Σάββατο 23 Οκτωβρίου 2021

(Το παρακάτω είναι γραμμένο στο Ελ Έι και σταλμένο στον Κλίντον όταν αυτός επρόκειτο να αποφασίσει αν θα αναγνωρίσει τα Σκόπια σαν Μακεδονία ή όχι)

Λος Άντζελες, Γενάρης 1993
 
ΑΝΟΙΧΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΣΤΟΝ ΚΛΙΝΤΟΝ

Κλίντον συγχαρητήρια για τη μεγάλη νίκη
Που πέτυχε το κόμμα σου αλλά και σύ ο ίδιος.
Μετά από κρύα δώδεκα κι άφωτα, μαύρα χρόνια
Πάλι τη ζέστα και το φως φέρνουν οι Δημοκράτες.
Κι όσες καρδιές εχτύπαγαν από την αγωνία
Κι από τον πόθο γι αλλαγή των εκλογών τη μέρα
Τόσες ευχές εβγήκανε θερμές κι από τα στήθια
Τη μέρα που ορκίστηκες και Πρόεδρος εγίνης.
Κι ελπίδες εφτερώσανε, κι όνειρα ετοιμάστηκαν
Απ’ τη θολή να βγουν σκιά κι ύπαρξη να ντυθούνε.
Και όλη η γη εσίγησε. Και των λαών τα μίση
Λες ότι έπαψαν κι αυτά να υπάρχουνε για λίγο.
Κι όλη η οικουμένη έγινε μεγάλος ένας κήπος
Και κάθε άνθρωπος και κάθε λαός έστεκε εντός του
Σαν ένας πήλινος Αδάμ, που, άψυχος ακόμα,
Πνοή ζωής καρτέραγε απ’ το δικό σου στόμα.

Και πέρασαν οι εκλογές κι έγιν' η ορκωμοσία.
Και  δεξιώσεις δόθηκαν, και λόγοι εκφωνηθήκαν
Για να γιορτάσουν την τρανή την αλλαγή  που νάτη!   
Φτάνει σα ρόδο έμορφη και σαν αυγή δροσάτη.
Και το αποκορύφωμα των εκδηλώσεων όλων
Των αστεριών η σύναξη των πλέον φεγγοβόλων
Του κόσμου του θεάματος, την ώρια εκείνη νύχτα
Την τελευταία νύχτα πριν ο Κλίντον Πρόεδρος γίνει.

Κλίντον ευχές και τα δικά μου χείλη έχουν για σένα-
Για τη μεγάλη αποστολή πούχεις να εκπληρώσεις
Απ’ την επιτυχία της που κρίνεται η τύχη
Του καθενός ανθρώπινου πάνω στη γη μας όντος.
Στην τιμημένη έκατσες Κλίντον την πολυθρόνα
Που πάνω της εκάθησαν πριν από σε Τιτάνες
Που στ’ άδικο παλεύοντας ενάντια και στο δόλο
Τη Λευτεριά στη χώρα σου πύργωσαν και το Δίκιο.
Στην τιμημένη έκατσες Κλίντον την πολυθρόνα
Που πριν καθίσαν από σε Μορφές που την ψυχή τους
Δημοκρατίας κι Ανθρωπιάς ιδανικά δονούσαν
Και τη μεγάλη στέριωσαν αυτή Δημοκρατία
Που όμοια της χιλιάδες πριν μονάχα χρόνια εφάνη.
Κι ασπάστηκε το ωραίο σας παράδειγμα η Ευρώπη
Και φέξανε και λάμψανε και οι δικοί της τόποι .

