύονται πάνω σε μαρμάρινα ανάκλιντρα.
 
Λος Άντζελες 1988, μεσημέρι, Κυριακή, 14 Αυγούστου



ΚΑΡΑΒΙ

Καράβι καραβάκι
Της θάλασσας πουλί
Με τον αγέρα αγκάλη
Με το νερό φιλί

Άθυρμα Ποσειδώνα,
Θρήνου Παντάνασσα
Για ποιο τραβάς λιμάνι
Για ποια θάλασσα;




Η ΧΑΖΟΓΙΑΓΙΑ

Κι αν χαζή διόλου δεν είναι
Ούτε μοιάζει με γιαγιά,
Αναμφίβολα όμως είναι
Τέλεια μια χαζογιαγιά.

Ποια ειν΄αυτή; Πώς τηνε λένε;
Μα,η γιαγιά! Όπου γι αυτήν
Η λαχτάρα για τ΄αγγόνια
Έρχεται απ’ όλα πριν.

Το εγγονάκι της αχ! Βήχει!
Τι μεγάλη συφορά!
Φέρτε τσάγια και κουβέρτες!
Και γιατρούς! Και γιατρικά!

Η εγγονούλα της αν τρέχει
Κι αν πηδάει ο εγγονός,
Ένας μέγας την καρδιά της
Τρόμος έχει φοβερός:

Κι αν θα πέσουν και χτυπήσουν;
Κι αν το γόνατο ματώσει;
Α! Το αίμα της καρδιάς της
Ας μπορούσε αντίς να δώσει...

Αχ! Χαζογιαγιά καλή μας,
Μη για όλα ανησυχείς-
Τα παιδιά θα μεγαλώσουν
Ό,τι αν κάνεις κι ό,τι αν πεις.

Αλλ΄αυτή μυαλό δε βάζει
Και τ’ αγγόνια όλο κοιτά
Να φροντίζει, να χαϊδεύει
Κι όλο να φιλεί γλυκά.

Αχ! Τ’ αυγά επαρασφίξαν-
Τα παιδιά τα τρων μελάτα.
Και για δες-τη γεμιστή τους
Δεν έφαγαν σοκολάτα.

Θε μου! Αχ! Θ΄αδυνατίσουν!
Ας προλάβει το κακό
Με κοτόσουπες, κρεμούλες,
Μπριζολάκια κι αστακό!

Τ’ αγγονάκια κλαιν; Η Φύση
Κλαίει με κείνα συντροφιά.
Θα θυμώσουν κάποια μέρα;
Ολη η γη έχει ακεφιά.

Κι αν σουφρώσει τ΄ αχειλάκι
Σε παράπονο κανένα,
Τα καλά όλου του κόσμου
Στη γιαγιά τότε είναι ξένα.

Α! Χαζογιαγιά καλή μας,
Μη συνέχεια ανησυχείς,
Τα παιδιά καλά θα είναι
Ό,τι αν κάνεις κι ό,τι αν πεις.

Το τηλέφωνο χτυπάει;
Όλα γύρω σταματάνε.
Μόνο χείλια δυο μιλούνε
Κι άλλα δύο απαντάνε.

«Γιαγια θέλω...» «Ναι χρυσοήλιε,
ναι φεγγάρι μου αργυρό,
ναι ψυχούλα των ανθώνε,
ναι τσαλίμι στο χορό!

Θα σου φέρω να σου βάλω
Στο χεράκι τ’ ακριβό
Γη και Ουρανό κι αστέρια
Και του Νότου το Σταυρό...»

«Μα, γιαγιά, μια καραμέλα
εγώ θέλω μοναχά!..»
Μα η Βιβή μας δεν ακούει
Κι όσα του ΄πε κουβαλά.

Ε! Γιαγιά! Στα ΄γγόνια σου, όλα
Τα ΄χεις δώσει από παλιά.
Μη έγνοια βάζεις: θα ευτυχήσουν
Αφού σένα έχουν γιαγιά.
 


ΣΑΝΓΚΟΥΙΝΙ
   (Ρωρερκάρ)

Να δώσω ένα στην αγάπη μου να τη ζεστάνω.
Γιατί αίμα έχει άρρωστο η αγάπη μου.

Κάθε του φέτα μια παλλόμενη καρδιά.
Οι αιμάτινές του ίνες χτενισμένες όλες
προς τη φορά των ζωογόνων αρτηριών του.

Τρέμοντας το κορμί του μαχαιρώνω.

Ας με σχωρήσει ο θεός των Εσπερίδων.
Πρέπει να δώσω ένα στην αγάπη μου.
Να τη ζεστάνω.
 



ΣΤΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΔΑΚΗ

Ο χοντρός καλοντυμένος κύριος.

Πλησιάζει στο ταμείο.
Πετάει στο ταμείο το βιβλίο που εδιάλεξε να πάρει.
Εκείνο ταλαντεύεται να πέσει.
Ο χοντρός κύριος
Γελώντας
Το συγκρατεί με την κοιλιά του.

Η ταμίας το παίρνει,
Το σηκώνει,
Και το πετάει ψηλά-χαριτωμένα- έτσι που όταν πέσει
Να δείχνει στην ταμία την τιμή του.

Κατόπι με λαχτάρα το χέρι της απλώνει,
Το χρήμα παίρνει,
Με λατρεία το κοιτά,
Το ισιώνει,
Το τακτοποιεί
Ώστε οι φιγούρες των χαρτονομισμάτων
Να βλέπουν προς την ίδια τη μεριά,
Και τα μάτια της χωρίς να πάρει από αυτό
Το πλήκτρο της αριθμομηχανής χτυπά.

Η συναλλαγή τελείωσε.
Μαζί έχουν τελειώσει
Και ο Ελευθερουδάκης
Και η ταμίας,
Και τα βιβλία
Και οι άνθρωποι.
 



ΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΟ

Ζηλεύω αυτούς που όταν χτυπήσει το τηλέφωνο
είτε στην τσέπη το έχουν ή στο σπίτι
με μία κίνηση αμέριμνη το παίρνουνε
και "εμπρός!", ακόμα και γελώντας λένε.

Άραγε άφοβοι είναι πως η μοίρα τους
μπορεί κι από μακριά να τους χτυπήσει;
Κι αλήθεια υπάρχουν κάποιοι που προσμένουνε
κάτι καλό από άλλονε ν’ ακούσουν;

Υπάρχουνε γι αυτούς ώρες ευφρόσυνες
όπως νεράϊδες μες στα παραμύθια;
Ο τρόμος με το χτύπο του τηλέφωνου
δεν έχουνε γι αυτούς ακόμα σμίξει;

Μία φορά ας γινότανε να σήκωνα
έτσι κι εγώ το τραγικό τηλέφωνό μου,
να ’χω να λέω κι εγώ πως μες στη ζήση μου
για μια έχω στιγμή τον τρόμο διώξει.

Η ΠΥΡΚΑΓΙΑ
 
Τη στολή της υπηρέτριας φορώντας
Τον γύρω χώρο εξετάζει.

Αυτό το ξύλινο συγκρότημα καλό της φαίνεται
λίγο μετά από δυο μηνών ξεκούραση να ξεμουδιάσει.  
Τα χέρια τέντωσε τ’ ακόμα ναρκωμένα.
Στάθηκε λίγο, αναθυμήθηκε σα σε όνειρο
την ευτυχία των στιγμών εκείνων
όταν πετώντας την ποδιά της πέρα
γυμνή και ολοπόρφυρη πυρώνει:
την ταραχή που φέρνει στους ανθρώπους
τη μελωδία των πυροσβεστικών και των ασθενοφόρων
τις θρηνωδίες… τις κραυγές…
Τι απόλαυση!

Αμέ τα πέρα δώθε των ταλαίπωρων θνητών
που κουβαλούν νερό με κουβαδάκια
λες και να σβήσουν θέλουν μιας φουφούς τα κάρβουνα…  

Όλα έτοιμα για πανδαισία μιας ή δυο νυχτών!  
Ν’ αρχίσει όμως από πού;
Εδώ κάτι σκουτιά…
Εκεί πέρα ξύλα… πυροτεχνήματα πιο κει…
Το κτίριο μιας εφημερίδας παραδίπλα…  

…Λοιπόν…  θ’ αρχίσει από κείνα να ξερά χορτάρια.
Το απολαμβάνει να κοιτάζει έπειτα
να ψάχουν την εστία της να βρούνε …

Μόνο βροχή καμιά
θα ήταν ικανή τη γνώμη της ν’ αλλάξει.
Αλλά  μπα! Τέτιον καιρό βροχή σ’ αυτό το μέρος…
αποκλείεται! Ύστερα
με τον ουρανό καλά τα πάει.

Και τράβηξε για τα ξερόχορτα.





    ΡΗΣΕΙΣ
"Αν δε χτίσεις σπίτι κι αν κορίτσι δεν παντρέψεις
δεν έχεις κάνει τίποτα στη ζωή σου"
λένε οι άνθρωποι.

Πήρα ένα στίχο μου κι εγώ
και πλάι τον έβαλα στο σπίτι το μεγάλο
της οδού Κτιστών
του τόπου Γη.
Την άλλη μέρα παραρτήματα οι εφημερίδες:
"Γιγάντιο οικοδόμημα πλάι σε σπίτι συμπολίτη
μας μες σε μια νύχτα-
θαύμα ή ομαδική οφθαλμαπάτη;"

Και πια το στίχο μου πάλι επήρα
και πάλι μες στο ποίημα τον έβαλα
ώστε και τους θνητούς να επαναφέρω
στην πρότερή τους απλοπάθεια και αποπλάνηση,
και να κοπάσω τις πικρές
τις θρηνωδίες του ποιήματος
απ’ όπου αυτόν το στίχο είχα βγάλει.



ΚΟΛΥΜΠΙ
Πόσο καλά οι άλλοι κολυμπάνε!
Μες στο νερό πλέκουν στροφές κάνουν,
βουτούν, ξαναβγαίνουν, χαριεντίζονται.

Εκείνος δύσκολο πολύ το βρίσκει όλα αυτά να κάνει.
Μιά αντίσταση
κάθε του κίνηση περιορίζει.
Και ούτε την ευελιξία, ούτε την αλαφρότητα
των άλλων έχει.

Πολύ αυτό τον θλίβει. Και τα χρυσόψαρα
γύρω από κείνους μόνο τριγυρνούν.

Μα θλίβεται αδίκως. Αυτός
στα ρηχά όχι, μα στα βαθιά κολυμπάει.
Και κει οι κινήσεις του δεν δυσκολεύονται.
Και αν ούτε χρυσόψαρα εκεί πηγαίνουν,  
μα ανάγκη-
τέτοιο όποιος γνωρίσει βάθος-
δεν έχει από χρυσόψαρα κι ευελιξίες.




                        ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ

Πίσω να πάω ήθελα πάντοτε στο χωριό μου
Και να! η ώρα έφτασε. Ταξίδι ξεκινώ.
Άλλα σημάδια ήξερα όμως εγώ του δρόμου
Και το ταξίδι ήτανε, μου εφάνη, μακρινό.

Πλησιάζοντας τ’ αρώματα περίμενα να νοιώσω
Που του χωριού μου οι πλαγιές την Άνοιξη σκορπάν,
Μα λιβανιού τη μυρωδιά μυρίζω τώρα-α! πόσο
Αλλιώς ειν’ όλα!  Κι άνθρωποι στον ώμο τους με παν.

Αρνιών τα κουδουνίσματα περίμενα στη στάνη
Και θυμιατήρια αντίς γι αυτά στ’ αυτιά μου αντηχούν.
Μιλήματα παλιόφιλων σε ξερικό μποστάνι,  
Τώρα τροπάρια ακώ να ηχούν-παπάδες να μιλούν.

Βγάλτε με! Βγάλτε με από δω! Εγώ δε θέλω χάρο
Εμέ δεν πρέπει χώσιμο βαθιά στην κρύα γη
Απ’ τη ζωή ακόμα εγώ έχω πολλά να πάρω
Τις νύχτες πήρα όλες της-δεν πήρα μιαν αυγή.

Αν με το μέτρο της χαράς τη ζήση εσείς μετράτε
Ιδέτε το δισάκι μου κενό από χαρές.
Δεν έζησα. Να θάψετε πέστε λοιπόν ποιον πάτε
Φτιάχνοντας πίσω του μακριές αργόσυρτες σειρές;

Αν πάλι οπωσδήποτε σεις πρέπει να με θάψτε
Βλέπετε κείνα τα μωρά που κλαίνε για βυζί;
Ειν’ οι χαρές μου οι ορφανές. Τρίδιπλο τώρα σκάψτε
Λάκκο βαθύ και βάλτε μας κι αυτές και με μαζί.

Και κει, στου τάφου την ερμιά, στο τρίσβαθο σκοτάδι
Ίσως εκεί ένα άλλο φως να έβρω μυστικό
Και την αυγή που έψαχνα να τήνε βρω στον Άδη
Και οι χαρές μου πιόμα εκεί να βρουν μεθυστικό.



ΠΑΕΙ  Ο ΚΑΙΡΟΣ

Πάει ο καιρός που πίστευες ότι θ'  αγαπηθείς
Πως-δε μπορεί-αμίαντος κάπου σε περιμένει
Ο ωκεανός του Ερωτα-απέραντος, βαθύς
Με μέσα του για σένανε μια αγάπη φυλαγμένη

Πάει ο καιρός που πίστευες πως κάπου καρτερεί
τους δρόμους αγναντεύοντας, για σένα μια νεράιδα.
Πάει ο καιρός που πίστευες πως θάρχονταν καιροί
Που της ψυχής θα φείδονταν της θλίψης τα σκοτάδια.

Πάει ο καιρός. Έχλώμιασε της πίστης η θωριά
Κι η που την έτρεφε ζεστή έσβησε πια ελπίδα
Πουλιά που λησμονήθηκαν στης ζήσης το βοριά
Φωλίτσες που τις σάρωσε του Χρόνου η καταιγίδα.

Πάει  ο καιρός. Αλάργεψαν οι ώρες της χαράς
Και  τόσο επέρσεψε πολύ το μίσος στην ψυχή  σου
Που όσο κι  αν  τώρα προσπαθείς βλέπεις πως  δε χωράς
Από την πύλη  τη  στενή να έβγεις της αβύσσου.



ΥΠΟΘΕΣΙΣ ΒΙΑΣΜΟΥ

Κάθε Πυθία είχε ως γνωστόν
Τον θείο Απόλλωνα για σύζυγο της
Κι οφείλουμε το θάμα των χρησμών
Στο σμίξιμο μ’ αυτόν το ερωτικό της.

Κι ήταν αμόλυντη-κι ήταν αγνή
Κι ήτανε στο θεό δοσμένη όλη
Κι ήταν γι αυτήν οι δάφνινοι αχνοί
Το θείο της συζυγικό ροσόλι.

Μα κάποιος Εχεκρατής, Θεσσαλός
Ξύπνιο παιδί και μάγκας απ’ τους πρώτους
που διόλου δε λογάριαζε ασφαλώς
Μαντεία και χρησμούς και δάφνης κρότους,  

Μία Πυθία που γούσταρε πολύ
Ευθύς την απαγάγει και τη βιάζει.
Κι έτσι παρθένα ως ήταν και δειλή,  
Πολύ ο Θεσσαλός το διασκεδάζει.

Διαδόθηκε το πράγμα παρευθύς
Και όλοι λέγαν: «Ιεροσυλία!»
Μον' ένας Δέλφιος, τύπος ευθύς
"Μπράβο του τύπου!" λέει με μανία.

Οι μπάτσοι τόνε πιάνουνε λοιπόν
Και μια και δυο τον παν στο δικαστήριο.
Φτάνει η σειρά του. «Δέλφιος!» "Παρών",
Και, «Ασέβεια» το κατηγορητήριο.

« Λοιπόν τι έχεις ν’ απολογηθείς;»
 Ο δικαστής του λέει αγριεμένος.
«Κυρ-δικαστή το ξέρει ο καθείς
Με τους Θεούς πως δίκαιο έχω μένος:

Γιατί, οι βρωμιάρηδες, πόσες φορές
Δεν ήρθανε σε μας πόθο γεμάτοι
Και δεν αγκαλιαστήκαν με θνητές
Πάνω σ’ ανίερου έρωτα κρεβάτι…  

Γιατί να μη μπορούνε κι οι θνητοί
Με τους Θεούς να κάνουνε τα ίδια;
Εμείς τους πλάσαμε. Λοιπόν γιατί
Δικά τους να γινόμαστε παιχνίδια;  

Γι αυτό μπροστά σας πάλι θα το..πω-
Μπράβο στον Εχεκράτη πούχει αλλάξει
Λίγο τον παλαιό στραβό σκοπό
Κι απ’ την ντροπή μας έχει απαλλάξει.



ΣΤΟ ΘΕΟ ΕΡΩΤΑ

Αν ήσουν δίκαιος Έρωτα
δεν έπρεπε να δώσεις
την εδική σου πεθυμιά
σε με, ούτε ν' απλώσεις
μπρος μου του πόθου το στρατί
λεύτερο από 'μπόδια
και, σαδιστή πορνοθεέ
να μη μου δώσεις πόδια.

Σκύλε θεέ αφού ήθελες
να με κορέσεις πόθο
για της γυναίκας το κορμί
ας μ' έκανες να νιώθω
την πλήρωσή του-άτιμε,
ας μ' εκανες ωραίον
το νέκταρ όλο να τρυγώ
των ποθητών θηλέων,
 
και τη λαχτάρα της καυτής
της σάρκας να κορέσω-
υποκριτή, πουτάνας γιε
ας μ' έκανες ν’ αρέσω.
Ή πάλι αφού άσχημον
μ' έκανες, κράτησέ με
μακριά απ' του πόθου το χορό
και κει παράτησέ με.

Τωρα τη φλόγα που με καίει
πώς άλθιε να τη σβήσω;
Και πώς εγώ γλυκές χαρές
αγάπης να τρυγήσω;
Γι αυτό κι εγώ κολοθεέ
φωνάζοντας στο λέω
πως είσαι η λέρα τ' ουρανού
με λάμδα κεφαλαίο.



            ΤΟ ΔΕΝΤΡΑΚΙ...

Η ζωή μου ήταν κάμπος ερμιός.
Τόσο έρμος που λες: «γιατί υπάρχει»;
Ούτε ένας επάνω του ανθός,
πράσινη ούτε μικρούλα του μι’ άκρη.

Μα στο χώμα του αυτό το ξερό
φέτος φύτρωσε κάποιο δεντράκι-
πρασινούλι, ομορφούλι, χλωρό,
σα νιογέννητο ένα μωράκι.

Κι αχ! τι ρίζες απλώνει τρανές!
Κι αχ! αμέσως πώς φύλλα γεμίζει!
Στις φρυγμένες μου πώς τις πλαγιές
της σκιάς την ευλόγια χαρίζει!

Κι ό,τι πλούτη εκρατούσα βαθιά
και κανείς  δεν μπορούσε να έβρει,
με τις ρίζες του αυτές για σπαθιά
ένα δέντρο μικρούλι κουρσεύει...
\





ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΣ
(Λος Άντζελες 1994)

«Oι γιατροί είναι το εκτελεστικό όργανο της Μοίρας» είπε.
Θυμάμαι ήθελα κάτι να πω.
Κάτι να συμπληρώσω.  
Τι, δεν ήξερα.  

Πέθανε από καρκίνο.

Φεύγοντας από την πατρίδα
πήρα το μνήμα του μαζί μου.

Άφησα την ψυχή και την καρδιά μου άστεγες
σαν Νύμφες απ’ τα στέκια τους διωγμένες
κι έφερα το κορμί μου και το πέταξα
βορά στ’ ατσάλινα σαγόνια
(ε, όσο και να πεις
μήπως και οι εδώ καλοπερνάνε;)

Και μέσα από φαντάσματα εγκλημάτων
και μέσα από σκιές αδικιών
και μέσα από συστήματα ενοχών περνώντας,
ανυπόστατων,
έφτασα μπρος στον μπρούτζινο ζυγό.

Και πώς ζυγίζονται οι Ψυχές;
Και πώς ζυγίζονται οι νύχτες οι αξημέρωτες;
Και πώς τα δάκρυα που πια έχουν στερέψει;

Τώρα γνωρίζω τι ήθελα να συμπληρώσω:
«Κι οι δικαστές Δημήτρη… Κι οι δικαστές…»



ΤΟ ΠΑΡΤΙ
 
Θα κάνω ένα πάρτι πεθαμένων.
Στο δώμα μου που σάβανο μυρίζει  
στο φως δύο κεριών μισολιωμένων  
θα κάνω ένα πάρτι πεθαμένων.

Θα 'ρθει ο Βαγγελάκης του Βασίλη
θα έρθει ο Βαγγέλης του κυρ-Κώστα
θα έρθει η Θοδώρα της Τασίας
θα έρθει ο χλωμός ο Λεωνίδας.

Θα 'ρθεί ο Κουρβετάρης ο Δημήτρης
θα έρθει ο Βασίλης ο Αρβανίτης
θα έρθει ο Παπαδόπουλος ο Λάκης
και βέβαια ο Κολλιόπουλος ο Σταύρος.

Θα έρθει ο Χαράλαμπος της Μάρθας
θα έρθει ο "Ψεύτης" της ογδόης τάξης
και θα 'ρθει ανυστερόβουλα σκορπώντας
το λόγο τον καλό του ο Κοντογιάννης.

Στ' αδύνατα χεράκια του κρατώντας
μιαν άσκαστη παλιά χειροβομβίδα
που έλιωσε το αθώο του κορμάκι
θα 'ρθεί ο Βαγγελάκης του Βασίλη.

Αμίλητος ο Βάγγος του κυρ-Κώστα, '
κοσάχρονο σεμνό παλικαράκι
θα σέρνει τη βαριά του αναπηρία
επάνω στο μικρό του καροτσάκι.
 
Στα δάχτυλα η Θοδώρα θα μετράει
τις μέρες της ζωής της που απομένουν
προτού πάνω στα σίδερα του τραίνου
το άσχημο-ως θαρρεί- ρίξει κορμί της.

Ο Λέων, με το μαύρο του κουστούμι,
το μαύρο του το αίμα θα κοιτάζει
που δένοντας με μια τετραλογία
του βάφει κυανά τα δάχτυλά του.

Θα έρθει ο Κουρβετάρης-θα μιλάει
ταχύτατα που δε θα εννοούμε
τι θέλει να μας πει-οι εξετάσεις
έδειξαν κάποιον όγκο στο κεφάλι.

Γελώντας ο Αρβανίτης ο Βασίλης
θα δώσει μια παράσταση αστεία,
σοφός ο Παπαδόπουλος ο Λάκης
φωνάζοντας σχεδόν θα ρητορεύει.

Τη θάλασσα ο Σταύρος θα μας λέει
ποτέ τη φοβερή πως δε φοβάται,
θα κάνει ο Χαράλαμπος αστεία,
ο "Ψεύτης» μ' εξισώσεις θα μιλάει.

Θα κάνω ένα πάρτυ πεθαμένων.
Στο δώμα μου που σάβανο μυρίζει
στο φως δύο κεριών μισολιωμένων
θα κάνω ένα πάρτι πεθαμένων.



                  ΝΕΑ ΛΕΞΗ

Εμπρός οι γλωσσολόγοι όπου γης!
Καθένας το μυαλό του ας κεντρίσει
και το διπόδαρο το ζώο ευθύς
με λέξη νέα μια ας ονοματίσει.

Ο άνθρωπος κοιτούσε με τα μάτια
κι όχι με γίγαντες φακούς τ’ αστέρια.
Ο άνθρωπος δε ζούσε σε παλάτια
και δεν του  μοσκομύριζαν τα χέρια.

Με το υνί ο άνθρωπος το χώμα
το σκάλιζε και τάιζε το κορμί του.
Αλήθειες μόνο του έλεγε το στόμα
κι ήταν το πρόσωπό του το σπαθί του.

Τα πόδια του είχε για να τον πηγαίνουν
τα χέρια του τ’ αμπέλια ετρυγούσαν
κι είχε τα ρόδα για να τον ευφραίνουν
και μυρωδιές του δάσους τον μεθούσαν.

Σαν αγαπούσε άστραφταν τα σκότη.
Σαν έκλαιγε η Πλάση εσκοτιζόνταν.
Και ήταν η γυναίκα σκέψη πρώτη
και άμετρη η χαρά του όταν ερχόνταν.

Κι όταν το φως του ένιωθε να σβήνει
κι όταν την ύστατη άφηνε πνοή
ήξερε πως θα έβρει τη γαλήνη
που ήρθε και του τάραξε η ζωή.

Εμπρός οι γλωσσολόγοι όπου γης!
Καθένας το μυαλό του ας κεντρίσει
και το διπόδαρο το ζώο ευθύς
με λέξη νέα μια ας ονοματίσει.





ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ
ΣΤΗ ΣΠΑΡΤΗ ΣΤΙΣ 16-7-1960
ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΔΟΥ ΑΓΙΔΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΤΡΙΑ

Σπάρτη. Ιούλιος. Μεσημέρι. Έξω ο ήλιος πυρπολεί.
Τη 'λαφριά της 'εχει βάλει η πολιτεία περιβολή
και πουλάει το κορμί της στον Ευρώτα για δροσιά.
Έξω καίει, φουντώνει, βράζει, αναλιέται η δημοσιά.

Το σπίτι όλο ησυχάζει. Θα κοιμάται ο παππούς.
η γιαγιά θα ψιθυρίζει μονολόγους μυστικούς.
Θα πυρώνουνε στον κήπο τα σπυριά κάθε ροδιού
κι ο χυμός θα ζεματάει του μελάτου καϊσιού.

Το δωμάτιό μου όμως καταφύγιο δροσερό
κι όσοι ζήσανε στη Σπάρτη μια φορά κι έναν καιρό
είναι τώρα εδώ μαζί μου κι ο καθένας αρχινά
τη δική του ιστορία να μου λέει σιγανά.

Και μαθαίνω απ’ την Ελένη ότι πόθος εκείνης
η ιδέα μιας περιπέτειας ήτανε θαλασσινής.
Και μου λέει ο Λεωνίδας πως στους δρόμους τριγυρνά
και τους νόμους καταριέται που τον στείλαν στα στενά.

Κάποιο όχημα περνάει και στριγγλίζουν οι τροχοί.
Η στριγκλιά τους σαν σειρήνα στο δωμάτιο αντηχεί.
Μια στιγμή της ησυχίας χαλαρώνεται η πυγμή.
Ένας σφάλαγγας τρυπώνει μες στου τοίχου μια ρωγμή.

Στο τραπέζι πάνω στήσαν οι θεοί ένα ναόν
και σχεδιάζουν νίκη Τρώων και χαμό των Αχαιών.
Αλλά γνώμη ίσως ν' αλλάξουν μέχρι αύριο το πρωί.
Φέρτε νέκταρ… αμβροσία… α! τι Τρώες τι
Αχαιοί…



ΣTON BIG ONE ΤΟΥ ΕΛ ΕΪ
Σεισμέ των τεσσεράμισυ πρωί
της δεκαεφτά Γενάρη,
μεγάλε Καρχαρία στη μικρή
λίμνη μας δίχως ψάρι,

καλώς μας ήρθες δύναμη τυφλή
για να μας δείξεις πάλι
πως δόξα, περιουσίες και τιμαλφή
είναι καπνός κι αιθάλη

κι ότι το μόνο φως το αληθινό
και ανεσπέρως λάμπον
το ταρακούνημα είναι το δεινό
λόφων βουνών και κάμπων,

και πως τα όντα εμείς τα «λογικά»
του κομπασμού του τόσου
γελοία είμαστε μηδενικά
στο μένος το άλογό σου.








ΑΣΚΟΠΗ



Μες  σ'   ένα  διάδρομό   μου  ξένο
βρίσκομαι. Κάποιον  περιμένω.  
Και   βλέπω ως   στέκω αποκάτου
απ’   τα χρυσά- παράθυρά  του
 
χρωματιστά φορεματάκια
να ’ναι γεμάτος. Κοριτσάκια
μικρούλες βγάζοντας φωνίτσες-
κάνουν στο διάδρομο   βολτίτσες.

Γεμάτα ρώμη  και   υγεία
περνούν δυο δύο, τρία τρία-  
παιδιά στη  νιότη   τους  την  πρώτη
γεμάτα σφρίγος κι   αθωότη.

Παιζογελώντας  περπατάνε
και με  βιβλία στο χέρι  πάνε
να διδαχτούν στα εργαστήρια
της επιστήμης τα μυστήρια.

…Φύγαν. Ο  χώρος μοιάζει τώρα
μια παγωμένη νεκροφόρα  
και  τα χρυσά του  παραθύρια
λειψάνου  κρύα λιβανιστήρια.

Μία εικόνα που στη μνήμη
σαν άλλες τόσες θε να μείνει
κι άχρηστη  κι  άσκοπη  εκεί  πάνω
θα  στέκει  ώσπου  να πεθάνω.

Λος Άντζελες Μάης 1988









Η ΓΡΙΑ

Βγήκε η γριά ν’ αγοράσει τσιγάρα.
Δόντια σαν ξεδοντιάρα τσατσάρα.
Κλαρωτό ένα φουστάνι φοράει
και καθένας μαζί της γελάει.

Βρε γριά, γιατί ακόμα καπνίζεις
και Μελεάγριο δαυλί μας θυμίζεις;
Και γιατί σαν να ήσουνα νέα
περπατάς, και σαν να ’σουν ωραία;

Μα κοντά στα κουσούρια της όλα
η γριά μας κουφή είναι κιόλα
κι όσο φτάνει στον Όλυμπο ο μπάτης
τόσο φτάνει η φωνή μου στ’ αυτιά της…

Να την! τώρα που στέκοντας κάπου
με μανία τραβά προς τα κάτου
τo φουστάνι της που ’χει ανέβει
και δεινά για το σύμπαν χαλκεύει.







. Ο ΕΛΛΗΝΑΣ


Την ύπαρξή του μια ελαστικότητα ποτίζει
που τον κάνει παντού να ταιριάζει
 και σε όλα να προσαρμόζεται.

Κάποια δύναμη τονώνει την ανεπάρκειά του
δίνοντάς του την αντοχή να κοιτάζει ακόμα γύρω,
τα χρυσά θαυμάζοντας παιχνίδια
και τους ασημένιους κύκλους  των ασεβών συναναστροφών.

Τα δίχως κουρτίνες παράθυρά του ατενίζοντας,
σαν μέσα σ' ένα κλουβί
στο άπειρο πεταμένο
νοιώθει.

Κι είναι ως, παίζοντας, κάποιοι
να παρασπονδούν
και απέξω περνώντας,
ένα ξεροκόμματο κάποτε να του πετάνε.




ΤΑ ΑΠΑΝΤΑ

Είπα να εκδώσω τα άπαντά μου.
Μα το μεγάλο πρόβλημα:
Ποιους στίχους μου να εκδώσω-ποιους ν’ αφήσω!

«Αυτό το ποιηματάκι είναι καλό!», λέω ας πούμε.
Μα τη στιγμή την άλλη: «τι λέω ο βλάκας… χάλια έχει…»
Πάλι μετά από ένα ξαναδιάβασμα: «Καλό είναι»
Αλλ’ αμέσως: «…δεν αξίζει. Όχι. Μένει…»

Δισταγμοί και αποφάσεις ατελείωτες.
Αν κάποιος ήθελε να μου αποσπάσει κάτι
την ευκαιρία του θα ’χε τούτο τον καιρό
έτσι που αδύναμος μ’ αυτά και ζαλισμένος είμαι.

Α! Και να ’χα γράψει όσα εμπνέομαι τις ώρες
που ο τόπος άβολος κι ο χρόνος είναι!
Τότε όλα και ανεξέταστα θα μπαίνανε!

Έτσι μου ’ρχεται να εκδώσω δέκα τόμους
με τα φύλλα τους λευκά!










ΖΩ ΑΚΟΜΑ

Ζω ακόμα όχι διότι
την καρδιά έχω γερή
ή φουρτούνες δε με βρήκαν
είτε δύσκολοι καιροί.

Ζω ακόμα μόνο διότι
όπως όλοι οι άλλοι εγώ
δεν εγνώρισα τη νιότη
και ακόμα καρτερώ.















ΝΎΧΤΑ 9-10-98

ξέρετε πόσα καράτια έχει η ξενιτιά; είκοσι τέσσερα
ξέρετε πόσες ειν’ οι έξοδοι κινδύνου της; δεν έχει.

ο βρόχος ταλαντεύεται σε κάθε αγεροφύσημα
μέσαθέ του περνάνε
κουβαλώντας στο φτερό τους ό,τι φανταστείς,
πουλιά
με δυσανάγνωστα ονόματα σε ταυτότητες φθαρμένες
ξεκουράζονται πάνω στο σκοινί όπως σε νησί όταν μεταναστεύουν
τότε το ταλάντεμα παίρνει άλλον ρυθμό
που ως να προλάβει να στεριωθεί κι αυτός
οι δυο εικόνες ζαλίζουνε το μάτι και θολώνουνε το νου
τέτοιο ταλάντεμα μπορεί ακόμα να το προκαλέσει
ένα κουφέτο ή το κλάμα ενός μωρού-
πράγματα τόσο τραγικά στη βαθιάν ουσία τους,
όσο καλόδεχτα στο μασκάρεμά τους

απόψε ήμουνα παν’ από πρόσωπα και ιδέες
στο χώρο που το Τίποτα απλώνει-κι είδα
μέσα του σπόροι εφιαλτικοί και τερατώδεις να πλανιώνται
φαντάσματα ακόμα αγέννητων μορφών
και «μορφές» εδιάβαζες
και «σπίτια» και «γράμματα»
κι ένα σα μέσα σε αχλύ κρυμμένο σπέρμα
«Λόγος»
έγραφε πάνω του διστακτικά

βέβαια το να τρέξει κανείς για να ξεφύγει είναι η πρώτη σκέψη
όμως πού να πας-τα χέρια πίσω δεμένα, τα πόδια ξέψυχα
και-λες να χρειαζότανε κι αυτό-
η θάλασσα απέραστη μπροστά

ο θάνατος ειν’ ένα άγριο σκυλί αν δεν του πετάς
που και που καμιά πέτρα να φοβηθεί
θα σε φάει

και η ζωή είναι καλή έχει τις παγίδες της
τις ορέξεις, τους διαλογισμούς της,
τα νεύρα της καμιά φορά
στο βάθος δεν είναι μεγάλη συφορά
να είσαι ζωντανός
οι χάντρες στον σκοτεινό της λαιμό
λάμπουν σαν μπάλες πολύχρωμες σε πανηγύρι
το γέλιο της δεν είναι πάντοτε σαρκαστικό
και το σακούλι των ελπίδων της ξέχειλο-απλώνεις
και παίρνεις όσες θέλεις-ασυλλόγιστα
τώρα θα πεις γιατί μιλάω έτσι για τη ζωή
πρώτα δεν κινδυνεύω να μ’ ακούσει κι ύστερα
ας ακουστούν για λόγου της και μερικές αλήθειες

δε θρέφει ο καρπός τη ρίζα αλλά η ρίζα τον καρπό
οι χυμοί στα τριχοειδή ανεβαίνουν δεν κατεβαίνουν
τα κύματα του ατλαντικού στέλνουν τον αφρό τους
κατά τον άλλο κόσμο-ο αέρας φυσάει δυτικά
αυτά είναι ξένα για τα ρομπότ που ροκανίζουν ανθρώπους
και για το Χρόνο, που άνετα ροκανίζει και τους δυο

στιγμιότυπα
«θυμάσαι τις χάντρες;»
«όχι»
«καλά
γιατί δεν υπήρχαν χάντρες»
άλλο:
«ο κύριος βαρόνος έχει επιληψία»
«αλήθεια;»
«δεν ξέρω ο κύριος βαρόνος δεν έχει επιληψία μα να πούμε κάτι…»

α! τυχεροί που είμαστε που δε μιλούν οι πεθαμένοι-
που δεν έχουνε φωνή που ν’ ακούγεται από τ’ αυτιά μας
και που όταν με το στόμα το δικό τους κάτι πούνε
μόνο οι άλλοι πεθαμένοι τους ακούν και ακόμα
κάποιοι ζωντανοί που εντός τους σέρνουν πεθαμένους

οι αρμοί του κόσμου σκουριάζουν οι ρόδες του φθείρονται
οι κήποι του γεμίζουν αγκαθερά ξερόχορτα
Σκουριά, Φθορά, Ξέρα
λίγα βρύα μόνο πάνω τους θυμίζουν ζωή

όλα καλά
μα να φεύγεις νικημένος-αυτό μετράει.
έξω κι αν η νίκη είναι ήττα…

κλειστός ουρανός κλειστές λέξεις κλειστά νοήματα-όχι νοήματα
πώς να καταλάβεις;
ανηφόρες, πείνες, αποχωρισμοί, ερείπια
πώς ν’ ανασάνεις;

«έλα λοιπόν εδώ να δεις πώς ζούμε» της έγραψε
«να δεις πώς από μια κλωστή μονάχα κρατημένοι
σεργιανάμε με καμάρι τη ζωή μας, απλώνοντας
ψηλαφητά το πόδι σα σε ναρκοπέδιο, μη σκοντάψουμε
και πέσει η ζωή μας και τη χάσουμε
τη μοναδική

έλα λοιπόν εδώ χωρίς άργητα-
μας προλαβαίνεις δε μας προλαβαίνεις
γιατί όλα εδώ είναι ανάποδα φτιαγμένα
τα σκοτάδια μας γνωρίζουνε
τα περιβόλια μας έχουν ξεχασμένους
όταν μας πέσει κάτω το μαντήλι μας
δε σκύβουμε να το σηκώσουμε
τους επαίνους
τους ακούμε αδιάφορα
και αστόλιστοι
μπορούμε να πάμε και σε γάμο ακόμα
έλα λοιπόν εδώ χωρίς άργητα
μας προλαβαίνεις δε μας προλαβαίνεις
γιατί όλα εδώ ξένα είναι και γι αυτό
γίνονται όπως πρέπει
κι αν κάποιος μας κακολογεί τόνε λυπούμαστε
όχι από υψηλοφροσύνη τάχα μα γιατί
χάνει τα λόγια του άσκοπα-ο καημένος
έλα, μας βρίσκεις δε μας βρίσκεις
εδώ που τα λέμε υπάρχουν και στιγμές
που η ζωή μας ξεγελάει ακόμα με κάτι πράγματα
σαν άνθη που μπερδεύονται με το χιόνι
σου είπα-ξεγελάσματα
όνειρα από θύμησες φτιαγμένα
μνήμες που ξανάρχονται σαν ζωντανές
κι αφού η ζωή λοιπόν μοιάζει με θάνατο
λέμε καμιά φορά μήπως μπερδέψαμε τις λέξεις
μα κι έτσι πάλι
ότι ελέγαμε για τη ζωή καθόλου δεν αλλάζει
μόνο που τώρα θα το λέμε για το θάνατο
μα ούτε τα παιχνίδια αυτά δεν μας τραβάνε πια
κι αν θέλεις να μας περιγράψεις με μια λέξη, να τη:
παραδομένοι
και πώς όχι- ας μάχονται
όσοι ακόμα δεν εξόδεψαν όλες τις ήττες τους»

οι νόμοι της Φυσικής αδιαφορούν για τα βιβλία που τους περιγράφουν
οι νόμοι της ζωής αδιαφορούν για τους ανθρώπους που διαφεντεύουν
το αχ δεν έχει παράσταση στις εξισώσεις της Φυσικής και της Χημείας
ούτε μπορούν οι νότες να το περιγράψουν
φωλιάζει στην ψυχή-εκεί που δε χωράνε
τα τεχνητά φθαρτά
και ούτε φθόγγος είναι ούτε αριθμός αλλά βέλος
που διατρυπάει την απεραντοσύνη
(το ρολόι μας δε φοράει προσωπίδα-οι χτύποι του
είναι χτύποι τσεκουριού σε κούφιο γέρικο κορμό)

«για συζήτηση μην κάνεις σκέψη
μιλάει κάποιος και κανείς δεν τον ακούει
κι αν τον ακούει δεν τον εννοεί
άλλες έννοιες κλείνει για τον καθένα η ίδια λέξη
ανάλογα με την ηλικία, τη μόρφωση, τις εμπειρίες του
και μοιάζουμε όταν μιλάμε σα να παίζουμε
εκείνο το παιχνίδι που σ’ ένα χαρτί
γράφει ερωτήσεις ένας κι ο άλλος απαντήσεις
διασταυρώνοντάς τες ύστερα στην τύχη
καταλαβαίνεις, κι αν τυχαία κάποιο ταίριασμα υπάρξει
πάλι σε κατανόηση δεν οδηγεί αλλά επισφραγίζει
τη δυνατότητα διαφόρων απαντήσεων στην ίδια ερώτηση
έτσι το μόνο που μπορούμε
είναι να καθόμαστε αμίλητοι ένας απέναντι στον άλλο
και αυτή η στάση μας-όπως θα δεις-μας δίνει
μιαν αξιοπρέπεια που δεν έχει ο λόγος
ελα να μας δεις»

καλή η Αθήνα μα καλή κι η Έδεσσα
οι πλατείες της λάμπουν χλωμά τα φθινοπωρινά απογέματα
τα ροδάκινα ένας μικρός ήλιος το καθένα
οι καταρράκτες της ανύπαρκτοι όπως η ύπαρξη
του Μεγαλέξαντρου η ανίκητη ορμή τραντάζει ακόμα τη γη περνώντας
μα πόσο ακόμα οι λάμψεις;
ως πόσο οι πλατείες και τ’ απογέματα;
σφυράει το τρένο
ο αποχαιρετισμός
ιλαρός γιατί εγκαταλείπονται μηδενικά και εικασίες
και γιατί το τρένο είναι το μεγαλύτερο μηδενικό

μερίδιο στην ευτυχία δεν έχει ο χορηγός
η ευτυχία δεν έχει μερίδιο στη ζωή

τιποτένιοι απατεώνες μας πήρανε το πορτοφόλι.
με μέσα του όλα τα χαρτιά: αποδείξεις
κάρτες, τα εισιτήρια του θεάτρου, το σημείωμα
με τις δουλειές που έπρεπε να γίνουν
και ξέρουμε-όλα τα πέταξαν εκτός από τα χρήματα που βρήκαν μέσα
αν τουλάχιστον χανόταν κανείς από κάτι μεγάλο…

το βράδυ όταν σβήνουμε το φως χάνεται ο κόσμος
τίποτε τότε δεν υπάρχει
οι χώρες μένουν μόνο στο μυαλό
(και κείνο όλοι ξέρουμε το τι σκαρώνει)
το ίδιο και οι άλλοι χώροι
μένει ο δικός μας κόσμος μόνο-το δωμάτιό μας
ή το κρεβάτι με το σώμα μας επάνω
ή το σώμα μας μόνο χωρίς τίποτα
έξω ή μέσα του

επειδή χωρίς τη μνήμη δεν θα υπήρχαμε
γι αυτό καλώ τη μνήμη μοναδικό θεό
επειδή χωρίς τη μνήμη δε θα κέρδιζε
η αδημονία την υπομονή μας
το σκοτάδι το φως
ο θάνατος τη ζωή
επειδή η μνήμη γέννησε και μας και την ψυχή μας
την απληστία και την αγωνία μας
επειδή χωρίς τη μνήμη δεν θα υπήρχε ο κόσμος
γι αυτό καλώ τη Μνήμη τον Μοναδικό
ανήλεο θεό

ένα τεστ
ξενιτεμένοι είναι κείνοι που φεύγουν ή αυτοί που μένουν;
απάντηση: κείνοι που φεύγουν
αυτό, κι ας μην ξενιτευτείτε, πρέπει να το μάθετε
και ποιανού η κούπα έχει φαρμάκι κρύσταλλο αντί για πάτο;
του ξενιτεμένου, να το θυμόσαστε
και ποιανού το πρόσωπο είναι κείνο που είναι;
να ξέρετε, του ξενιτεμένου
για ποιον ο ήλιος είναι πηγή σκότους;
για ποιον του μαχαιριού κόβει και η λαβή του;
για ποιον στη γη επάνω δεν υπάρχει πανδοχείο;
για ποιον ο χειμώνας σέρνει πίσω του το πτώμα της Άνοιξης;
για το μετανάστη
να το ξέρετε
και ποιος είναι-ας το ξαναπούμε-
ο μετανάστης; κείνος που φεύγει ή κείνος που μένει;
κείνος που φεύγει-το θυμόσαστε, μπράβο


καλή είναι η Αθήνα
οι γειτονιές της έχουν ακόμα χρώμα
η ανάσα της έχει ακόμα ευωδιά
τόσο παλιά όσο το στρέβλωμα του νου
και όσο της ανθρώπινης δυστυχίας το μονοπάτι
είναι κι αυτό μια πρωτιά φανταχτερή για των θνητών τα μέτρα
καλή είναι η Αθήνα
με το τσιμέντο της
με τις εκκλησίες της, με τα νυφιάτικα μαγαζιά της,
με δυο άδειες τρύπες για μάτια, με ρουζ στα άσπρα ζυγωματικά,
με μάρμαρο στη θέση των ανθρώπων
κουφέτα, ανθοδέσμες, ρύζι, κώνειο, μηκώνιο
καλός κι ο ουρανός της Αθήνας-γαλανός
η περηφάνια του ντόπιου-η απόλαυση των τουριστών
οι περηφάνιες και οι απολαύσεις-δυο τραγανά κεράσια στη δλητηριασμένη τούρτα.

