ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΦΟΙΤΗΤΩΝ ΣΧΟΛΗΣ ΚΑΛΩΝ ΤΕΧΝΩΝ ΝΑΥΠΛΙΟΥ
ΑΞΙΟΛΎΠΗΤΟΙ ΦΟΙΤΗΤΈΣ-ΔΕΚΈΜΒΡΗΣ ΤΟΥ 2007
ΣΤΟΥΣ ΦΟΙΤΗΤΈΣ ΠΟΥ ΤΌΣΟ ΕΙΡΗΝΙΚΆ ΔΙΑΔΉΛΩΣΑΝ ΦΈΤΟΣ ΤΟ ΔΕΚΈΜΒΡΗ ΚΑΙ ΠΟΥ ΤΌΣΟ ΓΛΥΚΆ ΚΑΙ ΕΥΓΕΝΙΚΆ ΜΙΛΆΝΕ ΣΤΙΣ ΑΓΟΡΕΎΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΣΥΝΕΝΤΕΎΞΕΙΣ ΤΟΥΣ
Μόνο που δεν επέσατε
στα γόνατα ρε φίλοι-
και μόνο που δε φάγατε
σαν πρόβατα τριφύλλι…
Μόνο που δε φιλήσατε
ποδιές κατουρημένες
καθώς δειλά προφέρατε
λέξεις υποταγμένες...
Η Ελλάδα κατακλέβεται
απ’ τους πολιτικούς σας,
και σας να δείξτε ευγένεια
στους φαύλους είναι ο νους σας.
Βγαίνετε και κλαιγόσαστε
ότι δε σας ταϊζουν
και κείνοι από μέσα τους
χλευάζουν κι ονειδίζουν.
Με πιάτου ένα φαγητό-
πού θε’ μου έχετε φτάσει!..-
μπορεί ένας κλέφτης υπουργός
όλους σας ν’ αγοράσει....
Λες και δικό σας το φαϊ
δεν είν’ που χλαπακιάζουν,
και πρέπει να επαιτήσετε
για να σας το μοιράζουν.
Τέτoια ετούτο τον καιρό
κατάντια έχετε δείξει.
που ουτ’ έναν οι κουβέντες σας
δεν έχουνε αγγίξει.
Τα ίδια σας βλέπετε να τρων
αυτοί τα κρέατά σας,
και τους εκλιπαρείτε σεις
για εν’ απ’ τα κόκαλά σας...
«Σοσιαλιστή» έναν υπουργό
βρήκατε, και χαιρό ’στε!!!
Μπράβο σας! Κι εις ανώτερα!
Αετοί μου!.. Δεν πιανό ’στε!!!...
Και πια, σας φταίνε οι βουλευτές-
δε σας ακούνε λέτε...
Μα όμως εξεχάσατε:
πρέπει και να τους κλαίτε...
Και πως τραβάτε είπατε
ένα σωρό μαρτύρια
(Κρίμα...πώς έγινε αυτό;
Βρε πράματα μυστήρια!...
Σεις τόσες τα ’χετε φορές
αυτά όλα ειπωμένα-
Πώς και οι υπηρέτες σας
Δεν τα ’χουν καμωμένα;)
Και τα λεφτά που δόθηκαν
στην κάθε μια Σχολή σας
δεν ξέρετε πού πήγανε...
Γκαρντάσια μου, άφερίμ σας!..
Μα μη σας γνοιάζει. Μία δυο
συνέντευξες ακόμα
και στο δικό σας τα λεφτά
θα έρθουνε το στρώμα...
Μον’ λείψατε να έχετε
μαζί σας και λιβάνι.
Και θυμιατό. Και άμφια.
Για δοκιμάστε... πιάνει!..
Όσο για ύφος...(δεν μπορεί
να πει το στόμα ψέμα),
κλαψούρικο ήταν αρκετά!
Και νερωμένο το αίμα!