Κι όπως εκεί στέκεις ψηλά, το βλέμμα σου αν γυρίσεις
Όλης της γης μας τα καλά κι άσχημα θ’ αντικρίσεις.
Και στης Ευρώπης το δεξό θα δεις το κάτω μέρος
Μια ανάσα απ’ την Ανατολή να στέκεται η Ελλάδα.
Πόσες φορές του’ το μικρό κομμάτι γης-ή τάχα
Πνεύματος έπρεπε να πω-δε δέχτηκε το κύμα
Των στρατιών της ζοφερής Ανατολής και πόσες
Φορές αυτό δεν ξέσπασε στα βράχια της επάνω
Αφήνοντας ανέγνοιαστη κι ήσυχη την Ευρώπη
Νήπιο ακόμα, αργά αργά μα στέρια να μεστώνει…
Κατόπι το Βυζάντιο, ο ίδιος λαός ετούτος
Για πόσα  ’ματοστάλαχτα εκατοντάδες χρόνια
Δε στάθηκε ακοίμητος φρουρός σε στίφη ενάντια
Που λυσσασμένα επάσκιζαν ν’ αρπάζουν την Ευρώπη
Κι απείραχτη κι ελεύθερη κι άγγιχτη την κρατήσαν
Με τις δικές μας άφθαρτες να τρέφεται αξίες
Να πίνει απ’ της σοφίας μας το ακένωτο το τάσι
Και να μεστώνει μέσα της ο,τι υψηλό κι ωραίο
Η Ελληνική ξεχείλιζε των ιδεών η στέρνα…
(Και είναι ο Βυζαντινός Ελληνισμός και πάλι
Που γκρέμισε με του Σταυρού την επουράνια Χάρη
Του στείρου πολυθεϊσμού την ειδωλολατρεία
Και ρίζωσε και στέριωσε τη Χριστιανή θρησκεία).
Κι ακόμα λάμψαν δυό στιγμές μες στην αιώνια πάλη
Της Δύσης με Ανατολή, που δυνατοί ένιωσαν
Οι Ελληνες, κι εβάδισαν αυτοί προς την Ασία-
Κι ήταν η μια ο Τρωικός ο Πόλεμος κι η άλλη
Του Μέγα του Αλέξαντρου η επική πορεία.
Και δουλωθήκαν και τις δυό φορές οι Ανατολίτες,
Τη μια με δόρυ και σπαθί, την άλλη με το Πνεύμα
Που οι στρατιές των αδερφών Ελλήνων Μακεδόνων
Στα βάθη της απέραντης επήγανε ηπείρου.

Είμαστ' εμείς οι Έλληνες, Κλίντον, πούχουμε στήσει
Μνημεία που αξεπέραστα στο διάβα είναι του Χρόνου.
Είμαστε εμείς οι Ελληνες, Κλίντον, πούχουμε δώσει
Την Ανθρωπιά στον άνθρωπο. Είμαστε εμείς που πρώτοι
Τη λευτεριά υψώσαμε σ’ ατίμητη αξία.
Είμαστ' εμείς που δυόμισυ χιλιάδες χρόνια πίσω
Πρώτη φορά στου ηλιού το φως έχουμε ξεδιπλώσει
Την πρώτη και μονάκριβη στη γη Δημοκρατία,
Ωσπου εσείς τ’ αχνάρια μας εκείνα ακολουθώντας
Τη δεύτερη εφτιάξατε, αντάξια εκείνης.
Εμείς το λαμπροφτέρουγο κάναμε να πετάξει
Πουλί τής που εφτερώσαμε εμείς Φιλοσοφίας.
Κι ήταν το ψήλωμα που αυτή επήρε μέγα τόσο
Που έκτοτε παν' απ' των φτερών εκείνων το σημάδι
Νου κανενός φτερούγισμα ψηλότερα δεν πήγε.
Του θεάτρου εμείς είμαστε που τον θεμέλιο λίθο 

Εβάλαμε, και χτίσαμε πάνω του στέριους τοίχους.
Εμείς με τις Αισχύλιες δώσαμε τραγωδίες
Στον άνθρωπο την ίδια του τη μοίρα να γνωρίσει.
Με την παλέτα του Απελλή, τη σμίλη του Φειδία
Εμείς της τελειότητας αγγίξαμε το θόλο.
Με τις λεπτές, αέρινες γραμμές του Παρθενώνα
Τις υψηλές εμείς κορφές φτάσαμε του Ωραίου.
Εμείς τη Θεία στην Ποίηση πνοή έχουμε δώσει.
Την Ιστορία εμείς αβρά την πήραμε απ’ το χέρι
Και μεις τηνε βοηθήσαμε τα πρώτα της να κάνει
Τα βήματα, μες στον πλατύ δρόμο της βάζοντάς την.
Μες απ' της ύλης το στενό, δύσβατο μονοπάτι
Πρώτοι εμείς περάσαμε και βγήκαμε αντιπέρα,
Σε άλλα Ουράνια, σ’ άλλη Γη, σε άλλο έναν Αέρα-
Πρώτοι εμείς εμπήκαμε στο άδυτο της Ιδέας.
Εμείς στου ανθρώπου τη ζωή ριζώσαμε αξίες
Με τη σειρά τους νόημα που δώσανε σε κείνην.
Κι ό,που της Τέχνης βάλσαμο κι ό,που Επιστήμης φίλτρο,
Εμείς, με νου και με αίσθηση, με ζήλο και μ’ αγάπη
Ποτίσαμε, σκαλίσαμε, και δάσο έχουμε φκιάσει
Που μέσα του ανάπαψη να βρίσκει ο οδοιπόρος,
Ο διψασμένος δροσερό νεράκι για να πίνει
Και καταφύγιο θαλπερό κάθε της γης διαβάτης.
Εμάς θαυμάζουν οι εκλεκτοί του κάθε είδους Τέχνης.
Κι η Δύση αν αντρώθηκε κι ειν’ ό,τι τώρα είναι,
Βυζάστρα της πολύχυμη γι αυτήν ήταν η Ελλάδα.