τη νύχτα δεν κοιμάσαι σε ξυπνάν τα ελικόπτερα
ψάχνοντας για φονιάδες και για κλέφτες
το φως τους εντονότερο από των άστρων
το μέγεθός τους πολλαπλάσιο του ήλιου
το βογγητό τους πιο βαθύ από τη θάλασσα.
γι αυτό οι άνθρωποι πιστεύουν στα ελικόπτερα
κι όχι στ’ αστέρια και στον ουρανό
γι αυτό οι αισθήσεις ειν’ ολέθριες-μας ξεγελούν
γι αυτό στραβά τα βλέπουμε όλα κι η ζωή
μας οδηγεί σε λάθος δρόμο-μα και τι
αν κοίταζε τ’ αστέρια
θα ’πεφτε μέσα σε γκρεμό κανέναν

«έλα να δεις τις μικρές μας φυλακές
τις μικροσκοπικές
που από λίγα μίλια μακριά δεν φαίνονται
ούτε αυτές ουτ’ εμείς μέσα τους
λέω για τα σπίτια που ’χουμ’ εδώ
κομψούλια καγκελάκια στα παράθυρα
συναγερμοί ηλεκτρονικοί που φτιάχνουν δίχτυ γύρω
η πόρτα με τρεις φραγμένη κλειδαριές
πίσω της το όπλο
κατ’ απ’ το μαξιλάρι το πιστόλι μας
έλα να δεις τις όμορφές μας φυλακές
με μόχθο από μας τους ίδιους σκαλιγμένες
πάνω στα κοφτερά του τρόμου βράχια
με περηφάνια γιατί τους εφτιάξαμε
μικρά όμορφα φρούρια
του κήπου το βράδυ τα φώτα αυτόματα ανάβουν    
στο πέταγμα των πουλιών της νύχτας
ή στο σούρσιμο κάποιας αλαφροπάτητης γατούλας
καθώς το γεύμα της ψωνίζει
μόνο εμείς δε βλέπουμε τον κήπο μας
γιατί μέσα του έκθετοι
θα ’μασταν στόχος
έλα να δεις τις μικρές μας φυλακές που μέσα τους
κλεινόμαστε πριν πέσει ο ήλιος
γιατί εδώ η σελήνη ο δικτάτορας απαγορεύει την κυκλοφορία
έλα να δεις τις φυλακές μας
πριν μας τις πάρει η τράπεζα γιατί εδώ
ως και τις φυλακές μας τις χρωστάμε
έλα να δεις»

έσπρωξε το καρότσι της με δυσκολία ως τ’ αυτοκίνητο
προσεκτικά έβαλε τις σακούλες στο καπό
μια ντομάτα κύλησε στο χώμα
την εκοίταξε, σκέφτηκε λίγο
στα σκουπίδια τέλος την πήρε και την πέταξε
πηγαίνοντας την έσπρωχνε ο αέρας κι έτρεχε άθελά της
γυρίζοντας επήγαινε αργά αργά σαν κολυμπώντας στον αέρα ενάντια
ή σαν να μάχονταν με το λεπτό της σώμα   
ν’ ανοίξει δρόμο μες στο πλήθος
τα μαλλιά της οριζοντιωμένα για πρώτηνε φορά κερδίζοντας
η επανάστασή τους στη βαρύτητα ενάντια
τέλος
με το μικρό της σώμα ταλαντευόμενο σα βάρκα σε νερού γρήγορα κυματάκια
εμπήκε στ’ αυτοκίνητο με δυσκολία
και συνενοχικά γελώντας μου όταν ξαφνικά με είδε,
έκλεισε την πόρτα του αυτοκίνητου
έβαλε μπρος
έφυγε
ήταν εκείνη η Κυριακή που ο νοτιάς είχε λυσσάξει

οι μετανάστες! τα παιδιά της Νύχτας κι οι αδερφοί των αστεριών!
ζιζάνια με κόπο ξεριζωμένα
που ξεραίνονται κατ’ απ’ τον ήλιο
το χωράφι τότε βγάζει καλόν καρπό
σοδιά καλή για τον παραγωγό με πλούσια κέρδη
ο ιδρώτας του αγρότη τότε δικαιώνεται


απόψε το φεγγάρι ήρθε και ’στάθη στο παράθυρό μου
όσα εκεί που έπεφτε το βλέμμα μου
τέτοια ωραία συμφωνία ήταν απρόσμενη
γι αυτό και αποκαλυπτική
ένοιωσα τότε πώς μπορούν
με τόσα πράγματα να παρομοιάζουν το φεγγάρι οι ποιητές
κάτι φωτεινό μες στ’ άφωτα τα πλάτη τ’ ουρανού
μπορείς με ό,τι θέλεις να το παρομοιάσεις
αφού ό,τι να πεις ταιριάζει όχι μόνο στου φεγγαριού
αλλά σε κάθε υποστάσεως τη μοναδικότητα

Τους φίλους μου τους είχα μέσα στο τσεπάκι του γιλέκου μου
σαν ρολόι χρυσό
χτυπούσαν εκεί δίπλα στους χτύπους της καρδιάς μου
καμιά φορά μπερδεύονταν οι δύο ήχοι- έλεγα
ας τους να μπερδεύονται, έτσι είναι οι φίλοι
να μην ξέρεις αν αυτοί είσαι εσύ ή εσύ εκείνοι
μια τέτοια εμπλοκή έλεγα είναι ευπρόσδεκτη
κι έτσι τραβούσε ο καιρός ώσπου μια μέρα
που είχε συννεφιά κι ο ήλιος δεν προσδιόριζε τις ώρες
αυτή τη μέρα θέλησα να δω τι ώρα είναι
τότε είδα
πως του ρολογιού μου οι δείχτες γυρίζουν ανάποδα
κι ότι χαμένος είμαι μες στο Χρόνο
το πέταξα κι εγώ και δόθηκα ολόβολος
στη νύχτα ή στη μέρα αδιαφορώντας πού

όταν έρθει η ώρα που όλα ησυχάζουν τότε είναι πολύ αργά
η άφωνη σάλπιγγα πρέπει μέσα στο σάλο να ηχήσει
κατόπι βλέπεις όλα από ένα επίπεδο πιο πάνω-κι αυτό
η δόξα είναι της ζωής για τους μικρούς ανθρώπους-κάτω βλέπεις ν’ αναδεύονται επιθυμίες αδιαμόρφωτες, πάθη θερμά,
πράξεις άσκοπες, ψευδαισθήσεις
και ο μικρός άνθρωπος-εσύ-
δεν μετράς πια στ’ ανθρώπινα

στις μεγάλες ηλικίες κανείς πρέπει να κάνει δίαιτα
όχι ξηρούς καρπούς, όχι λησμονιά όχι τσιγαριστά όχι εγκατάλειψη, όχι πολύ αλάτι, όχι αδιαφορία
χλωρούς καρπούς ναι, ελεημοσύνη ναι, βρασμένα χορταρικά ναι ψέματα καλοβρασμένα ναι ευγένεια ναι ζυμαρικά ναι
καμιά φορά μπερδεύονται τα πιάτα
άλλοτε κάποιος έχει αλλάξει ετικέτες στα μπουκάλια
ή κάποιο φαγητό τελείωσε
τότε τα πράγματα δυσκολεύουν
η διαδικασία αντιστρέφεται
τα ναι παίρνονται για όχι και τα όχι για ναι
μπορεί ακόμα και να ξαναγυρίσει κανείς για λίγο στην παιδικότητα

το δέντρο έξω από την κρεβατοκάμαρά μου ρίχνει τα φύλλα του
και τώρα φαίνονται τα πουλιά στα κλώνια του
να λυπηθεί κανείς για το θάνατο των φύλλων
ή να χαρεί για το φανέρωμα των πουλιών;

Επειδή όταν κανείς πεθαίνει τα πράγματά του μένουν ορφανά
αυτό δε θα πει πως δεν έπρεπε να πεθάνει
θα πει πως δεν έπρεπε να είχε ζήσει

αυτά δεν γράφονται για να εξασφαλιστεί μια ευπροσήγορη όαση
γιατί αν την ευπροσηγορία τη ζητάς
την έχεις κιόλας εξαντλήσει
γράφω για να μάθετε
για το μέλλον
ή για να κληροδοτήσετε τη γνώση στα παιδιά σας
για το μέλλον τους
κι έτσι κι αυτά ώσπου κάποτε
να μη φεύγουν οι άνθρωποι από τη ζωή αδίκιωτοι

ένας καλός λόγος χτυπάει κατάστηθα τη μοναξιά
αυτιά που δεν ακούνε τέτοιο λόγο απέξω
ψάχνουνε σε δικούς τους ήχους να τον βρουν
κι όταν τον βρούνε ειν’ αυτός ο λόγος ασταμάτητος
και ρέει ανυστερόβουλα
σαν το ποτάμι που κυλάει έτσι απλά κι ούτε γνωρίζει
πως γεωργοί ποτίζουν τα χωράφια τους με τα νερά του
κι όποιος θα πάρει το μαχαίρι να χωρίσει
το λόγο σε καλόν και σε κακόν
το αδύνατο του εγχειρήματος τόνε συνθλίβει

ξέρετε πόσα καράτια έχει η ξενιτιά; εικοσιτέσσερα
ξέρετε πόσες ειν’ οι έξοδες κινδύνου της; δεν έχει

ο βρόχος ταλαντεύεται σε κάθε αγεροφύσημα
μέσαθέ του περνάνε
κουβαλώντας στο………






ΕΛΕΝΗ
(Γριούλα στο χωριό Κούτελη Καλαβρύτων. Κυρ-Θιοφάνης ο σύζυγός της)

Διάβασα στη «ΦΩΝΗ» πως η Ελένη
πέθανε τάχα, λέει, κυρ-Θιοφάνη.
Όμως δε χάνεται και το βαγένι
όταν κρασί θα πάψει πια να βγάνει.

Στη θέση του για παντα αυτό θα μένει
κι έτοιμο να δεχτεί το μούστο θα ’ναι
αυτών που, απ’ τη Μοίρα διαλεγμένοι
μ’ ένα κρασί αλλιώτικο μεθάνε.

Κι έρχεται μες στα γύρω μου σκοτάδια
η φωτεινή κι ανέφελη μορφή της
κι ακούραστα γεμίζει όλα τ’ Αδεια
κι απλά κι αληθινά όλα μαζί της.

Όλο σκυφτή, σαν προσευχή να κάνει
σ’ έναν Θεό απ’ άλλους ξεχασμένον
ή σαν κρατώντας θερισμού δρεπάνι
καρπό να θησαυρίζει ευλογημένο.

Πάντα σκυφτή. Στο σπίτι και στο δρόμο,
στον κήπο, στο χωράφι, στο περβόλι,
σαν να εκράταε δέσμιες στον ώμο
Την Απονιά και την Κακία όλη.

Γι αυτό πονετικός κάθε της λόγος.
γι αυτό κάθε ματιά της καλοσύνη.
γι αυτό ποτέ και μάλωμα ή ψόγος
δε βγήκε από τα δύο της τα χείλη.

Γι αυτό και δε βοσκούσεν η Μοσκούλα
αν δίπλα της δε στέκονταν η Ελένη
(τα ζώα του λογικού δεν είναι δούλα-
με το θεό η ψυχούλα τους δεμένη).

Κι ένιωθες τη φωνή της απ’ την εγνια
λαφριά για λύπες άλλων να τρεμίζει  
καθώς θροΐζει μπόλια μεταξένια
του ζέφυρου το χάδι όταν τη ’γγίζει.

Πάντοτε καθαρό το σπιτικό της
το προκομένο της τόχε χεράκι
κι απ’ το μπουφέ για ξένο ή για δικό της
δεν έλειπε καφές και λουκουμάκι.

Βοηθός του άντρα της κι όχι δυνάστης  
σοφός του σύντροφος και συμβουλός του  
Κόσμου και Σιγουριάς γύρω του Πλάστης
σύμμαχος και ποτέ αντίμαχός του.

Και πάντα αγαπημένη μ’ όλους γύρω.
Και παντα αγαπημένη μ' όλα γύρω.
Και τίποτα γι αυτήν ξένο και στείρο.
Και τ’ Άγιο ευώδαε σιμά της Μύρο.

"Πέθανε" η Ελένη. Τίποτα όμως
γι αυτήν δεν άλλαξε: στην Ευτυχία
δεν οδηγεί κανένας άλλος δρόμος
πάρεξ αυτός που τράβηξε η Αγία.

Κι αν η ψυχή μου καυτερά δυό δάκρυα
έσταξε στ’ άκουσμα της κοίμησης της,
κι αν ως του απείρου αντήχησε τα μάκρια
ο σπαραγμός της άπελπης κραυγής της,

είναι γιατί μ’ Αυτής την απουσία
κι άλλη ανεκτίμητη μια σπίθα ακόμα
έσβησε από τη χόβολη τη θεία
που ’χει απομείνει πα’ στης γης το χώμα.

Και σπίθες πλέον τέτοιες δεν ανάβουν-
όλο μακρύτερα οι άθλιοι ανθρώποι
απ’ το θεό να τρέχουνε δεν παύουν
κι απ’ το θεσπέσιο του το χαροκόπι.

Δεν πέθανε η Ελένη κυρ-Θιοφάνη.
Βαθιά είναι κλεισμένη στην ψυχή μου
(και μέσα κει ο θάνατος δε φτάνει)
με τ’ άλλα πεθαμένα μου-μαζί μου»


ΒΡΑΔΙΑ ΧΟΡΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΙΑΤΡΩΝ
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟΥ ΛΟΣ ΑΝΤΖΕΛΕΣ
    
Λος Αντζελες. Νοέμβριος. Χορός επιστημόνων
Ωρα επτά. Η είσοδος είναι με σμόκιν μόνον.
Έλληνες που εφύγανε απ’ τη φτωχή πατρίδα
μια πλούσια κουκουλώθηκαν γρηά αμερικανίδα,

και τώρα ζούνε κάνοντας χορούς κάθε λιγάκι-
της ζωής εκούσιοι, ναυαγοί-της κοινωνίας ράκη.
Οπως απόψε κάνανε  κι εφώναξαν κι εμένα  
που άλλου είδους ναυαγός εβρέθηκα στα ξένα.

Ο ένας απ’ τον άλλονε τελείως ξεκομμένοι
και μόνον γέλιο άχαρο ένα τους απομένει
ψυχρό κι αυτό κι απόμακρο σαν κάποιο ξεχασμένο
φάντασμα γέλιου αλλοτινού-σαν κάτι πεθαμένο.

Δυο πολυέλαιοι κρέμονται τεράστιοι απ’ το ταβάνι
μια ορχήστρα νέων ομογενών κάποια γωνία πιάνει
και πάνω στο τραπέζι μας άνθη ωραία ευώδη
που την καρδιά θα μέρευαν ακόμα και Ηρώδη.

Ψυχρή  ατμόσφαιρα-ψυχρά μιλήματα κι  αστεία
και μ’ ύφος που εταίριαζε στην αίθουσα την κρύα
σηκώθηκε αφού φάγαμε ένα αναιδές παιδάριο  
και  μία  διάλεξη  έκανε θερμή  για  το  δολάριο.

Τι  κι   αν  εβγήκε  απ’  τη   μικρή  ορχήστρα η  Γερακίνα
τι  κι  αν  νεράκι   ολόδροσο  να πα’   να φέρει εκίνα
μα γύρισε αξεδίψαγη  στο  παγερό  το βράδυ
γιατί   όσο και αν έψαξε  δε  βρήκε ένα πηγάδι .

Κ ι  απ’ όλης  τούτης  της  βραδιάς  τον  νυσταγμένο  σάλο
τα λουλουδάκια αξίζανε μονάχα  δίχως  άλλο-
υάκινθοι, γαρύφαλλα, τριαντάφυλλα, ορχιδέες
που  με  λεξούλες   μας  μιλούν  που  είναι  πάντα νέες.

Έτσι περνούν οι ομογενείς στης ξενητιάς τα μέρη:
με το κενό για σύντροφο-με την ανία για  ταίρι.
Κι όποιος κατάρα θα ’θελε σε κάποιονε να δώσει
ας του ευχηθεί της ξενητιάς το σκότος να τον ζώσει.

                           Λος Αντζελες, 7 Μαρτίου 1987



ΛΑΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ

Η Κίνα πάει για κοσμοκράτειρα.
Η Ελλάδα ούτε την Ελλάδα ορίζει.

Το Ισραήλ ειν’ η παγκόσμια Τράπεζα.
Η Ελλάδα ειν’ ο παγκόσμιος ψωμοζήτης.

Το Ιράν το τρέμουνε σ΄Ανατολή και Δύση
Η Ελλάδα τρέμει έτοιμη να σβήσει.

Η Αίγυπτος σεβάσμια σ’ όλους.
Η Ελλάδα από κανέναν σεβαστή.

Δυναμικό το Ιράκ και τιμημένο.
Η Ελλάδα αδύναμη κι ατιμασμένη.

Όμως για τους κρετίνους της Ελλάδας
η Ελλάδα είναι χιλιοδοξασμένη
στου κόσμου όλου τα καλά είναι πρώτη
και όλοι τη ζηλεύουν στην υφήλιο…











ΣΑΡΑ
(Κοριτσάκι που πέθανε προσπαθώντας να ζεσταθεί με μαγκάλι)

Όχι θεός αλλ’ άνθρωποι
αισχροί συνωμοτήσαν
και να μην έχει ζεστασιά
η Σάρα αποφασίσαν.

Κι ενώ εκείνη ανύποπτη
αγκαλιάζει το μαγκάλι
ήσυχοι αυτοί στου χρήματος
φωλιάζουν την αγκάλη.

Και το άδικο ενώ αυτοί
σκυφτοί μετράνε χρήμα
εκείνης μπαίνει το κορμί
στο γήινό του μνήμα.

Όμως το Σύμπαν αγνοεί
του χρήματος παιχνίδια
και όπως όλα και αυτό
ανταποδίδει ίδια:

η Σάρα ενώ στων Ουρανών
το τζάκι τώρα χλιαίνεται
ψυχή και σώμα εκεινών
σ’ αιώνιο πυρ θα καίγεται.





                   ΤΟ ΠΡΑΟ

Χαμένες στου νου τα βαθιά τα υπόγεια
χαμένες μακριά απα’ στην άπλα της γης
κι αυτές κι όσα δε μου ψιθύρισαν λόγια
κι αυτές κι οι κενές τους ματιές οι αναιδείς.

Πώς μάκρυναν έτσι οι σκιες των Πραγμάτων-
οι άνθρωποι, οι τόποι, το Τώρα, το Εδώ...
πώς έχει θαμπώσει η υφή κι η έννοιά των
κι εγίνη η θωριά τους θολή, αναιμική…

Να είναι που τάχα όσο πάω γερνάω
και λιώνει το σώμα και μένει η ψυχή
και τώρα αρχινάν τα δικά της τα μάτια
να βλέπουν; Τα μάτια!.. Φαιδρά που αντηχεί!...
Γιατί στου τρανού Μηδενός τ’ άγια πλάτια
το Τίποτα βρίσκεται μόνο το πράο.





ΞΗΜΕΡΩΜΑ

Μέσα απ’ την παγωμένη ομίχλη του κήπου  
με το βήμα του παφλασμού της θάλασσας συντονισμένη
η μυρωδάτη ελπίδα του τριαντάφυλλου έρχεται
να ξεπλύνει τα κακά όνειρα της νύχτας.

Μέσα στην προαιώνια αθωότητα του πρωινού
ο ουρανός ακόμα μαραμένος
ακόμα κοιμισμένη η φωνή του αηδονιού
θολές ακόμα από μυστήριο οι ψυχές.
 
Το νέο πρωινό έφτασε
πίσω του συντρίμμια αφήνοντας το ειδύλλιο
της νύχτας και του θάνατου.
Από το παιδικά άδολο πρόσωπό του
μυριάδες πιθανότητες ευτυχίας εκπηδούν.
Το μέλλον χρωματίζει τις παρειές του
και το χαμόγελό του
ανυστερόβουλο
σε όλα χαρίζεται.

Και στο χέρι του το κουβάρι κρατεί
του χαρταετού ήλιου
που κιόλας
χρωματιστός ξεπροβάλλει
πίσω από θάλασσες και όρη.






Ταμπέλα έξω από κινηματογράφο "ΈΝΑΡΞΙΣ ΤΟΝ ΟΚΤΩΜΒΡΙΟΝ"
(1957, ΤΡΙΠΟΛΗ)

Έναρξις τον Οκτώβρη…  
Μα μερικοί θα 'χουν πεθάνει.
Το έργο -το ίδιο κάνει-
Άλλος καλό θα το 'βρει
κι άλλος θα κάνει σχόλια.
Οκτώβριο θ' ανοίξει '
μα πόσοι θα 'χουν λείψει...
πόσους τα μαύρα βόλια
ταυ μαύρου τον θανάτου
θα 'βρουν' και πόσοι
στη ζάλη τους την τόση
θα πάν κοντά του.

Μα νέα βλαστάρια
το φως θα γεμίσει
στους κάμπους θ' ανθίσουν
νέα χορτάρια.
Στους αγρούς που μένουν
άγονοι και νεκροί
τώρα χρυσοί καρποί
τον τρύγο περιμένουν.
Καινούργιο σινεμά
και θεοί καινούργιοι.
Αθώοι και κακούργοι,
σερίφης που κρεμά.

Ωραίες και μαγκάκια
θα βλέπουν στο πανί
καινούργιοι νεαροί
με γυριστά μουστάκια.

(Τρίπολη, 1957)




ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ

Ημέρα της ποίησης. Στα χαρτιά μόνον όπως και όλες οι άλλες «ημέρες».
Ημέρα της ποίησης.
Ημέρα του λόγου πες.
Μα πού είναι ο λόγος στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση-τους εκφραστές υποτίθεται των ενδιαφερόντων του λαού;
Τραγούδια, τραγούδια, τραγούδια.
Και σήμερα όπως πάντα τραγούδια.
Τραγούδια που γεμίζουν τις ώρες των εκπομπών, βοηθώντας τους ομιλητές να μη μιλούν.
Γιατί δεν έχουνε να πούνε κάτι
Έτσι μένει βουβός ο κόσμος μας.
Ακούγονται μόνο οιμωγές.
Κι αυτές μόνο μέσα σε τραγούδια.
Ο άνθρωποι του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης βουβοί. Κάποιοι ίσως να πουν πόσοι τραγουδιστές γεννήθηκαν σαν σήμερα.
Κατόπιν βουβαμάρα.
Ή τραγούδια.
Που είναι το ίδιο.
Ξορκισμένος ο λόγος στα χρόνια μας.
Διαφημίσεις, σειρές, ταινίες.
Κανείς δεν μιλάει.
Όλες τις ημέρες.
Όλο το χρόνο.
Και τραγούδια.
Τραγούδια.
Δηλαδή κονσερβαρισμένος λόγος.
Όπως κονσερβαρισμένο φαγητό.
Χωρίς τη φρεσκάδα, την ποικιλία και την πρόοδο της ομιλίας και της  Ζωής.  
Δεκάδες σταθμοί με αθλητικό πρόγραμμα.
Δεκάδες σταθμοί με θρησκευτικό περιεχόμενο.
Εκατοντάδες σταθμοί με τραγούδια.
Ένας σταθμός για το λόγο; Όχι.
Ένας σταθμός γα την ποίηση ν’αστράψει ο τόπος;
Όχι.
Και του χρόνου.








ΑΛΕΞΗΣ (ΓΡΗΓΟΡΟΠΟΥΛΟΣ)

Ποιος είπε ο Αλέξης χάθηκε; Χάνονται οι Ιδέες
ή πάντοτε στραφτοκοπούν Αγνές και Νιες κι Ωραίες;
Και ποιος την που μπολιάστηκε ολοπρώτη μες στην Πλάση
Ιδέα της Ελευτεριάς, θα μπόρειε να χαλάσει;
Και μόνη Αυτή δεν ήτανε η Ουσία του Αλέξη-
όλα του-Μάτι, Γέλιο, Φως-Αυτή δεν είχε πλέξει;
Κι όταν κανείς τη Λεφτεριά στον Κόσμο μας στεριώνει,
τέτοια Ψυχή-τέτοια Καρδιά ποιο Βόλι τη σκοτώνει;


Ο Αλέξης δεν εχάθηκε. Ζει γύρω μας κι εντός μας
και δίνει Φως στο Σκότος μας και Χρώματα στο Φως μας.

Και Κύριος πάντα του Καλού, που ένα είναι μαζί Του
από παντού ακούγεται η παιδική Φωνή του:
«Ό,τι, μικρός όντας εγώ, δεν πρόλαβα να κάνω
Πράξτε το σεις. Εγώ ήσυχος θα βλέπω από ’δω πάνω.
Και είμαι σίγουρος πως σεις Συντρόφια Αγωνιστές μου
όσες εγώ δεν έζησα θα ζήσετε Χαρές μου-
ότι θα φτιάξετε μια Γη που φαύλους δε θα τρέφει
και στ’ Άστρα τ’ άλλα αντρόπιαστη και χαρωπή θα γνέφει».









 
ΑΛΛΑ

Θέλω να πεθάνω μοναχός σε μια γωνιά
μακριά από το τραγούδι των Σειρήνων
μακριά από του ηλιού την παγωνιά
κι απ' την ΄κάτασπρη ειρωνία των κρίνων.
 
Νύχτα να 'ναι κιόλας. Νύχτα. Μοναχά
μπρος στα μάτια μου ν' ανοίγουν φεγγοβόλα
τ' απαλά κι ολόλευκα τους τα φτερά
ζωντανά τα όνειρά μου όλα.

Νύχτα. Δίχως άλλου άστραμμα φωτός.
Νύχτα. Που ζωή εντός της όλα παίρνουν.
Νύχτα. Ο αιώνιος μας και μόνος εαυτός
που με σέβας μπρος του όλοι οι ήλιοι γέρνουν.
 

 



Η ΖΩΗ6 ΥΦΑΙΝΕΙ
 
Η ζωή υφαίνει το στεφάνι της
κόβοντας καρδιές αντίς λουλούδια
και στην πόρτα της απόξω
φρέσκο το κρεμάει κάθε πρωί.

Τις καρδιές τις ευαίσθητες διαλέγει και τις τρυφερές,
όπως τρυφερά χορτάρια στο λειβάδι
τα ζωάκια για να φαν διαλέγουν.

Και όποιος ξέρει για του χορταριού τον πόνο
που στων χορτοφάγων λιώμα γίνεται τα δόντια,
αυτός
και τον πόνο που οι καρδιές πονούν
μπορεί να νιώσει.




Η ΕΛΛΗΝΙΔΑ ΗΡΘΕ


Η ελληνίδα ήρθε στην Αμερική.
Από την πατρίδα έφερε όλες τις δουλείες
που εκεί αρετές ονομάζουν.
.
Γρήγορα όμως εδώ άλλαξε. Να ντρέπεται
έπαψε μπροστά στους άντρες. Σταμάτησε  
των άλλων τη ζωή να γνοιάζεται και να σχολιάζει.

Ρούχα ντύνεται πολύχρωμα,
μπόουλινγκ έμαθε,
φίλους άλλάζει άντροπα, και στην εκκλησία
μόνο για να κλείσει μπίζνες πηγαίνει.  
Παρακαλώ κι ευχαριστώ τής γίναν ψωμοτύρι,
με στεγανά χώρισε τις δραστηριότητες της-
εδώ η δουλειά, εκεί η κοκεταρία, παρακεί το σεξ.

Πολλά για να μη λέμε, ελληνοαμερικανίδα έγινε.





ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ ΟΤΑΝ

Την αιωνιότητα όταν ορίζει, νοιώθει
πως μέσα από το κάδρο του ορισμού της
αυτή πάντοτε ξεφεύγει.
Κυλάει προς τα πίσω ή πετά εμπρος
όπως δα η ουσία της ορίζει.

Έτσι η ουσία της ακριβώς αυτή, χάνεται
πριν από τη συνείδηση του να νοηθεί:
Παρελθόν και Μέλλον πάντοτε γίνεται,
και το Παρόν αγνοεί.

Τότε αυτός καταλαβαίνει
ότι δεν είναι το διαρκές κυνήγι
στιγμών του παρελθόντος ή του μέλλοντος
που την αιωνιότητα συγκροτούν,
αλλά η αδράνεια στον εαυτό του
που την αχρονικότητα προϋποθέτει.





ΣΑΛΙΟ ΤΩΝ ΖΩΩΝ

Σάλιο των ζώων, τόσο όμοιο
και τόσο διάφορο από νερό είσαι.

Μέσα σου βρίσκεται διαλυμένη η ουσία της ύπαρξης,
όπως το πικρό στο γλυκύ διαλυμένο είναι.

Της πατρότητας και της ομοείδειας την ψυχή
στις σταγόνες σου μέσα σαν κιβωτός ιερή περιέχεις  
και κάστρο φιλότητας
και δίχτυ προστασίας από εχθρούς την κάνεις.

Μέσα σου τα μυστικά της ύπαρξης
θαλπωρή και ανοχή ανεξάντλητη βρίσκουν
του κόσμου την αλληγορία για να ζωγραφούν.

Πληγές ιαίνεις, νεογνά φροντίζεις,
και με ακούραστο τη γλώσσα όχημά σου,
παντού όπου η ζωή ανάγκη σ’ έχει,
του θανάτου την ξέρα νοτίζεις.






ΑΓΑΠΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΙΑ

Αγάπες και φιλιά και αγκαλιές
Χαμένα μέσα στ' όνειρο του χτες
και στεναγμοί και λόγια λιγωμένα
μες στ' όνειρο του αύριο χαμένα.

Κι ακόμα ενώ τρυγάει φιλιά και χάδια
Κοιτάει την αγκαλιά του κι είναι άδεια.
Κι ακόμα ενώ η γλυκιά τον ντύνει πάχνη
Βλέπει ξανά, κι ούτε αγκαλιά υπάρχει.

Και μόνο μένουνε απ' όλα τούτα
Παιδιά, που ως ωριμάζουνε τα φρούτα
έτσι κι αυτά γεννιούνται κι αντριεύουν
και χάδια και φιλιά κι αυτά γυρεύουν.
 
•,




ΑΝ ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΕ
 
Αν δεν υπήρχε το Πριν και το Μετά
θα ήμουν αυτό που θέλω να είμαι
γιατί χωρισμός ανάμεσα σε πράξη κι όνειρο
δεν θα υπήρχε.
Το Τώρα ένα άλλο Τώρα,
ανάλλαγο, θα ακολουθούσε,   
και σ' ένα συμμάζεμα ο κόσμος θα κλεινόνταν.   

Όμως καθένα Τώρα, ένα Άλλοτε γίνεται.
Κι αν ο Χρόνος γιατρεύει
είναι που απ' της οδύνης του το αντικείμενο
τον άνθρωπο μακραίνει.   







ΑΝ Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

Αν η συνείδηση μπορούσε στον κόσμο ν' αναβλύζει,
πριν αποκτήσει ένα παρελθόν,
τότε το παρελθόν μας θα μας παρουσιάζονταν
περιγραμμένο από ένα ξεκάθαρο
και χωρίς ανωμαλίες όριο,
σαν χωράφι
που αυλακιές το ορίζουν επιτακτικές.

Μα η συνείδηση πάει κάτω και βαθιά,
 και μέσα σε μια προοδευτική χάνεται συσκότιση,
που ως τα σκοτάδια φτάνει   
που κι αυτά ο εαυτός μας είναι.

Και συλλογιόμαστε πράγματα άσκοπα,
 και το αδύνατο γυρεύουμε, γιατί η συνείδηση
θα μπορούσε να εμφανιστεί στον εαυτό της
μόνο σαν να 'ταν ήδη γεννημένη.

*

ΣΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ ΤΟΥ

Στο κρεβάτι του θανάτου  
λίγο πριν η τελευταία μας βγεί πνοή,
μετανοούμε.

Πάνω μας έχουν σιγά σιγά μαζευτεί
κι έχουν στερεωθεί
πράξεις που δεν θα θέλαμε να είχαμε κάνει,
και φαντάσματα από πράξεις  
που ενώ θέλαμε δεν κάναμε.

Όλο αυτό το μάζεμα
με τη μετάνοια να το διώξουμε ζητάμε  
όπως το ριγμένο στους ώμους μας σακάκι
μ’ ένα  ξαφνικό ανασήκωμα των ώμων.

Μάταια όμως. Ο θάνατος παγώνει
κι αυτό το ανασήκωμα, κι αντί να ελαφρύνουμε
κολλάει κι αυτό επάνω μας
σαν μια ακόμα μέλισσα στο σμάρι.
 




ΛΥΠΗΜΕΝΟΣ
Μ’ ένα θαμπό βλέμμα κοιτάζει τον κόσμο.
Οι ώμοι κυρτωμένοι, το κεφάλι σκυφτό, με μια νωθρότητα ποτισμένο το κορμί του όλο.

Αν τώρα
όταν ένας ξένος εμφανιζόταν
αυτός σήκωνε το κεφάλι
ξαναπαίρνοντας τη ζωηρή και αεικίνητη περπατησιά του,
τι άλλο θ' απόμενε από τη λύπη του παρά,
μια υπόσχεση να ξαναβρεθεί μαζί της
μετά την αναχώρηση του επισκέπτη;

Λυπημένος ώσπου να 'ρθει ένας επισκέπτης-
είναι αυτή λύπη;
Όχι. Η λύπη είναι το ανεξίτηλο σημάδι του θανάτου
πάνω στα πρόσωπα των ζωντανών.







ΟΙ ΚΙΝΗΣΕΙς ΤΟΥ

Οι κινήσεις του ζωηρές
λίγο υπερβολικά κοφτές
λίγο υπερβολικά γοργές.
Τα μάτια του εκφράζουν μια
λίγο υπερβολική φροντίδα
για την παραγγελία του πελάτη.

Φέρει τον δίσκο με τόλμη σχοινοβάτη
κρατώντας τον σε μια ισορροπία αδιάκοπα ασταθή.

Αμφιβολία δε χωρεί: ο σερβιτόρος μας παίζει.

Τι παίζει όμως;
Δεν χρειάζεται πολύ να τον προσέξουμε
για να το δούμε.
Ο σερβιτόρος μας παίζει
κάνοντας πως είναι σερβιτόρος.
 
 




ΤΗΝ ΑΓΩΝΙΑ ΜΟΥ

Την αγωνία μου για ν' αποφύγω,
θα πρέπει να τη σκέπτομαι διαρκώς,
για να φυλάγομαι να μη τη σκέφτομαι.

Αυτό σημαίνει πως μαζί μου
να παίρνω πρέπει αυτό που θέλω ν' αποφύγω.
Μέσα στην ίδια τη συνείδηση λοιπόν-μες στη συνείδηση μου-
θα βρίσκονται μαζί και η αγωνία,
και η φυγή απ' αυτήνε  
προς τους μύθους που καθησυχάζουν.

Δεν πρόκειται λοιπόν να διώξουμε την αγωνία
Από την αγωνία θα ξεφεύγαμε,
αν είχαμε τη χάρη να μπορούμε
να δούμε τον εαυτό μας όχι από μέσα-
όπως τον βλέπουμε-,
αλλ' αν τον συλλαμβάναμε από τα έξω,
όπως τους άλλους,
ή
σαν ένα πράγμα.








ΚΛΑΡΑ ΠΕΤΑΤΣΙ 29 ΑΠΡΙΛΗ 1945

Κάθε γυναίκα θα το 'θελεν αυτό-έτσι
να κατέχει έναν άντρα
ολοκληρωτικά
σαν αυτός ούτε ψυχή να έχει
μες στην απ' όλα εγκατάλειψή του.

Και του ’λεγε: «Έτσι
τώρα  
δικός μου είσαι.
Γυμνός από κάθε τιμή  και αξίωμα
γυμνός από κάθε υπεροψία
και έπαρση κι ελπίδα.
Τι άλλο μια ερωμένη θα μπορούσε να ποθήσει;
Γύμνια από κάθε τι!

Θα μας σκοτώσουνε. Μα τι;
Θάνατος κι έρωτας σε τι διαφέρουν;
Χωράει τίποτε άλλο μέσα μας έξω απ’ τον έρωτα;
Και τι άλλο μες στο θάνατο χωράει;
Τι θα σκοτώσουνε λοιπόν;
Εκδίκησης ταμπέλες μοναχά θ’ αλλάξουνε αναμεταξύ τους.
 
Παλιά δεν ήξερα με λέξη ποια να σου μιλήσω.
Τώρα οι λέξεις μου όλες σε δονούν.
Αγάπη τώρα όλος και ανοχή για μένα είσαι-
λατρεία να πω,
γιατί
για σένα  
θεός τώρα δεν είμαι;»
 



Η ΡΟΔΟΣ ΕΙΝΑΙ

Η Ρόδος είναι όμορφο νησί. Εκεί η Ελένη
από την Πολυξώ κρεμάστηκε.

Το κεφάλι της γερμένο σαν σε ντροπή ερωτογεννήτρα.
Ο αγέρας να της σηκώνει το φουστάνι
για τελευταία δείχνοντας φορά
το δοχείο, ξέχειλο, της ηδονής.
Τα χείλια της, και κλειστά. «έλα» λέγαν.
Τα στήθη της κήποι απριλιάτικοι
με μέσα τους κορίτσια
την ώρα του πρώτου ερωτικού τους ρίγους.

Ο θάνατος,
Πριν την είδη της άμορφη κάνει,
χαίρεται μαζί της
ό,τι ζωντανοί μόνο μέχρι τώρα μπορούσαν.
Και το δέντρο που κρεμασμένην την κρατεί
από αθώρητες πληγές  
χυμούς γαλακτώδεις ξεχύνει.

