Παρασκευή 22 Οκτωβρίου 2021

 ΕΝΑ ΓΡΑΜΜΑ

Όταν ήμουν στην Αμερική εξέδιδα το μηνιαίο σατιρικό περιοδικό «ΛΟΓΙΑ», όλο έμμετρο, που σατίριζε τα δημόσια πράγματα Ελλάδας και ελληνοαμερικανών, που το μοίραζα δωρεάν σε ελληνικά στoιχεία Αμερικής και Αυστραλίας.  
Μια μέρα έλαβα το παρακάτω γράμμα.

«Κυρι-Γιώργη γεια σου, είμαι ο Αλέκος με τόνομα, θυμάμαι που σε είδα στο πάρτι που μου κάνανε τα παιδιά μου για τα εβδομήντα μου, θα το θυμάσαι και συ, όλο το γαμημένο το Λος Άντζελες το θυμάται και θα το θυμάται για χρόνια τόσο γκιουζέλ που ήτανε και θυμάμαι που μου είπανε για σένα αυτός είναι γιατρός και είπα γιατρός και να μην έχει παντελόνι να φορέσει δώστε του τού παιδιού δέκα χιλιάρικα να ντυθεί και μου είπανε δε θα τα πάρει και τότενες εκατάλαβα γιατί κυκλοφοράς με τρύπιο παντελόνι. Εγώ να πούμε δηλαδής κυρι-Γιώργη όχι που διαβάζω τα στιχάκια σου, ούτε να διαβάζω ξέρω ούτε και να γράφω και το γράμμα αυτό να πούμε μου το γράφει ο γιος μου, γιατί εγώ είμαι εμπορευάμενος άνθρωπος και όποιος δηλαδής δε δουλεύει παρά κάθεται και γρατζουνάει χαρτιά εγώ τόνε λέω να πούμε άχρηστον άνθρωπο και χαμένο κορμί και να με συμπαθάς να πούμε, όμως κανένανε γραμματιζούμενο δεν είδα να προκόβει. Εγώ τώρα κυρι-Γιώργη μου κονομάω καμιά κατοσταριά χιλιάρικα το μήνα, από μπικικίνια το λοιπό την έχω όμορφα μόνο ο γιος μου έχει μπλέξει με τα γράμματα όμως παιδί είναι λέω θα στρώσει μεγαλώνοντας. Και παίρνει κάθε μήνα μια φυλλάδα δικιά σου λέει και αυτό είναι τέχνη λέει. Τώρα όχι που εγώ είμαι αντίθετος με την τέχνη, εμένα και η τέχνη μου αρέσει και οι τεχνήτρες. Που χου το Σουλάκι να πούμε, αυτή να δεις τέχνη και στα κουνήματα και στη γλώσσα, δε λέω και το Μαράκι είναι τεχνήτρα καλή αλλά το Σουλάκι δεν το φτάνει (αυτά μην τα πεις στην κυρά μου, ούτε στην Αναστασία που την ξέρει γιατί θα της τα πει). Τώρα βέβαια δηλαδής με τη δικιά σου τέχνη μπερδεύουμαι λιγάκι γιατί μου λέει ο γιος μου πως είναι λεπτή τέχνη, ναι, εδώ τον παρακολουθώ, μου λέει πως είναι όμορφο πράμα, ναι, εδώ τον παρακολουθώ, αλλά μου λέει πως γλιτώνει τον άνθρωπο από τον πόνο, ε, εδώ δεν τον παρακολουθώ γιατί εδώ που τα λέμε δηλαδής έναν πονοκέφαλο έχεις και δεν περνάει ούτε με τιλενόλ και θα περάσει με στιχάκια; Τότε θα είχανε κλείσει τα φαρμακεία αδερφέ μου. Και που λες ο γιος μου μού ’λεγε να σου διαβάσω ποίηση πατέρα; κι εγώ για να μην το διαολοστείλω το παιδί του ’λεγα όχι τώρα παιδί μου έχω δουλειά. Όταν μου είπε όμως πως τα στιχάκια τα ποίματα πως τα λέτε μπορούνε να κάνουνε αθάνατο ένα όνομα, αυτό με χτύπησε στην καρδιά ίσα μέσα. Εδώ είσαι Αλέκο, είπα.  