Κι όχι πως πρέπει επειδή έχουμε αυτή την κλήρα
Να το καυχιόμαστε-δε θέλει παίνεμα η Ελλάδα.
Μα έπρεπε κάποιος να βρεθεί και να τα πει όλα τούτα
Γιατ’ είναι η ταυτότητα ετούτη του λαού μας
Που δε βρυχάται ν' ακουστεί και δε βροντοφωνάζει
Και ούτε με φανταχτερά και ψεύτικα στολίδια
Το ευκολοθάμπωτο ζητά το μάτι να τραβήξει,
Μα που όλο κι όλο ένα φως είναι, που να το δούνε
Μπορούν μονάχα της ψυχής τ’ αγνόθωρα τα μάτια.

Κι όταν εσείς κινήσατε Κλίντον απ’ την Ευρώπη
Κι ήρθατε στην Αμερική, μέτραγε φυλαχτό σας
Οι σπόροι που στον κήπο τους οι Ελληνες καρπίσαν-
Δημοκρατία, Λευτεριά, Ισότη, Δικιοσύνη.
Και στο εύφορο της νιας σας γης τους σπείρατε το χώμα
Και φύτρωσαν και θέριεψαν αυτοί κι ολοκαρπίσαν
Και σκέπασαν οι κλάδοι τους την οικουμένη όλη.
Κι ήρθατε. Και στεριώσατε. Κι η Αμερική εγίνει
Μία Ελλάδα απέραντη-ιδανική μια χώρα
Που μέσα της όλα μας κλει' τα τότε μεγαλεία
Και άξια όλα τα κρατεί κι όλα τα διαφεντεύει.

Στο πρόσωπο σας βλέπουμε το τότε πρόσωπό μας.
Και τη Δημοκρατία μας βλέπουμε στη δική σας.
Κι αναθυμόμαστε τις δόξες πούχαμε τις πλήθιες
Του Χρόνου πριν το κύλισμα να πάρει την πρωτιά μας
Στου νου το θέριεμα, κι αλλού, με τη σειρά το δώσει…
Μα μένει πάντα στο κορμί και στην ψυχή μας μέσα
Της λευτεριάς και της αντρειάς το ιερό το φίλτρο..
Κι όταν η ανάγκη το καλεί, ο έλληνας ψηλώνει.
Ξαναθεριεύουν μέσα του οι Σαλαμινομάχοι
του Αλέξανδρου οι φάλαγγες του ανταριάζουν το αίμα
Και πάλι κλέη στη γαλανή χαρίζει την πατρίδα.

Μα την Ελλάδα γύρνα δες, Κλίντον, που έτσι μοιάζει
Μικρή και σαν αδύναμη, σαν όπως είναι ο ήλιος
Που με το δάχτυλο κανείς μπορεί να τον σκεπάσει.
Κοίτα την πώς το χέρι της απλώνει προς εσένα
Και σου ζητάει μια λέξη σου-μιά κίνηση-ένα βλέμμα
Που θα της δείξει ανήσυχη να στέκει πως δεν πρέπει -
Πως η Μακεδονία της δική της πάντα θάναι
καθώς και πάντα ήτανε. Γιατί ζητάνε ξένοι
Το πόδι τους να βάλουνε στην ιερή τη γη μας.