Και νεκρή όμορφη ήταν το παλιοθήλυκο.
ΚΑΙ Ο ΑΝΕΜΟΣ

Και ο άνεμος από παντού σε αγκάλιασε
κι εντός σου μπήκε, φουσκώνοντας
τα μέσα σου πανιά και οδηγώντας σε
στων πόθων και στων στεναγμών το λιμάνι

όπου ναυτικοί στερημένοι από καιρό
σε καρτερούσαν, σπρώχνοντας τον
καιρό με τη δύναμη της υπομονής
που η αναμονή σου τους έδινε,

και στρώνοντας χαλιά χειροκέντητα
για να πατήσεις, βγαίνοντας από
τη θάλασσα της αμεριμνησίας σου

και να πέσεις, ανυποψίαστο θύμα
των πολύχρονων επιθυμιών τους,
στο κρεββάτι και στην ανυποληψία τους.
 






ΣΑΝ ΚΑΠΟΙΟΣ ΠΟΥ

Σαν κάποιος που γράφει ολοένα και μέσα
στα γραφτά του κάποτε κάτι βρίσκει,
έτσι και το χέρι που στα σκουπίδια μέσα ψάχνει  
κάτι βρίσκει-έναν αναπτήρα, μιαν αξιοπρέπεια,  

πτώματα ελπίδων, ξέφτιους θυμούς, μια
ηθικότητα. Περισσότερο το βαραίνουν λόγια
που αγαπητά χείλη είπαν: σαν αγάλματα οι λέξεις τους, κρυσταλλωμένες. Ακόμα βρίσκει μικρές  

καθημερινές χαρές, παλιωμένους έρωτες
που ακόμα λίγη από τη μυρωδιά τους κρατάνε,
σκελετούς πουλιών, χείμαρρους πόθων

με γύρω τους υψωμένες όχθες αδιαπέραστες,
συντρίμμια ιδανικών, και που και που έναν
χρυσοκόκκινο ήλιο κάποιας περασμένης δύσης.
 
 


ΤΑ ΡΟΔΑ ΚΑΙ

Τα ρόδα και τα κρίνα φάνηκαν. Σε λίγο
το μάτι από λουλούδια τίποτ' άλλο
δε θα βλέπει. Κακόμοιροι εμείς! Για
του ήλιου τα καπρίτσια να ’μαστε

υποχρεωμένοι να χαιρόμαστε-για  
να χουμε να κάνουμε κάτι δω πάνω
που η γη υγρασία γεμάτη μας εκκόλαψε
καθώς βρύα τα κεραμίδια.

Ω! Άνοιξη, λοιπόν, ολανθισμένη!
Μα αρκετά! Ω! σιχαμένη Άνοιξη.
και συ κι οι εποχές όλες μαζί σου!

Του μυαλού μου αν μιαν άκρούλα πιάνετε
και μου πάτε και μου 'ρχόσαστε, μην
καμαρώνετε-είναι γιατί εγώ το θέλω.


ΜΙΑ ΧΡΥΣΗ ΕΜΦΑΝΙΣΗ

Μια χρυσή εμφάνιση που ξάφνω
μέσα σε μια κόκκινη θάλασσα
βυθίζεται. Και η θάλασσα είναι
στον ουρανό. Ενα μαλακό μολυβί

ύστερα, μια αόριστη ανταύγεια
φέγγους κατόπι. Πόσες φορές
καταφρονετικά δεν μας έχει
μοναχούς ο ήλιος αφήσει

έρμαια στο σκοτάδι της νύχτας,
που λες από τα πλευρά του-από το βέλος
του βραδιού τρυπημένα-ξεπηδάει.  

Και, ο ήλιος κάθε βράδυ, ένας κουρασμένος
πάνθηρας, που τα θύματα του σέρνοντας
πίσω του, στη φωλιά του τα πάει.









ΜΠΡΟΣΤΑ ΜΑΣ Ο

Μπροστά μας ο θάνατος απλώνεται κάθε ημέρα.
Τα χιλιοτραγουδημένα του μονοπάτια,
άνθρωποι που δεν τα γνωρίζουν τα τραγούδησαν.
Αν το θάνατο θέλεις να πεις, δεν μπορείς να τον

περιγράψεις κοιτάζοντάς τον απέξω. Μέσα του
όπως η γλύκα στη ζάχαρη πρέπει να είσαι.Τότε
θα δεις με το ίδιο του το φοβερό μάτι, και ό,τι δεις
ο ίδιος ο θάνατος θα είναι. Ό,τι κι αν δεις. Όλα

τότε θάνατος είναι. Τα δέντρα, οι υποσχέσεις, τα
φιλοδωρήματα, τα θεατρικά έργα, οι εκδρομές
σε σκιασμένα άλση με κρήνες μαρμάρινες.

Ό,τι βλέπεις, ό,τι ακούς, ό,τι αισθάνεσαι, θάνατος
είναι. Και έντιμος αν είσαι το ομολογείς, αλλιώς
ζωή εξακολουθείς τον θάνατο να ονομάζεις.  








ΠΩΣ ΚΑΤΑΛΑΓΙΑΣΕ Η

Πώς καταλάγιασε η βουή του κόσμου!
Πάρε πια δεν ακούγεται και δος μου.
Η ησυχία γλυκά γλυκά ζαλίζει
κι ο ύπνος θάνατο τώρα θυμίζει.

Μισοσκόταδο έγινε το φως μου.
Της γης ο πόνος έγινε δικός μου.
Από το μυστικό του μετερίζι
ο Κέρβερος ασίγαστα υλακίζει.

Πέφτει η βροχή στην τσίγκινη τη στέγη.
Τη συφορά οι σταγόνες της μετράνε.
Οι ώρες τρόμο κι αγωνία σκορπάνε.
Τα θύματα του το Αδειανό διαλέγει
Το βήμα του ακούγεται το πράο
καθώς εγώ λεπτά… στιγμές μετράω.
 

 

ΚΑΙ ΚΑΠΟΤΕ ΤΗ
 
Και κάποτε τη λαμπερή μου όψη
στους καιρούς θα φανερώσω
σβήνοντας κάθε σκοτάδι και κάθε
σκιά που ως τότε με κρατούσε.

Και όσοι μ’ αγαπούσαν σκοτεινόν
θα πεισμώσουν με την αλλαγή μου.
Και εκείνοι που με ήθελαν φωτισμένον.
θα χαρούν στην καρδιά τους μέσα.

Στα όνειρα ό,τι ζούσα, το έχανα
ξυπνώντας.Έτσι και το σκοτάδι μου
θα χάσω. Και μες σε μια βαριά
θα νήχομαι γαλήνη μοναχός.






ΧΩΡΙΣ ΧΙΟΝΙ ΝΑ

Χωρίς χιόνι να 'χει ρίξει, όλα     
παγωμένα τα βρήκα γυρίζοντας
και στην ίδια στάση, όπως όταν
φεύγοντας, τ' άφησα: τους δρόμους, .

τους ανθρώπους, τα κτίρια.
Ο μανάβης της γωνίας να μετράει
τις χαμένες εισπράξεις του  
μ' ένα πεπόνι για κεφάλι

με χέρια δυο μακριά σέλινα.  
Ο άντρας του ισογείου,
γερμένος στο παράθυρο του

να κοιτάζει το Χρόνο
τον σταματημένο δίπλα
στο σκουριασμένο του αμάξι.
 





ΚΑΠΟΥ ΓΡΑΜΜΕΝΟ ΤΟ

Κάπου γραμμένο το τυπικό
της ερωτικής τάξης είναι: το
κυνήγι του άντρα, η γυναικεία
άρνηση, η ψεύτικη φυγή,

το ξαναγύρισμα, η ερωτοτροπία,
η αποδοχή. Μα υπάρχει και το άλλο
καταστατικό: της ανθρώπινης
αξιοπρέπειας. Και τα δυο

αντιμάχονται το ’να τ’ άλλο.
Μερικοί διαχωρίζουνε
τις ώρες, τις καρδιές, τη ζωή τους,

και μπορούν τη μια σαλτιμπάγκοι,
και την άλλη άνθρωποι να γίνονται,
συνεπείς και εύσκοποι.
 
 
 

 ΑΠΟ ΤΗ ΜΕΣΑ

Από τη μέσα τους θάλασσα μια παλίρροια
απλώνεται που τα γύρω υπερκαλύπτει.
Άλλες φωνές, άλλες αγάπες, άλλα
ψυχής σκιρτήματα. Χωρίς τα κοστούμια

βέβαια, οι ηθοποιοί, και χωρίς τα σκηνικά
και τα φώτα, και με το ένα μέτρο πιο ψηλά
που η σκηνή τους ανεβάζει,
δεν θα μπορούσαν κανέναν για την αλλαγή

να πείσουν. Ούτε να δημιουργούν
στην ψυχή των θεατών τις ψεύτικες,
έστω, θύελλες, το πικρό γέλιο,

τις οδυνηρές συνταυτίσεις. Δεν θα ξυπνούσαν
τους άλλους, πολλούς μας εαυτούς,
που καιρό δεν έχουν για να φανερωθούν.
 

 



ΤΙΣ ΜΕΣΑ ΤΟΥ

Τις μέσα του φωνές που του αντιτίθενταν,
όσο είχε δύναμη τις έπνιγε, και ζούσε
μέσα στον κόσμο, κι έλεγε κι έκανε..
Μα τώρα γέρασε.Το σώμα του κοιτάζει στον καθρέφτη,
μαζί με την ψυχή του να φυλλορροεί.
Ασυνάρτητη τώρα,
χωρίς νόημα, η ζωή του μοιάζει.  
Ολες οι πράξεις, οι διανοητικές έγνοιες, οι τέχνες,
οι επιστήμες, όλα τούτα συβαριτικά
παιχνίδια χωρίς φανερό νόημα.







ΣΕ ΠΟΣΑ ΠΤΩΜΑΤΑ

Σε πόσα πτώματα πάνω τα τρένα κυλάνε,
εργατών, που δούλευαν στον σιδερόδρομο
κρυώνοντας και πεινασμένοι και εξαντλημένοι!
Που δούλευαν απ' το πρωί ως τη νύχτα!...
Που επιθεωρητές τους έδερναν
και που τους κακοπληρώναν εργολάβοι!...
Πόσες ψυχές πατάν οι ρόδες,
τρέχοντας να μεταφέρουν εμπορεύματα   
για να πλουτίζουν οι επιθεωρητές κι οι εργολάβοι,
που άλλους τώρα βασανίζουν και κακοπληρώνουν!..     






ΑΠΟΛΑΥΣΕΙΣ! Η ΕΝΑΤΗ

Απολαύσεις! Η ενάτη συμφωνία για έναν,
μια ντοματοσαλάτα με σκόρδο γι άλλον.  
Επιθυμίες που αμβλύνουν τις εντάσεις  
και με της αγαπημένης προσμονής τη θύμηση

στολίζουν την ανοησία του παρόντος και
υποφερτή την κάνουν! Απολαύσεις!
Κορμιά, βιβλία, χόμπυ, φαγητά, πολύτιμα
βοηθήματα στης καθημερινότητας το χάος.  

Απολαύσεις. Αρκεί να μη ο άνθρωπος, καθώς
κάποιοι ανικανοποίητοι με όλα κάνουν, πέσει
στον βούρκο εκείνον, της ανικανότητας

να νιώσει τίποτ' άλλο, έξω απ' την ανυπαρξία,
και απολαύσεων, και αντικειμένων τους,  
που το Μηδέν γι αυτά η ζωή του είναι.
 





ΑΙΩΝΙΑ ΧΙΟΝΙΑ ΣΕ

Αιώνια χιόνια σε απρόσιτες κορφές,
γυναίκες με την πρωτόγονη
στολισμένες ωραιότητα. Έτσι
μάλιστα, να καταλάβεις μπορείς

πού η αλήθεια είναι, πού η ψευτιά.
Οι άνθρωποι πεθαίνουνε,
γεννιούνται, ζευγαρώνουνε,
γεννιούνται πάλι, μαλώνουν,  

πίνουν, χαίρονται, και πάλι
πεθαίνουν, μη γνωρίζοντας  
τον νόμο που η ίδια έχει

η φύση θέσει στο ζώο, στο δέντρο,
στο χορτάρι, στον ήλιο: ευτυχία, η ζωή
η σύμφωνη με τη φύση είναι μόνο.





ΣΤΟ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ ΤΩΝ

Στο εργοστάσιο των πολεμοφοδίων
ένας εργάτης με αγαθά, ήσυχα μάτια,
είναι περασμένη η ώρα μα να κοιμηθεί δεν πάει  
ώσπου τη μολυβένια σφαίρα που άρχισε
και που τον ποιητή θα σκοτώσει
να την τελειώσει.
.
Και να που η σφαίρα τέλειωσε. Ο εργάτης
στο φως του αθώου φεγγαριού γυρνάει σπίτι του  
και στο κρεββάτι πέφτει
και στης καλής του την αγκαλιά.

Το άλλο πρωί ο ποιητής
ένα γράμμα που έλαβε άνοιξε
και βλέπει να τόνε καλούν στρατιώτη
γιατί ο πόλεμος αρχίζει.
 
 


ΜΑΝΑΒΗΔΕΣ, ΓΙΑΤΡΟΙ, ΖΩΓΡΑΦΟΙ

Μανάβηδες, γιατροί, ζωγράφοι, αστοί,
πιερότοι απατημένοι και περίλυποι,
αρλεκίνοι εύθυμοι και απατημένοι,  
ηλίθιοι ονειροπόλοι, καρτερούν

την ωραία τους κυρά-με σώμα
όπως καθενός του αρέσει, με καρδιά
όπως σε καθένανε ταιριάζει.
Και παίζουν όλοι πάνω στη σκηνή

το ρολό τους ως να περάσει η ώρα
και ο καιρός. Και ο καιρός περνάει.
Κι έρχεται η ωραία τους. Ο αρλεκίνος

τα χέρια του υψώνει προς τον ουρανό
κι ο ουρανός χαρτί γαλάζιο είναι και σχίζεται.
Και η ωραία του μια κούκλα είναι από χαρτόνι.
 







ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΣΤΗΝ

Τα πάντα στην τέχνη πρέπει να θυσιάσει
ο ποιητής, αν ποιητής θέλει να 'ναι.
Σκλάβος της ποίησης να γίνει πρέπει,
και να υποφέρει, και να λυώσει

κατ' από το άρμα της, με την ελπίδα
απ' ό,τι γράψει να σωθούν πεντ' έξη
στίχοι, που, με τη σειρά τους,
την ψυχή του ποιητή θα σώσουν. Γιατί

δεν είναι ο ποιητής κέντρο του
σύμπαντος. Μία εφήμερη στιγμή
είναι, που από πάνω της περνά

το πνεύμα των προυπαρξάντων
ποιητών, τρέχοντας προς το μέλλον
στον ποιητή που θα το συνεχίσει.





ΑΝ Η ΚΑΡΔΙΑ





Αν η καρδιά μας ενώνονταν με το
Σύμπαν-με τη θάλασσα,τη γη και τον αέρα
και τα δυο ένα γινόνταν, τότε τη ζωή
θα τολμούσε κανείς να τηνε ζήσει.

Μα τώρα η ζωή δε μας χωρά-ο θάνατος
η μόνη είναι παρηγοριά μας.
Τώρα το φως  φαντάσματα γεμάτο,
που χίλια καθένα μυστικά μας κρύβει.



ΕΝΑΣ ΣΠΑΣΜΕΝΟΣ

Ένας σπασμένος ήχος είναι ο κόσμος μας
απ' της παγκόσμιας συμφωνίας τη μελωδία.
Ντυμένη τον ήλιο, μόνο η ψυχή μας
κομμάτι της καθάριο είναι.

Κάθε τι άλλο, ένα πέπλο το σκέπει.
Κάθε κομμάτι ύλης ένα σύμβολο είναι,
γεμάτο μυστικό, υπεργήινο νόημα.
Την Αλήθεια η ψυχή μόνο

να τη γνωρίσει μπορεί, και μαζί της
αδιάσπαστα να ενωθεί. Το σώμα
να ελπίζει μόνο δύναται

να σμίξει την καρδιά του
με μι' άλληνε καρδιά, και οι δυο τους
αταίριαστες έτσι να μένουν.








ΣΚΛΑΒΟΣ ΤΗΣ ΓΗΣ

Σκλάβος της γης ο χωρικός.
Αυτή ό,τι πει εκείνος κάνει.
Κι αν το βόδι του κλέψουνε, τον κλέφτη
σκοτώνει, γιατί δίχως βόδι

τη γη να καλλιεργήσει δεν μπορεί,
και το παιδί του θα πεθάνει αν αυτή
καρπό δεν βγάλει. Και τη γυναίκα του.
τήνε χτυπάει αν δε δουλέψει.

Γιατί η γη θέλει δουλειά.
Κι αν στην πόλη ο χωρικός πάει  
από το χοίρο βρομερότερος γίνεται

γιατί μακριά εβρέθηκε απ’ το χώμα.  
Κι όταν σ' αυτό ξαναγυρίσει,
την αγνότητα του πάλι ξαναβρίσκει.




ΣΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ

Στο μαρτύριο της ζωής καταδικασμένοι
είναι όσοι, από παιδιά μικρά ακόμα,
τη φωνή παρακούσουν, που στο θάνατο
τους καλεί. Αλλίμονο στους ζωντανούς.

Τους καρτερούν χαμέρπειες, ατιμίες,
υποκρισία-όλοι τους νεκρές ψυχές
που παλεύουν και πνίγονται μέσα
στα πηχτά νερά του βούρκου της ζωής.

Αλλίμονο σ' όσους του θανάτου αγνοούν
τα λόγια: "Ακολουθήστε με!  Μια φτηνή
χαρά σας έφερε στην ύπαρξη αυτή.

Ήρθα να προλάβω. Σε μια κοιλάδα
μακρινή,  σ' έναν ευτυχισμένο
κόσμο θα σας πάω. Ακολουθήστε με!»  






ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΠΙΟ


Τα παιδιά πιο κοντά στην ενθύμηση είναι
της γαλήνης που, ανύπαρκτα, είχαν.  
και να συνηθίσουν δεν μπορούν τ' αδιάφορα,
ή εχθρικά έμψυχα, που κορυβαντιούν.

Γι αυτό δυνατότερα το θάνατο ποθούν
που ριζικά από την αρρώστια της ζωής
θεραπεύει-που απ' όλες λυτρώνει
τις παγίδες της γης που τα κυκλώνουν.

Στενοχωριούνται, κλαίνε, γκρινιάζουν.
Πολλά δεν αντέχουν και γκρεμίζονται
από τα παράθυρα, ή, τη νύχτα, τρέχουνε

στο φεγγάρι, ή παν και πνίγονται, ή άλλα,
από τύχη τους καλή πεθαίνουν-θα πει
η φύση με τη βούλησή τους συμμαχεί.  





ΓΓΗΚΕ ΑΠΟ ΤΗ
 
Βγήκε από τη φυλακή. Ένα χιλιάρικο
της μένει. Μα δε φτάνει αυτό για τίποτα.
Πρέπει να βρει από αλλού λεφτά
για ν' αγοράσει πάλι τουαλέττες,

και ν' ανεβεί και πάλι στη σκηνή  
να τραγουδήσει. Εναν οδοντογιατρό
θυμάται, που κάποτε την κόρταρε,
και μάλιστα της είχε κι ένα βραχιόλι

χαρισμένο. Πάει τον βρίσκει. Ομως εκείνος
δεν τη γνωρίζει- "Παρακαλώ η κυρία
τι επιθυμεί;" Αυτή ταράζεται και ψιθυρίζει

ότι το δόντι της πονάει. Και ο γιατρός
το δόντι της βγάζει
και το χιλιάρικο της παίρνει.
 
 



 
ΤΡΙΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΦΥΤΡΩΝΑΝ

Τρία λουλούδια φύτρωναν στον κήπο του φρενοκομείου.
Ο τρελός θαρρεί ότι αυτά κλειούν μέσα τους
ό,τι κακό στον κόσμο υπάρχει. Και μιά νύχτα
κόβει το ένα και στο στήθος του το βάζει.  

Το κακό του κόσμου, σκέφτεται, θα έμπει
στην ψυχή μου όλο, και τον κόσμο έτσι θα σώσω.
Ο ευεργέτης  εγώ του κόσμου όλου θα γίνω, γιατί
κανείς το κακό στο σύνολο του πριν δεν πολέμησε.

Την άλλη νύχτα και το δεύτερο κόβει λουλούδι.
Τον πιάνουν και στην απομόνωση τον βάζουνε.
Το σκάζει και το τρίτο άνθος κόβει. Η αποστολή μου,  

λέει, τελείωσε. Όλα καλά θα γίνουν από δω και πέρα.
Όμως εγώ, πώς, τόσο που έγινα κακός θα ζήσω;
Κι απ’ το ταβάνι του κελιού του εκρεμάστηκε.






ΕΝ’ ΑΓΟΡΙ ΕΝΤΕΚΑ

Εν' αγόρι έντεκα χρονώ,
ευαίσθητο κι ονειροπόλο! Αγαπά
ένα πορτραίτο απ' την πινακοθήκη
του πατέρα του, όπου νέα μιά  

ωραία γυναίκα παριοτάνει (μάγια
θα την έχουν εκεί καθηλωμένη).
Και μια νυχτιά, στου φεγγαριού το φως,
η νέα γυναίκα γλιστρά και κατεβαίνει

απ' την κορνίζα της. Σαστίζει το αγόρι.
Χορό μαζί του εκείνη αρχινά. Όμως
 χορό δεν ξέρει το παιδί και ντρέπεται

και κοκκινίζει. Τέλος, αμήχανο,
σε κλάματα ξεσπά. Εκείνη τ' αγκαλιάζει,
και στο στήθος της επάνω το τραβά.      









ΕΜΕΙΣ ΠΟΥ ΟΤΑΝ

Εμείς, που όταν δεν έχουμε
κάτι να κάνουμε ενα απόγευμα,
ανιούμε ως την αυτοκτονία,
να κερδίσουμε θέλουμε

την αιωνιότητα; Εμείς, που όταν
ένα μίλι περπατάμε
καθόμαστε να ξαποστάσουμε,
εμείς, ζητάμε τους αστερισμούς

να διασχίσουμε;
Εμείς που μ' ένα φύσημα
ο θάνατος μας σβήνει, εμείς,

ζητάμε αθάνατοι
να γίνουμε και μια μελλοντική
να ’χουμε υπόσταση;..  






ΚΑΙΝΕ ΚΑΙ ΒΑΣΑΝΙΖΟΥΝ

Καίνε και βασανίζουν και σκοτώνουνε
και αφανίζουνε φυλές ολόκληρες.
Μετά πληθαίνουν την παραγωγή
των όπλων τους, και για να τα ξοδέψουν

κάνουν με τους γειτόνους πόλεμο
και αφανίζουνε κι αυτούς με την ορμή
που η νέα τους η δύναμη τους δίνει.
Κι αφού όλους καθαρίσουν

Τους ανεπιθύμητους γειτόνους,
απλώνουνε πανιά για λαούς άλλους  
που από τις μεταξύ τους έριδες αδύναμοι,

φθίνουν. Και τώρα δεν πηγαίνουν σαν
ωμοί κατακτητές-τώρα «ελευθερία»,
«δημοκρατία» τη βία τους βαφτίζουν.
 
 

 



 
ΓΡΙΠΠΙΑΣΜΕΝΟΙ, ΤΡΑΥΜΑΤΙΣΜΕΝΟΙ, ΧΡΟΝΙΟΙ
 
Γριππιασμένοι, τραυματισμένοι, χρόνιοι
αναπνευστικοί, διαβητικοί, άνθρωποι
στον πόνο βουτηγμένοι, ανθρωποι παίζοντας
τη ζωή τους σε κάθε αναπνοή,

να τι βλέπει κανείς στο ιατρείο των
επειγόντων περιστατικών,της γειτονιάς
του μόνον. Δυστυχισμένοι θνητοί,
σκουπίδια των σκουπιδιών του

πατώματος της γης, ροκανίδια της
μηχανής του τροχού ήλιου,
πόσο ο πόνος σας αστείος είναι!

Και πιο αστεία η ανάρρωσή σας, όταν υψώνετε
τα χέρια σαν φτερά, και κινήσεις κάνετε
πετάγματος στο κενό σας μέσα.  





Ο ΣΚΟΥΠΙΔΟΤΕΝΕΚΕΣ ΑΠΟ
Ο σκουπιδοτενεκές από τον σοβαρό
επιστήμονα πιο σοβαρός είναι.
Ο σκουπιδοτενεκές από τον εστιάτορα
που λογαριάζει λάδια και εισπράξεις,

πιο αξιοπρεπής είναι. Ο σκουπιδοτενεκές
απ' τον παπά και τον πολιτικό
πιο σπουδαίος είναι. Ισως γιατί πιο γεμάτος
από το κεφάλι τους είναι, ή από την ψυχή τους

πιο καθαρός. Και η τίγρη
πιο αληθινή από τους ανθρώπους είναι
γιατί τα νύχια της δεν κρύβει.

Γιατί προβιά προβάτου δε φορεί  
και γιατί οι κραυγές της, πάντοτε,
κίνδυνο θυμίζουν και τον τρόμο σκορπούν.






ΔΙΧΩΣ ΤΗ ΜΝΗΜΗ

Δίχως τη μνήμη δεν μαθαίνει κάποιος
 τα ηρωικά κατορθώματα των προγόνων,
τις φιλοσοφικές θεωρίες, τις τέχνες,
την καταγωγή της μηλολόνθης.

Δίχως τη μνήμη δεν ξέρουμε ότι
κάποιοι πριν από μας τις ίδιες βλακείες  
έκαναν και είπαν. Και δεν μετράμε
την ανθρώπινη κακομοιριά με χιλιετίες.

Αν η μνήμη ατροφούσε,
η ελπίδα τότε θα γεννιόταν
τα μιαρά όντα καθαρόψυχα να γίνουν,

και απενοχοποιημένα να υπάρχουν
καθώς τα πετροχελίδονα, οι χείμαρροι,
τα τετράχορδα και οι αλεπούδες.




ΜΗΧΑΝΕΣ ΠΑΛΕΥΟΥΜΕ ΜΕ

Μηχανές παλεύουμε με ζήλο να φτιάξουμε
-και φτιάχνουμε-που μ' αυτές από μακριά
ένας τον άλλονε ακούμε. Κι όποιος
μας βλέπει έτσι αεικίνητους, ζωντανούς,

απ' αυτό, πολύ μας λέει. Και ακούραστα
δουλεύουμε και φτιάχνουμε οθόνες,
για να βλεπόμαστε από μακριά άνθρωπος
μ' άνθρωπο. Κι ενώ για τη ζωντάνια μας

χαιρόμαστε και τραγουδάκια ταιριαστά
με τη δουλειά μας λέμε, την ίδια ώρα,
κάποια ορχήστρα μέσα μας, νεκρώσιμα

εμβατήρια όλο εκτελεί, για μας, που παρολαυτά
νεκροί είμαστε, και βρυκολακιασμένοι
και μες στον τάφο μας περπατάμε.







ΚΛΕΙΣΜΕΝΟΙ ΓΙΑ ΟΛΑ

Κλεισμένοι για όλα και απ' όλα είμαστε  
σαν σεντούκι στο βυθό θάλασσας
που δεν αφήνει ούτε του νερού το γλείψιμο,
κάπου την επιφάνεια του να παραβιάσει.

Δίνες μας μετακινούν και μας τραντάζουν.
Ρεύματα παλιρροϊκά μας χτυπούν, κύματα
μας παίρνουν και μας πάνε και μας παν,
χτυπώντας μας σε βράχια υποθαλάσσια.

Και κλεισμένοι μένουμε για πάντα,
άμαθοι για το τι 'ναι το νερό-αυτό,
που δίχως έλεος ό,τι κλειούμε μέσα μας,

τόσο το τυραννεί και το τρομάσσει.
Κλειστοί. Χωρίς ουτ' ενός τάφου άνοιγμα.
Κλειστοί στην αιωνιότητα και στη αυτογνωσία.






ΓΥΝΑΙΚΕς ΚΙ ΑΝΤΡΕΣ

Γυναίκες κι άντρες όλο ζωή και σφρίγος, για χρόνια
Στου σινεμά μεσα γυρνάνε τα στενά,
και μόνο μια στιγμή μετά από τόσες, ξάφνω,
στέκουν ακίνητοι, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλονε στα μάτια,

και πια, πάει, αγαπηθήκανε.Τι πράγμα άγνωστο ο έρωτας
στους σκηνοθέτες είναι! Και με τι ψέμματα
φορτώνουν τη Ζωή και την ντροπιάζουν!
Ενώ Αυτή, η Ζωή, ο Μέγας Σκηνοθέτης, Αυτή,

που άντρα και γυναίκα έχει γεννήσει, ξέρει πως άλλο εκείνοι
δεν σκεφτουνται κάθε στιγμή, από την πρώτη που θα ιδωθούνε, παρά πώς, ένας μες στον άλλο θα βρεθούν, και πώς,

πάνω στο καταπράσινο της γης το λάγνο στρώμα,
θα χτυπηθούν, θα ρικνωθούν και θα πεθάνουν, ώσπου,
όσο πιο γρήγορα μπορούν, ν' αναστηθούν, για να ξαναπεθάνουν.








ΟΙ ΠΕΘΑΜΕΝΟΙ ΤΙ

Οι πεθαμένοι τι καλοί που είναι!
Κανέναν δεν πειράζουνε, κανέναν
 δεν εμποδίζουν να χαρεί, κανέναν
δεν εμποδίζουνε να ζήσει.

Κάθονται αναπαυμένοι στην ανυπαρξία τους
με λίγα κόκκαλα ακόμα που και που
απ' αυτούς να μένουν, που βραβεία
σε νεαρούς φυσιοδίφες φέρνουν.

Οι πεθαμένοι τι καλοί που είναι!
Όσο οξυγόνο παίρναν, μαζεμένο
τώρα το χάρισαν σε μας. Κι ούτε απειλούν,

ούτε φθονούν, ούτε έρωτα γυρεύουν.
Και σε τίποτα όχι δεν μας λένε.
Οι πεθαμένοι-τι καλοί που είναι!






ΦΟΡΤΩΜΕΝΟΙ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ

Φορτωμένα τα πράγματα στο καροτσάκι τους
που με τα χέρια σπρώχνουν, αμίλητοι,
ήρεμοι, σκεφτικοί, προχωρούν, πίσω τους
τον κόσμον όλο περίφροντιν αφήνοντας.

Σε μαύρες σακκούλες μέσα, για προστασία
από μάτια αδιάκριτα και υποκριτικά,
την περιουσία τους όλη κλείνουν. Ρούχα
με όλη τους τη γύμνια ντυμένα, σαν να 'χει

μόνο η βρώμα μείνει απάνω τους, φορούν.
Παρακαλεστικό το μάτι ποτέ δεν βλέπει,
και σαν πουλιά πάντα να ήτανε κυνηγημένα

σ' ένα μέρος δε στέκουν. Και μάταια η ζωή, σκυλιασμένη
πίσω τους ακολουθεί, ζητώντας ευκαιρία  
θύματα κι αυτούς υποτακτικά της να τους κάνει.     





ΤΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ! ΤΙ

Το αυτοκίνητο! Τι ήσυχο!
Πώς όμορφα όμορφα κι αμίλητα
τις αναθυμιάσεις της βενζίνης
του αναπνέει! Στο άχαρο πεζοδρόμιο
 
καλαισθησία χαρίζει η γραμμή του.
Το χρώμα του με τις χρυσές ανταύγειες
της διπλανλης βιτρίνας δένει.
Ακίνδυνο, φιλικό, ένα δαχτυλίδι

στης γειτονιάς το ανήσυχο χέρι είναι.
Μα να! Σε λίγο ένας άνθρωπος
Την πόρτα του άνοιγει και μπαίνει.

Και το αυτοκίνητο μουγκρίζει,
και τρέχει, και ξεφυσά, και ιδρώνει.
Κι εχθρός γίνεται και θάνατος.
 
 




Πως Ο ΠΑΤΕΡΑΣ

Πώς ο πατέρας προσέχει το παιδί του!
Πάντα κοντά του βρίσκεται, μη κάποιος
το πειράξει.Το χαϊδεύει, το προσέχει,
αν κλάψει η ψυχή του κλαίει μαζί.  

Αν καμμιά νότα θλίψης δει  
στη συμφωνία μέσα των ματιών του
θλίβεται αυτός περσότερο απ' τη θλίψη.
Και σ' όλα του πατέρα τα φερσίματα

μιαν αγωνία βλέπεις κι ένα άγχος
την ενοχή  που θέλουν να σκεπάσουν-
την ενοχή για το αμάρτημα

που είναι της ζήσης του το πιο μεγάλο-
την ενοχή και την ανώφελη μετάνοια
που το παιδί έχει αυτό γεννήσει.





ΤΟ ΧΤΕΣ ΤΟ

Το χτες το σήμερα και το αύριο
πόσο είναι ίδια! Πριν χρόνια κάμποσα
η άγνοια τα ξεχώριζε.  Πιο ύστερα
τα ξεχωρίζαν οι ανάγκες. Όμως τώρα  

το χτες το σήμερα και το αύριο πόσο ίδια είναι!
Σαν να 'ναι είδωλο το ένα του άλλου, που μέσα
σ' ένα πολύεδρον καθρέφτη ανακλάται.
Ίδιο το κελάδημα του πουλιού,

ίδιο το πουλί που κελαδεί, ίδιο το πρωί,
ίδιο το χορτάρι που δροσιά φορτωμένο,
πάντοτε και τώρα, το φως του ίδιου ήλιου

επιστρέφει. Ίδια όλα. Κι αν κάτι θα φανεί
σαν άλλο να 'ναι, είναι απ’ τα μάτια  
που για νέο κάτι διψάνε.








ΤΟΣΟΙ ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ, ΤΟΣΟΙ

Τόσοι δολοφόνοι, τόσοι κλέφτες, πώς
έξω βρίσκονται από τις φυλακές  
και σκοτώνουν,και απατούν,και
εργοστάσια ανοίγουν και δουλειές;

Είναι που φυλακές δεν υπάρχουν,
ή μήπως ολη η γη μια φυλακή είναι
και αυτοί δίκαια εδώ κυκλοφορούν;
Τότε γιατί φτιάχνουνε νόμους-

για να κοροϊδέψου ποιους; Ή οι νόμοι
οι κανονισμοί της φυλακής είναι
και άλλο έξω από κάγκελλα
 
και πόρτες κλειδωμένες,και φρουρούς
δεν υπάρχει, και η ζωή έξω, μια νοσηρή
κάποιου ποιητή φαντασία είναι;





ΚΙ ΑΥΤΟ ΤΟ

Κι αυτό το έργο-ο Σκρουτζ, που ξαφνικά
να δίνει σ' όλους άρχισε τους δούλους του-
τι εφιάλτης κάθε Χριστούγεννα μας είναι!.
Για ώρες δυο την τάξη χαλάει

της κοινωνίας μας της τόσα χρόνια
αγαπημένης κι αξιοζήλευτης
με τους φτωχούς να δυστυχούν
ενώ οι πλούσιοι τ’ αγαθά όλα κατέχουν;  

Ας λείψει πια αυτό τα έκτρωμα, γιατί μπορεί
κάποιους κουτούς κι ανόητους να παρασύρει,
και να 'χουμε-θεός φυλάξοι-καμιά γελοία

απόπειρα εγκαθίδρυσης αιώνιων Χριστουγέννων.
Και τότε εκτός των άλλων, και το έργο αυτό
την ομορφιά και την αξια του θα χάσει.






ΑΠΟΨΕ

Απόψε η καρδιά μου είναι βαριά.

Γιατί δεν ξέρω.
Μήπως γιατί η Άννα
είχε έναν τόνο αδιαφορίας όταν μου μιλούσε;
Μήπως γιατί απόψε,
όπως τότε που ήμουν έξη χρονών
και που η μητέρα μου τόσο ετρόμαξε στην όψη μου
που με ρώτησε: τι έχεις παιδάκι μου και είσαι έτσι;
και της απάντησα κλαίγοντας:
σκέπτομαι πως θα πεθάνω-
μήπως γιατί έτσι σκέφτηκα κι απόψε;
Όχι, δεν είναι αυτά η αιτία.
Μήπως γιατί κατάλαβα πως «σκέπτομαι»
δε θα πει σίγουρα ότι «υπάρχω»;
Όχι, ούτε αυτό.
Μήπως γιατί ο θεός δε μου ’δωσε και μένα
έναν αδερφό ή μια αδερφή;
Όχι, δεν είναι ούτε αυτό.
Μήπως γιατί, έτσι γελοία μηδαμινός καθώς ξεκίνησα
ίδια γελοία μηδαμινός και θα τελειώσω;
Όχι όχι.

Απόψε η καρδιά μου είναι βαριά.
Γιατί, δεν ξέρω.




ΑΣ ΕΡΘΟΥΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΚΑΙ ΦΕΤΟΣ…

Κάθε χρονιά Δεκέμβρης δταν μπαίνει
Τρέμω Χριστούγεννα μη και δε 'ρθούνε-
Μη δε φανεί ο Χρίστος στην Οικουμένη
Και μύριες έγνοιες τότε με πονούνε.

Σα λείψει ο Χριστός δύναμη άλλος
Ποιος θάχει τάχα το φτωχό να πείσει
Όταν τόνε ραπίσει ο μεγάλος
Και τ’ άλλο μάγουλό του να γυρίσει;

Λεφτά πώς θα γεμίζουν οι παπάδες
Αφού οι εκκλησίες πια θα κλείσουν;
Ποιος θα ευλογεί των πλούσιων τους παράδες
Ώστε παράδες κι άλλους να γεννήσουν;

Δίχως της Κόλασης τώρα το φόβο
Θα περισσέψουνε οι αμαρτίες
Κι αναβροχιά-το χέρι μου το κόβω -
θα μας ρημάξει δίχως λιτανείες.

Πάνε τα Ευαγγέλια, όσιοι κι άγιοι,
Άχρηστα τα Ορατόρια κι ο "Μεσσίας",
Σταυρώσεις, Αναλήψεις, Τάφοι Άδειοι,   
Και πίνακες θείας Τέχνης θαυμασίας.

Και είναι η  ελπίδα μου η μονάχη
Αν γίνει κάποτε το απευκταίον
ότι θα τρέξουμε όλοι εν τάχει
και θεό  έναν  ευθύς θα  βρούμε  νέον.






ΑΓΙΟΣ ΣΤΟ ΕΙΚΟΝΟΣΤΑΣΙ

Το Εικονοστάσι.

Με το αυστηρό του Αγίου Πρόσωπο.

Κάθε Βράδυ το Καντήλι του αναμμένο.

Μητέρα,
με Ωδίνες μεγάλες,
σα το Πεπρωμένο να γεννούσες
τόνε γέννησες;

Τα Μάτια σου,όταν τον πρωτοείδαν,
πες μας,
ήταν σαν το Πανάρχαιο να κοίταζαν-
σαν στο Βαθύ έμοιαζαν να χάνονται,
που πίσω του πολύ,
είχε
για να 'ρθει εδώ
αφήσει;

Κι όταν για πρώτη του φορά κοιμήθηκε,
μη δίπλα του ξαγρύπνησες να δεις
ποιου τάχα Χρέους πνοή
στ' όνειρό του ήρθε και
σαν Μοίρα,
την Αγιοσύνη τού όρισε
και το Μαρτύριο;                        






ΕΓΩ

Εγώ,
ένα βαθύ πηγάδι κουμουνιστικό
στην έρημο του φασισμού
μετά τον πόλεμο.
Για χρόνια.
Περιτριγυρισμένος από βρέφη
μελλοντικών μεσοαστών
καλά στερεωμένων
στον ουρανό μίας «πατρίδας», ή γερά
στα Δεξιά κλαδιά
του εποχικού τους θάμνου κρατημένα.

Ποιον να ποτίσω; Που σκοινί
ούτε γι αυτοκτονία δεν έβρισκες
να σκαρφαλώσεις ή να κατεβείς;

Στο κέντρο εκεί εγώ,
άβουλος, ντροπαλός και μόνος
βλέποντας μπρος μου εσαεί
πρόσωπο ένα μαύρο
εκδικητικό
με μάτια δύο κάννες πιστολιών
και στόμα τάφο.

Και ύστερα μου λένε κάποιοι παραγεμισμένοι
μα γιατί είσαι αντικοινωνικός;







Η ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΟΝ ΡΩΜΑΝΟ

Παιδί μου πού μας έφτασαν!
Νέοι κι οι δυο να φεύγουμε
απ’ τη ζωή άθελά μας!

Τα κόκαλά μου που απ’ αυτά
η λευτεριά γεννήθηκε
να μου τα σπα’ η δουλεία

και συ που αγωνίζεσαι
να μη με πάρει ο θάνατος
μαζί μου να πεθαίνεις!

Τέρατα σιδερόκαρδα
και μυαλοαχερένια
για μας αποφασίζουνε.

Και ο λαός παιδί μου-
άντρα μου κάλλιο να σε πω
κι ολάξιο μου συντρόφι-,

και ο λαός μας άντρα μου
σαν άσφαιρος κοιτάζει
και ξένος σαν να ήτανε,

το βόλι όπου εκίνησε
με στόχο την καρδιά μας
που αίμα την έχει αχνιστό.

Μα έλα όμως συντρόφι μου
στην άσαρκη αγκαλιά μου
κι αγάπη όλο σφίξε με

ώστε προτού χαθούμε
μια νέα χώρα όλο γεια
οι δυο μας να γεννήσουμε.

Μια νέα χώρα όλο γεια
και νιάτα κι ομορφάδα
που αμέσως σα στο φως φανεί

να χάσει κάθε τι παλιό
και να μη φτιάχνει Ρωμανούς-
να μη σκοτώνει Ελλάδες.








