Στο εργοστάσιο των πολεμοφοδίων
ένας εργάτης με αγαθά, ήσυχα μάτια,
είναι περασμένη η ώρα μα να κοιμηθεί δεν πάει
ώσπου τη μολυβένια σφαίρα που άρχισε
και που τον ποιητή θα σκοτώσει
να τελειώσει.
.
Και να που η σφαίρα τέλειωσε. Ο εργάτης
στο φως του αθώου φεγγαριού γυρνάει στο σπίτι του
και στο κρεββάτι πέφτει
και στης καλής του την αγκαλιά.
Το άλλο πρωί ο ποιητής
ένα γράμμα που έλαβε άνοίγει
και να τόνε καλούν στρατιώτη βλέπει
γιατί ο πόλεμος αρχίζει.
1958