Βενιζέλος στην Κωνσταντοπούλου: «Είστε ένας θηλυκός Ιαβέρης!»
(Πέμπτη, 4-4-13)
ΟΙ ΆΘΛΙΟΙ: ΤΏΡΑ! ΕΔΏ!
Η Ελλάδα η Τιτίκα,
η Φαντίνα η Διαφθορά
και η Τρόικα Θερναδιέρος.
Μιχαλάκης ο λαός μας,
Γιρλομάντ ο Σαμαράς
κι Επονίνα η κοινωνία.
Μα ως εδώ η ομοιότης
γιατί στους δικούς μου «Αθλίους»
λείπουν άλλα, άλλα διαφέρουν.
Και σ’ αυτούς μου τους «Αθλίους»
ο άθλιος είναι ο Βενιζέλος-
ο αντι-Γιάννης Αγιάννης-
Που δεν κλέβει για να ζήσει
αδερφές και ανεψιές του,
μα από παραδοπιστία.
Την Τιτίκα που διαφθείρει,
τη Φαντίνα που λατρεύει,
τον Ιαβέρη που σκοτώνει.
Και γι αυτόνε τον Αγιάννη
Μυριήλ και Θερσανέμης
είναι ο Μαρκογιαννάκης.
Από τη μετάπλασή μας
λείπει ο Ενζολοράς
και ο ζηλωτής του- ο Μάριος.
Και ποτέ δε θα βρεθούνε
στην πατρίδα όπου ζούμε.
Όπως θα ’ναι κι ο Γαβριάς
όνειρο άπιαστο για μας...
ΚΩΣΤΑΝΤΟΠΟΎΛΟΥ ΩΡΥΟΜΈΝΗ
Ήρθε κι η Κωσταντοπούλου να μας γίνει βουλευτής
μιας καριέρας αψηφώντας τα λημέρια ζηλευτής.
Και στον ΣΎΡΙΖΑ πηγαίνει
και μ’ αυτόν στην πιάτσα μπαίνει.
Και διατάζεται απ’ τον Τσίπρα να ’μπει στην Επιτροπή
που θα κρίνει ποιοι εκλέψαν δίχως τσίπα και ντροπή.
Και τα βάζει με τους πάντες και τους βρίζει αναιδώς
και γι αυτήνε άρθρα γράφουν οι φυλλάδες αφειδώς.
Ποιοι την έστειλαν δω χάμου; Ποιοι της δώσαν εντολή
να κατέβει στην Ελλάδα και να χύνει όλο χολή;
Να νομίζει πως σπουδαίο ένα έργο εκτελεί
κι ότι δίνει στην Ελλάδα της ζωής τάχα φιλί;
Ποιος κατάλογος την έχει μέσα στ’ άλλα του ένα πιόνι
κι έχει μέσα του γραμμένα πόσο μακριά ν’ απλώνει,
μέχρι πού μπορεί να φτάσει, πόσα πρέπει να ειπεί-
μέχρις που σαν σάπιο μήλο απ’ το δέντρο θα κοπεί;
Ποιος κουνάει τις κλωστές της; Ποιος κινεί τα νήματά της
κανονίζοντας εκείνος πράξεις, λόγια, αισθήματά της;
Ποιος σαν δει πως έχει κάνει ό,τι ήθελεν αυτός
στ’ άχρηστά του θα τη ρίξει να τον βλέπει ατενώς;
Κακομοίρα!.. Και πηγαίνει σ’ εκπομπές που την καλούν
και θαρρεί ότι για κείνην όλοι οι έλληνες μιλούν.
Παίζει το μικρό κι εκείνη θέατρό της στη σκηνή
για να δείξει πως υπάρχει τάχα σαν αληθινή
σ’ όσους αφελείς τη βλέπουν κι όσους βλάκες την ακούν
κι όλο θαυμασμού κι επαίνου λόγια έχουνε να πουν.
Στου θεάτρου το σανίδι παίξε μια και συ παρτίδα.
Έχει πλέον συνηθίσει από τέτοια η πατρίδα.
Λέγε, γκάριζε και σκούζε, γαύγιζε, άφριζε και λύσσα!
Παραστάσεις δώσε κι άλλες μες στης Κόλασης την πίσσα!
Για να έχεις και να λες-και δε θα ’σαι δα η μόνη-
σαν εκείνοι σε πετάξουν όπως άχρηστο λεμόνι,
ότι έζησες λαθραία μες στου κόσμου το αλώνι
κι ότι σπόρος συ δεν ήσουν που ο αέρας δεν σηκώνει,
μα πως άγανο ένα ήσουν από κείνα που αρμενίζουν
σαν σηκώνουν τη δικράνα όταν, οι τρανοί, λιχνίζουν.