ΡΩΜΑΝΟΣ

Ποιος τον είδε ντυμένον στ΄ άσπρα,
έμφροντιν και αγγελικά ευφρόσυνον
να τρέχει καταμεσήμερο
ανάμεσα στ΄ άνθη του κήπου της Δικαιοσύνης;

Οι ξαγρυπνισμένες νύχτες
που άϋπνες,
πάνω στο ξύλινο κρεβάτι τους πλαγιάζουν,
τον ζητούν σύντροφό τους.
Όμως εκείνος
τη συντροφιά σ΄ όλους μια μέρα θα φέρει
και τη γαλήνη
και το πρωί.

Οι δρόμοι ανοίγονται μπροστά του
όπως μπουμπούκια στην Άνοιξή τους.

Ποιος τον είδε
κρατώντας τον ανθό της λευτεριάς
και το χαμόγελο της ευτυχίας
να πετάει
προς τους ανθρώπους πηγαίνοντας;






ΑΝD ΝΟΕΜΙΝ SΕΕΙΝG ΤΗΑΤ SΗΕ WΑS  DEΤΕRΜΙΝΕD ΤΟ  GO WIΤΗ ΗΕR, CΈΑSED ΤΟ SΡΕΑΚ  ΤΟ HER ANY ΜΟRΕ
(ΒΙΒΛΟΣ)



                     ΡΟΥΘ

Μια επιμονή... Μία κουβέντα ακόμα…
την Ιστορία ν' αλλάξουν θα μπορούσαν:
αν της Νοεμίν τα χείλη δε σιωπούσαν…
αν δε της σφράγιζε ο Θεός το στόμα…

Μα τι ωφελούν τα «αν»; Η Ιστορία
γράφτηκε όπως Αυτός έχει θελήσει:
η Ρουθ την ίδια ακλούθησε πορεία
και τον Βοόζ επήγε να γνωρίσει.

Μετά: Ωβήδ... Ιεσσαί... κι ο Προφητάναξ!
Χωρίς της Ρουθ και της Νοεμίν τη φίλια
του αγέννητου θα έθαφτε η λάρναξ
τα που καλά στον κόσμο ήρθαν χίλια.

Κι η ευλογία δε θα είχε υπάρξει
της Ρουθ, που αιώνες πριν την Πηνελόπη
του Σύμπαντος εχάραξε την Τάξη-
κι ας τήνε χάλασαν ξανά οι ανθρώποι.






              ΩΣ ΙΜΑΤΙΟΝ

«Συ κατ' αρχάς, Κύριε, την γην εθεμελίωσας και έργα των χειρών σου εισίν οι ουρανοί. Αυτοί απολούνται, συ δε διαμένεις, και πάντες ως ιμάτιον παλαιωθήσονται. Και ωσεί περιβόλαιον ελίξεις αυτούς, και αλλαγήσονται. Συ δε ο αυτός ει και τα έτη σου ουκ εκλείψουσιν.»
(ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ, Ι,10-12)

θα ’ρθει καιρός που απ' την πολλή τη χρήση
Οι ουρανοί σα ρούχο θα παληώσουν
κι έτσι γλυκά η πνοή Σου θα φυσήσει
και σα νιογέννητοι θα ξανανιώσουν.

Τη φωτεινή θαυματουργή Σου πέννα
στα πανταρκή κρατώντας μέσα χέρια
πουλιά θα ζωγραφίζεις φτερωμένα
τους Γαλαξίες, τους Ήλιους και τ’ Αστέρια.

Και κείνα μες στ’ ατέρμονα τα χάη
θα λάμνουνε της σφαίρας της ουράνιας,
απλά κι αβίαστα, καθώς κυλάει
το πυρωμένο δάκρυ της μετάνοιας.

Και στην αφεύγατη διάτα όλα τούτα
μιας μόνο σκέψης Σου θα πειθαρχούνε,
σαν όπως ωριμάζουνε τα φρούτα
όταν του θέρους τ' άγγιγμα δεχτούνε.

Έτσι γι ατέλειωτο διάστημα χρόνου
Πλάσες θα φτιάχνονται και θα χαλιούνται,
καθώς στο δάγκαμα του Νόστιου Πόνου
Θλίψες θεριεύουνε κι ελπίδες σβηούνται

Και Συ για πάντα ο ίδιος θα υπάρχεις
καθώς προ των αιώνων ήσουν πάντων,
κι ευδαίμων κι εύχαρις επάνω θ' άρχεις
στη δυσστονία του Νου και των Συμπάντων.
Σα φόρεμα η Πλάση που φοράει
Οι ουρανοί της έτσι θα παληώνουν
Κι έτσι γλυκά η πνοή σου θα φυσάει
Και σα νιογέννητοι θα ξανανιώνουν.








"Εξεγέρθητι Βορρά, και έρχου Νότε, και διάπνευσον κήπον μου, και ρευσάτωσαν αρώματα μου."
(Άσμα, 3,16)

Για πόσους ο Βορράς δεν εξεγείρεται…
Για πόσους δεν προσέρχεται ο Νότος…
Κι αξέχυτα απομένουνε και άρρευστα
και αχρησίμευτα τ' αρώματα τους…
Α! Πιο καλά κανείς πέτρα να ήτανε
και όχι ρόδου χάρη μες στον κόσμο-
βαριά τ' αρώματα που δε σκορπίζονται'
της αχρηστίας αφόρητη ειν'  η γνώση.

                 Βαριά τ’ αρώματα όταν τριγύρω σου
απ' ασιτία η όσφρηση πεθαίνει
κι αφόρητη η γνώση πως η άπνοια
τη δυστυχιά στον κόσμο μας πληθαίνει.




ΑΓΙΑ ΒΑΡΒΑΡΑ


«Η Αγία Βαρβάρα υπό του ιδίου πατρός ξίφει τελειούται.»
                  (Ερμηνεία της ζωγραφικής τέχνης)
    


Θεέ, όταν στης γης τα σκότια βάθη
το σίδερο εδέησες να φανεί
ήξερες τάχα πως μια μέρα θα 'ρθει
που φονικό μαχαίρι θα γενεί;

Κι όταν τον άνθρωπο έδινες στην Πλάση
ήξερες πως ο ήλιος Σου θα δει
ότι  πατέρας κάποτε θα φτάσει
να μαχαιρώσει το ίδιο του παιδί;

Οι λέξεις μου δεν ψάχνουν κάλλιο ταίρι.
Απρόθυμη κι η ρίμα και φτωχή:
Με τι καρδιά πατέρας το μαχαίρι
στην ίδια του το στρέφει την ψυχή;

Θεέ μου, και αν άπιστος κανένας
από πατέρα χέρι θα χαθεί
να είναι κάνε από τους λίγους ένας
που στα δεξά Σου, Τότε, θα σταθεί.

 



 ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΝΙΚΟΛΑΟ

Καράβι ειν' η ζωή μας που το κύμα
μ' ασίγαστη μανία το χτυπάει.
Στον τάφο λες μας πάει κάθε βήμα
και τ' άλλο στον αέρα μας ξερνάει.

Άγιε Νικόλαε, Άγιε της θαλάσσης,
των ναυτικών προστάτη και σωτήρα
έλα την τρικυμία να κοπάσεις
και στης ξηράς την άξενη αρμύρα.

Άκου πώς βαριοτρίζουν οι αρμοί μας.
Δες τα πανιά μας τα κουρελιασμένα.
Σε λίγο Άγιε η φτωχή ψυχή μας
ναυάγιο θα μετράει χωρίς εσένα.

ι






Η ΠΑΡΑΞΕΝΗ ΠΟΜΠΗ

Δεύτε αποδώμεθα αυτόν τοις ισμαηλίταις τούτοις
(Γεν., 37.27)

Και η καμήλα έπεσε στα γόνατα
ο Ιωσήφ επάνω της ν’ ανέβει
από τ’ αδελφικά κάτω τα σκώμματα
και των εμπόρων της Γαλαάδ τη χλεύη.

Και η πομπή η παράξενη ξεκίνησε:
εκείνος που πουλάει πουλημένος,
αιχμάλωτος εκείνος που ενίκησε
και ο που λευτερώνει σκλαβωμένος.





«Υπελείφθη δε Ιακώβ μόνος και επαλαιεν άνθρωπος μετ' αυτού έως πρωΐ.»
(Γεν., 32.24)

Πάλη ανθρώπου με θεό
Και του ανθρώπου η νίκη.
Κατόρθωμα όπως αυτό
Σ' όλο τον κόσμο ανήκει.

Κι έννοια βαθιά ποιας λογικής
Η απόφασή του δείχνει
Του νικημένου, ο νικητής
Το θρόνο να μη ρίχνει...







Και είπεν άνθρωπος τω πλησίον-αυτού δεύτε πλινθέύσωμεν πλίνθους...
(Γεν.,11.3)

Ψηλώνει  ο πύργος  της Βαβέλ
Ως  το  θεό να φτάσει
Όμως  του λόγου η  σύγχυση
Τον πύργο  θα χαλάσει.

Ο λόγος  έφθειρε ο σκληρός
Το έργο  τόσου κόπου:
Ο λόγος-έτσι  είτε αλλιώς
Η δυστυχία τ' ανθρώπου.




«Εστίν Κύριος εν τω τόπω τούτω και εγώ ουκ ήδειν.»
(Γεν. 28.16)

Σε κάθε βήμα μας και μία σκάλα
Και κάθε τόπος τόπος θεϊκός.
Ομως προβλήματα γήινα άλλα
Τη θέα τους μας στερούν οριστικώς:

Αγάπες που γεμίζουν άδειες ώρες,
Μέρες γεμάτες κοσμο, λαμπερές,
Νύχτες υπνώττουσες και υπνοφόρες
Που τις παραγεμίζουμε "χαρές".

Ομως την όψη για να δεις τη θεία
πρέπει όλοι κι όλα να σε κυνηγούν.
Πρέπει να είναι νύχτα κι ερημία
Και της ψυχής τα ματιά ν' αγρυπνούν.









ΙΩΣΗΦ ΚΑΙ ΦΑΡΑΩ
«Ελιπε δε Φαραώ προς Ιωσήφ ενύπνιον εώρακα»

Στον θρόνο του επάνω καθισμένος
στο χέρι ακουμπώντας το κεφάλι του
άκουγε ο φαραώ μες στη μεγάλη του
την αγωνία πλήρως βυθισμένος.

Ο Ιωσήφ ορθός απέναντί του
και Φαραώ και αυλικούς εξέπλησσε
γιατί του Φαραώ τον γρίφο έλυσε
σώζοντας έτσι και λαό και γη του.

Και νου και πράξεις και των δυο οδηγώντας
από ψηλά ο Αιώνιος τους έβλεπε
και τ’ όραμά τους άφατα Τον έτερπε
και συγκατάνευε χαμογελώντας.








                    ΣΤΟ ΝΙΚΟ ΡΩΜΑΝΟ

Νίκο, καλά ειν’ ο φίλος σου-στο λέω ’γώ- εκεί πάνω.
Μη θες ο ίδιος να τον δεις πηγαίνοντας εκεί.
Ύστερα, εδώ σε χρειάζονται οι άνθρωποι-στη γη.
Δεν ήταν και των δύο σας-θυμήσου!-αυτό το πλάνο;

Και σένα δεν σε σκότωσαν. Κι έτσι παιδί που είσαι
έχουν πολλά από σένανε οι δύστυχοι να δουν.
Μια θλίψη ακόμα θα ’χανε αν για σε είχαν να πενθούν.
Όμως με σένα δίπλα τους ελπίδες θα ’χουν. Ζήσε!

Κι όταν μιλώ έτσι εγώ, ξέρω τι λέω. Δεν παίζω.
Είσαι από στόφα αγωνιστή. Δεν συνθηκολογείς.
Και καταλαβαινόμαστε οι δυο: κοντολογίς
Μιλάω σ’ ένα Ρωμανό κι όχι σε κάποιον Γλέζο.








(στην κυρία Ρωρερκάρ)
Του γέλιου σου θα πάρω τη μαγεία
και τις σαπφείρινες ανταύγειες των ματιών
και σ’ενός κάμπου χιονισμένου την ευδία
θα πάω κατω από το φως των αστεριών
και κει ολόκληρη από χιόνι θα σε πλάσω.
Κάθε κρυφή σου ξέρω γλύκα κι εμορφιά.
Κι όλη τη νύχτα αυτήν εγώ θα σε χορτάσω.
Κι όλη τη νύχτα εγώ θα σ’ έχω συντροφιά.
Κρατώντας μάτι σου και χαμογέλιο
όλην θα σ” έχω μες σε κείνο το κορμί:
τη γλύκα, τη σπιρτάδα σου, το τέλειο
περπάτημα που θεία το πάει ορμή.
…Και θα σε λιώσει το πρωινό τ” αστέρι.
Κι ο χώρος πριν που έπιανες, κενός.
Και πια κανένας δε θα σ” έχει ταίρι
και πλέον δε θα είσαι κανενός.



ΤΟ ΚΝΟΥΤΟ

Ο Αλέξης κοιμήθηκε-πονάει η Αθήνα.
Οι Νέοι με όλο το Δίκιο δικό τους
με Βια την Κουρτίνα ξεσχίσαν του Σκότους
κι εφάνη η Αθλιότητα, τ’ Άδικο, η Πείνα.

Μα πριν καν τελειώσει ο ωραίος Αγώνας
οι «ιθύνοντες» ’βάλαν το Χέρι στην Τσέπη
και σκόπρισαν γύρω χιλιάδες τα «Πρέπει»
ή ομάδες ομάδες ή και κατά μόνας.

Τι «Πρέπει»μας είπε ο Πρώτος Πολίτης
τι «Πρέπει» μας είπανε οι δήθεν Ταγοί μας.
Με «Πρέπει» ξανά θα γεμίσει η Ζωή μας
που κάθε Υπουργός θα ξερνάει Αλήτης.

Οι Νέοι θα χάψουν το Χάπι ετούτο;
Τα «Πρέπει» του Αγώνα θα κόψουν τη Φόρα;
Του Δίκιου η Ώρα, δε θα ’ρθει ούτε τώρα;
Και, Χέρια ούτε τώρα θ’ αλλάξει το Κνούτο;








(Το πρώτο και το δεύτερο ποιήματα στα Αγγλικά)

Lesson of Poetry Number One


In order to write a poem
the hand is not enough;
you have to have a head
with a mouth that doesn't laugh.

In order to write a poem
your soul must ever cry –
in order to write a poem ;
If not, don't even try.


THE DEVIL AND A WOMAN

The Devil. sitting on His throne up-there
He saw down here a woman coquettish and fair.
"That evil. dirty creature. will be mine"
He said "Before I count even to nine".

He takes His tools. His summons brings,
He bears all His strange and frightful things,
His slaves His servants His sons He calls-
His eye-sockets two red hot balls.

The woman "My Lord. my Master" says to Him
"My Lord. leave quiet Your faithful team-
Since from man to man You created me to go,
Then, I already am Yours. as far as I know».





ΕΣΚΆΨΑΝΕ ΤΟΝ Κ’ΗΠΟ ΤΟΥ ΣΠΙΤΙΟΎ ΜΟΥ
                           ΣΤΟ ΧΩΡΙΌ

Εσκάψανε τον Κήπο του Σπιτιού μου.
Τάχα τον Τάφο τους να ετοιμάζουν;
Άλλο δε βάζω τίποτα στο Νου μου
…ή μη για Λίρες τ’ Άνθη του ρημάζουν;..

Κι αν είναι μέσα εκεί για να θαφτούνε
σάμπως Μικρό  για Μνήμα τους τούς πέφτει-
είναι πολλοί να μην αβασκαθούνε:
λάθεψε αυτός που απ’ όλους τους το εσκέφτη.

Αλλ’ αν εκεί θαφτούν, τι θα ξεπλύνει
ωσάν αυτήν Αποκοτιά-να μιάνουν
τον Τόπο, Ιερό που έχει γίνει,
Θεών, που αυτοί, Χαμένοι, δεν τους φτάνουν;






ΤΑ ΆΓΙΑ ΤΑ ΧΏΜΑΤΑ

Ελάτε μαζί μου
στης Άγιας Ρωσίας
να πάμε τα χώματα.

Τον αέρα τον κρύο
που πνέει καθάρια
βαθιά ν’ αναπνεύσουμε.

Ελάτε μαζί μου
μακριά από του πλούτου
τη βρώμικη έρημο.

Μακριά από τη χώρα
που είναι για όλους
μι απάνθρωπη Κόλαση.

Μακριά ’π’ των πολλώνε
την άτιμη φτώχεια
που αξαίνει απολέμητη.

Μακριά ’π’ την οδύνη
τη λύπη, το φθόνο
και την εκμετάλλευση.

Ας πάμε στη χώρα
που ανθίζ’ η ελπίδα-
ας πάμε στα ολάνθιστα

χωράφια του Ωραίου:
στης Άγιας Ρωσίας
ας πάμε τα χώματα.

Να ειν’ η δουλειά μας
τραγούδι της Φύσης
και τ’ Άνεμου κύλισμα

να λάμψουν εντός μας
του δίκιου τα φώτα
που τόσο μας λείψανε.

Μαζί να κινούμε
το κάθε πρωί μας
μαζί να δουλεύουμε

μαζί να μοχτούμε
και όλοι να τρώμε
στον ήλιο ομοτράπεζα.

Να πάψουν οι πόνοι
να λείψουν διακρίσεις
και άγρια εκμετάλλευση.

Κοινός ο σκοπός μας
κοινή μας η πίστη
κοινά τα ωφελήματα-

η φτώχεια κι ο πλούτος
να πάψουν να υπάρχουν
και όλοι να ζήσουμε

σε μια κοινωνία
που θα ‘ναι φτιαγμένη
για όλους αδιάκριτα,

χωρίς αδικίες
κατώτερα πάθη
και μίσους ξεσπάσματα.

Στην Άγια τη  χώρα
που λάμπουν πληθώρα
τ’ αγνά τα αισθήματα-

στης Άγιας Ρωσίας
ελάτε μαζί μου
να πάμε τα χώματα!









ENOTHTA ΛΓΙΑ ΜΙΚΡΑ

Δίχως τον ήλιο το ρολόγι μας θα 'τανε
μια παράξενη συσκευή
άγνωστο σε τι χρησιμεύουσα
πέραν από την ικανότητα του κατασκευαστού
να τοξεύει.


Χρωματιστά γονίδια αναπτερώνουν το ηθικό.
Προσβλέπουμε σ' αυτά και ευελπιστούμε για χρωματιστές θύελλες το ολιγότερο.


Παρέλαση φιλιών.
To δικό της πρώτο-σημαιοφόρος.


Είμαι στο αυτοκίνητο, στη θέση του οδηγού
με μια κυρία συνοδηγό.
Φορώ το μουστάκι μου. γίνομαι κουνέλι
και χειρονομώ.
Ύστερα βγάζω το μουστάκι.


Α! Και να πέταγε το ελάφι!
Α! Και φτερά να είχε το ελάφι!
Α! Κι η ζωή λίγη χαρά να είχε!


Κρούμιο κρανίο το κύπελλο πάνω στο τραπέζι.
To χαρτί κιτρίνισε άγραφο.


Η γάτα μου δεν υπάρχει.
To μαρτυρεί η ράχις της όταν κυρτούται-
ίδιο ανάστροφο ύψιλον.


Ένα λεπταίσθητο είμαστε και φρούδο εργαλείο
που η ανυπόμονη άγνοια επάνω του ξεσπά
παιδιού, που παίζοντας, κολλά τα μέρη μας τα δύο
για λίγο έτσι μας κρατεί-κι απέ μας ξανασπά.


Βρέφος βυζαίνει ο άνθρωπος τον τροφαντό μαστό.
Άντρας βυζαίνει του έρωτα τη γλύκα ούθε προκάμει.
Και γέροντας, το τσάϊ του-ντροπή πως σε βαστώ-
το πίνει αργοβυζαίνοντας ένα κυρτό καλάμι.


Τα όνειρά μας ψάχνουμε που χάθηκαν να βρούμε,
Βαδίζοντας ακούγονται κατω απ' τα πέλματά μας
ήχοι που κάνουν σπάζοντας εκεί τα όνειρά μας.
Κι εμείς συνέχεια ψάχνουμε., συνέχεια προχωρούμε…

Εν’ άδειο μπουκάλι κρασί' δυο ποτήρια' ακίνητα τέσσερα πόδια γυμνά'
η ήρεμη άμπωτι που οκνά τριγυρνά στο χώμα τ' ογρό μετά την παλίρροια

.
Δηλαδή αν δεν υπήρχε η βαρύτης
ο ελέφας θα πετούσε σα σπουργίτης'
και φτερά δε θα φυτρώναν-για φαντάσου!-
στους αλόγινους τους ώμους του Πηγάσου.


Μετά την αγάπη
πρέπει να διαφυλάξουμε τις μάσκες
για την επόμενη φορά.


Γερή από έιτζ να 'ναι σα μαθαίνω
ο ανήσυχός μου ησυχάζει ο νους.
Όχι απ1 αγάπη πως γι αυτήν πεθαίνω
μα πρόπερσι ανταλλάξαμε ιούς.


Και τώρα ας γυρίσω το χαρτί στην άγραφη πλευρά του'
και τώρα ας γυρίσω τη ζωή στην όψη του θανάτου.

Κι αν ακόμα Προμηθέας Δεσμώτης ήμουν
τα σπλάχνα μου δε θα επαρκούσαν
για τόσες μεταπτώσεις.


To σούρουπο έρπον καταφθάνει.
Ανύποπτα
αμετάτρεπτα
κυκλώνει τα δάχτυλα του απομεσήμερου.


Βάλτε με μέσα σ' ένα βαθύ πουκάμισο κίτρινο
και δώστε μου μια ζώνη χορταρένια-
αμέσως γίνομαι Πρόδρομος Ιωάννης
και γυρίζω τον κόσμο δυο χιλιάδες χρόνια πίσω.


Κάθε Κυριακή πρωί
οι άντρες ανεβάζουν τα παντελόνια τους,
οι γυναίκες αφήνουνε τη φούστα τους να πάει στη θέση της
και παν στην εκκλησιά όπου μ' ευλάβεια
ευχαριστούνε και δοξάζουνε τον Κύριο.


Μετά 'πο τόσα ηδύποτα τους έδειξε ξετσίπωτα
τα κάλλη της τ' ανείπωτα-εγώ δεν είδα τίποτα.


Καμιά φορά δεν ειν' νερό οι χοντρές σταγόνες
που μανιασμένα μαστιγώνουνε τη γη
αλλά τα δάκρυα των φτωχών που από αιώνες
συνάζονται και πέφτουνε απάνου μας μ' οργή.


Όταν χωρίσουμε ας είναι αυγή
προτού ο ήλιος να έχει βγει.
 Έτσι και πάλι θα καρτερώ
κάτι ωραίο και φλογερό.


Free memberships-free houses-free rentals
free tickets for a visit to Las Vegas
"μα, αν είναι, λες, "αλήθεια ολ’ αυτά
πού διάολο πηγαίνουν τα λεφτά..."

Οι σκέψεις που στριμώχνονται εντός μου
σαν ρόγες σταφυλιών ωριμάζουν'.
και σκούρκοι επάνω τους πεινασμένοι βόσκουν.




Αμφιβολία δε στέκει μια-τέκνα είμαστε δικά σου.
Κοίτα, δε βλέπεις μέσα μας, Αδάμ, τη μοναξιά σου;







ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΗ

Ναι, είναι μια μικρή παρέκκλισις...
αυτός ο τρόπος της γραφής-των παρακάτω ποιημάτων.
Ναι, είναι, όμως η πορεία δεν αλλάζει έτσι κι αλλιώς.
Κι αυτός ο δρόμος στο Χαμό τραβάει.

Να πάω απ’ αυτόν λοιπόν
ή στον ίδιονε να συνεχίσω;
(αυτονοείται πως αν συνεχίσω εδώ
τα νοήματα βαθαίνουν).
Ποιος θα μου πει-ποιος θα μου δώσει μία γνώμη;
Κανένας δε μιλάει.
Μα και να μιλούσε με τι γνώσεις θα γνωμοδοτούσε;

Μου λένε να πάω μαζί τους.
Μα θεέ μου, να κάνω τι;
(Κουράστηκε η καρδιά μου να ζητάει)
Ότι μ' απόμεινε με τα δόντια το κρατώ
για ν' αγοράσω το εισιτήριό μου να περάσω.
Αυτοί όλοι έχουν πράγματα να δώσουνε γι
αντίτιμο.
Δεν τους περνάει από το νου
πως δεν περνούν αυτά εκεί.
Έχουνε σπίτια, βίλλες, κότερα,
στρέμματα ελιές και πορτοκάλια  
ημέρες ξεγνoιασιάς και ηδονής,
εκατομμύρια…

Τύχη αγαθή τέτοιο κάτι να μην αποκτήσω μ'
έκαμε.
Γιατί θα είχα επαναπαυτεί.
Μου λένε να πάω μαζί τους.
Μα αυτοί τις νύχτες έχουν ύπνο.
Μα αυτοί λένε με μια σιγουριά: βρέχει.
Μα αυτοί δεν ξέρουν πόσο απέχει ο
άνθρωπος από τον εαυτό του.
Μα αυτοί δεν ακούν τα ρυάκια να μιλούν.
Νιώθουν τη θλίψη των πεσμένων δέντρων;
Έχουν ραγίσει με το κλάμα τους αυτοί
το κρύσταλλο της νύχτας;
Πια με τι γλώσσα εγώ μαζί τους να μιλήσω;
Κι αν τους ακούσω τότε  
τι θα δώσω στους κριτές μου σαν απόδειξη
πως γνώριζα από τότε που εζούσα-
στην τύχη ότι δεν ήμουν αφημένος-
παρά προετοιμαζόμουνα
έστω και μόνο για το δεύτερο
να γίνω άξιος βραβείο;

Λοιπόν, να επεκτείνω την παρέκκλιση;
(Αρκετά εξαρτώνται απ' αυτό)
Θα δω...










(Είμαι ο τάδε, γεννήθηκα εκεί,
εκεί μεγάλωσα, εκεί πήγα σχολείο, λέγομαι έτσι ακριβώς,
ο πατέρας μου ήταν...
μέναμε στον...
φύγαμε όταν...
Ουφ! Αντί τέτoια να εξηγείς
κάθε που κάποιον ανταμώνεις
ας παν οι γνωριμιές καλιά τους.
Η νύχτα τίποτα δε με ρωτά
κι ο αγέρας ως τον δέχομαι με δέχεται.)









α. Τρίπολη
Ax! Τρίπολη με τα βραχιόνια σου υψωμέγα στον σταχτί ουρανό!
Αχ! Τρίπολη με τρεις σταγόνες μάραθο στου λαγηνιού τον πάτο!
Ax! Τρίπολη!
Κτίρια μαβιά-δρόμοι κλεισμένοι!
Τα παιδιά σου τραγουδούν στα στέκια των αγάδων.

Για μάτια πράσινα όλα τα δέντρα σου μιλούν.
(Στην Τάκα πλένεις τα ρηχά σου πόδια, Στους αγέρηδες τα λόγια σου σκορπάς}.
Αχ! Τρίπολη! Με τo θάνατο στους στενούς σου δρόμους
και τις μαύρες κορδέλες ν' ανεμίζουν στα μπαλκόνια τους.
(Ένα ποτάμι πίσσας σε κυκλώνει
και μέσα του το πέτρινο κορμί σου ανασαίνει)
Ax! Τρίπολη! Με όνομα από τρεις χάντρες τσιγγάνικες
και με μαλλιά τα πεύκα της Δεξαμενής σου!
(Στα πηγάδια σου τρελές γυναίκες
πνίγονται.
Ρόπαλα βάφουν μ' αίμα τις αυλές σου).









β. Νάσια

“Ποιητή γιατί για μέγα oλa τα τραγούδια σου;
(φόρμα κόκκινη, μάτια σμαράγδινα)
Αχ! Για του ποταμιού τις δάφνες
και για της ιτιάς τα μυτερά κλαδιά εγώ τραβάω.”
Στο χωράφι με τις καλαμιές
τρεις θεριστάδες νιούτσικοι
τη Νάσια την καλή αντιπερνάνε:
-Κυρά μου ax! To ποτάμι δρόμο άλλαξε και δε θα το 'βρεις!

“Ποιητή γιατί για μένα όλες οι θλίψες σου;
(φόρμα κόκκινη, μάτια σμαράγδινα)
Εγώ είμαι στον πλατύ ουρανό δοσμένη
κι εκεί αλαφρά πηγαίνω.”
Τρεις άγγελοι ανταμώνουν την ωραία Νάσια
στον ανοιχτό το δρόμο τ' ουρανού.
-Κυρά μου αχ! Να μάθει ότι έρχεσαι
ο ουρανός τραβήχτηκε στον πύργο του
μ' όλα τ' αστέρια του μαζί.


“Ποιητή γιατί για μένα όλοι οι χτύποι της καρδιάς σου;
(φόρμα κόκκινη, μάτια σμαράγδινα)
To άσπρο αίμα μου ντυμένη
για το νεραιδοπάλατο ενώ τραβώ
σέρνοντας βάρος πίσω μου στο χώμα πάνω
ης σκονισμένες σου κραυγές.”
Τρία πουλιά τη φωτεινή τη Νάσια
στου παλατιού το έμπα καρτερούν.
-Κυρά μου το παλάτι αχ! κλειδωμένο!
Kαι στη χρυσή του κλειδαριά ταιριάει
μονάχα το κορμί το χαρισμένο!

“Ποιητή γιατί με θέλεις μες στην αγκαλιά σου;
(φόρμα κόκκινη, μάτια σμαράγδινα)
Ενώ ιδέα είμαι κι αερικό.
Εγώ
απ' τα ποιήματά σου μέσαθε περνώντας
πνοή τους δίνω
και για το πεπρωμένο μου τραβώ.
Ax! Mιαν αχτίδα από σβησμένο αστέρι αγάπησες.
Αχ! Για το χάρτινό μου ψέμα εγώ τραβώ.”
-Εγώ τ' αστέρι σου είμαι το σβησμένο.
To χάρτινό σου ψέμα ειμ' εγώ.
(φόρμα κόκκινη, μάτια σμαράγδινα).





γ. τσιγγάνα
(Ας ξαναδώ αυτό το ποίημα πριν το δώσω.
Την καρέκλα του Άλλου βάζω απέναντί μου
και στη δικιά μου κάθομαι εγώ.
-Κοιτάξτε, λέω, το τρίτο ποίημά μου εδώ.
Τι λέτε για τον πρώτο στίχο; Είναι ποίηση αυτή
τα στήθη έτσι ανοιχτά στήθη να λέγωνται-
να δείχνονται πες-
και να ρωτιέται η τσιγγάνα ποιος της το χαϊδεύει;
Στην άλλη κάθομαι καρέκλα,
ύφος παίρνω κριτικού εμβριθούς
και
-Ισως, λέω,
πράγματι θα 'τανε καλλίτερα
εκείνο το «χαιδεύει» να 'φευγε.
Ας πούμε να το λέγατε "ορίζει"-ποια η γνώμη σας;
Όχι πως κι έτσι είστε εν απολύτω τάξει ποιητική,
μα ορισμένως κάπως έτσι ο στίχος στέκει.
Πάω στην καρέκλα μου.
-Σα δίκιο να 'χετε.
Λοιπόν ας το αλλάξω». Άλλο τι
σ' αυτό το ποίημα θσ διορθώνατε;
Αλλάζω θέση.
-Να σας πω...
To άνοιγμα των ποδιών των γυναικείων
κάπως χυδαίο δε σας μοιάζει και φτηνό;
Αφήστε
που λέγεται σε κάθε άπρεπο ανέκδοτο,
κάτι που και κοινό πολύ το κάνει
έξω από χυδαίο.
Ίσως το άνοιγμα, να πούμε, των γονάτων...
Πάλι δεν ξέρω...σεις τι λέτε; Μήπως
για κάποιο λόγο που πιο κάτω θα χρειαζόσασταν
τόσο να δείχνατε θα θέλατε ωμός;
Σεις ξέρετε…
Παίρνω τη θέση μου απέναντι.
-Κι εγώ το έβλεπα, μα ήθελα
και όπως τη δική σας μία γνώμη. Για τα υπόλοιπα τι λέτε;
Στην άλλη την καρέκλα βρίσκομαι.
-Καλά μου φαίνονται αλήθεια.
Η άνοιξη ειναι αλαφριά-μια ίδέα-δε βαραίνει,
όπως θα νόμιζε κανείς σε πρώτη ανάγνωση,
τα φύλλα που καθένα κι από μία δέχονται.
Κι ούτε κανείς κουτός δε θα φανεί
νο σας ρωτήσει τόσες άνοιξες πού βρήκατε
(κι αν θα βρεθεί, βεβαίως τον αγνοείτε).
Δεν έχει φαίνεται η τσιγγάνα σας αγόρι.
Μα δεν της χρειάζεται αφού έχει φτάσει
στην τέτοια ταύτισή της με τη φύση. Πάλι
μπορεί σα σύμβολο κανείς να την δεχθεί
της παραδοσιακής τσιγγάνικης ελευθερίας
που κάπως ξένη είναι για μας.
Αν πάλι δεν είν' έτσι,
και η τσιγγάνα σας
δε βρήκε ακόμα ταίρι
ΚΙ ας το θέλει,
ΤΗΝ περηφάνια έτσι δε δείχνει πάλι ΤΗΝ τσιγγάνικη
και το αγέρωχο της λυγερής φυλής της;
«Και τι σε νοιάζει εσένα και ρωτάς;»
θα ήτανε υποθέτω η απόκρισή της
σε μιαν ακόμα σας ερώτηση…
Και θα 'ΧΕ δίκιο,. Όμως και σεις
δίκιο έχετε και σταματάτε να ρωτάτε.
Ύστερα, νιώθοντας μονάξα ένα πλάσμα μέσα σ' ένα ποίημα
τη μοναξά μετριάζει του ποιητή του.
Όχι, εντάξει όλ’ αυτά νομίζω είναι.
Στην άλλη την καρέκλα μου πηγαίνω.
-Αυτή τη γνώμη έχω κι εγώ.
Σε κάθε όμως περίπτωση ευχαριστώ
για τις καλές σας συμβουλές.
Σας έχω χάρη.

Και δίχως πια να μετακινηθώ:

-Παρακαλώ. Καθόλου. Νιώθω τόσο
ένα μαζί σας, που έτσι πάρτε το,
σα γα μιλούσατε με τον εαυτό σας.
Nα συμπληρώσω θα 'θελα όμως
ότι αυτή η στάση της τσιγγάνας
είναι κι η στάση η προαιώνια
του θηλυκού προς το αρσενικό-
στάση εχθρική και μίσους,
στάση-αντίδραση σε κάτι απ' έξω,
που με τη βiα επιβλημένο είναι,
κάτι που επιβεβαιώνει
σαν λεκτική τουλάχιστον απέχθεια
το αναμφισβήτητο το γεγονός).




Η ΜΙΚΡΗ ΤΣΙΓΓΑΝΑ

-Τσιγγάνα μου τα στήθη σου αυτά ποιος τα
ορίζει;
-Ο αγέρας που απ' ολούθεν έρχεται κι
ολούθε πάει.
-Τσιγγάνα μου τα γόνα σου τα σφαλιxτά
ποιος σου τ' ανοίγει;
-To νερό του ποταμιού που πάει απ' το βουνό
στον κάμπο.
-Και ποιος είν' ο καλός σου εσύ τσιγγάνα μου
μικρή;
-To ρόδο με μιαν άνοιξη σε κάθε πέταλό του.






δ. Κύριε...

Κύριε,
Ο ουρανός με βλέπει ως τον βλέπω;
Η γη ακούει τα πατήματά μου τα δειλά;
Την ψυχή μου η ψυχή των Πραγμάτων
τη νιώθει,
ως εγώ τη δική τους νιώθω την ψυχή;
Ή μη το περπάτημά μου στη γη πάνω
εγώ μονάχα το γνωρίζω;
Κύριε,
ξέρεις πως υπάρχω;





ε. απιστία

Ανοιχτή πληγή στο σώμα τ' ουρανού το
φεγγάρι.
Η μαυρομάτα η νιόπαντρη εβγήκε
τ' απλωμένα της τα ρούχα να μαζέψει.
Τρεις νέοι έξω από την πόρτα της περνούνε.

-Νια μου κυρά, τα ρούχα κι αν μαζέψεις
μα η ευωδιά τους τον αγέρα έχει μυρώσει.
-Αγέρας είναι κι ας μυρώνεται.

-Νια μου κυρά τα ρούχα σου, που τα 'δα μόνο,
την καρδιά μου μάτωσαν.
-Καρδιά είναι κι ας ματώσει.


-Νια μου κυρά το σώμα μου άναψε ολόκληρο
για σένα.
-To βράδυ ο άντρας μου βαριοκοιμάται, Θα
'χω την πόρτα μου μισανοιχτή.





Ο ΝΙΟΣ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗΣ

-Σε τούτο το χωριό ήξερα ένα νιο τραγουδιστή.
Πού έχει πάει μικρή μελαχρινή κοπέλα μου;
-Είναι αυτός εδώ, μα η φωνή του
στ' ουρανού τα πλάτια τραγουδάει.
-Και ποιος ακούει στον ουρανό
τα θλιβερά τραγούδια του κοπέλα μου;
-Τ αστέρια με τα λαμπερά τ' αυτιά τους.
Και το φεγγάρι, με το μαντήλι η γη να του κρατάει,
γύρω της αυτό χορεύει.
-Αχ! Και πού τον έχουνε θαμένον;
-Στου τζίτζικα το φράκο μέσα το λευκό καιχρυσαφένιο
και στον λαιμό του πεθαμένου του αηδονιού.







ΑΝ, ΚΥΡΙΕ

Αν, Κύριε,
ήθελες να φτιάξεις έναν κόσμο
για να γέμιζες το γύρω σου κενό
θα 'ταν όπως ετούτος ο δικός μας;
Μια κούπα θα 'τανε, γεμάτη θλίψη,
με όντα μέσα της
έρμαια σε κάθε κουταλιού ανακάτωμα,
έτσι που ανεμοστρόβιλοι απελπισιάς
να τα τσακίζουν κάθε λίγο;
Και θα τυραγνούσε μιαν άγνοια βασανιστική-
της έννοιας και του προορισμού τους-
το κρίνο, τη λαμπρίτσα και την πέτρα;
Και όλος θα όδευε αυτός ο κόσμος προς το
τέλος του
χωρίς κανείς να ξέρει αν αυτό
μια νέα αρχή για κάτι άλλο θα 'ταν;
Και
Κύριε
θα μας έδινες αυτιά
που την απάντησή σου
στις ερωτήσεις μας αυτές
να μην ακούνε;









ΑΠΟΡΙΕΣ


Υπάρχει μία μουσική
που την ψυχή κι όχι τ' αυτιά μας τέρπει,
Υπάρχει μία μουσική
πιο μαγική από κύλισμα ρυακιού
mo θελκτική από τζίτζικα τραγούδι.
Κάποτε θα την ακούσουμε;
Υπάρχουνε κοιλάδες πιο λαμπρές
από τις ομορφότερες της γης.
Υπάρχουνε ασύγκριτα ψηλά βουνά
και ποταμοί γαλάζιοι ατελείωτοι.
Κάποτε θα τους δούμε;
Υπάρχουν αίστησες που εμείς δεν έχουμε-
που με αυτές
πιότερα αμέτρητες φορές
απ' όσα τώρα νιώθουμε θα νιώθαμε,
ίδια καθώς περσότερο μια αχτίδα του ήλιου
τη ζέστα μες στον ήλιο νιώθει,
παρά σα φύγει μακριά.
Και τάχα θα 'vaι o θάνατος
σ' αυτά που θα μας πάει
τ' ανείδωτα κι ανάκουστα και μαγικά,
ή η αχτίδα είμαστ' εμείς η μακρυσμένη
που του ηλιού αόριστα θυμάται τη φωτιά,
κι οριστικά χαμένη πια στου σύμπαντος τα
μάκρη
μόνο που δύναται είναι να τη νοσταλγεί;









 Η γλυκιά γυναίκα του ψαράδικου

Η γλυκιά γυναίκα του ψαράδικου
με λευκό δέρμα και χέρια βελουδένια,
με το πρόσωπο το αθώο σαν αυγή
και με τα μάτια τα γεμάτα γλύκα,
στην αγορά εβγήκε
και να κάνει περιμένει τις φωτοτυπίες της.
«Γυναίκα όμορφη πέρασε πρώτη…»
«Εγώ πριν από έναν ποιητή;..»
«Χωρίς την ομορφιά σου
η ποίηση δε θα τραγουδούσε…»
«Δίχως την ποίηση
θα πέθαινε μαζί κι η ομορφιά μου.»

Μα κιόλας,
η ψυχή,
με εικόνες είχε πλημμυρίσει
ακτών μαγευτικών,
γλυκόλαλων νηρηίδων
και παραδείσιων των βυθών της θάλασσας
ερωτικών πλασμάτων.




σκοπός και μέτρο

-Πόσο οι φράουλές σου παν μικρή μου
φραουλίτσα;
-Δεν τις πουλώ-τις έχω να τις βλέπεις να
πονείς.
-Ένα λευκό σου πεταλάκι
σαν το φτερό φωτόλουστο της πεταλούδας
να κλείσω άσε μες στο χέρι μου.
-Όχι η ψυχή και η καρδιά μου λένε.
-Θεό εσύ δεν έχεις φραουλίτσα μου μικρή;
-Η Απονιά θεός μου κι η Σκληρότη.
-Άδοτη αν απομείνεις φραουλίτσα μου,
τότε γιατί γεννήθηκες στον κόσμο μέσα;
-Τον πόνο να σου δώσω που σκοπός
και μέτρο είναι της γήινης ζωής σου.








