Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2021


ΑΤΙΤΛΟ

Εις μίαν πληΚτικήν οικίαν να κλείωμαι
και χαρτιά να παίζω-
την τύχην μου να περιπαίζω-
δεν με αρέσει. Ούτε ποτέ ελκύομαι

από προαγγελίας χορών είτε ευρωπαϊκών
είτε όποιων άλλων
πολλώ δε μάλλον
από την παρουσίαν εις αυτούς χυδαίων γυναικών.

Με σοβαρούς κυρίους δεν με αρέσει να μιλώ
αι γνώμαι αι πολιτικαί των
που δεν είναι ιδικαί των
με ενοχλούν. Ούτε με αρέσει να κυλώ

τας ώρας μου εις ταβέρνας και εις καφενεία
ή εις ανήλια κτίρια
με ερωτικά μυστήρια
να διάγω τον καιρόν μου. Και με κρατεί ανία

όταν εις το γραφείον μου καθίζων προσπαθώ
απ’ τα θολά βιβλία των
απ’ τα σοφά κρανία των
μίαν ζωήν ειρηνικήν εις μάτην να γευθώ.

Όλα, ηδονήν, χαράν, ζωήν, εγώ ευρίσκω
εις των ορέων τας κορυφάς
τας ελευθέρας κι ανθηράς
και τας στιγμάς μου τας κενάς καταναλίσκω

σήμερα εις μίαν κορυφήν, αύριον εις άλλην
με συντροφιάν μυρμήκων,
δένδρων υπερηλίκων  
Και ζω την κάθε μου στιγμήν εις μιαν παραζάλην.

Δεν είναι αυτή η εκλεκτή ζωή δια τους πολλούς
σε ασφαλτοδρόμους  προσπαθούν
τας μηχανάς των να οδηγούν
και δεν αισθάνονται άνετα εις τόπους υψηλούς.

Ας κάτσω όμως τώρα εγώ κι ας απολαύσω
αφήνοντας τους άλλους στην δουλειάν των
αφήνοντας τους άλλους στα κελιά των
την φύσιν την καλήν-ας την γνωρίσω-ας ψαύσω

με τα σκληρά τα χέρια μου την τρυφερή δροσούλα
που χάνεται στα χέρια μου
που σβήνεται στα χέρια μου,
και κάθε θάμνου ευωδιαστού ή λουλουδιού κορφούλα.

Τα μάτια μου ας θαυμάσωσι την πλήρη αρμονίαν
χρωμάτων αντιθέτων
με χάριν συντεθέντων
εις τάπητα υπέροχον την όψιν. Την ποικιλίαν

θορύβων ηδέων και γλυκολάλων ας ακροσσθώ
σπίνου κελάδισμα
νερού κελάρυσμα
και εις κόσμον άλλον ότι ευρέθην προς στιγμήν ας φαντασθώ,

μεθυστικόν κι υπέροχον κι εις άκρον ευειδή
από χαράν απόνηρον
από ζωήν ως όνειρον
από εκπλήξεις συνεχείς μεγάλας και μικράς  μεστόν.

Οσμάς ας οσμισθώ εδώ απαντωμένας
αγνήν ρητίνην, οξιάς πνοήν
με μίαν βαθείαν εισπνοήν
τας ευωδίας ας οσμισθώ τας δι άλλους εντελώς κρυμμένας.

Κι ας εξαπλώσω εις το παχύ απαλόν των φύλλων στρώμα
στα τρυφερά πάνω του φύλλα-
κι ας νιώσω την ανατριχίλα
της ξεγνοιασιάς να διαπερνά το κουρασμένον σώμα,  

ας φάγω από καρπούς αγρίους δένδρων αγρίων
αφάγωτοι για πάντοτε που μένουν
ατρύγητοι για πάντοτε που μένουν
κι ας πιω από χειμάρρους γραφικούς νερών ομβρίων.

Τα χέρια μου ας απλώσω προς τον Πλάστην
κι ας νιώσω την αχτίδα Του
κι ας νιώσω την ελπίδα του
έτσι καθώς μικρός στα όνειρά μου το εφαντάσθην.

Μάης 1958