Στη ζωή πόσες ορμές, και πόσες
απωθήσεις ερωτικές! Και πλανιούνται
μαύρα φαντάσματα οι ψυχές εκείνων
που πνίγηκαν στης άρνησης το ρέμα.
Όλα καλά στη ζωή τους ήταν.
Και ξάφνω, ο έρωτας έρχεται.
Οι νύχτες μακραίνουν, οι χαρές
αγκάθια φυτρώνουν, ο ήλιος παγώνει.
Τα μάτια τους κοιτάζουν
Το φως να σβήνει μέρα με τη μέρα.
Προς την ερωμένη τέλος ακράτητα τρέχουν.
Μα τόσο αδέξια πια, που όλα χαλούν:
αυτοί εξόριστοι, και κείνες, νεότατες,
σε κάποιο μοναστήρι μέσα να αργοπεθαίνουν.