τ’ αλογάκια

Τα μάτια σου χρυσάφι και νερό.
Καστανός τα μαλλιά σου αφρός.
Τ' άλογα στέκουν ανυπόμονα.  
To τρέμισμα κοιτάζω των κλαδιών σου.
Χείλια σου, στήθος και λαιμός
παιχνίδια στου άνεμου το χάδι.
Στο δέντρο χέρι δεν απλώνω.
Τ' άλογα έρωτα οσμίζοντας
φρουμάζουνε με ταραγμένο το αίμα.
Μαγνήτης σαν το χέρι μου να είναι
μονάχος του ο καρπός σου εντός του πέφτει.
Αχ! Έρωτα που τελειωμό δεν έχεις!
Τ' άλογα τρέχουν γύρω γύρω τρελαμένα.
Σφιχτά κλεισμένη μες στο χέρι μου γυρνάς μαζί τους.
Φέρνω στο στόμα και δαγκώνω τον καρπό.
Μες στον αφρό τους βουτηγμένα
κάτω πάνε τ' αλογάκια.








 αγριοτριαντάφυλλο

Αντάρτης χωρίς ταυτότητα.
Πρίγκιπας χωρίς περγαμηνές ευγένειας.
Λαχτάρα όλο ο ταξιδιώτης πάνω σου γέρνει.
Ο πραματευτής αγέρας
τ' αγκάθια σου ακριβά πληρώνει
για ΤΟ άρωμα που από σε φορτώνει
και τριγύρω θα μοσχοπουλήσει.
Αγριοτριαντάφυλλο!
Λεύτερο από φράχτες
κι αμόλυντο από φώτα σαλονιών!
Αγριοτριαντάφυλλο!
Συντρόφι εσύ των στιλβωμένων αστεριών
τις ξάστερες τις νύχτες του χειμώνα!







σταυροδρόμι

Αυτός που πηγαίνει λέει: δεξιά ,αριστερά.
Αυτός που έρχεται λέει: αριστερά, δεξιά.
Και δίκιο δίνεις και στους δυο
αγαθέ πανάρχαιε δικαστή
σε νόμους τέσσερους ακλόνητους
στεριωμένε.
Στράβωνα σκίσε τις περγαμηνές σου,.
Αινστάιν, ξαναζεσταμένη ειν’ η σοφία σου.







σανγκουίνι

Να δώσω ένα στην αγάπη μου να τη
ζεστάνω.
Γιατί το χιόνι ως μέσα στην καρδιά της έχει
μπει.

Κάθε του φέτα μια παλλόμενη καρδιά.
Οι ίνες του αίματός του χτενισμένες όλες
προς τη φορά των ζωογόνων του αρτηριών.
Τρέμοντας το κορμί του μαχαιρώνω.
Ο Θεός της αγάπης ας με συχωρέσει.
Πρέπει να δώσω ένα στην αγάπη μου.
Να τη ζεστάνω.

(Της Ρωρερκάρ, Τρίπολη 2004)





ήλιε χρυσέ

Χρυσέ ήλιε με το χρυσάφι σου κλεμμένο από την καρδιά μου…
Θα σε κλείσω μέσα στο μαύρο της ντουλάπι.
Για πάντα.
Να γίνω ό,τι μου 'χει απομείνει.
Τότε
σε κάθε κενό στροβίλισμά μου
γύρω από τα στήθη της αγαπημένης μου
ο επιμένων δορυφόρος της θα είμαι
που κάποτε θα πέσω πάνω της
με τις κρυφές αχτίδες σου να τήνε κάψω.
Χρυσέ ήλιε με το χρυσάφι σου κλεμμένο από τη χαρά μου…







πριν τελειώσει ο πόλεμος

-Γιατί γυρίζεις πίσω φανταράκι μου;
Ο εχθρός είναι μπροστά.
-Πάω, προτού τελειώσει ο πόλεμος
να τήνε πάρω λάφυρό μου.
-Να πάρεις ποιάνε λάφυρό σου φανταράκι μου;
-Για την αγαπημένη μου μιλάω.
-Πόλεμος γίνεται, αγάπες συ έχεις στο μυαλό σου φανταράκι μου;
-…Έτσι, που αν σκοτωθώ,
μαζί μου να πεθάνει,
και μαζί να πάμε στο αποχωρητήριο του
σχολείου
όπου δεκατετράχρονα κορίτσια στα
διαλείμματα
παίζουν τον έρωτα με τους συμμαθητές
τους.
-Αχ! Φανταράκι μου! Ο θεός
το τέτοιο φέρσιμο δεν το σχωρνάει..
-Γι αυτό κι αλλαξοπίστησα,
και πέος ένα διογκωμένο
μες σ' ένα σπαρταρώντας δαχτυλίδι αιδοίου
είν' ο θεός μου.








ΜΕ ΜΑΧΑΙΡΙ

Mια δυσοίωνη οργή εκπηγάζει
από το σακατεμένο μου κορμί
Πού είναι η γλυκιά η νοσοκόμα;
Μήπως σε λάθος πόλη αποπειράθηκα;
Μη το νοσοκομείο της δεν είναι που
εφημερεύει;
Ή τ' ωράριό της άλλαξε με άλλην
και άλλη κάποια θα μου βγάλει
τα κολλημένα στις λιωτές μου σάρκες
ρούχα,
και άλλη κάποια θα με ακούσει
τη μόνη λέξη που 'μαθα μες στη ζωή να λέω,
και ας την είχα μαθημένα μόνο
για να την ψιθυρίσω στο δικό της μέσα αυτί;
"Πονάτε;"
Ερώτηση γιατρού σε πολυτραυματία
ετοιμοθάνατο...
Σ’ άλλη περίπτωση θα του ’λεγα πολλά. Μα
τώρα
μόνο να πω μπορώ: "Πού είναι ΑΥΤΗ;"
Ο γιατρός στους νοσοκόμους:
"Πιο γρήγορα! Πεθαίνει!”
Σ' ακούω γιατρέ της κακιάς ώρας.
Τα λένε αυτό μπροστά σε κείνον
που αληθινά πεθαίνει;
Ξανά εγώ τη δύναμή μου όλη βάζοντας:
"ΠΟΥ EINAΙ AYTH;"
"Σώπα, Έρχεται"
Ο νοσοκόμος, ανοίγοντας την πόρτα του
χειρουργείου:
«Για ποια λέει;»
Ο γιατρός: "Ποιος ξέρει...

Τότε είναι που δεν άντεξα
και τους άφησα τους αλιτήριους.
Και πήγα εκεί όπου οι λέξεις παύουν να 'χουνε φωνή.
Σιωπή και χιόνι γύρω.
Όχι χιόνι.
Πέπλα πάλλευκα.
Και το σώμα μου ακέριο.
Ώστε ζωή μετά το θάνατο λοιπόν;
Μα τι… μα πώς… μα… να! ΕΚΕΙΝΗ!
Ξεπροβάλλει μέσα από κάτι
σα μιαν αδιόρατη χαραματιά των πέπλων.
Στέκω βουβός σε τέτοια μέσα μια σιωπή
υπερισχύοντας οι καλοί μου τρόποι.
Μα όλη σκούζει η ύπαρξή μου.
Σπάει εκείνη τη σιγή και με φωνή σα μελωδία:
"Μίλα", μου λέει, "εδώ,
μόνο όσοι αγαπούν-μονάχα αυτοί μιλούνε."
"Σ' αγαπώ."
"Λες να μην το ξέρω;"
"Κι εσύ;.."
«Τρελαίνομαι για σένα.»
"Τότε γιατί εκεί με απόφευγες…
όμως τι-κι εσύ είσαι πεθαμένη;"
"Όχι. Ολοζώντανη.  Όπως και συ."
"Εκεί… εκείνος ήτανε ο θάνατος;"
"Ναι"
"Καλά το έλεγα εγώ λοιπόν.  
Αλλ' ας τ' αφήσουμε αυτά.
Γλυκιά μου Ρωρερκάρ θέλω μαζί σου
να κάνω εκείνο που δεν ήθελες στη γη"
"Mη λες δεν ήθελα.
Δεν έπρεπε.
Μα εδώ καταργημένα όλα τα πρέπει.
Και πια μη χρησιμοποιείς ψευδώνυμο"
«Γλυκιά λοιπόν.»
"Ναι. Για σένα. Και για πάντα."
Το χέρι της εσήκωσε
κι ένα βελούδινο ροζ παραπέτασμα
μας απομόνωσε.
Τάχα από ποιον;
Μια κίνησή της άλλη βιαστική
κι ένα κρεβάτι στήθηκε μπροστά μας.
Για μια στιγμή τον πόθο η έκπληξη έδιωξε απ' τα μάτια μου.
To είδε.
Και για να μου δείξει
πως όλα γίνονταν καθώς κι οι δυο τα θέλαμε,
το χέρι μου 'πιασε,
απαλά στο κρεβάτι με οδήγησε
και πλάι μου έπεσε αλαφρά, αφού πρώτα
με μίαν άλλη όλο ανυπομονησία κίνησή της
από τα ρούχα όλα της απαλλάχτηκε.
Και κει, στο κρεβάτι πάνω,
οι δυο μας γίναμε ένα τόσο,
που για τους δυο μας ένας μόνο ανάσαινε.

Σ' έναν ύπνο έπειτα βυθίσαμε
που απ' αυτόν εκείνη μ' έβγαλε
για να με πάρει γελαστή απ' το χέρι
και να με πάει σ' ένα χώρο
απ' όπου βγήκα ολόλευκος κι εγώ
και έχοντας κι εγώ φτερά
λευκά και κείνα κι απαλά καθώς εκείνης.
"Έτσι θα είμαστε οι δυο από δω και πέρα.
Κι έρωτα όλο.
Σαν έμαθα πως έπεσες απ' τον γκρεμό
αφήνοντας κείνο το γράμμα,
δεν άντεξα και νιώθοντάς σε πεθαμένον
ήρθα εδώ αμέσως.
Μα όπως είδα, πρώτη.
Χωρίς εσένα η ζωή θα ήτανε μαρτύριο.
Σε λάτρευα καθώς και συ.
Μα οι συνθήκες εκεί πέρα...
η κοινωνία, τα παιδιά, ο φόβος της αγάπης...
δε γίνονταν ούτε να ξέρεις ότι σ' αγαπώ.
Μα τώρα έλα,
πάμε στα γλυκά του έρωτα ακρογιάλια
και στις γλυκές του τις πηγές
και στης αγάπης τις γλυκές φωλιές
φτιαγμένες για όσους ένιωσαν πως έρωτας
είναι ο θάνατος ο ίδιος."
"Δε θα χωρίσουμε ποτέ!"
"Εδώ κουτούλη μου δεν έχει χωρισμό.
Εδώ είν' η αιωνιότητα
και όπως μέσα της θα μπεις
έτσι και μένεις…"

...Με σώσανε οι αχρείοι. Τώρα κείτομαι
σ' ένα κρεβάτι πάνω,
ζαλισμένος,
γεμάτος γάζες και ήμερες πληγές.
Δοκιμάζω το χέρι μου-δεν έχει δύναμη να σηκωθεί.
Λίγο πιο ύστερα
που κάπως η αδυναμία κι η ζάλη θα 'χουν φύγει
έρχομαι οριστικά Γλυκιά,
με μαχαίρι
τον άχρωμο σωλήνα κόβοντας του ορού,
έτσι που ολότελα να ξαιματώσω.





ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΕΣ

"Θέλεις;"
"Θέλω."
"Γιατί λοιπόν μου φεύγεις;"
"Qt ρίζες μου με σπρώχνουν μακριά σου'
"Τις ρώτησες γιατί;"
"Μου είπαν γιατί πρέπει να λέει το στόμα όχι,
τα μάτια σε ντροπή να ’ναι
κατεβασμένα,
ενώ την ίδια ώρα θα διαλέγω
τον πιo όμορφο και δυνατό
απ' όσους με ζητούνε."
"Αλλά με θέλεις.-δε θα πει: με διάλεξες;"
"Ναι, μα και πάλι πρέπει
όλα να γίνουν δύσκολα για σένα."
"Για να ’ναι μεγαλύτερη η χαρά της ένωσης;"
"Όχι, δε γνιάζονται οι ρίζες για χαρές.
Μον' θε ’νε να πλαντάει το σπέρμα από τον πόθο
για να ’χει μεγαλύτερην ορμή,
κι ο σπόρος που θα σπείρει να ριζώσει,"
"Μα ούτε συ ουτ' εγώ παιδί ζητάμε να
γεννήσουμε.
Λοιπόν έλα."
"Έρχομαι. Οι ρίζες ας με συχωρέσουνε."
"Τ’ άνθος σου εγώ θα δρέψω μόνο."











ΤΑΥΤΟΤΗΣ ΕΠΙΘΥΜΙΩΝ

-Καλή σου όρεξη κυρά μου στα φασόλια σου.
Αν φασολάκι εγίνομουν
και καρφωνόμουν στο πηρούνι σου
στου στόματος σου τη γλυκιά φωλιά θα μ' έβαζες;
-Φαί θα ήσουν και θα σ' έβαζα.
-Και πηρουνάκι αν εγινόμουν
θα με ρουφούσαν έτσι τα χειλάκια σου;
-Θα 'σουνα πηρουνάκι και θα σε ρουφούσαν.
-Κυρά μου για ένα όνομα μη σε καυμό με
ρίξεις.
Φασόλι πες με και το στόμα σου ας με γέψει.
-Λωλό μού μοιάζεις αγοράκι μου άγουρο.
-Και πηρουνάκι πες με και τα χείλια μου έλα πιες.
-Του κόσμου πώς την τάξη εγώ ν' αλλάξω αλανάκι μου γλυκό;
-Με κολυμπήθρες τα ματάκια σου τα ολόμαυρα
και αγιονέρι το καυτό μου το αίμα.
-Κιόλας σε βάφτισα γλυκό μου αγόρι.
Όμως τον άντρα μου που οργώνει πέρα,
πώς να τον ειπώ;
-Μπαξέ που ένας διαβάτης του 'κοψε ένα ρόδο.
-Αχ! Άντρα μου μπαξέ
πάει το τριανταφυλλάκι σου.









 ο χορός

Μικρή η ζωή κι ο πόθος μας μεγάλος.
Όλα τριγύρω σου γλυκό χορό μέσα στην άνοιξη έχουν στήσει.
Χόρεψε και συ γλυκό κορίτσι!
Όλα τριγύρω σου γλυκό χορό έχουν στήσει.
Και τ' αγριολούλουδο κι ο λόφος κι η
λαμπρίτσα.

Όλα τρελά χορεύουν μες στην άνοιξη.
Χόρεψε γλυκό κορίτσι!
Γύρους με το φουστάνι σου απ' αστέρια
φέρνε
να ζαλιστεί ο ουρανός, στη γη να πέσει
και το φεγγάρι σου να δει κι εδώ να μείνει,

Όλα τριγύρω σε τρελό ρυθμό γυρνούνε.
Μικρή η ζωή κι ο πόθος μας μεγάλος.
Χόρεψε μαζί μου γλυκό κορίτσι.









ΣΤΟ ΠΑΡΚΟ

Πάρκο.
Βραδιά ιουλιανή.
Άνθρωποι ζητώντας δροσιά.
Γύρω μικρά παιδιά που παίζουν
Και γονείς κουβεντιάζοντας αμέριμνα.
Κάθομαι μόνος στο παγκάκι.
Μόνος; Τ’ ήτανε να το σκεφτώ-
Να σου οι δυο μικροί μου φίλοι
ο Μπάμπης και ο Γιάννης.
Κατακόκκινα, ιδρωμένα, αλλά σκυθρωπά προσωπάκια.
Μπλούζες να στάζουνε ιδρώτα.
Μπαίνουν αμέσως στο θέμα.
Μαλώσανε στης μπάλας το παιχνίδι με τ’ άλλα τα παιδιά.
Τι συμβαίνει;
Χείμαρρος εξηγήσεων:
«Κάνουνε ζαβολιές…»
«Αφού δεν ξέρουν πώς να παίζουν…»
«Και μας κάνουνε μαγκιές…»
Και εξιστορούνται  
Με λόγια που μπερδεύονται
Από το ξάναμμα και τη βιασύνη
Οι ζαβολιές,
Και η άγνοια των κανόνων του παιχνιδιού από τους αντιπάλους
«…και μας βρίζουνε… χαζόπραμα και…»
Κόμπιασμα για μια βρισιά που δε λέγεται μπροστά σε μεγάλους
Και συνεχίζουν: «…και τέτοια…»
Ξένα βλέπεις τα δυο πλασματάκια
και τα ξένα
θύμα εύκολο για τα παιδιά τα ντόπια.

Τα παρηγορώ όπως μου ‘ρχεται
Υποβαθμίζοντας τη σοβαρότητα του γεγονότος,
Και προτρέποντάς τους ν’ αγνοούν τέτοια συμβάματα,. Παραδόξως αποτέλεσμα έχει το χιλιοειπωμένο
«όποιος βρίζει τον άλλονε βρίζει τον εαυτό του»…
Τα προσωπάκια φωτίζονται.
Ο Μπάμπης: «Μας το ‘πε κι η δασκάλα!»
Και λίγο εγώ με τις συμβουλές μου,
Λίγο η αιώνια λαχτάρα του παιδιού για παιχνίδι
Μα περισσότερο η δασκάλα,
ο Μπάμπης και ο Γιάννης σηκώνονται
Και πάνε πάλι στη μπάλα.
Με καθησυχάζουν-«θα ξανάρθουμε… σε λίγο…»
Ευγενικά παιδάκια.
Μα ποτέ δεν ξαναέρχονται πάλι γι απόψε.
Πλην αν μαλώναν πάλι.
Αύριο όμως
ευγενικά θα μου ζητήσουνε συγνώμη που δεν ήρθαν.

Μόνος δεν έμεινα όμως.
Όσο αυτά γινόνταν με τα δύο θυμωμένα αγγελάκια
Γύρω μας παιδάκια είχαν αρχίσει να μαζεύονται.
Και φεύγοντας ο Μπάμπης με το Γιάννη,
Να σου δύο τσαχπίνικα, ομορφούλικα
Δυο άγνωστά μου κοριτσάκια μικροκαμωμένα
Τη θέση παίρνουν των παιδιών που φύγανε
κι άλλα ενώ τριγύρω μου
για μία θέση δίπλα μου συναγωνίζονται.
Και σαν να μ’ ήξεραν για χρόνια
Και σαν να συνεχίζαν την κουβέντα τους μαζί μου,
Το στοματάκι τους ανοίγουν και ασταμάτητα
Να λένε και να λένε αρχίζουν …

«Ο ξάδερφός μου έπεσε μια μέρα απ’ το ποδήλατο…»
«Εμείς πέρσι πήγαμε σ’ ένα μέρος…»
«Στο σπίτι μας έχουμε πέντε γάτες…»
«Εμένα μια φορά με κυνήγησε ένα σκυλί…»
Κι οι ιστορίες ξετυλίγονται γρήγορα γρήγορα
Μπρος στα θαμπά μου μάτια.
Και μαλώνουν μεταξύ τους για τη σειρά
της διήγησης σε μένα
της ιστορίας τους καθένα.
Και λογάκια αρωματίζουν τον αέρα
Και κινήσεις των χεριών δικαιώνουν την ύπαρξη του ανθρώπου
Και η ατμόσφαιρα ειδους άλλου αποκτά μια μαγεία
Από την πριν των δυο αγοριών.

Ας μη σταμάταγαν τα κοριτσάκια μου
να μου μιλάνε… η Ιωάννα κι η Αλεξάντρα
κι η Άσπα κι η Νανά…
Και μια ερώτηση: «Μόνος σας μένετε;»
Να και ο σπόρος της περιέργειας των μεγάλων,

Τι τάχα να εβρίσκαν τα παιδιά
Στο γέρικο το πρόσωπο και στην καμπούρα μου;
Λόγια χαριτωμένα,
μορφασμοί εκφραστικότατοι για πρόσωπα τετράχρονα,
εξάχρονα, οχτλαχρονα…
ματάκια να κοιτάζουν ίσα μέσα στα δικά μου….

Τι έχω που να μ’ αγαπάει έτσι ο θεός
Και χαρές τέτοιες να μου δίνει;














































































ΓΙΑ ΤΟ ΒΑΣΙΛΗ ΠΟΥ ΜΕ ΒΡΙΖΕΙ
ΑΠΟ ΤΟ ΜΟΛΟΓΚ ΤΟΥ

Γεια σου Βασίλη

Τα όσα μου σούρνεις ρούφηξα ως το τέλος.
Και ξέρεις τι θα πω: πως τα εγκρίνω.
Πως είν’ για μένα όλ’ αυτά  σα μέλι
και όχι-διόλου-σαν πικρό κινίνο.

Λοιπόν Βασίλη απ’ όσα μου ’χεις πει
χειρότερα μού πρέπουνε ακόμα
όμως από ευγένεια δεν τα λες
κι ας έρχονται στο νου σου και στο στόμα.

Πασκίζουμε κι οι δυο μας, στο λαό
να πούμε την που αυτός δε βλέπει αλήθεια:
πως όλα όσα γράφω είναι σαχλά
και ούτε για παιδάκια παραμύθια.

Μα δε φτουράμε μόνοι μας εμείς –
δυο είμαστε καημένε μου Βασίλη
κι είναι χιλιάδες όσοι μ’ αγαπούν
και λεν τραγούδια μου τα δυο τους χείλη.

Και απ’ αυτούς, εδώ ας αναφέρω
αυτούς η μνήμη μου που θα μου πει-
κι αν κάποιους ή και τίποτα ξεχάσω
μισή μισή με κείνο η ντροπή…

Ας πούμε να: εκείνους που ανεβάσαν
δύο θεατρικά μου στη σκηνή
(«Ειρήνη η Αθηναία», «Καραϊσκάκης»)
στη Νέα την Υόρκη την κλεινή.

Και στο νεόκοπο Λος Άντζελές μου,
ακόμα δυο μικρά  μονόπρακτά μου
(«“Όνειρο”» και «Βιασμός»),  που ότι θ’ ανέβουν
δεν το ’λεγα ούτε καν στα όνειρά μου.

Τον Αρχιεπίσκοπο της Αυστραλίας
-πρότυπο συνετού πατριδολάτρη-
που τον «Αλέξανδρό» μου έχει ανεβάσει
για των Ελλήνων-Αυστραλών την πάρτη.

(και που, πριν, μου ’γραψε να με ρωτήσει
αν είν’ αλήθεια όσα γράφω μέσα
ή λάχανα μονάχα και ντομάτες
για ν’ αποχτήσει μπούγιο η μπουγιαμπέσα).

Αυτούς που πέντε μου ’δωσαν βραβεία
για έργα ισάριθμα ποιητικά μου-
βραβεία χρηματικά κι όχι από κείνα
που ανέξοδα μοιράζουν εδώ χάμου

(κι εδώ μιλάμε φίλε γι Αμερκάνους
που το δολάριο δύσκολα, και βγάζουν,
όμως γι αυτό και που στην τσέπη χέρι
-οι γιάνκηδές μας- δύσκολα και βάζουν!..)

Το UCSB όπου στους φοιτητές του
συσταίνει τον «Ησίοδο» τον δικό μου
(και ειδικά το «Έργα» του «και Ημέρες»,
που είναι και σε μένα αγαπητό μου).

Εκείνους που την «ΠΌΡΝΗ» μου ζητάνε
για «σινεμά» να τηνε διασκευάσουν
…αλλά νομίζω δε θα τους τη δώσω
γιατί μπορεί και να μου την … χαλάσουν…

Το «Ρεύμα» το «Χριστιανικό» που έχει
χρυσοπληρώσει τη μετάφρασή μου
(δε φταίω εγώ-εκείνοι επιμέναν)
στα νέα ελληνικά της «ΓΕΝΕΣΗΣ» μου,

και τη μοιράζει ακριβά δεμένη
στους εν ταις ΗΠΑ έλληνες πιστούς του-
άψογο αλήθεια έργο, με ατσαλένιους
τους δεκαπεντασύλλαβους αρμούς του.

Α! Και κεινούς τους έλληνες τους τσίφτες
που κάποιο  που εξέδιδα προ χρόνων
περιοδικό (με εκατό σελίδες,
που όλη η ύλη του έμμετρη ήταν μόνον)-

τα «ΛΟΓΙΑ»- μόνος που έγραφα κι ως μέσα
στον Οίκο το Λευκό του ’φτανε η χάρη
(στο Στεφανόπουλο)-μα κι όπου κόσμου
ελληνικό εμύριζε ποδάρι,

τώρα το παίρνουν, το ξανατυπώνουν
και (καλά κάνουν!) το ξαναπουλάνε
(και φυσικά κι αυτοί που τ’ αγοράζουν
νομίζω θαυμαστές μου πως μετράνε).

Ό,τι χοντρό θυμήθηκα το είπα
κι αφήνω τα μικρά της κάθε μέρας
που την ψυχή χαρά γλυκιά γεμίζουν
καθώς μωρό τα χάδια της μητέρας.

(κι απ’ τα μικρά να! κι έρχονται στο νου μου
τ’ αμέτρητα τα στιχουργήματά μου
που κορνιζαρισμένα φιγουράρουν
σε τοίχους-από USA ως εδώ χάμου.)

Άλλα δε λέω, σεβόμενος το χώρο
που τόσο θέλεις άδειος  συ να μένει,
όσο ο δικός μου θέλω κάθε μέρα
να έχει μια κοιλιά σαν γκαστρωμένη.

Λοιπόν Βασίλη  γεια σου και χαρά σου,
όλα καλά να έρθουν στη ζωή σου
και σ’ ότι καταπιάνεσαι να έχεις
όση σου αξίζει βράβευση μαζί σου.





ΣΤΟ ΒΑΣΙΛΗ ΠΟΥ ΜΕ ΒΡΙΖΕΙ
ΑΠΟ ΤΟ ΜΠΛΟΓΚ ΤΟΥ

Βασίλη κι αν ζωές χιλιάδες ζούσες
πάλι από Ποίηση δε θα νογούσες.
Είσαι μακριά απ’ της Ποίησης τα φώτα.
Στα Σκότη ακόμα νήχεσαι τα Πρώτα.

Κι ουτ’ από κει να βγεις έχεις ελπίδα.
Για σε δεν έχει σωτηρίας σανίδα.
Βαθιά χωμένος στην πεζότητα είσαι
και το αντίθετο ας προσποιείσαι.

Η Ποίηση θέλει Πνεύμα. Θέλει Βάθος.
Να την υπηρετείς θέλει με Πάθος.
Να Της χαρίσεις θέλει την ψυχή σου
και τότε μόνο θα γενεί δική σου.

Μα συ αλλού είσαι φίλε χαρισμένος.
Για όλα της Ποίησης είσ’ ένας ξένος.
Χάμου πατάς εσύ κι εγώ πετάω-
κι ενώ ψελλίζεις συ, εγώ τραγουδάω.

Μ’ αν ως, θαρρώ, δεν ξέρεις, μάθε ότι
κι οι δυο χρειαζόμαστε στην ανθρωπότη:
τη ζήση ο ένας μ’ άνθη να στολίζει
κι ο άλλος με μανία να τον βρίζει.

Είσαι το ερχόμενο. Θρασύ και λάλο,
που χαίρεται στη βία και στο σάλο.
Είμαι ο αποχωρών. Ζωή μου ήταν
σε κάθε αγώνα να κρατώ την ήττα.

Είσαι ο νέος. Ο πρίγκιπας της βιάσης.
Μεριάζω άνθρωπε νέε να περάσεις.
Μα θες δε θες στην άκρη εγώ του δρόμου
θα κάνω  το ταξίδι το δικό μου.





ΖΩΗ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ

Στο μαρτύριο της ζωής καταδικασμένοι
είναι όσοι, από παιδιά μικρά ακόμα,
τη φωνή παρακούσουν που στο θάνατο τους καλεί.
Αλλίμονο στους ζωντανούς.

Τους καρτερούν χαμέρπειες, ατιμίες,
υποκρισία-
και όλοι τους
νεκρές ψυχές
παλεύουν και πνίγονται μέσα
στα πηχτά του βούρκου της ζωής.

Αλλίμονο σ' όσους του θανάτου αγνοούν
τα λόγια: "Ακολουθήστε με!  
Μια φτηνή χαρά εδώ σας έφερε.
Να διορθώσω ήρθα!
Σε μια κοιλάδα μακρινή,  
σ' ευτυχισμένο έναν κόσμο θα σας πάω.
Ακολουθήστε με!»






ΑΔΗΜΟΝΙΑΣ

Οταν μια Γιαπωνέζα μιλάει αμερικάνικα είναι σαν
Ενα αηδονάκι να εκβάλει φωνή κόρακα.
Το στόμα σφίγγεται, πιέζεται
για ν' αποδώσει τον βάρβαρο ήχο.
Η έκφραση είναι αδημονίας.



ΣΑΝ ΚΑΠΟΙΟΣ

Σαν κάποιος που διαβάζει ολοένα και μέσα
στα βιβλία του κάποτε κάτι βρίσκει,
έτσι και το χέρι που στα σκουπίδια μέσα ψάχνει  
κάτι βρίσκει-έναν αναπτήρα, μιαν αξιοπρέπεια,  
πτώματα ελπίδων, ξέφτιους θυμούς, μια
ηθικότητα.
Περισσότερο το βαραίνουν λόγια
που αγαπητά χείλη είπαν.
Σαν αγάλματα οι λέξεις τους.
Κρυσταλλωμένες.

Ακόμα βρίσκει μικρές  
καθημερινές χαρές, παλιωμένους έρωτες
που ακόμα λίγη από τη μυρωδιά τους κρατάνε,
σκελετούς πουλιών,
χείμαρρους πόθων
με γύρω τους υψωμένες όχθες αδιαπέραστες,
συντρίμμια ιδανικών, και που και που έναν
χρυσοκόκκινο ήλιο κάποιας περασμένης δύσης.




ΤΑ ΡΟΔΑ ΚΑΙ
Τα ρόδα και τα κρίνα φάνηκαν. Σε λίγο
το μάτι από λουλούδια τίποτ' άλλο  δε θα βλέπει.
Κακόμοιροι εμείς! Για του ήλιου τα καπρίτσια
υποχρεωμένοι να ’μαστε να χαιρόμαστε-
για  να ’χουμε να κάνουμε κάτι εδω πάνω
που η γη
υγρασία γεμάτη μας εκκόλαψε
καθώς βρύα τα κεραμίδια.

Ω! Άνοιξη, λοιπόν, ολανθισμένη!

Μα αρκετά! Ω! σιχαμένη Άνοιξη.
και συ κι οι εποχές όλες μαζί σου!

Του μυαλού μου αν μιαν άκρούλα πιάνετε
και μου πάτε και μου 'ρχόσαστε,
μην καμαρώνετε-είναι γιατί εγώ το θέλω.

    


ΗΛΙΟΣ

Μια χρυσή εμφάνιση που ξάφνω
μέσα σε μια κόκκινη θάλασσα βυθίζεται.
Και η θάλασσα είναι στον ουρανό.

Ενα μαλακό μολυβί ύστερα,
μια αόριστη ανταύγεια φέγγους κατόπι.
Πόσες φορές
καταφρονετικά δεν μας έχει
μοναχούς ο ήλιος αφήσει
έρμαια στο σκοτάδι της νύχτας,
που λες από τα πλευρά του-από το βέλος
του βραδιού τρυπημένα-ξεπηδάει.  

Και, ο ήλιος κάθε βράδυ
ένας κουρασμένος
πάνθηρας,
που τα θύματά του πίσω του σέρνοντας
στη φωλιά του τα πάει.




ΚΡΥΟ

Χωρίς χιόνι να 'χει ρίξει,
όλα παγωμένα τα βρήκα γυρίζοντας
και στην ίδια στάση,
όπως όταν φεύγοντας τ' άφησα: τους δρόμους, .
τους ανθρώπους, τα κτίρια.

Ο μανάβης της γωνίας να μετράει
τις χαμένες εισπράξεις του  
μ' ένα πεπόνι για κεφάλι
και με χέρια δυο μακριά σέλινα  
και ο άντρας του ισογείου
γερμένος στο παράθυρο του
να παρατηρεί τον Χρόνο
τον σταματημένο δίπλα
στο σκουριασμένο του αμάξι.




ΗΘΟΠΟΙΟΙ

Από τη μέσα τους θάλασσα μια παλίρροια απλώνεται
που τα γύρω υπερκαλύπτει.
Άλλες φωνές, άλλες αγάπες, άλλα
ψυχής σκιρτήματα κάθε φορά.  

Χωρίς τα κοστούμια βέβαια και χωρίς τα σκηνικά
και τα φώτα, και με το ένα μέτρο πιο ψηλά
που η σκηνή τους ανεβάζει,
δεν θα μπορούσαν κανέναν να πείσουν
για την αλλαγή.
Ούτε να δημιουργούν στην ψυχή των θεατών
τις ψεύτικες έστω θύελλες,
το πικρό γέλιο,
τις οδυνηρές συνταυτίσεις.
Και ποτέ δεν θα ξυπνούσαν
τους άλλους, πολλούς μας εαυτούς,
που αλλιώς καιρό δεν έχουν
για να φανερωθούν.





ΦΡΑΝΣΟΥΑ ΒΙΓΙΟΝ

Μετά απο ένταση, διαξιφισμους και αγωνίες
Είκοσι μηνών
Εδώσανε το πρώτο φίλημα τους.
Και τότε όλα γαληνέψανε  
Σαν πρωινό μετά από νύχτα καταιγίδας.

Κάθισαν ήσυχοι-σίγουροι πια.  
Και συζητήσανε για πράγματα κοινά.
Εκείνη μάλιστα έβγαλε και, σαν οικεία,
Κρέμασε την ζακέτα της μες στη ντουλάπα.

Και ήταν προς το βράδυ όταν-
Οχι γι ανάγκη έρωτα αλλά από νύστα-
Πεφτοντας σε κοινό τώρα κρεββάτι
Βύθισαν μες στης περασμένης της χρονιάς τα χιόνια
Δίνοντας έτσι κάποια απάντηση
Στου Φρανσουά Βιγιόν τη λυρική απορία.  



ΕΦΗΜΕΡΗ ΣΤΙΓΜΗ

Τα πάντα στην τέχνη πρέπει ο ποιητής να θυσιάσει
αν θέλει να 'ναι ποιητής.
Σκλάβος της ποίησης να γίνει πρέπει,
και να υποφέρει,
και κάτω απ’ το άρμα της να λειώσει   
με την ελπίδα απ' ό,τι γράψει να σωθούν πεντ' έξη
στίχοι,
που, με τη σειρά τους,
την ψυχή θα σώσουν του ποιητή.

Γιατί δεν είναι ο ποιητής κέντρο του σύμπαντος.
Μία εφήμερη στιγμή είναι, που από μέσα της
το πνεύμα των προυπαρξάντων ποιητών περνά,
τρέχοντας προς το μέλλον
στον ποιητή που
χωρίς να ξέρει γιατί
θα την συνεχίσει.





ΣΤΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ
Στου νεκροταφείου το πλατύ αλώνι
η μελαγχολία την ψυχή αλώνει
κάθε τάφος πλάκα και σβηστό καντήλι
κι έναν τρόμο γύρω  η νυχτιά έχει στείλει.

Στο σκοτάδι κάτι φωτοσκιές κινούνται-
άραγε αξύπνητα οι νεκροί κοιμούνται
ή ασώματοι κι αγνοί όπως θέλαν να  ’ναι
βγαίνουν απ’ τους τάφους τους κι άσκοπα γυρνάνε;



ΧΡΌΝΟΣ

Την ύστατη ώρα του ας στείλει απόψε ο Χρόνος
που για μένα φυλαγμένη έχει. Εγώ
το μολύβι μου καλά το έχω
και ωραία τοποθετήσει
στην κώχη δίπλα του κλειστού βιβλίου-
η μύτη του ν’ αγγίζει
στην κάτω ακριβώς γωνία του πίσω εξώφυλλου
και το ποτήρι του καφέ
στου τραπεζιού την δεξιά πάνω γωνία
με το χερούλι του προς το παράθυρο.

Ας στείλει ο Χρόνος τη στιγμή του.
Έτσι που έχω ετοιμαστεί  
από κει κι ύστερα
Χρόνος μαζί του θα ’μαι.





ΕΛΛΕΙΨΕΙΣ ΑΤΕΛΕΣΦΟΡΕΣ

Δεν έχω σάρκα να δέσω τα κόκαλά μου,
ρούχα τηβεννικά να ενδυθώ,
μουσικές τα λόγια μου να στολίσω,
περικοκλάδες ιντερνετικές .

Φύλλα ωραιόχρωμα
άνθη ελκυστικά  
από μένα λείπουν.
Η σκέψη μου
γλώσσες που γλύφουν γρατζουνάει.

Όμως καρποί μου
σε προϊστορικούς τάφους ακόμα  ελπιδοφορούνε
και τα οστά μου  
άγγιχτα είναι από τις λόγχες του Καιρού.


Βεγγαλικά δεν έπλεξα
που ανάβουν, λαμπαδιάζουνε και σβούν.
Τον λύχνο  έχω εγώ ανάψει του αεί
που λάδι του το δάκρυ-ζωής συντρόφι-
και φτίλι του η ανάσα της ψυχής.
Κι όποιον από το φως μου ζεσταθεί
και όποιον κάτω από τον λύχνο μου διαβάσει-
αυτόνε θα τον θυμηθώ
όταν έλθω εν τη βασιλεία μου.




ΑΜΕΡΙΚΗ

Αμερική! Στα ξενοδοχεία
μπουφές γεμάτος εύγευστα, ελαφρά,
φαγητά λαχταριστά.
Αμερική! Δρόμοι πλατιοί
κήποι μεγάλοι σε κάθε σπίτι μπρος. Ουρανοξύστες
με ρίζες όσο το ύψος τους. Γυναίκες
με το χαμόγελο πάντα στα χείλη.

Αμερική! Μπάρμπεκιου Σάββατο με φίλους.
Ήρεμο την Κυριακή
και καθαρό γκαράζ-σέιλ.
Αμερική! Ελευθερία! Χιούμορ! Ξεγνοιασιά!
Αμερική! Τέικ γιουαρ τάιμ!

Αμερική! σε κάθε γειτονιά βιβλιοθήκη.
Κέντρο Πνευματικό σε κάθε πόλη.
Ορθάνοιχτα όλα. Μυστικό κανένα.
Αμερική.
Ωραία όλα στην Αμερική μας.
ό φροντίζουνε γι αυτό-ας ειν’ καλά-
οι πύραυλοί μας.




ΣΕ ΖΗΤΩ
Πρώτη Αιτία Αρχή Κινούσα! Το Όντως  Ον!
Μέσα στο πνεύμα μου κάθε λιγάκι δίνεις παρόν
συναρπάζεις με κουρελιάζεις με βασανίζεις
Σε βάθη άμετρα μ’ ανυψώνεις και με βυθίζεις
Με σε αφέντη μέσε μαστίγιο μεσε' οδηγ£ μου
Τα μήκη τ' άμετρα διασχίζω τ’ Αδικου και του Τρόμου
Μέσα μου σ' έχω μέσα σου μ' έχεις μαζί σου ζω Και δε σε ξέρω-δε σε γνωρίζω-και σε ζητώ.




ΑΧΩΡΙΣΤΑ

Πιο χωρισμένοι οι άνθρωποι
Δεν ειν’ παρα στη ζήση.
Τι τσακωμοί αδιάκοποι!
Τι αβυσσαλέα μίση!

Και βλέπεις όλους να ’χουνε
Τη μοναξιά στη σκέψη
Και πάντοτε να ψάχνουνε
Καθείς τους να μισέψει   

Και πια να ζει μονάχος του
Μακριά από δήθεν φίλους
Μακριά κι από τα πάθη τους
Κι από έρωτες βεβήλους.

Και έρχεται η χάρη Σου
Κρατώντας μία κάσσα  
Και το κυρτό δρεπάνι σου
Κόβει όλων την ανάσα.

Κι έρχεσαι συ, ω! Θάνατε,
Το χέρι σου απλώνεις
Και όλους κι όλα, Αθάνατε,
Αχώριστα ενώνεις.

                                                              -----












               ΣΤΗ  ΜΠΛΟΥΖΑ

Το καλοκαίρι που έφυγε ήταν πολύ ζεστό
και κάθε μέρα ήταν για μας μια νέα ευκαιρία
να μαζευτούμε στην "ΠΗΓΗ"( δρόσιζε  εκεί γι αυτό)
εγώ, ο Γιάννης, ο Φωκάς, ο Πέτρος κι η Μαρία.

Και μια θυμάμαι ξαφνική που έπεσε βροχή
καθώς τα ούζα πίναμε αμέριμνοι ένα βράδυ
κι όπως ακάλυπτοι ήμασταν στην αίθρια εξοχή
το  ’βλογημένο το νερό μας έβρεξε ομάδι.

Απ’  τη θεσπέσια του υγρού χώματος ευωδιά
γλυκομεθύσαμε  όλοι μας το βράδυ αυτό τ’  ωραίο
και σαν μικρά να ήμασταν κι ανέμελα παιδιά
το κάθε τι μας φαίνονταν παλιό σαν να  ’ταν νέο.

Κι ενώ η Μαρία ύστερα απ’  τη μπόρα της στιγμής
απ'  την αρχή μας πρόσφερε τα νερωμένα ούζα,
αθώους τάχα γράφοντας κύκλους τριγύρω εμείς
τα στήθη της κοιτάζαμε που κόλλαγαν στην μπλούζα.