Και θέλετε, αν καλάκουσα,
πολλές πορείες να κάντε.
Βλέπω ψηλά στοχεύετε,
δεν είστε άντε άντε...
Μία πορεία το λοιπόν
ακόμα ετοιμάστε
και θα σας σεργιανούν αυτοί
ενώ σείς θα κοιμάστε...
Σφραγίδα κράτους θέλετε
δυο λόγια για να πείτε!...
Στους δρόμους θα σας έκοφτε,
ψοφοδεείς!, να βγείτε,
και φοβερά ν’ αστράψετε-
τα νιάτα όπως μπορούνε-
που ως και τ’ αστέρια όταν σας δουν
κι εκείνα να κρυφτούνε;...
Μα μια σταγόνα είστε και σεις
στο έλος που λεν Ελλάδα.
Μαύρη καπνιά από της σβηστής
της λευτεριάς της δάδα.
Της τύχης σας είστε άξιοι-
της ατυχιάς σας ήτοι:
μην ξεσηκώνεστε-μπορεί
ν’ ανοίξει καμιά μύτη...
Και ο… σεμνός σας πρύτανης
ωραίο σάς ήταν ταίρι!
Μα μπρος! η φιέστα τέλειωσε-
φιλήστε του το χέρι
και πέστε του τού αναρχισμού
θα βγάλτε τη σημαία
και θα ’ναι πάλι στο εξής
όλα όμορφα κι ωραία.
Και πια καθείς στο σπίτι σας
ωραία ωραία καθίστε,
τα χέρια σας σταυρώσετε
κι απ’ το θεό ζητήστε.
Έτσι θα πάρτε πιο εύκολα
εκείνα που ζητάτε
πόρτες ατσάλινες παρά
με άνθη να χτυπάτε.
Πιο, έτσι, θα΄ ναι πιθανό
να σας ακούσει κάποιος,
απ’ όσο είναι ένας νεκρός
να ζωντανέψει, σάπιος.
Μα φίλοι μου, ή λαθέψατε
ή έχετε κακομάθει-
αυγά κανένας με πορδές-
πασίγνωστο- δε βάφει.
Στεφάνια αν θέλετε χρυσά
το Δίκιο να σας πλέξει,
δεν είναι «ζητιανέψετε»,
«αρπάξτε!» είναι η λέξη!
Για να φλογίσει, φίλοι μου,
ο ήλιος της Πατρίδας
θέλει-αλίμονο!-κορμιά
στη ρίζα κάθε αχτίδας.
Δε θέλει ζητιανέματα
και σαχλοκαταλήψεις.
Δε θέλει κανακέματα
και γλύψιμο όπου φτύσεις.
Δε θέλει μέσα χώσιμο
του κεφαλιού στην άμμο΄
δε θέλει με κακομοιριά
και με ραστώνη γάμο.
Δε θέλει «σας παρακαλώ»,
δε θέλει «ελεήστε!..»
Θέλει έργα. Θέλει πόλεμο.
Θέλει ζωές να σβήστε.
Θέλει στα μάτια φλόγισμα.
Θέλει στο χέρι αξιότη.
Θέλει την άκρατην ορμή
της νεολαίας την πρώτη.
Δε θέλει με τους άδικους
κουβέντα πουλημένη.
Δε θέλει λόγια όμορφα
κι έκφραση μια θλιμμένη.
Ελευθερία φέρετε!
Αυτός ειν’ ο αγώνας!
Αν όχι, σκλάβους θα σας βρει
κι ο άλλος ο αιώνας.
Αλλιώς σας μυκτηρίζουνε
και σας οικτίρουν όλοι-
και οι φτωχοί κι όσοι έχουνε
γεμάτο πορτοφόλι.
Όλων το ντρόπιασμα είσαστε
σεις τότε των ελλήνων
μιας και μιλάτε στ’ όνομα
μα και στη θέση εκείνων.