Και δε ζητάει έλεος. Και δε σου ζητιανεύει.  
Ζητάει το δίκιο. Δε ζητά να πάρει από κανέναν.
Ζητά να μη της πάρουνε δικό της κάτι. Θέλει
όπως ως τώρα πάντοτε ήταν αγκαλιασμένη
Με τη Μακεδονία της, έτσι και πάντα νάναι.
Γιατί απ' το νεοσύστατο το κράτος των Σκοπίων
Θ’ ακούσεις πως Ελληνική τάχα η Μακεδονία
Δεν είναι. Ότι βάρβαροι τάχα την κατοικούσαν
από παλιά. Μα ξέρουνε όλοι ποιά ειν’ η αλήθεια-
Σε μας το λέει το αίμα μας που ταιριαστά κυλάει
Με το Μακεδονίτικο στο ίδιο αυλάκι μέσα,
Σ’ άλλους το λέει βροντερά πάντοτε η Ιστορία.

Μες στο ανεβοκατέβασμα Κλίντον της Ιστορίας
Του’ τον καιρό εβρέθηκε η χώρα η δική σου
Στην πιό ψηλή την κορυφή που χώρα έχει ανέβει.
Μεγάλο είναι το Κράτος σου. Μεγάλη η δύναμη σου.
Μεγάλο και το τόλμημα της Μοίρας πούχει δώσει
σ’ άνθρωπο έναν μοναχά δύναμη νάχει τόση.
Αλλά, μεγάλη, άμετρη είναι και η ευθύνη
Που η παντοδύναμη αυτή μεγαλοσύνη δίνει.
Κλίντον, θέμε τη δύναμη πούχεις, να την ταιριάξεις
Στης δικιοσύνης τον τροχό και κείνος να κυλήσει
Πάνω από κάθε άδικη και βούληση και γνώμη
Κι έτσι όπως είναι αστήριχτες να τις κατασυντρίψει.

Κλίντον, αγώνες έδωσες μ' αντίπαλους εκείνους
Που βάζαν το συμφέρον τους απάνω απ’ τους ανθρώπους.
Τώρα το ίδιο μη και συ μεγάλο κάνεις λάθος:
Πάνω από την Ελλάδα μη όποιο συφέρο βάλεις.
Γιατί κανείς κι αν δε βρεθεί για να σε πολεμήσει
Δε χρειάζεται-τον πόλεμο θα έχεις κιόλας χάσει
Έχοντας ένα έγκλημα διαπράξει που καμία
Δε θα μπορούσε δίκιωση να έβρει στους αιώνες.
Κι αν ούτε "ναι" ουτε "όχι" πεις, κι αν θες στη μέση τάχα
Να μείνεις, τίποτα απ’ αυτό χειρότερο δεν είναι-
Αυτός που στέκεται βουβός την αρπαγή σα βλέπει
Δύο φορές ειν’ άρπαγας και δύο κριματίζει.

Πατέρα δεν εγνώρισες Κλίντον. Σου συμπαθούμε
Την άδικη τη μοίρα σου. Μ’ από την άλλη νάτοι!
Να! Κλίντον οι πατέρες σου! πολλοί και όχι ένας.
Ειν’  οι σοφοί κι οι γίγαντες του Πνεύματος που μέσα 

Γεννήθηκαν και γέννησαν στους κόλπους της Ελλάδας,  
Και που η θεία η σκέψη τους σαν πατρικό ένα χέρι
Μας προστατεύει από της γης το ανάγκεμα και δίνει
Φτερά στην αλυσόδετη χωμάτινη ύπαρξή μας.
Και κείνη αλαφροπετά στις σφαίρες όπου η σάρκα
Φως άσβηστο ένα γίνεται και Πνεύμα ζωογόνο.

Όπου γης, Κλίντον, Έλληνες, το λόγο σου προσμένουν. 

Προσμένουν με της γνώσης σου τη σφύρα να χτυπήσεις
Της άγνοιας το κακόβουλο γυαλί και να το σπάσεις
Και στη δοξοστεφάνωτη Ελλάδα να χαρίσεις
ό,τι από τη γέννα του δικό της ήταν πάντα.

Μα έτσι κι αλλιώς σε προσκαλώ να έρθεις στην Ελλάδα.
Κι αν στην ανάγκη μας βοηθός μας έχεις Κλίντον γίνει
Νάρθεις για να τιμήσουμε το μέγα μας το φίλο.
Κι αν πάλι θα μας αρνηθείς τη βοήθειά σου, νάρθεις,
Και στης Ακρόπολης εμείς τα μέρη θα σε πάμε.
Να δούμε εκεί το λυπηρό θέαμα του ανθρώπου
Που προσκυνάει, αμήχανος, ιερά που δεν πιστεύει.

Με Δημοκρατική αγάπη και φιλία Γιώργης Χολιαστός