ΣΤΟ ΧΩΜΑ

Ωρθώθη ο γίγαντας στα δυο τα πόδια τ' ατσαλένια
και με το χέρι εχάιδεψε τ’ ατσάλινά του γένια.
Τ’ όπλο του το γιγάντινο στα χέρια του αρπάζει
κι ενός νιοπέταχτου πουλιού τα δυο φτεράκια σπάζει.

Κι ως το ’δε ο γίγας του ατσαλιού να σπαρταράει μπροστά του
επόνεσε η ατσάλινη κι απόνετη καρδιά του
κι έκλαιγε πάνω απ’ του πουλιού το πληγωμένο σώμα
με δάκρυα από σίδερο που βρόνταγαν στο χώμα.







ΨΙΘΥΡΙΖΟΝΤΑΣ

Επειδή η Αμερική είναι βάρβαρη χώρα
γι αυτό κάθε πρωί παίρνω βαθιά μιαν εισπνοή
από λέξεις σαν αυτές:
δυσραγής, έμμαλος, επικράζω
επανθέω, αεροκόρακες, ευθάλαττος
άπληκτος, υπέρλεπτος, αριζήλως
αυτολυρίζω.

Επειδή η ζωή εδώ είναι μαύρο αγριοπούλι
την ημερεύω κάθε μέρα
με λέξεις οπως:
ύποινος, ανθοκρατέω, αθηνιώ
αυτόκλαδος, βιωφελής, ερώτιον
κισσηρεφής, περιλάμπω, πυριάλωτον
νεαροηχής.

Και μετά από κάθε τους επίθεση
ιαίνω τις πληγές μου
ψιθυρίζοντας:
καταβόησις, ηχή
κλεψίχωλος, τεττιγγώδης, δρύπτω
αύχημα, άτυμβος, βραχυβλαβής
συνοχμάζω.





 ΣΧΟΛΙΑ

 Σκύλους αδέσποτους γεμάτη η Ελλάδα.Αλλά δε θα καταφερθώ εναντίον του πιστότερου φίλου του ανθρώπου διυλίζοντας τον κώνωπα και καταπίνοντας την κάμηλον.Γιατί παντού στην Ελλάδα κυκλοφορούν επίσης και άλλα ζώα, παχύδερμα, δίποδα, "σοσιαλιστικά",που ελεύθερα από κάθε μπόγια πίνουν τον ιδρώτα και το αίμα μας.

[[[]]]

Βόμβα κάπου στην Αθήνα.Ευθύνη:Οργισμένοι προλετάριοι.
Λες και το "προλετάριος" δεν υπονοεί το "οργισμένος"..
Λες και το "προλετάριος" δεν αρκεί για να μη χωράει μέσα του τίποτε άλλο από το μίσος..
Λες και το "προλετάριος" δεν αρκεί για να είναι τα χέρια του ακούραστα εργαλεία ξεθεμελιώματος..
Λες και το "προλετάριος" δε σημαίνει μαχαίρι στo λαιμό του κάθε πλουτοκράτη.


[[[]]]

"Τα Σκόπια είναι Μακεδονία και η Μακεδονία είναι ελληνική",λένε οι έλληνες.
Ρωτήστε τους "γιατί" και θα ακούσετε ένα σωρό ηλιθιότητες.


[[[]]]

Τίτλοι επιθεωρήσεων της Ελλάδας του εικοστού πρώτου αιώνα:"Τι βρακί θα παραδώσεις μωρή;" και :Το μαντολίνο του λοχαγού Σημίτη"
Γιατί δε θέτει τους τίτλους αυτούς το υπουργείο Πολιτισμού υπ' όψιν της αγγλικής κυβέρνησης: Όταν οι εγγλέζοι δουν το επίπεδο του πολιτισμού του "ελληνικού" λαού,τότε δε θα έχουν αντίρρηση να μας δώσουν τα αρχαία ,αφού θα είναι πια πεισμένοι πως αυτά θα πέσουνε σε καλά χέρια.

[[[]]]

"Βουλή εφήβων":φυτώριο ληστών και εκμεταλλευτών.
 
[[[]]]

Από κανένα πολιτικό δεν ακούς πια τη λέξη "λαός". Ακούς "ο κόσμος","το κοινό","οι άνθρωποι".
Λαός-επικίνδυνη λέξη για τους "σοσιαλιστές".

[[[]]]

Η ελληνική αστυνομία κυνηγάει τους ξένους δουλέμπορους.Γιατί δεν πιάνει και τον ντοπιο αρχιδουλέμπορο αρχικινηματία;
Αυτός δεν είναι που μας μαζεύει από τα σπίτια μας,από τις γειτονιές,από τον προορισμό μας,και μας ρίχνει καραβιές καραβιές μέσα στη δίνη της δουλείας παίρνοντας την προμήθειά  του και μοιράζοντάς την στους μπράβους και στους πιστολέρος του για να του μένουνε πιστοί;


[[[]]]

Τη λεηλασία των γειτονικών λαών από τον ελληνικό συρφετό και την εκμετάλλευση της δύσκολης θέσης στην οποία αυτοί βρέθηκαν,για να κερδίσει αυτός τα υλικά μέσα για τη συνέχιση της ζωώδους του ζωής, αυτό ο δολοφόνος αρχικινηματίας το λέει: "νέο ρόλο στην περιοχή μετά από τη νέα διαμόρφωση των δεδομένων".
Όταν όμως άλλοι κάνουν το ίδιο σε βάρος του ελληνικού συρφετού,αυτό ο αρχικινηματίας το λέει εκμετάλλευση, αδικία, κλοπή.
Πασοκική διαλεκτική...

[[[]]]

Ο γυμνασιάρχης τω Τρικάλων Ημαθίας μιλάει στο "Ποντίκι" για τους πρωτεύσαντες μαθητές του γυμνασίου.
Καλά έκανε.
Το "Ποντίκι" δημοσίευσε όσα είπε ο γυμνασιάρχης, ο οποίος μεταξύ άλλων λέει για τους μαθητές του:"Η διαγωγή όλων και αυτή τη σχολική χρονιά χαρακτηρίζεται ως κοσμιωτάτη. Η συνεργασία μας και φέτος ήταν άψογη."
Καλά έκανε και το "Ποντίκι" και δημοσίευσε τα λόγια του γυμνασιάρχη.
Καλά θα κάνουμε όμως κι εμείς να ερμηνεύσουμε αυτή τη διαγωγή και αυτή την άψογη συνεργασία.
Όλα αυτά τα λόγια λοιπόν μεταφράζονται ως εξής: Ήταν όλα τα παιδιά τελείως υποταγμένα στους νόμους του σχολείου και του κράτους μας. Κανένα δε στράφηκε με λόγια ή με έργα ενάντια  στην εκλεγμένη μας κυβέρνηση και όλα δέχτηκαν αδιαμαρτύρητα να συμβάλουν στην αποβλάκωση που η κυβέρνηση αυτή σε άλλα σχολεία αγωνίζεται για να την επιβάλει. Κανένα παιδί δεν παρέλειψε να πηγαίνει κάθε Κυριακή στην εκκλησία, κανένα δεν είπε όχι σε ό,τι του ζήτησα. Κανένα δεν ασχήμησε την ομορφιά των τάξεών μας με αναφορές στη δυστυχία των συνανθρώπων μας. Κανένα δεν έκανε κάτι που να θυμίζει άτομο με δική του προσωπικότητα".

[[[]]]

Όπως κάθε νοσοκομείο έχει τον πρόεδρό του,έτσι και κάθε ίδρυμα, οργανισμός, υπουργείο,έχει το μαντρόσκυλό του.Το μαντρόσκυλο αυτό λέγεται θυρωρός.
Ο θυρωρός,με δόντια κοφτερά,με μάτια πανθορώντα,αεικίνητος,στέκει στην είσοδο του κτιρίου  του οποίου τη φύλαξη του έχουν τα αφεντικά του αναθέσει.
Όταν ένας δικός τους πλησιάσει,κουνάει χαρούμενος την ουρά του και αφήνει την είσοδο ελεύθερη για να μπει ο ακίνδυνος επισκέπτης και να επισκεφτεί όποιον θέλει μέσα στο κτίριο.
Όταν όμως πλησιάσει ένας άγνωστος,τότε ο σκύλος αρχίζει να γαυγίζει και να δείχνει τα δόντια του,ενώ ταυτόχρονα κλείνει την είσοδο για τον ξένο.
Οι θυρωροί  δεν είναι σκυλιά ράτσας. Αντίθετα,οι "κινηματίες" τα βρίσκουν αδέσποτα στους δρόμους, ή τα περιμαζεύουν από τα μέρη όπου ειδικοί περιποιούνται τα χαμένα σκυλιά.
Έτσι κι αλλιώς οι θυρωροί αυτοί είναι σκυλιά χωρίς αφεντικό και με μεγάλη ευχαρίστηση δέχονται την υιοθεσία, πολύ περισσότερο που ξέρουνε ότι αν δε βρίσκονταν αυτό το αφεντικό,η μοίρα τους θα τους έγραφε τη χειρότερη ζωή και ένα θάνατο βασανιστικό.
Με τις γνώσεις αυτές στο νου τους, που τα αφεντικά τους φροντίζουν να τις κεντρίζουν κάθε τόσο, γίνονται οι καλλίτεροι φύλακες των συμφερόντων των κυρίων τους.
Υποκλίνονται εδαφιαία κάθε πρωί μπροστά σε κάθε μεγάλο κεφάλι που μπαίνει στο κτίριο και δέχονται με χαρωπές υλακές κάθε χάδι που το χέρι-τροφοδότης τους δίνει. Κι όταν ακούσουν ένα μπράβο ή τ' όνομά τους να λέγεται χαϊδευτικά από τα χείλη του μεγάλου πριν αυτός περάσει το κατώφλι,τότε κάνουν χίλιες δυο
φιγούρες υποταγής επιβεβαιώνοντας έτσι κάθε φορά την εμπιστοσύνη που τρέφουν απέναντι τους οι κτήτορές τους.
Σε αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες τους έχουν το καλλίτερο και μεγαλύτερο κόκκαλο.

[[[]]]

Ο δολοφόνος αρχικινηματίας στο Άργος:"Με τις αλλαγές που δρομολογούνται,η Ελλάδα δεν αναπτύσσεται απλώς-αναπτύσσει τη δυνατότητά της να αναπτύσσεται"..
Το Διεθνές Συνέδριο της Φιλοσοφίας εδήλωσε δια του προέδρου του ότι η βαθυστόχαστη αυτή φράση θα είναι το κύριο θέμα της επόμενης συνεδρίας του. Όταν αυτό γίνει-ελπίζω να το προλάβω στο επόμενο βιβλίο μου-θα παραθέσω ολόκληρη την ανάλυση από το συνέδριο,της δήλωσης αυτής.
Κρίμα που δε ζει ο Παπαδόπουλος.Ίσως αυτός να μας έδινε την εξήγηση της πρότασης πριν από το Συνέδριο.

[[[]]]

Φεστιβάλ,πολιτιστικές εκδηλώσεις,"δρώμενα","ακούσματα" και άλλα ευτράπελα γέμισαν τις πόλεις της Ελλάδας. Όπως τα γαϊδουράγκαθα ένα ακαλλιέργητο χωράφι.
Αν όλα αυτά τα 'στιβε κανείς δε θα 'φτιαχνε ούτε μια σελίδα άξια να διαβαστεί, ούτε πέντε λεφτά άξια να "παρασταθούν", ούτε πέντε λεφτά άξια ν' ακουστούν.
Όμως οι "κινηματίες" κάνουν αυτό που θέλουν-"πολιτιστικές εκδηλώσεις".

[[[]]]

Ξάνθη. Κάποιος συνελήφθη επειδή υποσχόταν διορισμούς με γνωριμίες τις οποίες είχε, παίρνοντας εκατό χιλιάδες από τον κάθε υποψήφιο για διορισμό.
Γιατί δεν πιάνουν και τους πολιτικούς που υπόσχονται μεγαλύτερα πράγματα παίρνοντας περισσότερα λεφτά-πράγματα που ούτε αυτοί τα κάνουν; Ποια ηθική δίνει το δικαίωμα στους πολιτικούς να μην τηρούν τις υποσχέσεις τους ατιμώρητα;
Καμμία ηθική και κανένα δικαίωμα. Μόνον η διανοητική αναπηρία των ελλήνων.

[[[]]]

Η Τουρκία σε συμεργασία με τις ΗΠΑ θα προμηθέψει χώρες της Ευρώπης με μαχητικά αεροσκάφη τύπου F-16.
Την επόμενη της ανακοίνωσης αυτής, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος δήλωσε πως το 2030 η Ελλάδα θα είναι έτοιμη να πουλήσει στα υπόλοιπα Βαλκάνια πατίνια που θα κατασκευάσει με τη συνεργασία της Αγγλίας.

[[[]]]

Οι αμερικάνοι θα αναλάβουν την ασφάλεια των ολυμπιακών αγώνων,οι γερμανοί θα χτίσουνε τα κτίρια, οι γάλλοι θα μορφοποιήσουν τους εξωτερικούς χώρους, οι αυστραλοί θα βάλουν την πείρα τους, και οι "κινηματίες" θα λένε περήφανοι:"κάναμε τους ολυμπιακούς αγώνες".
Και αυτό δε θα είναι το τραγικό.
Το τραγικό θα είναι ότι αυτό που λένε θα το πιστεύουν και πως αν κανένας πει την αλήθεια θα είναι "ανθέλλην".

[[[]]]

Ευχές των υπουργών στον ελληνικό συρφετό για το Πάσχα: "Χαρά, ειρήνη, ευτυχία"!
Όπως η γάτα θα ευχόταν στα ποντίκια "χρόνια πολλά".

[[[]]]

Για χιλιετίες οι "έλληνες" της Μικρασίας λυμαίνονταν τους λαούς που χρησιμοποιούσαν το πέρασμα εκείνο,θησαυρίζοντας και ζώντας σαν βασιλιάδες.
Και ήρθε το 1922.
Η κλοπή και η εκμετάλλευση πληρώνονται.
Και όσο αργότερα τόσο βαρύτερα.

[[[]]]

Δεκαεφτά νέοι περιφερειάρχες υγείας.
Δεκαεφτά νέοι παχουλοί μιστοί σε ισάριθμα κομματόσκυλα.
Δεκαεφτά ακόμα μαχαιριές στο σώμα της υγείας του ελληνικού βοϊδοκοπαδιού.

[[[]]]

Ο δολοφόνος αρχικινηματίας στις διακοπές του Πάσχα περπάτησε στην οδό Ληστών στην Κέρκυρα.
Ωραία σύμπτωση.
Εκτός κι αν δεν άκουσα καλά τον τηλεπαρουσιαστή και περπάτησε στην οδό Μιστών.Οπότε άλλη σύμπτωση,τραγική αυτή.

[[[]]]

Η κυρία δολοφόνου αρχικινηματίου(!) επισκέφτηκε ένα νοσοκομείο. Εκείνος που την υποδέχτηκε της δήλωσε πως είναι μεγάλη τιμή γι αυτούς να επισκεφτεί η κυρία πρωθυπουργού το νοσοκομείο τους. Προσπαθώ να καταλάβω:γιατί είναι τιμή να επισκεφτεί ένα νοσοκομείο η γυναίκα εκείνου που είναι υπεύθυνος για την
κατάντια του;

[[[]]]

Πετσάλνικος: "η πολιτική μας δεν καθορίζεται με βάση τις επιθυμίες οποιουδήποτε".
Ούτε και της λογικής.

[[[]]]

Ξανθόπουλος:"Ευτελίζεται εντός και εκτός Ελλάδος η ανώτατη εκπαίδευση".
Λάθος: δεν μπορεί να ευτελιστεί περισσότερο από ό,τι έχει ηδη ευτελιστεί κύριε Ξανθόπουλε..

[[[]]]

Τα πασχαλινά αυγά δε θα 'τανε νοστιμότερα αν ήτανε βαμμένα με το αίμα των εκμεταλλευτών μας "κινηματιών";

[[[]]]

Άκης.Τον θυμόσαστε ασφαλώς όταν,τρομοκρατημένος,προσπαθούσε να βρει τα  λόγια του για να σχολιάσει την επίδραση του ουρανίου στους στρατιώτες μας στο Κόσσοβο.
Θύμιζε τον Τσαουσέσκου στον τελευταίο λόγο του προς το λαό του Βουκουρεστίου.
"Ελληνικέ" συρφετέ, βλέπεις πόσο εύθραυστοι είναι-λίγη τόλμη μόνο από μέρους σου χρειάζεται.

[[[]]]

Δολοφόνος αρχικινηματίας:"Θα φτιάξουμε μια κοινωνία με ενθρώπινο πρόσωπο!"
Ευτυχώς που δε θα φτιάξουνε ολόκληρο το κεφάλι της.γιατί τότε η κοινωνία θα είχε και μυαλό και η πρώτη της δουλειά θα ήτανε να γκρεμίσει τους "κινηματίες".


[[[]]]

Τα τρωκτικά του αεροδρομίου συγκινήθηκαν που εγκατέλειψαν το αεροδρόμιο όταν αυτό μετακόμισε.
Το ίδιο συγκινήθηκαν και όσοι εγκατέλειψαν το Χρηματιστήριο όταν και αυτό μετακόμισε.
Όλοι συγκινούνται όταν αφήνουν τον τόπο όπου κλέβαν και μασάγανε καλά.

[[[]]]

Ελλάδα-ένας τόπος γεμάτος από μαγαζιά όπου ο συρφετός δεν μπορεί να ψωνίσει, από κέντρα διασκέδασης που δεν μπορεί να πάει, από αγαθά και υπηρεσίες που δεν μπορεί να αγοράσει.

[[[]]]

Πολιτισμός είναι να μην είναι τα πεζοδρόμια γεμάτα με κόπρανα σκυλιών.Γι αυτό η Ελλάδα είναι απολίτιστη.

[[[]]]

Ο διανοητικά ανάπηρος ελληνικός συρφετός θεωρεί πως ο δολοφόνος αρχικινηματίας είναι ο πιο κατάλληλος για πρωθυπουργός.
Ίσως επειδή οι φτωχοί είναι μόνο τέσσερα εκατομμύρια στην Ελλάδα.
Ίσως επειδή σκοτώνονται μόνο σαράντα άνθρωποι κάθε Σαββατοκύριακο στους δρόμους
Ίσως επειδή είχαμε μόνο ένα ναυάγιο με πάνω από ογδόντα νεκρούς.
Ίσως γιατί έδωσε μόνο ένα νησί στους τούρκους.
Ίσως τέλος επειδή οι έλληνες είναι αντάξιοι του πρωθυπουργού τους.

[[[]]]

Οι ευρωπαίοι,αφού σιγούρεψαν πως έχουν την Ελλάδα ξενοδοχείο για τις διακοπές τους,άποφάσισαν να φτιάξουνε κι ένα αεροδρόμιο για να ταξιδεύουν πολιτισμένα.. Και το έχτισαν. Όταν τι χτίσιμο τελείωσε,ο δολοφόνος αρχικινηματίας σήκωσε το χέρι του:"Κύριε! Κύριε!.." "Τι θέλεις Κωστάκη;" "Μπορώ να το εγκαινιάσω εγώ;"
Του το επέτρεψαν.

[[[]]]

Τρακόσοι άνθρωποι κάθονται μέσα σ' ένα τεκέ.;'Ενας λέει; "Θέλω να γίνει αυτό!" Οι διακόσοι ενενήντα εννιά σηκώνονται και ένας ένας μιλάνε ενάντια στη θέληση του ενός.
Ύστερα γίνεται εκείνο που ζήτησε ο ένας.
Ελληνική δημοκρατία.

[[[]]]

Νόμος: ο φρουρός του θησαυροφυλακίου των "κινηματιών".

[[[]]]

Ο υπουργός δικαιοσύνης λέει στον υπάλληλο που γλίτωσε από τον Πάσσαρη: "Παιδί μου,θα σε βοηθήσω ύστερα απ' αυτό που έπαθες".
Χάρη του κάνει;
Πού είναι ο νόμος που καθορίζει τα σχετικά;
Όμως ο πνευματικά ανάπηρος ελληνικός συρφετός σκέπτεται; "Τι καλοί οι σοσιαλιστές! Βοηθάνε!"..

[[[]]]

Οι συνάδελφοι των δύο σκοτωμένων από τον Πάσσαρη αστυνομικών έκαναν έρανο για να βοηθήσουν τις οικογένειες των σκοτωμένων.
Σοσιαλισμός!

[[[]]]

Όταν ένα παιδάκι σφηνωθεί σε κάποιο άνοιγμα του εδάφους ή πέσει σε κάποιο πηγάδι μέσα και κινδυνεύει να πεθάνει, τότε το κράτος κινητοποιείται. Ακριβά μηχανήματα επιστρατεύονται, αεροπλάνα βοηθάνε, πυροσβέστες σπεύδουν.
Το παιδάκι, ύστερα από προσπάθειες ωρών, συνήθως σώζεται.
Όλοι οι "έλληνες" παρακολουθούν από την τηλεόραση την επιχείρηση και οι ανόητοι από αυτούς θαυμάζουν την προσπάθεια και χειροκροτούν την κυβέρνηση για ό,τι έκανε.
Δεν διανοούνται ότι η κυβέρνηση δεκάρα δε δίνει για το παιδί που κινδυνεύει αλλά μόνο για την κομματική εκμετάλλευση του γεγονότος.
Και ενώ για λόγους διαφήμισης η κυβέρνηση σώζει ένα παιδάκι που κινδυνεύει, την ίδια στιγμή στη "σοσιαλιστική" Ελλάδα σκοτώνονται τρεις χιλιάδες παιδιά κάθε χρόνο.
Ο ειδησιακός μανδύας της φοβερής πραγματικότητας; "Τρεις χιλιάδες παιδιά πεθαίνουν κάθε χρόνο στην Ελλάδα από ατυχήματα".
"Ατυχήματα" λένε οι πληρωμένοι τηλεοπτικοί σταθμοί τη δολοφονία παιδιών από την "κυβέρνηση" του δολοφόνου αρχικινηματία.
Αυτό όμως ο διανοητικά ανάπηρος συρφετός δεν το βλέπει.
Και κείνο το "Χαμόγελο του Παιδιού"...
Σαρδώνειο θα είναι...

[[[]]]

Σε κάθε καταστροφή πηγαίνει αμέσως επί τόπου ο αρμόδιος υπουργός, όπως ο εγκληματίας γυρίζει στον τόπο του εγκλήματος.

[[[]]]

Παιδικό τραγουδάκι από εκπομπή της κρατικής τηλεόρασης: "Αχ κουνελάκι κουνελάκι ξύλο που θα το φας-μέσα στο ξένο περιβολάκι τρύπες γιατί τρυπάς;.."
Όποιο κουνελάκι τρυπάει σε ξένον κήπο θα φάει ξύλο-όποιος πεινασμένος αρπάξει ένα κομμάτι ψωμί για να φάει, θα πάει φυλακή.
Σοσιαλιστική διαπαιδαγώγηση της τρυφερής νεολαίας μας για να μαθαίνει εξ απαλών ονύχων τι θα πει σοσιαλιστική δημοκρατία και σοσιαλιστική κρατική μέριμνα.

[[[]]]

Να εργαστούν συντροφικά κάλεσε ο δολοφόνος αρχικινηματίας τους βουλευτές του "κινήματος" για να μη τους ρίξουν οι τσακωμοί τους.
Και βέβαια θα εργαστούνε συν-τροφικά. Καλλίτερα να τρως με άλλους μαζί παρά καθόλου.

[[[]]]

Έχουν τα στέκια τους, τις σφηκοφωλιές τους οι "κινηματίες".
Εκεί αισθάνονται ασφαλείς.
Όλοι του συναφιού συνεννοούνται αναμεταξύ τους μ' ένα βλέμμα και αλληλοαναγνωρίζονται από τη μυρουδιά του σφετερισμένου χρήματος.
Ακόμα από μακριά ξεχωρίζουν τους μη δικούς τους και κουμπώνονται όταν αυτοί τους πλησιάζουν.Το στόμα τους τότε σφίγγεται,το βλέμμα σκληραίνει και ο νόμος ο αναμεταξύ τους διαφανής, μεταμορφώνεται τώρα σε αδιαπέραστο τείχος.

[[[]]]

Ο "θείος'" Πλάτωνας ήθελε να κάψει τα βιβλία του Δημόκριτου.
Τον απότρεψαν φίλοι του (Ο Αμύκλας και ο Κλεινίας), λέγοντάς του ότι έτσι δε θα πετύχει τίποτα γιατί βιβλία του Δημόκριτου κυκλοφορούσαν και εκτός Αθηνών.
Η διαφορά του Πλάτωνα με τον Χίτλερ είναι ότι τον δεύτερο δεν τον απότρεψε κανείς.

[[[]]]

Οι "δημοκρατικοί ", "φιλελεύθεροι" και "δίκαιοι" Αθηναίοι καταδίκασαν σε θάνατο τον Αναξαγόρα όταν εκείνος είχε πάει στην Αθήνα,επειδή δίδασκε ότι ο ήλιος δεν είναι θεός αλλά μια διάπυρη μάζα.
Οι αθηναίοι! Οι δάσκαλοι της ανθρωπότητας στο μάθημα της δημοκρατίας!

[[[]]]

Οι Χίτες και οι Ταγματασφαλίτες έβγαιναν στους δρόμους και χτυπούσαν, έβριζαν, ασχημονούσαν.
Οι "κινηματίες" δε χρειάζεται να βγαίνουν στους δρόμους-κάνουνε τα ίδια μέσα από τα γραφεία τους.

[[[]]]

Δήλωση της κυρίας Παπανδρέου (φαίνεται έξεστι Παπανδρέω ασχημονείν): "Αν οι μετανάστες δε βρίσκουν δουλειά θα τους απελαύνουμε".
Μετάφραση: όσοι μετανάστες δε δεχτούν να μας δουλεύουν για ένα ξεροκόμματο,θα απελαύνωνται.

[[[]]]

Τραίνο έτρεχε ακυβέρνητο για μιαν ώρα στο Οχάϊο των ΗΠΑ.
Ε και λοιπόν; Το τραίνο της Ελλάδας τρέχει ακυβέρνητο είκοσι χρόνια τωρα.

[[[]]]

"Έλληνες": οι καραγκιόζηδες της Ευρώπης.

[[[]]]

Ερώτηση: Γιατί ο Πάπας στην Αθήνα αγκαλιά με το Χριστόδουλο;
Απάντηση: Επειδή οι συμμορίες ενώνονται μπροστά στον κοινό κίνδυνο-εδώ την παγκοσμιοποίηση.

[[[]]]

Κύριος Θεοδωράκης (στον Βενιζέλο τον υπουργό):
Ποιος κυβερνάει αυτό τον τόπο;
Βενιζέλος: Ο λαός!
Όχι παίζουμε...

[[[]]]

Οι ολυμπιακοί αγώνες της αρχαίας Ελλάδας ήτανε οι πρώτοι επίσημοι ρατσιστικοί αγώνες στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Ο ρατσισμός είναι το μόνο κοινό σημείο των ελλήνων με τους σημερινούς κάτοικους της Ελλάδας.

[[[]]]

Πόσο θέλω να έχουμε φανερή δικτατορία στην Ελλάδα!..
Γιατί οι στρατιωτικοί φοράνε στολή.
Έτσι οι "έλληνες"θα ξέρουν, βλέποντάς τους από μακριά ποιοι τους κλέβουν.
Έχουνε μπιστόλι, έτσι θα ξέρουν ποιοι τους σκοτώνουν.
Και θ' ακούνε "αποφασίζομεν και διατάσσομεν" και όχι "το κυβερνητικόν συμβούλιον συνήλθε και εξήτασε και έκρινε.." ή "ο υπουργός τάδε προήδρευσε συσκέψεως και...και...και απεφασίσθη...", όχι τερτίπια δηλαδή παραπλανητικά, τερτίπια που κάνουν τον ανάπηρο διανοητικά "έλληνα" να στέκει με ανοιχτό το στόμα μπροστά στην τόσην ελευθερία που η "σοσιαλιστική" κυβέρνηση και έχει, και, απλόχερα παρέχει.

[[[]]]

Δολοφόνος αρχικινηματίας:"Δεν κάνουμε συμβιβασμούς με τα ανθρώπινα δικαιώματα!"
Το καθήκον των "ελλήνων" αν δεν ήτανε διανοητικά ανάπηροι,θα ήτανε να φέρουν ένα πρωθυπουργό που να έλεγε:"Δεν κάνουμε συμβιβασμούς με τα οικονομικά δικαιώματα!".

[[[]]]

Δολοφόνος αρχικινηματίας: «’Εχω ένα σχέδιο για το οποίο αισθάνομαι ευθύνη και αυτό το σχέδιο πρέπει να προχωρήσει.»
Ποιο άραγε να είναι αυτό το σχέδιο;
Όποιο και να είναι όμως, πρέπει να είναι καλό.
Γιατί ο ελληνικός συρφετός λέει:"ο σκοπός αγιάζει τα μέσα".
Και αφού τα μέσα είναι βρωμερά,το σχέδιο του δολοφόνου αρχικινηματία θα είναι άγιο.

[[[]]]

Απάντηση του κυρίου υπουργού υγείας όταν τον ρώτησαν πώς θα αντιμετωπίσει η χώρα τον άνθρακα αν έφτανε εδώ: "Υπάρχει ένα σύστημα που θα βελτιώνεται συνεχώς".
Μετάφραση:"Δεν υπάρχει τίποτα!"

[[[]]]


Οι "έλληνες" λυμαίνονται επί αιώνες τον εκκλησιαστικό χώρο της Ευρώπης, Ασίας και Αφρικής.
Όπως οι "έλληνες" της Μικράς Ασίας λυμαίνονταν οικονομικά για αιώνες όσους περνούσαν από τα μέρη τους.
Η Μικρά Ασία πλήρωσε.
Πότε θα πληρώσει και το Πατριαρχείο να πάψουν οι "έλληνες" να πρωτοστατούν και στη λεηλασία αυτή;

[[[]]]

Κανείς δεν μπορεί να πει ότι η Ελλάδα δεν έχει νόμους.
Έχει και παραέχει.
Μένει να γίνει ένας ακόμα, αυτός που θα επιτάσσει την εφαρμογή των νόμων.

[[[]]]

Στη μανία τους να καταστρέφουν δε φτάνει στους κινηματίες που καταστρέφουν ό,τι βρήκανε μέσα στην Ελλάδα, θέλουν να καταστρέψουν και ό,τι βρίσκεται έξω και μπορούν να το διεκδικήσουν. Έτσι βάλθηκαν να φέρουν μέσα στο ξέφραγο αμπέλι τους και τα μάρμαρα του Παρθενώνα.


[[[]]]


"Ο Ντενκτάς απομονώνεται", γράφουν οι φυλλάδες των "ελλήνων".
Αλιτήριοι, κάποιος που έχει δίπλα του μια χώρα ογδόντα εκατομμυρίων και τη θέση που έχει η Τουρκία στο χάρτη, δεν απομονώνεται.
Και αυτό το ξέρετε-αλλά πότε γράψατε την αλήθεια:
Και πάλι-τόση είναι η κακοήθης αλλοπροσαλλωσύνη σας ώστε στη διπλανή από την "είδηση"αυτή στήλη φιλοξενείτε τη ρήση του εθνικού σας ποιητή: "Εθνικόν είναι ό,τι είναι αληθές"...

[[[]]]

Βρισκόμουν στην Αμερική.
Το σπίτι μου εκεί, έχει έναν ισόγειο περιφραγμένο χώρο αριστερά της εξώπορτας καθώς βγαίνει κανείς. Μέσα εκεί είδα ένα πρωί μια μπάλλα ποδοσφαίρου και στην πόρτα μου κολλημένο ένα σημείωμα γραμμένο από χέρι παιδικό (το παραθέτω όπως ήταν):
Dear neighbor, I was playing with my socer boll and accidently  Κicked it into your balkony area. Please forgive me. Could you be so kind as to put it out so I can get it."
Αναρωτιέμαι πόσα λεφτά θα έδινα για να επισκευάσω τον ξύλινο φράχτη μου και για να ξαναομορφήνω τον κήπο μου αν αυτό γινόταν στην Ελλάδα.
Αυτό το λαό, τον αμερικάνικο, ο "ελληνικός" συρφετός κακολογεί και ειρωνεύεται. Και αυτόν το λαό μισεί-ένα λαό που ούτε στο μικρό δαχτυλάκι του δεν τον φτάνει.
Ο ελληνικός συρφετός κάποιον πρέπει να μισεί σαν βρωμερός που είναι. Και οι "κινηματίες" το ξέρουν αυτό και του έχουν βρει το κουμπί-τον βάζουνε να φωνάζει ενάντια στους αμερικάνους ώστε αυτοί, οι "κινηματίες", να τον κατακλέβουν ανενόχλητοι.

[[[]]]


Το αεροδρόμιο "Ελευθέριος Βενιζέλος" ωραίο, αλλά κάτι βασικό του λείπει: το άγαλμα του ξένου εργάτη που έφτιαξε το καινούργιο αυτό αεροδρόμιο, ματωμένο από το βούρδουλα και μ' ένα πικρό στόμα που διψάει για δικαιοσύνη.

[[[]]]

Οι Ταλιμπάν κατάστρεψαν δύο αγάλματα του Βούδα. Και λοιπόν; Όλα τα αγάλματα του κόσμου ας καταστραφούν αν είναι ένας μόνο άνθρωπος πάνω στη γη να πάψει να πεινάει.

[[[]]]

Στέκεται στην ουρά μαζί με τους άλλους. Είναι πολύ υπομονετικός και η συμπεριφορά του δεν αφήνει κανένα περιθώριο για υποψία. Είναι χαμογελαστός, λέει μια καλή κουβέντα στον καθένα.
Όταν έρθει η σειρά του ζητάει από τον πωλητή αυτό που θέλει, ύστερα βάζει το χέρι του στην τσέπη μας και πληρώνει. Βγαίνει από το κατάστημα, μπαίνει στο αυτοκίνητό μας και πηγαίνει στο σπίτι μας. Εκεί κάθεται μπροστά στον υπολογιστή μας και στέλνει μηνύματα:"σου βρήκα δουλειά", ή "θα μιλήσω εγώ στο διοικητή για σένα".
Και όταν έρθει η ώρα να πεθάνει, το χέρι του απλώνει και δίνει κάποιον από μας στο Χάρο.
Και ο "κινηματίας" συνεχίζει τη ζωή του.

[[[]]]

Ελληνίδες μαζορέττες στο καρναβάλι του Πειραιά. Στο χέρι τους κρατούν ράβδους κοιμισμένες που ανεβαινοκατεβαίνουν στο ρυθμό του ροχαλητού των κατόχων τους. Γιατί οι μαζορέττες κοιμούνται. Που και που συσπώνται μέσα στον ύπνο τους και τα οπίσθιά τους κινούνται.
Αυτές είναι οι μαζορέττες του πειραιώτικου καρναβαλιού ,όπως και κάθε "ελληνικού" καρναβαλιού.
Λες και τα καρναβάλια είναι νεκρώσιμες ακολουθίες και όχι πανηγύρια ζωής.
Πού είναι η χάρη; Πού είναι η ζωντάνια; Πού είναι το κόσμιο και θεμιτό ερωτικό υπονοούμενο που θα κάνει να σκιρτήσουν οι καρδιές νέων και γέρων;πού είναι η ορμή των νιάτων; Πού είναι το ξεφάντωμα;
"Η Ελλάδα γέμισε καρναβάλια", λένε περήφανοι οι "κινηματίες". Και οι πνευματικά ανάπηροι "έλληνες" το ξαναλένε, περήφανοι κι αυτοί.

[[[]]]

Με πρόεδρο της δημοκρατίας κατηγορούμενο για νονό του τζόγου, με πρωθωπουργό δολοφόνο, με προέδρους Οργανισμών λωποδύτες, με πρόεδρους νοσοκομείων άσχετα κομματόσκυλα, με δήμαρχους και νομάρχες διαπλεκόμενους με κάθε πράνομο στοιχείο του χώρου τους, με τους βουλευτές πάτρονες της παρανομίας,με τους υπουργούς αρχιλήσταρχους, τραβάειτο δρόμο της η Ελλάδα. Με κλειστό το στόμα και με τα μαχαίρια να σκουριάζουν αχρησιμοποίητα στις θήκες τους, ο ελληνικός συρφετός τραβάει προς τα υψηλά πεπρωμένα του.

[[[]]]

Αστυφύλακες της Βουλής των "ελλήνων"-στιγμιότυπο:
Αυτός που στέκει από μέσα από την πύλη καπνίζει ένα τσιγάρο παρακολουθώντας τον καπνό του καθώς αυτός ανεβαίνει.
Έξω, στο πεζοδρόμιο, δίπλα στην άδεια κλούβα της αστυνομίας, ένας άλλος αστυφύλακας, με τα χέρια στις τσέπες και ακουμπισμένος στα κάγκελλα του πεζοδρομίου με τα οπίσθιά του, κινεί αργά αργά το κορμί του μπρος πίσω με νανουριστική διάθεση.
Στο φυλάκιο της πύλης ένας τρίτος έχει βγάλει το καπέλλο του και ξύνει το κεφάλι του με βλακώδη αγαλλίαση.
Έξω από την πύλη, στο δρόμο πάνω, για να ελέγχει ποιοι μπαίνουν στη Βουλή, ένας τέταρτος αστυφύλακας.
Ένας μαλλιάς νεαρός πάνω σε μηχανάκι, τραβάει προς το έμπα της Βουλής."Ε! Πού πας;" τονε ρωτάει ο υπεύθυνος για τον έλεγχο των εισερχομένων αστυφύλακας."Έλα μωρέ.." είναι η απάντηση του επιβάτη του μηχανακιού, που μπαίνει χωρίς να σταματήσει. Ο αστυφύλακας ανοίγει διάπλατα τα χέρια του σε κίνηση πλαστής απόγνωσης.

[[[]]]

Ο ίδιος ο δολοφόνος αρχικινηματίας, αλλά και υπουργοί του, άλλοι ανώτατοι κινηματίες, διευθυντές Υπηρεσιών, πρόεδροι Οργανισμών και γενικά υπεύθυνοι για μεγάλες ή μικρότερες παραλείψεις, βρωμιές ή ατασθαλίες, οπωσδήποτε όμως υπεύθυνοι για την έλλειψη προόδου στους τομείς της "αρμοδιότητάς" τους, πολλές φορές καλούνται να απολογηθούν όταν κάποια από αυτές τις βρωμιές τους πάρει μεγάλη
δημοσιότητα.
Τότε αυτοί επιστρατεύουν όλη τους την ικανότητα να προυσιάζουν το μαύρο άσπρο, καταφέρνοντας ετσι από τη μια να ξεφεύγουν αλώβητοι από τις κατηγορίες και από την άλλη να αποδείχνουν στο δολοφόνο αρχικινηματία ότι σωστά τους διάλεξε, μιας και απόδειξαν ότι μπορούν να χρησιμοποιούν σωστά τα προσόντα για τα οποία διαλέχτηκα ν,τουμπάροντας έτσι τους επικριτές τους και γενικότερα τον "ελληνικό" συρφετό-πραγματοποιώντας δηλαδή το ζητούμενο από το δολοφόνο αρχικινηματία.
Ή όλη, μικρή άλλωστε προσπάθειά τους δεν έχει πιθανότητες αποτυχίας, αν λάβουμε υπόψιν την κοινή πολιτική σύμπλευση των από τους ίδιους διαλεγμένων ερωτώντων.
Ενδιαφέρον έχει να σταχυολογήσουμε την αρχική ή τη βασική πρόταση κάθε "απολογίας", η οποία και αρκεί στον μυημένο να καταλάβει χωρίς να ακούσει τίποτε άλλο όλο το απεχθές νόημα της όλης απολογίας, η οποία όμως αφήνει κατάπληκτους τους γελοίους "έλληνες", που δεν έχουν καταλάβει ούτε τι ακριβώς
ειπώθηκε, ούτε τι με αυτό που ειπώθηκε εννοείται.
Ιδού λοιπόν πώς οι "κινηματίες" ομολογούν ότι δεν έχουν κάνει τίποτε στον τομέα τους:
-Δεν είμαστε εμείς εκείνοι που θα υποστηρίξουμε ότι έγιναν όλα όσα έπρεπε να γίνουν...
-Έχουμε κάνει πολλά, όμως απομένει να κάνουμε περισσότερα...
-Οι Υπηρεσίες του Υπουργείου μοχθούν για να καλύψουν τα κενά...
-Μπορούμε να βελτιώσουμε ακόμα την απόδοσή μας και προς αυτή την κατεύθυνση εργαζόμαστε...
-Ελλείψεις πάντοτε θα υπάρχουν...
-Ποιος λέει πως όλα έγιναν;Θα επρόκειτο για ψεύδος. Και εμείς δεν είμαστε ψεύτες...
-Μας κατηγορούν οι πολιτικοί μας αντίπαλοι ότι δεν παράγουμε έργο. Όμως αυτοί τι έκαναν όταν κυβερνούσααν; (Και από κει και ύστερα αρχίζει ο ψόγος της αντιπολίτευσης για πράγματα που έπρεπε να κάνουν οι κυβερνώντες-κάτι που πάντοτε πιάνει)
-Δεν έχουμε ψευδαισθήσεις, το έργο που έχουμε αναλάβει είναι δύσκολο και για να το φέρουμε εις πέρας πρέπει όλοι να εργαστούμε σκληρά... (Κανείς δε ρωτάει γιατί για τόσα χρόνια δεν εργάζονταν σκληρά)
-Η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού...
-Με τα μέσα που έχουμε κάνουμε ό,τι μπορούμε...
-Ας μη ξεχνάει κανείς σε τι κατάσταση βρίσκονταν τα πράγματα όταν εμείς παραλάβαμε...
-Δεν ισχυριζόμαστε πως δεν υπάρχουν ελλείψεις...
-Κατορθώσαμε πολλά, μένουν λίγα ακόμα...
-Μόλις δυο χρόνια είμαστε σ' αυτή τη θέση-δεν είμαστε θαυματοποιοί...(αυτοί που ήτανε πριν σε αυτή τη θέση ούτε μιλάνε καθόλου, αλλά και ούτε το έργο που κάνανε παίρνεται καθόλου υπόψιν από τον καινούργιο, επειδή καθένας κάνει από την αρχή ό,τι αυτός θέλει)
Και αποκορύφωμα όλων αυτών, η δήλωση του δολοφόνου αρχικινηματία στη Βουλή: "Αυτή είναι η Ελλάδα!"
Δήλωση που καλύπτει πολιτικά όλες τις βρωμιές και κάθε είδους ατασθαλία, κατευθύνει την κρίση κάθε δικαστή και αφήνει ασύδοτα όλα τα κομματόσκυλα.