Κανόνες δημοκρατικούς
μη θέτε να τηρείτε
όταν με ανύπαρκτους μιστούς
και με υποτέλεια ζείτε;
Αν ναι, να τη χαιρόσαστε
τέτοια δημοκρατία.
Μα ό,τ’ είναι Ανθρώπινο,
σχέση μ’ εσάς καμία.
Κανόνες που εθέσπισαν
οι φαύλοι αν ακλουθάτε,
μες στο τσουβάλι τους δετοί
σε λίγο θα μετράτε.
Μα φαίνεται πως το ’χετε
φίλοι μου αποφασίσει
τα μάτια σας στη λογική
καθείς σας να τα κλείσει.
Μπάτε στο Σύστημα λοιπόν
κι εσείς , καλοί μου φίλοι:
η που σ’ αυτό σας οδηγεί
ορθάνοιχτη ειν’ η Πύλη.
Δε σώζεται αδέρφια μου
η χώρα με τα λόγια
ούτε με μια που θα ’ρχονταν
από ψηλά ευλόγια.
Λοιπόν τραβάτε στο καλό
και στην καλή σας ώρα.
Με νέους ως σας-όχι, δε ζει
μα θάβεται μια χώρα.
Ξίφος εδώ χρειάζεται
και όχι δεκανίκι.
Με νέους άπραγους κι ωμούς
ποτέ δε θα ’ρθει η νίκη.
Ίσως φιλόσοφοι πολύ
μια μέρα εσείς να γίνετε,
μα του Αγώνα τη φωτιά
φίλοι, έτσι τήνε σβήνετε.
Κι αν σ’ όλες μέρος λάβατε
τις που ’γιναν πορείες.
γι αγρίους είναι μόνο αυτό
καλοί μου ιστορίες.
Τους πλούσιους και τους ισχυρούς
αν δεν ταρακουνήστε,
ούτε ο αγώνας, ούτε σεις
τίποτα θα κερδίστε.
Το κράτος τους συθέμελα
να τρέμει αν δεν το κάνετε
ζήτουλες όλοι έζήσατε,
ζήτουλες θα πεθάνετε.
Αγκάθι αν πολύαλγο
δεν είστε στο πλευρό τους
τότε νερό είστε γάργαρο
για τον νερόμυλό τους.
Στην άκρια η πέτρα αν δε βαλθεί
άβατος μένει ο δρόμος.
Αν δεν σκοτώσεις το θεριό
δε σταματάει ο τρόμος.
Και με πορείες σαν αυτήν
που έκανες τις προάλλες,
των φοιτητών το κίνημα
κατρακυλάει τις σκάλες.
Τον λιόντα , μον’ του κυνηγού
η σφαίρα θα τον χάσει.
Τα ξόανα τώρα ειν’ άχρηστα΄
ένας ο Θεός: Η ΔΡΑΣΗ!
Νέε, κάτσε στην καρέκλα σου
και γράφε στον κομπιούτερ.
Και για να μην κουράζεσαι
κάνε πορείες με σκούτερ…
Μ’ από τα νιάτα δε ζητά
ο λαός μακάριον ύπνο΄
ζητάει γεύμα γιορτινό
κι ίδιο για όλους δείπνο.
Δε θέλει να κρυβόσαστε
πίσω από τα βιβλία.
Θέλει ακράτηγη ορμή.
Κι η βία θέλει βια.
Αλλιώς και σάς εμπαίζετε
τους ίδιους, και το λαό σας,
που έχει κάνει δίκιο του
το δίκιο το δικό σας.
Μα να τελειώνω. Έγραψα εγώ
λόγια εδώ φλογάτα,
μετά τα «γράψατε» κι εσείς,
κι ούτε ζημιά ούτε γάτα.
Λοιπόν αντέστε κάνετε
κι άλλη καμιά πορεία,
κι αφήστε όσους μάχονται
να γράφουν Ιστορία.