[[[]]]

Κάθε μέρα, κάθε βδομάδα, κάθε μήνα, κάθε χρόνο, το κράτος μας ληστεύει.
"Τα λεφτά σου ή τη ζωή σου!" είναι η φράση που ακούμε κάθε τόσο.
Κι αν αρνηθούμε να στέρξουμε στην πλοπή,το κράτος στέλνει τους μπράβους του-τους χωροφύλακες-που βάζοντάς μας το μπιστόλι στον κροταφο δε μας αφήνουν περιθώρια εκλογής.
Πώς να μη λατρεύεις τους "κλέφτες" και τους "κακοποιούς" πάσης φύσεως που δρουν ενάντια στους "νόμους", πώς να μη θεοποιήσεις τον Πάσσαρη, πώς να μην περιθάλψεις το δραπέτη, πώς να μην παίρνεις το μέρος της δεκαεφτά Νοέμβρη;

[[[]]]

Διάφοροι κατά καιρούς καίνε την "ελληνική" σημαία, ή της βάζουνε πάνω ένα σφυροδρέπανο, ή την κάνουνε μαγιό και τη φοράνε.
Οι διανοητικά ανάπηροι "έλληνες" τότε ξεσηκώνονται: η σημαία είναι ένα σύμβολο και δεν πρέπει να το προσβάλουμε.
Ναι, η "ελληνική" σημαία είναι ένα σύμβολο.
Είναι το σύμβολο της απάτης. Είναι το σύμβολο της παλιανθρωπιάς. Είναι το σύμβολο της διεθνούς ντροπής των "ελλήνων".  Είναι το σύμβολο της κρατικής αδιαφορίας και του κρατικού αίσχους. Είναι το σύμβολο της αθλιότητας. Είναι το σύμβολο της εκμετάλλευσης. Είναι το σύμβολο της πορνείας, του εγωισμού, του ρατσισμού, της κακοήθειας, της αγένειας, της αμορφωσιάς, της κουφότητας, τέλος ειναι το σύμβολο της διανοητικής αναπηρίας των "ελλήνων".

[[[]]]

Η διπλωματία έχει τους κανόνες της. Ο κυριότερος: όλα να λέγονται συγκαλυμμένα.
Μερικές φορές όμως, ξένοι διπλωμάτες, σπρωγμένοι από το μέγεθος της αισχρότητας των πολιτικών μας, δεν μπορούν να κρατηθούν και αφήνουν να τους ξεφεύγουνε μερικές αλήθειες. Όπως ότι η χειρότερη χώρα στην κλεψιά είναι η Ελλάδα, ότι οι πολιτικοί της είναι βρωμεροί, ότι τα μάρμαρα που ζητάνε από την Αγγλία αν τα πάρουνε θα τα καταστρέψουν.
Τότε ξεσηκώνονται όλοι οι ντόπιοι "μεγαλοκινηματίες" και εκφράζουν την «κατάπληξίν» των άλλοι, την «αηδίαν» των οι παραπέρα, την βεβαιότητά των ότι έχει γίνει κάποια παρανόησις των λόγων του λαλήσαντος οι πιο ξύπνιοι.
Από την άλλη πλευρά πάλι κολλάνε σ' αυτούς που ξεσπάθωσαν οι δικοί τους: "Βρε γιατί τους τα λέτε χύμα; Τι σας κόφτει εσάς αν εκείνοι κλέβουνται και σκοτώνονται αναμεταξύ τους; Κάνουνε ό,τι τους λέμε; Μας έχουν δώσει γην και ύδωρ; Τα άλλα τι σας νιάζουν;"
Και πες από δω, πες από κει, οι λαλήσαντες εξαναγκάζονται να κάνουν μία δήλωση νέα που καλλιτερεύει την παλαιά ή την "ανασκευάζει".
Και ευτυχείς και εθνικά υπερήφανοι και "δικαιωμένοι" και "νικητές" οι "κινηματίες" προβάλλουν τη νέα δήλωση.

[[[]]]

Στις συναλλαγές μεταξύ τους οι αμερικάνοι:
-είναι ευγενικοί,
-χαμογελούν.
-τηρούν το λόγο τους.
-δεν αισχροκερδούν.
Στις συναλλαγές μεταξύ τους οι "έλληνες":
-βρίζονται και χτυπιούνται.
-στραβομουτσουνιάζουν.
-ξεγελούνε ο ένας τον άλλο.
-κλέβουν ασυστόλως.
Πώς να μη διαδηλώνουν ενάντια στους αμερικάνους οι "έλληνες" που τόσο ταυτισμένοι είναι με τη βρωμιά,ώστε να θεωρούν την κρυστάλλινη καθαρότητα των αμερικανών σαν κάτι άσχημο:

[[[]]]

Η μασκώτ των ολυμπιακών αγώνων-δύο ανθρωπάκια αντιπαθητικά και διανοητικά καθυστερημένα, τόσο ταιριαστά με τους "έλληνες"..
Σφετεριστές της "δόξας" ανθρώπων που κατοίκησαν τη νυν νότια Ελλάδα πριν από χιλιάδες χρόνια, οι σημερινοί κάτοικοι αυτού του τόπου προσπαθούν όσο το μπορούν να συνταυτιστούν με κείνους ώστε να καταφέρουν να γίνουν αποδεκτοί από τη συντροφιά των πολιτισμένων λαών της γης.

[[[]]]


Ο Θεοδωράκης κατά των αμερικανών.
Γιατί δεν καταφέρεται και ενάντια στην "ελληνική" "κυβέρνηση" που δυναστεύει τον "ελληνικό" λαό, που του πίνει το αίμα και τον ιδρώτα του, που τον βασανίζει και τον σκοτώνει καθημερινά;
Μα γιατί ο πολύς κύριος Θεοδωράκης τρώει καλά χάρη σ' αυτήν ακριβώς την "κυβέρνηση". Γίνεται να δαγκώσει κανείς το χέρι που τον ταϊζει;

[[[]]]

Η Ελλάδα εγκαλείται από την ΕΟΚ  γιατί δεν καταπολεμά την ηχορύπανση.
Να ενδιαφερόταν η ΕΟΚ  και για τη ληστορύπανση…

[[[]]]

Έχουμε δει τρομοκρατημένο το Μουσολίνι της "ελληνικής' πολιτικής, τον Άκη Τσοχατζόπουλο. Τον καιρό του βομβαρδισμού της Γιουγκοσλαυίας κάθε του συνέντευξη μας τον έδειχνε σαν τον Τσαουσέσκου στο μπαλκόνι στην τελευταία του δημόσια εμφάνιση.
Έχουμε πολλές φορές δει τρομοκρατημένον το δολοφόνο αρχικινηματία.
Τον Καραμανλή δεν πρόκειται να τον δούμε ποτέ τρομοκρατημένον,ό,τι και αν συμβεί.
Αυτό το υπόσχεται η όλη ως τώρα πολιτεία του, η στωικότητά του, η ήρεμη αντιμετώπιση των υστερικών εκρήξεων των πολιτικών του αντιπάλων, η σταθερή πορεία του ως τώρα στα θέματα του τόπου.
Μόνο γι αυτό, για να μην οικτίρουμε τη ράτσα μας,για να μην αιστανόμαστε την ανάγκη να φτύνουμε κατάμουτρα τους χεσμένους κάθε φορά επάνω τους "ηγέτες" μας, για να μην ντρεπόμαστε σα λαός τους άλλους λαούς-και μόνο γι αυτό-και τι άλλο μας μένει-θα 'επρεπε να ψηφίσουμε Καραμανλή.

[[[]]]

Ο δολοφόνος αρχικινηματίας δε χάνει ευκαιρία να κάνει δηλώσεις, παρεμβάσεις και να μεσολαβεί σε κρίσεις παντού εκτός Ελλάδος.
Έτσι, ενώ οι ξένοι δίνουν τη σωστή διάσταση στις ενέργειες αυτές, κατατάσσοντάς τες στα καραγκιοζιλίκια στα οποία τους έχουν συνηθίσει οι "έλληνες" με καραγκιοζοπαίχτη το δολοφόνο αρχικινηματία, όμως στο εσωτερικό η διανοητική αναπηρία των "ελλήνων" βοηθάει να εκλαμβάνονται οι ενέργειες αυτές σαν απόδειξη κάποιας δυναμικότητας τάχα της κυβέρνησης και σαν δυνατότητα επηρεασμού αποφάσεων διεθνούς εμβέλειας.
Αποτέλεσμα: Καταστολή κάθε απόπειρας ισχνής αντίστασης την οποία θα επέτρεπε η διανοητική τους αναπηρία στους "έλληνες" να επιδείξουν.

[[[]]]

Επί δικτατορίας του Παπαδόπουλου,αρκούσε η παρουσία ενός στρατιώτη σε κάποιο δημόσιο χώρο για να σταματήσει κάθε ελεύθερη πολιτική κουβέντα.
Επί δικτατορίας των ολομονότροφων καταληστευτών αρκεί η παρουσία ενός μέλους του "κινήματος" για να σταματήσει κάθε ελεύθερη πολιτική κουβέντα.

[[[]]]

Οι αγρότες διαδηλώνουν και στήνουν μπλόκα.
Κακόμοιρη βλακώδης αγροτιά! Εσύ τους ταϊζεις, εσύ τους ντύνεις, εσύ σκοτώνεσαι στον πόλεμο γι αυτούς, εσύ και τώρα τους διασκεδάζεις με τη γελοιοποίησή σου-η ανάσα εσύ της ζωής του λαού, να γίνεσαι νεκρική άπνοια όταν πρόκειται να διεκδικήσεις τα ισχνά σου άλλωστε συμφέροντα... Μπλόκα... μπλόκα... Έπρεπε όχι μπλόκα να στήνεις, αλλά τις αγχόνες τους θρασύδειλε και άψυχε αγρότη.

[[[]]]

"Δεν συμφωνώ με τη γνώμη σου,όμως θα υπερασπίζωμαι ως το τέλος το δικαίωμά σου να την υποστηρίζεις".
Αυτή η φράση είναι το αποκορύφωμα της βλακείας των "δημοκρατών" και θα μένει σαν ένα ακόμα σημάδι της βλακείας τους στους αιώνες.

[[[]]]

Επιχείρηση αποκατάστασης του θεάτρου της Δωδώνης.
Και πια; Τι σχέση έχει το κτίριο του θεάτρου με την ύπαρξη ή όχι Θεάτρου στην Ελλάδα;
Όσα κτίρια θεάτρου κι αν φτιάξετε ω διανοητικά ανάπηρα όντα, πάλι Θέατρο δε θα 'χετε.
Όπως δεν έχετε στοιχειώδη ιατρική περίθαλψη μετά από τόσα νοσοκομεία που φτιάξατε.

[[[]]]

Είπε ο γελοιωδέστατος:"Ναι, γνωρίζουμε ότι για να πάρει κανείς από  τον ΟΓΑ ένα χαρτί κάνει μήνες, Είναι κάτι που δεν κάνει να γίνεται και θα φροντίσουμε να το διορθώσουμε".
Δεν είναι λόγος αυτός για να δεχτεί ο γελοιωδέστατος μια σφαίρα στο μυαλό που τον βάζει να λέει τέτια;
Μα ποιος να το 'κανε; Η δεκαεφτά Νοέμβρη δεν επρόφταινε-σκότωνε ξένους.

[[[]]]

Δολοφόνος αρχικινηματίας: "Υπάρχουν πολλές ψαλίδες ανοιχτές και όλοι πρέπει να εργαστούμε για να τις κλείσουμε. Και δεν δημιουργήθηκαν σήμερα οι ψαλίδες αυτές. Υπάρχουν στην Ελλάδα στραβά πράγματα. Υπάρχουν πολύ στραβά πράγματα. Υπάρχουν παρα πολύ στραβά πράγματα. Υπάρχουν παρα-παρα πολύ στραβά πράγματα..."
Αν εξαιρέσουμε το Ράλλη υπήρξε ποτέ γελοιωδέστερος πρωθυπουργός στην Ελλάδα;

[[[]]]

Μέχρι τώρα οι βρωμεροί κινηματίες έχουν σαν όπλο τους ενάντια στην κατακραυγή του διανοητικά ανάπηρου "ελληνικού" λαού, την ομολογία.
Δηλαδή όποτε κλέψουν μερικά δισεκατομμύρια, όποτε σκοτώσουν καμμια ογδονταριά ανθρώπους, όποτε κάνουν γενικά οποιαδήποτε από τις μεγάλες τους βρωμιές, τότε βγαίνουν και λένε: "Ναι, ομολογώ, έκλεψα τόσα..." ή "ναι, ομολογώ, σκοτωσα τόσους...", ή "ναι, ομολογώ ,έκανα την τάδε βρωμιά..."
Ε! Αυτό ήτανε! Για τον διανοητικά ανάπηρο "ελληνικό" "λαό" είναι σαν να μην έγινε τίποτα από όσα ομολόγησαν κάθε φορά οι αλήτες κινηματίες.
Υποθέτω πως αν κάποτε πάψει να πιάνει αυτή η μέθοδος, τότε οι βρωμεροί κινηματίες θα αξιοποιήσουν τη μέθοδο της συγνώμης.
Θα βγαίνουν δηλαδή και θα ζητάνε συγνώμη για τα εγκλήματά τους, με το ίδιο αποτέλεσμα πάλι.
Ύστερα τη συγνώμη τηνε δίδαξε ο ίδιος ο Πάπας. Και αφού οι "έλληνες" συγχώρησαν τον Πάπα για εκατομμύρια θανάτους και για αιώνων ληστείες τι διάολο, δεν θα συγχωρήσουν τους κινηματίες για κλοπές δισεκατομμυρίων, για δολοφονίες μερικών δεκάδων χιλιάδων και για βασανισμούς και εξευτελισμούς είκοσι χρόνων;

[[[]]]

Η κυβέρνηση δεν απαγορεύει το κάπνισμα γιατί αν το κάνει οι καπνοβιομηχανίες θα τη ρίξουν.
Η κυβέρνηση σκοτώνει για να παραμείνει στην εξουσία.

[[[]]]

Ο "έλληνας" ξυπνάει κάθε πρωί, ξυρίζεται με την αμερικάνικη ξυριστική του μηχανή, πλένεται με το αμερικάνικο σαπούνι του, βάζει την αμερικάνικη κολώνια του ακούγοντας αμερικάνικα τραγούδια στο αμερικάνικο ραδιόφωνό του, φοράει τα αμερικάμνικα ρούχα και παπούτσια του, και πηγαίνει να διαδηλώσει ενάντια στην Αμερική.

[[[]]]

Όταν με το καλό απαλλαγούμε από τον δολοφόνο αρχικινηματία, θα απαλλαγούμε εκτός από ένα δολοφόνο παιδιών και από το χαμόγελό του που γεμίζει το πρόσωπό του σαν ξεχείλισμα βόθρου ή σαν γκριμάτσα χιμπατζή που μόλις έγεψε λεμόνι.

[[[]]]

Ελπιδοφόρα μηνύματα κάθε τόσο. Κάτι εμπρησμοί τραπεζών, κάτι καταστροφές κομματικών περιουσιών, κάτι εκτελέσεις...
Μα μένουν μόνο μηνύματα και δε γίνονται το σάλπισμα ολομέτωπης επίθεσης κατά της βίας.
Η απόφαση λείπει τάχα ή τα μέσα;

[[[]]]

Εθελοντική εργασία στην Ελλάδα…
Θα το δούμε άραγε και αυτό;
Θα ήταν το άκρον άωτον του μαζοχισμού.

[[[]]]

Διάβασα σε μιαν αφίσσα σε ένα τοίχο της Αθήνας:"Ο εχθρός είναι στις τράπεζες και στα υπουργεία".
Όχι αδέρφια. Είναι και στα εργοστάσια, και στις εφορίες, και στα δημαρχεία, και στα θέατρα, και στα μικροκαταστήματα, και στα καφφενεία, και... και...
Ο εχθρός αδέρφια δεν είναι απέναντί σας ή πέρα εκεί-ο εχθρός είναι μέσα στον καθένα σας και στον καθένα μας και λέγεται ανοχή και αναποφασιστικότητα και μοιρολατρεία.

[[[]]]

Η Ελλάδα έστειλε παρατηρητή στις εκλογές της Αλβανίας!
Για να μάθει πώς γίνονται οι εκλογές βέβαια.










Τα άλλα

Όπου αυτοί πάνε,σκοτεινά είναι.
Κάποτε,δεξιά ή αριστερά τους,
φώτα χύνονται,που το κάθε τι λαμπρύνουν.
Και τα μάτια βλέπουν και επιθυμούν
 
εκεί να ήσαν,και κάθε βλέμμα τους
να ξεγεννάει τα γύρω όλα ένα ένα,
και κείνα να έρχωνται ζωντανά,
και φιλικά,και θελοντας,κοντά τους.

Όμως αντίς αυτό,νοήματα από άλλους τελειωμένα
θέση παίρνουν στη σειρά,ένα ένα απ΄αυτούς
για να εννοηθούν,όχι σαν γέννας ευωχία,

μα σαν τελευταίων στιγμών ανημπόρια,πριν
στην Άρνηση πέσουν,απ΄όπου κάποτε,σε κάποιο
Άλλο Φως,μακριά πάλι,θα ξαναγεννηθούν.





           Ο κολυμβυτής

Ανέμελε,αγνέ κολυμβητή,της ήρεμης ακτής,
του κόσμου και της θάλασσας,χωρίς ούτε
των τεράτων το φόβο,ούτε
των κυμάτων το ψυχοφθόρο άγγιγμα!

Καρίνες εκεί δεν έρχονται,και με μικρά ψάρια,
μικρός εσύ και ολιγαρκής,τρέφεσαι.
Τρικυμίες,δίνης ρεύματα,ναυάγια,δεν γνωρίζεις.
Η ζωή διπλα σου,γλυκειά Γοργόνα,Ερωμένη σου.

Καθαρόν αέρα μόνον αναπνέεις. Οι δύτες,
και οι ποντοπόροι,και οι θαλασσόλυκοι,μιμητές σου
σε φανταστικές αρμύρες κυματόπνιχτες.

Αγνέ,ήπιε κολυμβυτή,το νερό,
όπως καρπός τον σπόρο του σε κρατεί:
μυστικόν,και πολύτιμον,και ελπιδοφόρον.








                       








       Ευθύνη

Ακούω,καθώς ο αέρας σε χτυπά,
παράξενα να ηχείς,και μακρινά.
Και ο ήχος σου στα πράγματα διαχύνεται όλα
και τα δονεί σαν η ψυχή τους να είναι.

Και εδώ ένα γέλιο,εκεί μια κουβέντα,
μικρές συντροφιές όπως σε δεξίωση.
Και συ δίνεις σε όλα πλάτεμα και υπομονή,
για να μπορέσεις ύστερα,μέσα τους,κουρασμένη,

να ξαποστάσεις-σ΄ένα αστέρι,σε μια φωλιά,
σ΄ένα πράσινο χωράφι νιόσπαρτο.
Στους ήχους όλους ο ήχος σου νόημα

δίνει,όπως τα πόδια στον πέτρινο δρόμο,
που πριν από αιώνες φτιάχτηκε,και ως την κορφή
του λουλουδιασμένου λοφου οδηγεί.



















                         ΗΤΑΝ Η ΧΑΡΑ ΜΟΥ

  Ήταν η χαρά μου
κι ήταν η ελπίδα.
Όταν με θωρούσε
μ’ έφεγγε μι’ αχτίδα.

Σα με συναντούσε
κι έλεε καλησπέρα,
χάνονταν το σκότος
κι έλαμπεν η μέρα.

Κι είτε με φορμίτσα
ή έβαζε φουστάνι,
λες για με ντυνοταν-
για να με τρελάνει.

Και τα σταυρωτά της
πάντοτε χεράκια
τη ζωή μου ήταν
που’τρωγαν γεράκια.

Σα μου εμιλούσε
άγγελοι με ζώναν΄
κι όταν μου γελούσε
μου ΄λυναν τα γόνα.

Στην καρδιά μου μέσα
ήτανε κλεισμένη-
κείνη τη χτυπούσε
ζωντανή να μένει.

Μου ΄λεε καλημέρα,
ζούσα για ένα μήνα.
Δε με χαιρετούσε,
μ’ έστελνε στο μνήμα.

Σαν απ’ του σπιτιού της
πέρναγα την πόρτα
τι να πρωταγγίξω
δε νογούσα πρώτα-

το χαλκωματένιο
πόμολο που λάμπει;
τ’ άπονο το ξύλο
με τα λάγνα θάμπη;

Κι ο κυρ-Παναγιώτης
να μου λέει γι αυτήνε
πως γυναίκα τάχα
καθώς όλες είναι.

Μα για μένα αθέρας
ήτανε και μέλι
κι ό,τι με τρυπούσε,
του έρωτά της βέλη.

Κι έτσι επερνούσε
η άχαρη ζωή μου
τη χαρά να παίρνει
και την εμπνοή μου

και να μη τα στέλλει
διόλου πάλι πίσω
μήπως και μπορέσω
λίγο για να ζήσω.



Και δεν εγνιαζόταν
για τα μένα διόλου.
Μα κι εγώ δε γρίκα΄α
το θεριό του δόλου

που ΄κρυβεν εντός της,
και γι αυτό θαρρούσα
πως να υπολογίζω
εις αυτήν μπορούσα:

να θαρρώ πως ίσως
είχε αυτή για μένα
μία στάλα αγάπης
κάπου φυλαγμένα.

Όμως μιαν ημέρα-
να μην είχε φέξει-
είδα πως με μένα
ήθελε να παίξει.

Ότι μου μιλάει
πόθο να μ’ ανάβει
και με ιμέρου αξίνα
μέσα μου να σκάβει,

για να με λιγώνει
και να διασκεδάζει,
άπνοον να στέκω
σα θα με κοιτάζει.

Τι της είχα κάνει
έτσι να με παίζει
ποντικόν σα γάτα
γύρω από τραπέζι;

Ποιος μπορεί να ξέρει;
Μόνο εκείνη η ίδια
που ΄χε την αγάπη
γι άστοχα παιχνίδια.

Και γι αυτό θα φύγω
από του’ την πόλη
που απ΄αυτήν στα μαύρα
βαριοεντύθη όλη.

Λυτρωμό θα έβρω
ίσως μακριά της-
μακριά ’π’ την κρύα
και πικρή καρδιά της.

Φεύγω να μη βλέπω
με τα μάτια στείρα
όσα μου ‘χει γράψει
να τραβήξω η μοίρα.

Γεια σου ρόδο κι άνθος
κι ευτυχία ξένη!
Γεια σου από μένα
τόσο αγαπημένη!

Γεια σου. Κι οι ευχές μου
θα σε συνοδεύουν
όσο οι αρές σου
εμένα θα παιδεύουν.





Μαργαρίτα


Κορίτσι με τα Θάματα-
Κορίτσι με τα Μάγια,
Θωριά ποιος τέτοια σου ’δωσε
Αβρή κι Αγνή και Άγια;

Κορίτσι ωραίο σαν Φιλί
της πιο Γλυκιάς της Ώρας
ποιοι Λογισμοί σε πλάσανε
Κρυφοί-ποιας Θείας Γνώρας;

Κορίτσι των Ελπίδων μας
Κορίτσι του Χαμού μας
με Τέχνη ποια και Δύναμη
τ’ Άτια οδηγείς του Νου μας;

Κορίτσι που η Θέα σου
τη Γοητεία μάς δείχνει,
Κορίτσι που ένα βλέμμα σου
μες στην Ντροπή μας ρίχνει,

Κορίτσι από Μαλάματα
Κορίτσι από Λουλούδια
Κορίτσι από Αύρες Δροσερές
και που τρεμίζουν Χνούδια,

Κορίτσι, Γεναριάτικο
Φεγγάρι Ματωμένο,
Κορίτσι που για σε Δικό
για μας οτ’ είναι Ξένο,

Μαργαριτάκι, Ευωδιά
και Στόλισμα της Πλάσης,
που Μύρα Αχάλαστα σκορπάς
όπου ήθελε περάσεις,

Κορίτσι Ναμα Ζείδωρο
της Ιμερόρροης Κρήνης,
την Υποψία του μοναχά
να μας δονεί που αφήνεις,

Κορίτσι που αν ερχόσουνα
μια Νύχτα στα Όνειρά μας
όλα του πόθου τα φτερά
θα κρούαν στη χαρά μας,






Κορίτσι ΟΧΙ αυτής της Γης
ΝΑΙ των Συμπάντων Όλων,
Κορίτσι Φως Ανέσπερο,
Κορίτσι Θήλυ Απόλλων,

Κορίτσι: δείξου μας Πικρό.
Λίγην Ασχήμια ντύσου.
Απ’ τ’ Άμφια σου τα Ποθεινά
λιγάκι ξεστολίσου

Την Ομορφιά που πάνω σου
ο Χρόνος αποθέτει,
μέριασ  ’την. Λίγο κρύψ’ τηνε.
Μετρίαστη. Θάμπωσέ τη.

Το Λάθος που ο Πλάστης σου
έκανε, να σε στείλει
Λεύκα εσέ Αργυρόφεγγη
Μες στ’ Άφωτο Τριφύλλι,

διόρθωστο εσύ. Σε βλέπουμε
κι ευθύς κοιτάμε Χάμου:
Δάσους Τρανού εσύ Σπορά ,
Γόνοι Μικρού εμείς Γάμου.

Στο ύψος της Σαγήνης σου
άμποροι να υψωθούμε-
λίγο αν εσύ δεν κατεβείς
σβήνουμε-θα χαθούμε.

Κι αν να λιγέψεις δεν μπορείς
την τόση σου τη Χάρη,
μα μην αφήσεις ούτε εμάς
τη Λύπη να μας πάρει.

Και ω! Γλυκό Κορίτσι εσύ,
ή δος μας άλλα Μάτια
ή στρέψε αλλού του Θαμασμού
τ’ Ανήμερά μας τ’ Άτια,

Ωραία να μη σε βλέπουνε
κι Έρωτα να μεθούνε΄
και κάνε να θαμάζουνε
Θωριές που δεν πονούνε.






Ω! Δώσε ν’ αποσβήσουμε
από τη Θύμησή μας
ό,τι πολύ μας πλήγωσε-
και κάμε τη Ζωή μας

στα Γήινά της ν’ απλωθεί
και κει να λησμονήσει
το που εσύ της μοίρανες,
Κορίτσι Ωραίο, Μεθύσι.

Και πάλι, για όσους ξεκινούν
το Αγύριστο Ταξίδι,
πες ό,τι Μέλι Γλυκερό
το Αψό θα κάνει Ξύδι:

Ότι εκεί που Ανέραστους
ο Χάρος θα τους στείλει,
η Πύλη για τα Τάρταρα
θα ’ναι τα δυο σου Χείλη΄

Ο Αχέροντας το Ρέον Φως
που πάνω σου ξεχύνει
των Ουρανών η Ξεγνοιασιά-
της Νύχτας η Γαλήνη΄

κι η Αιωνιότητα το Αβρό
το Γέλιο που μας δίνεις
σαν όταν σε κοιτάζουμε
το νιώθεις πως μας σβήνεις.


Και μην κακίζεις τον Ποιητή
για ό,τι εδώ σου λέει.
Διόλου ο Δόλιος για ολ’ αυτά
που σου ‘γραψε δε φταίει.

Καθρέφτης είναι ο Ποιητής.
Για λίγο εντός του είδες
κι αυτός αντικαθρέφτισε
τις όποιες σου Αχτίδες.

        Βιβάρι,7-7-07






ΠΑΡΘΕΝΩΝΑΣ
τόβαλα
Η ώρα τρεις. Η νύχτα
με το φεγγάρι σκουλαρίκι στο δεξί αυτί της
τα μαλλιαρά της χέρια απλώνει γύρω από τη γη.
Της Αθήνας βράζει το τσιμέντο. Ο Παρθενώνας
με πεταμένα τα παράσημά του κάτω
κοιμάται κι ονειρεύεται μπαρούτι.

Δυο σκύλοι ανηφορίζουν κουβεντιάζοντας.
-Είχες καλή τύχη σήμερα; ρωτάει ο ένας
που σχεδόν γέρος είναι.
-Βούτηξα ένα κομμάτι κρέας απ’ το χασάπικο.
-Καλή δουλειά. Μα να προσέχεις.
Οι άνθρωποι δε θέλουν να τους παίρνουν.
Εγώ κάτι αποφάγια βρήκα.
Η ζωή όσο πάει δυσκολεύει.

Επήγαν ίσα και κατούρησαν
στου Παρθενώνα τις κολώνες.
Εκείνος ξύπνησε από τις κουβέντες τους
κι από την αίσθηση ζεστού στα πόδια του.
-Τι ώρα είναι φίλοι; τους ρωτά.
- Τρεις περασμένες, ο μικρός του απαντάει.
-Μας συγχωρείς που σε ξυπνήσαμε,
o γέρικος ο σκύλος όλο ευγένεια λέει
μα είσαι ό,τι πρέπει για κατούρημα.
Έτσι και μεις παίρνουμε μέρος
στην αιωνιότητα, και στην τελειότητα
χτίσματος δυόμισυ χιλιάδων χρόνων.
-Καλέ μου φίλε συ,
τέλειο κι αιώνιο κάτι αν ζητάς
τράβα καλλίτερα λίγο πιο πέρα
στη χλόη και στ’ αγριολούλουδα
o Παρθενώνας πατρικά λέει αυτός
και σκεφτικός ρωτάει:
-Μα φίλοι, πέστε μου, σαν κάτι ν’ άκουσα
μέσα στον ύπνο μου.
Κάνανε πάλι κάτι απόψε τα παιδιά;
-Ναι, τα συνηθισμένα τους: σε τράπεζες γκαζάκια,
περιφρονητικά λέει ο μικρότερος.
Να ’μουν εγώ στη θέση τους
δε θα ’μενε πέτρα στην πέτρα πάνω.
 -Ελπίδες έχω λέτε, συνεχίζει ο Παρθενώνας,
να ’ρθουν και κατά ’δω να με γκρεμίσουν;
-Με τα γκαζάκια τους;
Τίποτα γρατζουνιές μονάχα θα σου κάνουν.
-Φίλοι, εσείς που εδώ κι εκεί γυρίζετε,
στα δόντια σας κρατώντας τα,  
μασούρια δυναμίτη δεν μου φέρνετε παρακαλώ,
τέλος να δώσω στη ντροπή μου ετούτη;
-Και ποιος θ’ ανάψει το φυτίλι;
Εμείς δεν το μπορούμε.
Και ούτε συ έχεις χέρια.
-Ίσως ο Ουρανός με λυπηθεί
και ρίξει έναν κεραυνό κι ανάψουν.
Με κείνους τους θεούς καλά τα έχω.

Λυπημένοι οι δύο σκύλοι
που μπορεί το ουρητήριό τους να ’χαναν
μα τίποτα μη λέγοντας γι αυτό
ρωτάει όλο περιέργεια ο μικρός ο σκύλος.
-Πες μου, σοφέ μου Παρθενώνα,
και μια απορία λύσε μου
γιατί αστεία γκαζάκια ρίχνουν μόνο τα παιδιά;
Δεν έχουνε ψυχή όλο το κράτος να γκρεμίσουνε;
Τα χέρια τους τα δυνατά που πέτρα στύβουν
του κράτους δεν μπορούνε το λαιμό να στρίψουνε;

Κι ο Παρθενώνας
-Την τέτοια τη δειλιά τους να μη βλέπω
Γι αυτό να πάψω να υπάρχω θέλω,  
πίκρα όλος και ντροπή γεμάτος είπε αυτός.




ΑΓΝΗ ΦΡΑΓΚΑ

Δέκα ετών κι ο σύζυγός της εβδομήντα.
Μεγαλύτερη, βέβαια, ηδονή, δεν υπάρχει.
Και γίνεται πασίδηλο αυτό, επειδή,
όποιος τ' ακούσει
πονηρά χαμογελά.

Ως για τον ίδιο τον Έρωτα, τι άλλο
παρά αυτό, η επιδίωξή του ήταν πάντα:
η έκπληξη;
Τώρα επέτυχε ό,τι ζητούσε τόσο που,
στην κλίνη δεν ξαπλώνει
των εραστών-τα χέρια και τα χείλη τους
να οδηγεί-
αλλά παράμερα, άπρακτος
(αλλά πολύ έμπρακτος αλήθεια) καθισμένος,
βλέπει τα μάτια τα μεγαλωμένα της Αγνής
μπρος σ'  ό,τι γίνεται,
που καθόλου
προετοιμασμένη
ν' αντιμετωπίσει
δεν ήταν.

Γιώργης Χολιαστός













ΑΓΙΑ ΘΗΡΕΣΙΑ
(στο άγαλμα του κήπου Νοσοκομείου-Λος Άντζελες)

Σαν ύπερος σε στήμονες ανάμεσα
η κεφαλή της Αγίας προβάλλει.
Τα χέρια παράλυτα κρέμονται κάτω.

Η Αγία σε Έκσταση. Ο Έρωτας
και άλλην αν ήθελε να δώσει έκφραση
σε πρόσωπο,
δεν θα μπορούσε,
άλλην από αυτήν  
που της Αγίας ολοκληρωτικά το πρόσωπο κατέχει.

Και που είναι η Αγία μαρμάρινη
καλλίτερα έτσι η Μεγάλη Άφεση δείχνει:
Μαρμάρινο και Αιώνιο
μέσα από το μισάνοιχτο στόμα Της
και τα δυο περνούνε
και την ύλη της καταργούν.

Άυλη: έτσι να μένει.








ΕΝΤΟΜΟ

Να ‘μουν ένα έντομο
απ’ αυτά που ζούνε
για να ζευγαρώσουνε
λίγο πριν χαθούνε.
Να ‘ταν όλη μου η ζωή
μια ετοιμασία
για την με τ’ αντίθετο
φύλο συνουσια.
Κι όταν ένοιωθα έτοιμο
κι έτοιμη κι εκείνη
στη γλυκειά του Έρωτα
να ‘γερνα την κλίνη
και στην άφατη ηδονή
του έρωτα επάνω
η πνοή μου να κοπεί-
κι έτσι να πεθάνω.
Γιώργης Χολιαστός







Ο ΑΓΓΕΛΟΣ

Πέρασαν χρόνια χρόνια κι αλλα χρόνια.
Ο άγγελος ήρθε
Με τα τεράστια κρυστάλλινα φτερά του
Όπως περνάει την άλλη μέρα ο γιατρός να δει τοn άρρωστο•
Κι αλαφροπέταγε κατ’ απ’ τα σύννεφα•
Πρώτος τον άγγελο τον είδε ο γεωργός.
Κι έτρεξε και το μήνυσε στην πόλη.
Βγήκανε όλοι από τα σπίτια τους και ξεχυθήκανε στους δρόμους•
Η αστυνομία τα ’χε χαμένα.
Η τάξη είχε διασαλευτεί.
Και "Ήρθε• δε μάς ξέχασε", ακουγες•
Η: "Δεν τον περίμενα έτσι. Πολύ απόμακρος".
Οταν κι o τελευταίος πολίτης βγήκε έξω ο άγγελος εστάθηκε.
Και φαίνονταν το στόμα του το διάφανο που ανοιγόκλεινε καθώς μιλούσε.
Και είπε:
«Και μεις ακόμα νιώθουμε χαρά
όταν το δημιούργημά μας προοδεύει"•
Και ακουγόταν η φωνή του αντηχώντας στον ουράνιο θόλο.
«Χτες ακόμα σας εγέννησε ο νους μου
πάνω στην πέτρα που επέταξα φηλά, παίζοντας, στην αυλή μου.
Και σκέφτηκα και γίναν ζώα και φυτά.
Ψάρια και σαύρες-πρόβατα κι ελέφαντες.
Και βρύα και πεύκα και μηλιές και κρίνα.
Και επειδή νου ο νους δε γίνεται να πλάσει
και επειδή έπρεπε να τρώτε
είπα να τρώνε τα φυτά το χώμα και τα ζώα τα φυτά•
Και σαν ανάμνηοη και σα σφραγίδα
της πράξης και της εξουσίας μου
έβαλα, μοναχά σε σας απόλα μυαλό,
έτσι που ό,τι αυτό γεννά λιγάκι να θυμίζει,
εμένα που σας έφτιαξα•
Κι αν κάπου η ουσία αας η γήινη
βοήθεια θέλει, να ’χετε το νου βοηθό σας,
να μην τρέχετε να βρείτε αλλού ό,τι σας λείπει•
Και επειόή μη όντας νους ήσαστε στο σκοτάδι
Τον ήλιο έφτιαξα να σας φωτά•
Και για να υποψιαζόσαστε το μεγαλείο
έβαλα πανω σας τ’ αστέρια,
στη φούχτα μου πιάνοντας και πετώντας λίγην άμμο
με του πάθους μου το φλογινο το χέρι•
Σε μας τους άγγελους κάποιες φορές αρέσει το παιχνίδι"
Και γέλασε.
Κι εν αντιβούισμα γλυκόηχο τ’ αυτιά έτερπε των ανθρώπων
"Και χαίρομαι να βλέπω ότι παίζετε κι εσείς
παιδιά και σεις δικά μου ευτυχισμένα•
Σπιτάκια χτίζετε
τραινάκια φτιάχνετε
αεροπλανάκια
ζώα μεγαλώνετε ώστε να μην κοπιάζετε κυνηγώντας.
Βλέπω καλά χρησιμοποιήσατε το νου σας-
Μικροί άγγελοι κι εσείς ευτυχισμένοι».
Και τα κρυστάλλινα τρεμίσανε φτερά, καθώς τοιμάζονταν και πάλι να πετάξουν.
"Παίξτε λοιπόν παιχνίδια μου αγαπητά.
Ζήστε τη λίγη σας ζωή•
Γελάστε.
0 ήλιος άσβηστος πάντοτε θα ’ναι.
Κι έχει στροφές η πέτρα μου πολλές να πάρει ακόμα
Στροφές τόσες, που φορές πολλές
θα ξαναγίνουν τα ίδια και τα ίδια παλι,
που τόσο βαρετά θα σας φανούν στο τέλος
που θα πείτε:
"Ω! Νου Δημιουργέ μας-Αγγελέ μας. Πάρε τη σκέψη σου από μας.
Να σβύσουμε…να πάμε…να χαθούμε…"
Παίξτε Χαρείτε•
Και τη μορφή μου όταν σμικρύνοντας ξανάρθω-Αύριο, Μεθαύριο, σαν θελήσω,
εύχομαι ίδια ευτυχισμένα να σας δω".
Και τα φτερά ανασκώθηκαν•
Μυριόστομη ακούστη τότε η κραυγή απ’ το συγκεντρωμένο πλήθος:
«Μη φεύγεις. Όχι. Στάσου. Σε χρειαζόμαστε•"
Στάθηκε•
"Με χρειαζόσαστε; Τί θέλετ’ από μένα; Κάτι δεν σας έδωσα;"
"Λυπήσου μας-πεινάμε".
"Πεινάτε; Αφθον’ η τροφή• Ποιά ζώα
είναι που σας στερούνε την τροφή σας;»
"Δεν είναι άλλα ζώα μ’ άλλοι άνθρωποιπ•
"Ανθρωποι παίρνουν την τροφή τ’ ανθρώπου; Ποιοι; ‘ξηγήστε μου.»
"Οι πλούσιοι"•
"Τ’ είναι πλούσιοι;"
"Εκείνοι που ‘χουνε το χρήμα".
"Και τ’ είναι χρήμα;"
«Μέσο ανταλλαγής στην αγορά των προϊόντων και στο πούλημά τους"•
"Γιατί θα πρέπει ν’ αγοράζετε και να πουλάτε;
Δεν εμπορούσατε να τρώτε φρούτα;
Ζώα να σκοτώνετε;
Η' απ’ τη γη να μασουλάτε ρίζες;"
"Μας είπαν πως το εμπόριο είναι πρόοόος•
Μας το ’παν όσοι να πουλήσουν είχαν.
Αυτοί που φτιάξανε το χρήμα.
Oι πλούσιοι,
Αυτοί είναι που μας κλέβουν το φαΐ μας και πεινάμε»
"Χέρια σας έδωσα• Σκοτώστε τους πλούσιους".
"Εχουν τα όπλα. Είναι oι δυνατοί. Θ’αντισταθούνε.»
"Σκοτώστε τους πλούσιους. Το αίμα τους χύστε".
«Εχουν λακέδες. Μπράβους πουλημένους. θα μας πολεμήσουν.”
"Χύστε το αίμα-το αίμα των πλούσιων!»
"θα πέσουνε πολλά κορμιά. Θ’ αποόεκατιστούμε"
«Το αίμα χύστε-το αίμα των πλούσιων!»
"θρήνους και γόους θα γεμίσει η γη.»
«Αφανίστε τους! Μη μείνει ουτ’ ένας! Ουτ’ ένας! Ουτ’ ένας! Αίμα! Αίμα! Αίμα! και πάλι αίμα!"•
«Μας λένε πως αυτό είναι ισότητα"• !
«Αίμα! Αίμα! Αίμα!»
«Μας λένε πως αυτό ειν' ελευθερία"
"Αίμα! Αίμα! Αίμα!"
"Μας λένε πως αυτό είναι Δικιοσύνη»
"Αίμα! Αίμα! Αίμα!"
Ακούγοντας αυτά oι πλούσιοι
διάταξαν τους χωροφύλακες ν’ανοίξουν τα μεγάφωνα ως το τέρμα
τα λόγια να σκεπάσουν του άγγελου.
Και λέγανε: "Κλείστε τ’ αυτιά σας. Δεν ειν’ ο άγγελος. Διαλυθείτε"
Μα τότε η φωνή του άγγελου τρομερή εγίνη,
που οι φτωχοί εχαίρονταν ν’ ακούνε
Και κατατρόμαζε τους μισητούς.
Και φύγαν ολοι εκείνοι και κρυφτήκανε (πού να κρυφτούν από τον άγγελο…)
Και χώθηκαν στα σπίτια τους
σαν κιόλας να ‘βλεπαν το αίμα τους-άλλη του άγγελου φωνή-να τους πνίγει.
"Χέρια σάς έδωσα- Αίμα! Σκοτώστε τους πλούσιους! Αφανίστε τους από τη γη! Εγώ σάς έπλασα για να ευτυχείτε!"•
"Αγγελε, μας λες να βάψουμε τα χέρια μας στο αίμα;"
"Σας λέω τον μόνο δρόμο για την ευτυχία σας. Σάς ζητώ, παιδιά μου εσείς, παιδιά μου να σκοτώστε-και ρωτάτε ακόμα;
Βλέπω μαχαίρια έχετε που κόβετε φωμί.
Αδράξτε τα και κόψτε το λαιμό κείνων που σάς το παίρνουν.
Τη σωτηρία σας φέρνω: Λεπίδι στων πλούσιων τους λαιμούς!
Βαμμένα είναι τα χέρια σας με το δικό σας αίμα. Ξεπλύντε τα στων μιαρών πλούσιων το αίμα•
Τους είδατε πώς κρύφτηκαν•
Εσάς φοβήθηκαν.
Όχι εμένα.
Εμπρός: ουτ’ ένας να μη μείνει!
θέλω στα χέρια σας να δω μαχαίρια!"
Και γέμισαν τα χέρια τους μαχαίρια
κι η ματιά τους θάνατο.
Κι ένας κουτός φτωχός, σήκωσε τη φωνή του:
"To ψέμα και το άδικο να βλέπω δεν μπορώ. Άγγελε, σε κοροΐδεύουν όλοι αυτοί• Ψωμί όλοι έχουμε να φάμε• Μάς λείπει μόνον η χαρά"•
Κι ακούστηκε για τελευταία φορά η φωνή του άγγελου:
«Το πρώτο το λαρύγγι που θα κόφτε
Του άμυαλου αυτού θέλω να είναι».
Κι ως να το πει, εκόπη το λαρύγγι•
Κατόπι ολ’ οι φτωχοί κινήσαν για των πλούσιων τα σπίτια•
Ψηλά
0 άγγελος φτερούγισε και χάθηκε αμέσως.
Κανείς δεν το κατάλαβε γιατί ο νους τους όλος
ήταν,
του άγγελου το θέλω ακολουθώντας
στα σπίτια να ‘μπουν των πλουσίων.
Και βάδιζαν με βήμα σταθερό
Οπλισμένοι
Και για όλα έτοιμοι.






ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ

Κοίτα να δεις τι έγινε!

Το ταψί με τους λουκουμάδες και το πετιμέζι στηριζόταν
καθώς στεκότανε γερτό
από τη μια επάνω στο κουτί των χαρτομάντηλων
κι από την άλλη του πάνω στον καρυοθραύστη.  
Ο καρυοθραύστης είχε ισορροπήσει
με τη μια του άκρη στο κουτί από το λαμπτήρα
και με την άλλη στα τσαλακωμένα «Βυθισμένα Πλοία»
που κι αυτά έκρυβαν αποκάτου τους το κουτί με τις οδοντογλυφίδες
και το μισό το μήλο από χτες βράδυ.
Και κάτω ή τριγύρω απ’ αυτά οι μαστίχες
τα αποκόμματα της ΔΕΗ και του ΟΤΕ
η οδοντόβουρτσα
το αδειανό ευτυχώς μπρίκι
κι οι σπόροι του βασιλικού μέσα στο φακελλάκι τους.

Άπλωσα το χέρι
παραμερισα το μαχαιροπήρουνο
το μπεταντίν
τον σουγιά
το κουτί με τα φάρμακα και το ρολόι
Και άπλωσα το χέρι να πιάσω τον καρυοθραύστη  
για να σπάσω το από χοντρό αλάτι κάλυμμα των φιστικιών.

Ε λοιπόν, μόλις που τον είχα αγγίσει
το ταψί γέρνει απότομα
και όλο του το πετιμέζι χύνεται στο τραπέζι
λερώνοντας τα πάντα επάνω του: τα μολύβια, το κινητό,  
τα δημητριακά, το καθρεφτάκι, τις αποδείξεις,  
το μεγάλο κατσαβίδι, τις χαρτοπετσέτες,
τον Βιργίλιο, το πιαστράκι της Άντζελας, το ραδιόφωνο,
το πιεσόμετρο, τα σιντίς, το ημερολόγιο… όλα όλα.
Ευτυχώς ο κομπιούτερ γλίτωσε-ήταν μακριά.
Είδες!; Και όλ’ αυτά
για να φάω πεντέξη φιστίκι…






Ο  ΑΝΤΙΛΑΛΟΣ
Στην Καθυ,
την κόρη της φίλης Βάσως
με αγάπη.

Νάξερα πούναι  οι ψυχές
Να παω να τις ρωτήσω
Και  να τους πω:   "Γιατί  ψυχές
Μπαίνετε  μες  στο  σώμα;

Ποιο χέρι  στην αιώνια σας
την ύπαρξη απλώνει
Και  στο  θνητό  έτσι κορμί
Σας φυλακάει  τ' ανθρώπου;

Κι  εσείς γιατί  την πρώτη  σας
Ουσία δεν ξεχνάτε
Κι  αμίλητες κι ακίνητες
Δε  στέκετε   εκεί  μέσα

Μόνο τα βελουδόπλαστα
Φτεράκια  αργοχτυπάτε-
Και κάθε χτύπος  ευλογιά,
Μάλαγμα και  'φροσύνη-

Μόνο το διαμαντένιο σας
Το φως  γυροσκορπάτε-
Και  κάθε αχτίδα του χαρά
Και  λάμψη κι  ομορφάδα;"

Υστερα να κατέβαινα
Ηθελα από τα ύψη
Των καθαρών  τους των κορφών
Και   μέσα να βυθίσω

Στου νου τις πετροκάμωτες
Και  σκοτεινές χαράδρες,
Και με φωνή που ο άδικος
Ο πόνος την υψώνει

Να του φωνάξω:   "Πες μυαλό
 Και  συ με τη σειρά σου
Ποιος  μες  στο άδειο το καυκί
Σ' έβαλε  του ανθρώπου

Να τρως απ' τη 'φροσύνη  του,
Να πίνεις  τη χαρά του,
Κάθε  του γλυκοθάμπωμα
Να πικροχρωματίζεις

Κι  ότι η ψυχή γεννά καλό
Και  απαλό κι ωραίο
Με  τα γαμψά να το ξεσκείς
Και  μυτερά σου  νύχια-

Ποιος  στο  σερνάμενο έδωσε
Το φίδι, εξουσία
Να 'χει  στον λεύτερο  αητό
Πάνου, τον  υψικράτη; "

Κι  ανήμπορος τα δύο τους
Ν' ακούσω τι  μου λένε,
Απανω απ' τ' αγεφύρωτα
Κρεμάμενος  τα χάη,

Και  πριν  να πέσω να χαθώ
Και  πριν ξαναγυρίσω
Απ' το Μηδέν που βρίσκομαι
Στο Τίποτ'  από  'π' ούρθα

Φριχτή  να βάλω μια φωνή
Κι  οι Κόσμοι να τρεμίσουν-
Στριγγιά φωνή που ν'   ακουστεί
Στα μάκρη  των Συμπάντων:

"Ποιος  σαδιστής  δημιουργός
Επλασε  τετοια  αμάχη
Και  μέσα την εφύτεψε
Στ' ανθρώπινα τα στήθια;

Ποιου πλαστουργού πανάθλιου
Η διεστραμμένη σμίλη
Εχει  ένα τέτιο σύμπλεγμα
Ανίερο  σμιλέψει

Και  το ζωντάνεψε και μες
Στ'  ανθρώπινα τ'  αλώνια
Το 'ζεψε, κι  ασταμάτητα
Γυρίζοντας εκείνο

Ποδοπατεί  αλύπητα
Την ευτυχία τ'  Ανθρώπου
Χωρίς αυτή όχι καρπό,
Μα ουτ'  ανθό να δώσει;

Ποιος;  Ας φανερωθεί λοιπόν
Ωστε προτού να σβήσω
Πάνω στο σιχαμένο του
Το πρόσωπο να φτύσω".

Μα ούτε  τώρα απόκριση
θα έπαιρνα καμία.
Μόνο  θ' ακούγονταν βραχνός
Μέσα στην ερημία

Ο  αντίλαλος απ' τις τρανές  
Φωνές  μου,  που  θαρχόταν
Από  μακριά κι  από βαθιά
Κάπου, σαν  όπως φτάνει

Στ'  αυτιά μας  το  υπόκωφο
Βόγγημα της γυναίκας,
Οταν  εκείνη  δίπλα μας,      
κάτω μας, σπαρταράει.







ΝΟΣΤΟΣ
(από την Αμερική)

Η θάλασσα είναι αδιάβατη.
    
Νόστε φίδι φαρμακερέ
Νόστε τυραννική ερωμένη
Νόστε φράχτη αγκαθερέ
Φως αβάσταχτο στ’ ανθρώπινα μάτια.
Νόστε πικρέ
Νόστε διατρυπώντα
Νόστε απανθράκώνοντα.

Η θάλασσα είναι αδιάβατη.

Τρίαινες νεκροστόλιστες τα βλέφαρά της.
Τα σπασμένα δόντια της τρύπες του νερού.
Τα μαλλιά της συνωμοτούντα φίδια.
Οι μηροί της Συμπληγάδες στο Αγύριστο Φαράγγι.
Σπυριά πάνω στο μαλακό δέρμα της τα νησιά.  

Και δεν μπορείς να πάρεις το αυτοκίνητο    
Να πεταχτείς μέχρι τον… ή την..    
Την ανθρωπιά σου να υποθηκέψεις στου Γιάννη...    
Ή να πας να παίξεις τη ζωή σου κορώνα γράμματα στου Σπύρου...

Οι κουβέντες "θα ’ρθω το βράδυ",
"Πάρε με τηλέφωνο",
"θα σε δω αύριο πρωί"
Δεν έχουνε κανένα νόημα.
Αναρωτιέσαι: πού τις βρήκα αυτές τις λέξεις;
τί σημαίνουν;

Φυτρώνει άραγε βασιλικός εδώ;
Όχι, δεν μπορεί.

Πανικός.
Το δωμάτιο είναι στενό.
Δε σε χωράει.
Να φύγεις από κει.
Να βγεις έξω.
Να τρέξεις ώσπου… (να και το τρέξιμο)..
Ώσπου τι;

Θάλασσα μεγάλη
Δεν είναι τα καράβια που χάνονται στα βύθη σου
Δεν είναι οι άνθρωποι που συνθλίβονται στις πλάκες των νερών σου,
Η αδιάβατη μεγαλοσύνη σου είναι που σκοτώνει.
Κυκλώνεις τη γη σαν δαχτυλίδι φαρμακερό.
Στου σφραγιδόλιθού σου την κρύπτη
Το φαρμάκι της ξενιτειάς φωλιάζει.

Πάνω σου πλέουν κομμάτια γης
Γι άλλους θεούς καθένα αγαπητά.
Και κάθε θεός το ιερό του
Και κάθε ιερό τους πιστούς του.

Λέγαμε λοιπόν πως η θάλασσα είναι αδιάβατη







ΤΟ ΚΟΥΝΟΎΠΙ

Ένα κουνούπι να! μπροστά του.
Τις δυο παλάμες του παράλληλες απλώνει
και φλάπ! έσβησε-πάει το κουνουπάκι.

Τι θορυβώδης θάνατος! Ενώ ο δικός τους
τόσο αθόρυβα έρχεται
και τόσο εργάζεται διακριτικά
που αυτών που ζουν μονάχοι τους,  
ως να μυρίσουν,  
κανείς το θάνατό τους δεν μαθαίνει.






Ο ΥΠΝΟΣ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ     

Ωραίος που ειν’ ο ύπνος την ημέρα!     
Και τα όνειρά του τι γλυκά!
Εφιάλτες όχι.
Σκοτεινά όχι κενά.  
Κι όταν μισόυπνος τα μάτια μισανοίγεις
λιόλουστα όλα και φωτεινά.

Και σαν άρρωστος να ήσουν  
Κάποιος που για σένα ανησυχεί
έρχεται όπου να ’ναι
αν ήρεμα αναπνέεις για να δει.

Ωραίος που ειν’ ο ύπνος την ημέρα!     

(Και ποιος μας λέει ότι ο θάνατος
δεν είναι ένας αιώνιος τέτοιος ύπνος;)







ΣΑΝ ΝΑ ΗΤΑΝ

Σαν να ήταν τη στερνή Κοινωνία να πάρω
σαν να ήταν το αίμα του Αεί να πιω  
και σαν πέρα από το Χρόνο να ’ταν
με του Νου τη βάρκα ν' ανοιχτώ
κι ως να μη του κόσμου αυτού
όλες οι συγνώμες
μου ήσαν αρεστές,
σαν αισχρές, σαν ένοχες πέρα τις σκορπώ
κι από σκιές ανάστατες κι άστατες
και πελαγοδρόμες,
για όσες αμαρτίες μου
έχω καμωμένα,
τη Συγνώμη τη Μεγάλη-
τη Μεγάλη Άφεση ζητώ.

Αλλά, Αμαρτιών Βουερό Κοπάδι,
τη Συχώρια ποιο,
τόσο Μεγαλόψυχο
θα βρεθεί ένα Πνέμα
που σε σας θα δώσει,
ω! Φαντασίες






ΟΙ ΑΣΤΕΓΟΙ
Φορτωμένα τα πράγματα στο καροτσάκι τους
που με τα χέρια σπρώχνουν.
Αμίλητοι, ήρεμοι, σκεφτικοί, προχωρούν,
πίσω τους τον κόσμον όλο αφήνοντας.

Σε μαύρες σακούλες μέσα,
για προστασία από μάτια αδιάκριτα και υποκριτικά,
την περιουσία τους όλη κλείνουν.
Ρούχα
με όλη τους τη γύμνια ντυμένα,
σαν να 'χει μόνο η βρώμα μείνει απάνω τους, φορούν.

Παρακαλεστικό το μάτι τους ποτέ δεν βλέπει.

Και σαν πουλιά να ήτανε κυνηγημένα
σ' ένα μέρος δε στέκουν.
Και μάταια η ζωή,
σκυλιασμένη πίσω τους ακολουθεί,
ευκαιρία  ζητώντας
θύματα κι αυτούς υποτακτικά της να τους κάνει.     









ΣΚΡΟΥΤΖ
Κι αυτό το έργο-ο Σκρουτζ, που ξαφνικά
να δίνει σ' όλους άρχισε τους δούλους του-
τι εφιάλτης κάθε Χριστούγεννα μας είναι!

Για ώρες δυο την τάξη της κοινωνίας μας χαλάει
της τόσα χρόνια εξυμνημένης κι αξιοζήλευτης  
με τους πολλούς να ζουν φτωχά
ενώ οι πλούσιοι τ’ αγαθά όλα κατέχουν.  

Ας λείψει πλέον αυτό τα έκτρωμα
γιατί μπορεί
κάποιους ανόητους να παρασύρει,
και να 'χουμε-θεός φυλάξοι-
καμιά γελοία απόπειρα εγκαθίδρυσης
αιώνιων Χριστουγέννων.

Και τότε εκτός των άλλων,
ως και το έργο αυτό
την ομορφιά και την αξία του θα χάσει.






ΘΥΜΗΣΟΥ

ΦΥΓΗ ΠΡΩΤΗ

Πριν από πολλούς Καιρούς.
Κι από άλλους τόσους.
Αίσθηση και Σκέψη μαζί.
Σκέψη από πριν.
Από τότε.
Κλεισμένος.
Κρυφός.
Στον μικρό Χώρο.
Ήρθες πρώτα.
Σκοτάδι.  

Φως ούτε σαν Φαντασία.
Παλμοί στην αρχή.
Ανεπαίσθητοι.
Άνοιξε το Κλειστό Πέρασμα.   
Και πλημμύρισε Ερχομούς.
Κανένας τους δεν έφτασε.
Ήσουν… όχι!
Δεν ήσουν.
Ποτέ.
Πουθενά.  

Στα μελλοντικά Αυτιά σου μια Γεύση στρογγυλή.
Δεν ήταν Χώμα.  
Ούτε Σάρκα.
Ούτε Προαίσθημα.
Θυμήσου.  

Το Σκοτάδι εκεί.   
Tόσο φιλικό.  
Τόσο γεμάτο.
Και βγήκες.

ΦΥΓΗ ΔΕΥΤΕΡΗ

Το Μακρινό.  
Το Φυλαγμένο πάντα.  
Το πάντοτε κρυμμένο.   
Μια Αχτίδα του σε ακολουθεί…
Παιδί Διωγμένο.
Ήσουν μια Ελπ….
Μια… όχι… ούτε.
Όχι!
Κάτι μόνο που έμοιαζε με μια Ελπίδα.  
Που θα μπορούσε να είναι.
 

Γεννήθηκες;
Τι είναι αυτές οι Πέτρες;…
Πήρες μία.
Τίποτα γύρω να σκοτώσεις.
Όλα πεθαμένα.
Νεκροί αναρίθμητοι.
Μόνο να παλιώνεις τα Νεκρά μπορούσες.
Παλιώνοντας τον Εαυτό σου.
Θυμήσου.
Έζησες;

ΦΥΓΗ ΤΡΙΤΗ

Έβαλε το Δοχείο στη Φωτιά.
Έριξε το Νερό.
Μέσα στο Νερό Κομμάτι νεκρού Ελαφιού.
Πρόσθεσε στο Νερό λίγο Πράσινο.
Περιμένοντας.  

Σκάλισε μια Ζωγραφιά στον Σοβά πάνω.
Αδιάφορα την κοίταζε.
Άκουσε ένα Θόρυβο.
Κρύφτηκε.
Ύστερα εκεί… εκεί… στην Αυλή…  
Ένα Κάτι Τι έχει ξεχωρίσει.
Και όλο πλησιάζει.
Κλείνει τα Μάτια σφιχτά.
Κουνάει το Κεφάλι πέρα δώθε.
Το Ερχόμενο αφανίζεται μέσα στη Στάχτη.

Ανεβαίνει στο παλιωμένο Σπίτι.
Παράθυρο κανένα.
Φως πουθενά.
Κάποτε.  
Παλιά.   

Παιδιά βγαίναν από τα Σάβανά τους.
Χτυπιόνταν παίζοντας μέσα στο Σπίτι.
Παλιά.
Τότε κουρντισμένες Κούκλες γελούσαν.
Παλιά.
Τώρα σκεβρωμένες Υποθέσεις.
Τυλιγμένες σε Πάγου Φασκιώματα.
Τίποτα.  

ΦΥΓΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

Δάση ανύπαρκτα υψώνονταν πέρα.
Ποτάμια αόρατα κυλούσαν βουερά τα Νερά τους.
Καταλαβαίνοντας ότι Κάπου υπάρχει Κάτι.
Στη Βοή κάτι Φιλικό.
΄Ήχος έβγαινε πνιχτός.
Αυτή μήπως ηταν η Ελπ… όχι!
Όχι!
Ποτέ!
Κάτι μόνο που έμοιαζε.  
Μια Ελπίδα που θα μπορούσε να είναι.
Θυμήσου.
Έζησες;

Παλιά η Ζωγραφιά ενός Ήλιου φώτιζε το Ταβάνι.
Πεθαμένοι βουτούσαν τη Γλώσσα τους στη Φωτιά του.
Το Νεκροταφείο έκλεινε στις δέκα το Βράδυ.
Όχι Νεκροταφείο.
Οι Αγέννητοι μόνο θορυβούσαν.
Όχι Νεκροταφείο.
Όλα ένας Θάνατος.
Ο Ίσκιος του η Ζωή.

ΦΥΓΗ ΠΕΜΠΤΗ

Ένα Ούρλιασμα από το Πρώτο
Που δεν είχε μάθει να μιλάει.
Πάγος οι Τοίχοι.
Κόκκαλα παγωμένα μυτερά από τη σκεπή.
Στη Σπηλιά ένας σοβαρός Χιονάνθρωπος.
Χωρίς Μάτια.
Αιώνες πριν το Σπίτι είχε αρχίσει να κρυώνει.  

Κάπου στο Βάθος της Μνήμης
ένα Αγκάλιασμα Σάρκας.
Φευγαλέα Εικόνα χωρίς Αιτία και Αρχή.
Έφυγε κι αυτή η Αιωνιότητα.
Θυμήσου.
Έζησες;

Η Ωρα γέρνει ταράζοντας Οπτασίες.
Όλα μίκρυναν.
Η μέσα Διάρκεια των Πραγμάτων
αφανισμένη.

ΦΥΓΗ ΕΚΤΗ

Μια μαραμένη Ανθοδέσμη.  
Αλλάζοντας Χέρια άπειρες φορές.
Με Ευλογίες Πάντοτε.
Τα ξερά τα Φύλλα ήτανε Σκόνη.  
Η Νύχτα του Πένθους καταπίνει τον Ουρανό.
Η Γη σκύβει σαν να προσέχει κάτι.
Ένας υπόκωφος Θρήνος.
Με Δαγκωνιές μεγάλες καταβροχθίζει ό,τι συναντάει στο κυκλικό του Διάβα.

Ζωγραφίζοντας στο Χάος ένα Κρεβάτι.
Μια θρηνώδης Κραυγή το σβήνει.
Γύρω μόνον ο Θάνατος.
Ό,τι μέσα λεγόταν Αύριο
Τώρα ένα Κενό.

Και η Μνήμη.  
Ο πεθαμένος Δεσμοφύλακάς.
Θυμήσου-προσπάθησε να θυμηθείς-
Γεννήθηκες;
Έζησες;
Προτού η Λάμψη του Ματιού χαθεί θυμήσου!
Γεννήθηκες;
Έζησες;
Και τελευταίο-πέθανες;
Θυμήσου!..




Ελε(ει)νότατες

Ήθελα να 'ξερα γιατί όλοι οι ποιητές
γράφουν κι από 'να ποίημα για την Ελένη-
μια πόρνη εκεί...
κι αφήνουν ατραγούδητες τόσες Ελένες άλλες-
τι λέω Ελένες...Ελε(ει)νότερες...
Ελε(ει)νότατες μπορώ να πω...







Αρκεί να ξέρεις

Ντύσε όπως θέλεις την επιθυμία
Βάλτης φορέματα φτηνά ή επιτηδευμένα
βάλτης αρώματα λεπτά ή όπως των πορνών
(ντύοτηνε ακόμα μ' ένα φόρεμα "αγάπης"
αν τόσο είσαι διεφθαρμένος)
βάλτηνε να ξαπλώσει στη βρωμιά τη γουρουνίσια
ή στη χλιδή παράδωσέ την-
αυτά ποικίλλουνε κατά τις περιστάσεις
και τις δυνατότητες του καθενός
Αρκεί να έχεις πάντα στο μυαλό σου
πως η Επιθυμία είναι μια κι η ιδια πάντα
είτε τη ντύσεις έτσι είτε αλλιώς
εδώ είτε αν τη βάλεις είτε παραπέρα.
Αρκεί να ξέρεις ότι όλα αυτά είναι ψιμύθια φτιασιδώματα και τσιριμόνιες
κι ότι η Επιθυμία στέκει από κάτω τους
αλύγιστη ασυμβίβαστη και πάντα καθαρή-
λίγο αηδιασμένη μόνο από τα μασκαρέματα-
αρκεί να ξέρεις ότι κάτω απ' όλα αυτά στέκει ο πόθος
όπως μια τίγρις πεινασμένη στέκει κάτω από μια χούφτα χαρτοπόλεμο.
Αρκεί να ξέρεις...








ΠΟΙΗΣΗ

Μία σελίδα άγραφη.
Ο ηθμός του νου επάνωθέ της
διάτρητος φύλακας της παρθενίας της.

Από την προϊστορία του αίματος  
ως τρομαγμένα φαντάσματα της νύχτας
ή ως εφήμερα έντομα του χρόνου
ιδέες ξεπηδούν και ίπτανται στου δωματίου τον χώρο
σε πράγματα πάνω σκουντουφλώντας-παλαιά πορτραίτα,
σκελετούς λυρικών γερακιών, χάρτινα τριαντάφυλλα.

Απ’ όλες κάποια
τυχαίνει να περάσει τον ηθμό
κι αφήνει το ίχνος της στο άσπιλο λευκό.






Η ΜςΡΑ ΑΥΤΗ

Η μέρα αυτή με άγγιξε σαν ήχος μιας αιθέριας μουσικής.
 Ότι να δω ποθούσα
μόνο του μπροστά μου ήρθε και στάθηκε.
Με κύκλους που όλο και μεγάλωναν
τ’ αρχαία μυστήρια μου αποκαλύφτηκαν κόσμου.
Με φως οι αισθήσεις μου όλες πλημμυρίσανε
κι ανάμεσα στη Γνώση και στο νου  
μόνο ένας τοίχος λεπτός τόσο
που στο λογισμό μου συνευρίσκονταν
ο κεραυνός κι η σκέψη του θεού κι η νεροστάλα.

Σαν δέντρο μέσα μου εβλάστησεν η μέρα αυτή.
Κι ως η εσπέρα της λιποθυμούσε
Όπως το άνθος την ψυχή
Έτσι κι αυτή εμένα με τραβούσε.






ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Τα στόματα κουράστηκαν.
Τα μάτια μάταιες γέμισαν εικόνες.
Τα πόδια
σαν μέσα σε χιονοθύελλες να περπατούν
τα τελευταία βήματα βαριά σέρνουν.

Είναι η ώρα των ψυχών.

Μέχρι τώρα εκείνες σώπαιναν
μέσα στους κρινένιους κήπους τους.
Τώρα δοκιμάζουν τα φτερά τους
όπως πουλιά φυλακισμένα.  
Για να θυμηθούν.  

Τα σώματα νιώθουν το σάλαγό τους
ακούγοντας το τραγούδι της δροσοπηγής
ή ένα μεθυσμένο από φως πρωινό θυμώντας.

Κι όταν αυτές πετάξουν
εκείνα μένουν άδεια
σαν παιδιά όταν το παραμύθι τελειώνει.





KPITH...
Κριτή, εσύ που κρίνεις τα γραφτά μου,
να ξέρεις ότι δε θα σκοτιστώ
αν άξιο συ μου κρίνεις το μιστό
ή με μανία τα πατήσεις χάμου.

Δε γράφτηκαν για σένα όλα τούτα.
 Ανάγκη είχε για δόσιμο η ψυχή
και τα  'δωσε ως πιστός την προσευχή
κι όπως το δέντρο ξεχειλίζει φρούτα.

Γι αυτό κριτή σου λέω πως δεν αξίζει
με τέτοιες ιστορίες ν' ασχοληθείς'
και κάνε όπως κάνει ο καθείς
που βλέπει, προσπερνά και δεν αγγίζει.

Προσπέρνα. Μα σκοπό τέτοιο αν δεν έχεις
πρόσεξε: στ' άγγιγμά τους θα καείς
(κι αν όχι τότε θα 'σαι αδαής
και πάλι πρέπει απ' αυτά ν' απέχεις).




ΡΕΜΑΛΙΑ

Οι τηλεπαρουσιαστές
των πρωινών των εκπομπών
σ΄όλα τα κανάλια,
ειν΄αυτοί που αν ζούσαν χτες
κύκλων παρακρατικών
θα ΄τανε ρεμάλια.

Φασιστοειδή οικτρά
που μια θέση έχουν βρει
και καλοπερνάνε,
θέματα βρίσκουν αισχρά
και το κράτος ό,τι πει
με ορμή ευλογάνε.

Ω! Δικταατορίσκοι εσείς!
Ω! Ληστών ανδράποδα!
Που τα ωραία κι ίσια
σαν να πίνετε χασίς
σεις τα λέτε ανάποδα
και κακά περίσσια,

και το λαό κοιμίζετε
με αφιόνια και «χαρές»
αντί να ΄στε εκείνοι
που θα εφροντίζατε
να παλέψει ο φουκαράς
ευτυχής να γίνει...

Φάτε σκύλοι απ΄το λαρδί
που σας ρίξαν-που το λεν
«οι κουκουλοφόροι».
Κι η νόησή σας η φτωχή
ας θαρρέψει ότι φταιν
οι δικοί τους «χώροι».

Μα η ώρα θα ΄ρθει που
έλεος θα γυρεύετε
με βαριά τα στήθια΄
και θα είναι δικαστές
για όσα μαγειρεύετε
μια Κική-μια Αλίθια.






ΜΟΝΑΧΑ
(Ρωρερκάρ)

Και τι να σου ’λεγα για μένα
που δεν γνωρίζεις;
Όλα στα μάτια μου ειν’ γραμμένα
που συ ορίζεις.

Με τι άλλο ν’ άγγιζα τ’ αυτιά σου;
όλα τ’ ακούνε-
μες σ’ ένα ολόπικρό μου «γειά σου»
όλα μου ηχούνε.

Μονάχα να σου ψιθυρίσω
λόγια έχω χίλια
στ’ αυτί σου όταν θ’ ακραγγίσω
τα δυο μου χείλια.

Αυτό! Ποτάμια όχι μεγάλα
που όλα πνίγουν
μα νερο-άχνες, στάλα στάλα
τρύπες που ανοίγουν!




ΕΡΙΛΗ ΜΕ ΤΣΑΝΤΑ

Να γεννηθεί δεν έπρεπε μωράκι
αλλά μεστή γυναίκα να γεννιόνταν.
ΚΙ αντίς να μεγαλώνει με τα χρόνια
να μίκραινε ο καιρός καθώς περνάει.

Γιατί ο πόθος μου τώρα για κείνη
έτσι ως σφιχτά με το κορμί της δένει
θεριεύει κι αντρειεύεται μαζί της
καθώς εκείνη ανάλγητα μεστώνει.

Μα έστω-η μοίρα μου έτσι τα 'χει κάμει.
Δεν πάει-έστω!- πίσω το ποτάμι.
Μ' ας μην εγλυκοκρέμαε στον ώμο
εκείνη την κουκλίστικη τσαντουλα'
ή ας μη της ταίριαζεν η τσάντα τόσο
διπλιάζοντας και πόθο και φαρμάκι.






ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΤΟ ΚΛΑΔΙ
Ή
ΕΡΙΛΗ

Από το δέντρο το κλαδί
απ' το κλαδάκι το λουλούδι.
Από το φίδι το πουλί
Απ’ το πουλάκι το τραγούδι.

Μέσα στο σύγνεφο η βροχή.
Μες στη βροχή το ποταμάκι.
Μέσα στους πλούσιους οι φτωχοί
μέσα στη φτώχεια το φαρμάκι.

Κάτω απ' το λάδι το κρασί
μες στο κρασί ανατριχίλα
κάτω από μένανε εσύ
μέσα σου δίηβος καμήλα.







Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΓΑΤΑΣ ΜΟΥ
ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ
ΑΠΟ ΧΤΥΠΗΜΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ.

Οι γάτες δεν πρέπει να πεθαίνουν απόγεμα
την ώρα που η μέρα μεθάει την πλάση.
Οι γάτες-ο νόμος της φύσης τους έτσι
έπρεπε να 'ναι-
προτού απ' τον κύρη τους δεν πρέπει να
πάνε.

Οι γάτες, τα μάγια, τα χάδια, τη χάρη τους,
και ό,τι στην άδολη κλείνουνε μέσα ψυχή
τους
θα έπρεπε όλα στο φως να τα δώσουν
στο χώμα προτού για τον αιώνιο τους ύπνο
ξαπλώσουν,

Και πού να την κλάψω; Σ' αυτής την αγκάλη
που μήνες προτού μου την είχε δοσμένη;
Θα είναι σαν πάνω σε πέτρα να κλαίω,
Σε κείνης το χέρι ακουμπώντας που μπρος
της
η γάτα μου έσβησε; Αυτή θα γελάει.

Κλεισμένος στα ίδια μου μέσα τα χέρια
σαν άλλου να ήσαν
πικρά να την κλάψω μονάχα μπορώ.

...Μα πέθανε; Και τότε
τι είναι το άσπρο εκείνο
που κάτω από τ' άστρα της νύχτας
της μαύρης χωρίς τους
στου δρόμου το γκρίζο γατίσια βαδίζει;
Και τ' είναι αυτό
που μες στα θολά πρωινά
στον κήπο να τρέχει το βλέπω,
να σταματά,
σε κάτι τα μάτι στηλά να καρφώνει,
να ορμάει μετά,
και μ' ένα σε λίγο στο στόμα πουλί να το
βλέπω μπροστά μου;
Και τι το απαλό είναι κείνο που πάνω
στα πόδια μου τ' άσπλαχνα τρίβεται,
κι οκνά, ή με νάζι, ή σπρωγμένο από πείνα
γλυκά νιαουρίζει;...

Τη γάτα μου την αγαπάω.
{Καλάβρυτα, 2003)








ΖΑΝΤΡΑ

Κάτι από Νύμφη, λίγο από Μαινάδα,
διόλου Πηνελόπη, πολλή Λαϊδα,
από ποια σμίξη δεν ξέρω μιγάδα
ορμή από ποια δεν ξέρω καταιγίδα.

Ενσκήπτεις θυελλώδης κάθε μέρα
στο σουπερμάρκετ μας και στη ζωή μας
ξεχύνοντας λαγνεία στον αέρα
και φλέγοντας το έρημο κορμί μας.

Όπου και να 'σαι Ζάντρα μου ωραία,
να 'σαι καλά. Δεν ήσουν ούτε η πρώτη
ούτε η στερνή μου θα 'σαι η παρέα
στ' αφώτιοτα του πόθου μου τα σκότη.









ΟΙ ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ
Πώς τρέχουν οι εβδομάδες σα νερό
Που πάνω απ’ το κεφάλι μου κυλάει!
Και πώς να σταματήσω δεν μπορώ
Το τάχος τους που σαϊτα ίδια πάει!

Κι όποια περνάει δε θα ξαναρθεί-
Τέρας που τρώει το ίδιο το κορμί του...
Κι όποια περνάει δε θα ξαναρθεί-
Και πάω στο χαμό κι εγώ μαζί του...





ΔΥΝΑΤΌΤΗΤΕΣ

Τα καραβάνια θέλω να περνούν εμπρός μου
κι εγώ να είμαι έτοιμος
όποιο διαλέξω ν’ ακλουθώ
για να με πάει στις χώρες που ονειρεύτηκα.

Θέλω να μη με δένουν αλυσίδες
ανθρώπινες-
ανάγκης ή αισθήματος ή πόνου-
και να μπορώ θέλω το πόδι μου ν’ απλώνω
και όπου κάθε μου φορά ποθώ να πηαίνω.

Δε θέλω τίποτε να με κρατεί.

Κι ό,τι σαθρό και ψεύτικο
νομίζει ότι δεμένον μ’ έχει,
θέλω-
αδύναμο να με κρατήσει-
να με θωρεί αγέρωχον και σταθερόν
να το πατώ ή πέρα να το κάνω
για να βρεθώ εκεί που εδιάλεξα
κάθε φορά για να βρεθώ.
                            
Και αν ποτέ το πόδι δεν απλώσω
για να με πάει όπου ποθώ,
αυτό-πιστέψτε με-
καθόλου δεν μετράει.              









Ο ΧΑΜΌΣ ΤΗΣ ΕΛΛΆΔΑΣ

Είδα πολλούς ανθρώπους στη ζωή μου
προς το χαμό τους να τραβούν΄
αδύναμους κι αβόηθητους καθέναν
στην άβυσσό τους να ορμούν.

Κιόλας τριγύρω ακουγόνταν
Τα βογγητά τους κι οι οιμωγές-
πρόλογος του άκρου αφανισμού τους
μες στου Απείρου τις σκιές.

Μα πρώτη μου φορά βλέπω πατρίδα
να τρέχει προς το Χαλασμό.
Άψυχη κι άζωη και σπαρταρώντας
σαν αχνιστοαίματο σφαχτό.

Σταυρό γι αυτήν να κάνω δε φελάει
και ούτε ευχή καμιά να πω
μόνο την πείρα μου πλουταίνω
που έτυχε κι αυτό να δω.
                                 -----










ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΑΙΩΝΙΣΕΙ ΤΙ;

Μου εκμυστηρεύτηκε
ότι ποτέ δεν είχε πόθο αιστανθεί.
Ποτέ δεν είδε ερωτικά έναν άντρα.

Νέα κοπέλα σφρίγος κι ομορφιά γεμάτη.
Εικοσιπέντε ετών.
Σκέφτηκα μη και της αρέσουν οι γυναίκες…
Τη ρώτησα. Α πα πά πα, μου έκανε.

Κι αυτή η κοπέλα ήθελε να κάνει ένα παιδί.
Τρελαίνονταν να κάνει ένα παιδί.

Και βρήκε κάποιον κι έκανε παιδί.
Και βρήκε τη χαρά της. Όλη τη μέρα
Με το παιδί ασχολείται, γι αυτό μιλάει.
Και στ’ όνειρό της ακόμα
Με το παιδί βλέπει πως είναι.

Γιατί το έκανε;
Για να διαιωνίσει τι;





           Η ΓΛΩΣΣΑ

Γλώσσα του Όμηρου και της Σαπφώς…
Γλώσσα του νερού και του ελάτου…
Γλώσσα του γκιώνη… του κορυδαλλού…
Ελληνική, κρίνε λευκέ, γλώσσα σωστή του ανθρώπου
έτσι σου μέλλεται λοιπόν να σβήσεις απ' τον κόσμο;
Το μέγα της το στόμα η Ευρώπη
θ' ανοίξει το βαρβαρικό-
Τευτονικό και φραγκικό και ουννικό και σλάβο
και σαν οπώρα να ’σουνα
ως τη στερνή σου λέξη θα σε καταπιεί;

Έτσι
σιγά σιγά απ' τα στόματα
και λίγο λίγο απ' τα βιβλία θα σε βγάλει
αυτών που σε μιλούσαν μέχρι τώρα.
Κι ένα πρωί θα ψάξουν στην ψυχή τους
κι ούτε και μέσα κει δε θα σε βρούν.
Ελληνική , αγαπημένη γλώσσα
αυτός ο τελευταίος τότε θα ’ναι
και ο τελειωτικός ο θάνατός σου.

Σκάβοντας ύστερα κανείς στο χώμα
σάρκες θα βρίσκει στην αρχή από σένα
μισολιωμένες και σαθρές
ύστερα κόκκαλα λευκά
και ξάστερα
και λεία
και θ' απορεί κρατώντας τα στο χέρι
τι ναν' αυτά
και κάτι θα γρυλλίζει
πριν πάλι σαν ανάξια τα πετάξει.

Μα να θρηνώ γιατί;
Γιατί να κλαίω;
Μην ένα τέλος όλα δεν τα βρίσκει;
Μη και το φως στης Ντόρας μου τα μάτια
κι αυτό κάποιαν ημέρα δε θα σβήσει
και μήπως κόκκαλα δε θ' απομείνουν
απ' το λαχταριστό τώρα κορμί της;
Γιατί λοιπόν να κλαίω; η Ωραιότη
στο χρόνο μπρος ασήμαντη-
μηδέν στην αιωνιότη.

Λοιπόν ας πάψω να θρηνώ
λες και μπορούσε κάποιος να μ’ ακούσει.
Εμπρός Ευρώπη! Πριν και συ να λιώσεις
Κάτω απ’ το πέλμα της Ασίας
Να! Εδώ η γλώσσα!
Γυμνή όπως το φως και η αλήθεια-
κι όπως παρθένα πρώτη νύχτα γάμου
στέκεται εμπρός σου
άοπλη και πράα.
Λιώστηνε με το κάρο της προόδου-
Της κόρης η φροντίδα πάντα η πρώτη
ο θάνατος δεν είναι της μητέρας;
Γράψε την ιστορία σου Ευρώπη.













Η θύελλα που θ’ αλλάξει το χάρτη της γης έρχεται.
Ο καπιταλισμός έγραψε την ιστορία του.
Μια άλλου είδους δυστυχία θα κυριαρχήσει πάνω στα ερείπια.  
Οι άνθρωποι χόρτασαν δασκεδάσεις, ανακαλύψεις, ηλεκτρονικές συσκευές, χλιδή, παραλογισμούς.
Δανείστηκαν πολλά. Καιρός να τα δώσουν πίσω με τόκο.
Παλιά ήταν ο πύργος της Βαβέλ.
Σήμερα είναι η τεχνική υπεροψία.