Γιατί εγώ είχα τον καημό πως όταν θα πεθάνω θα χαθεί μαζί και τόνομά μου και μαζί και όλη μου η καπατσοσύνη στο εμπόριο και στις μπίζινες. Μου ’λεγε η γυναίκα μου να φκιάσω αγάλματα δικά μου, ο γιος μου μού ’λεγε να χτίσω ουρανοξύστες που να μείνουνε και μετά από μένα. Όμως τους σεισμούς δεν τους λογαριάσανε. Και ήμουνα σε μεγάλονε σεβντά και τότενες ήρθε ο γιος μου και μου εξήγησε το παιδί ας είναι καλά πως και όταν ακόμα οι ατομικές μπόμπες καταστρέψουνε τα πάντα πάνω στη γη και να μην υπάρχει να πούμε στη γης ούτε χαρτί ούτε μολύβι, ο άνθρωπος θα μπορεί να γράφει απάνου στις πέτρες και δεν είναι ψέματα, γράφανε κάποτε μου είπε το παιδί. Και βάλε μού λέει όλοι οι κληρονόμοι σου να ξέρουνε γράμματα και να τα μαθαίνουνε και στα παιδιά τους και αυτοί όλοι να μαθαίνουνε απόξω το ποίμα που θα σου γράψει αυτός ο κύριος, ώστε να μπορούνε να το γράφουνε σε πέτρα αν όλα τα άλλα θα χαθούνε. Κι εγώ πια τι να ’κανα, ας μην ήθελα ν' ακούω για γράμματα, αφού είναι έτσι παιδάκι μου του λέω, να πω κι εγώ στον κυρι-Γιώργη να γράψει και  μένα ένα ποίμα-πως το λες.
Και γι αυτό σου γράφω κυρι-Γιώργη, θέλω να γράψεις για το σουρπρίζ-πάρτι που μου κάνανε στα γενέθλιά μου και ήσουνα και εσύ και τα ξέρεις από πρώτο χέρι. Θέλω να με θυμούνται όχι για δυόμισι χιλιάδες χρόνια που θυμούνται τους αρχαίους που λέει το παιδί, αλλά για πάντοτε. Γιατί να πούμε τι είναι δυόμισι χιλιάρικα; Ένα μεροκάματο είναι για μένα. To λοιπό κυρι-Γιώργη μου γράψε το τραγουδάκι σου αυτό για μένα και θέλω να είναι εγγυημένο για κατομμύρια χρόνια. Κι άμα θέλεις λεφτά και πεντακόσα μπάξα να μου ζητήσεις για κάθε γραμμή τα 'χεις ρε μάγκα, σου το 'πα από μπικικίνια άλλο τίποτα να φαν κι οι κότες.
Άν θέλεις τίποτα λεπτομέρειες για να βάλεις στο τραγούδι σου, τηλεφώνα μου, φαστφουντάδικα ο Αλέκος, όλο το γαμημένο το Λος Άντζελες με ξέρει.»

Ο Αλέκος ήταν πράγματι ένας από τους πλούσιους έλληνες του Λος Άντζελες. Και το πάρτι των γενεθλίων του ήτανε πράγματι εντυπωσιακό. Και η οικογένειά του μια σωστή ελληνική οικογένεια!

Όπως θα καταλάβατε γράμμα δεν υπήρξε. Υπήρξε όμως το πάρτι για τα εβδομηκοστά γενέθλια του Αλέκου, στο οποίο πήγα κι εγώ.
Πρέπει να ήτανε το 1995.

Ο Παλαμάς έχει γράψει ότι τα ποιήματα γράφονται για να διαβαστούν από δυο όμορφα ματάκια. Το ποίημα αυτό γράφτηκε όχι για να διαβαστεί από την κόρη του Αλέκου (η οποία δεν ξέρει ότι υπάρχω), αλλά παρόλαυτά για τα δυο της ματάκια.


Στον  Αλέκο  για τα εβδομήντα  του

HΡΩΕΣ
Στη   βόριαν  άκρη  της πεδιάδας του Αργους
σ’   απόσταση   μικρή απ’ τις Μυκήνες
κι  από  την  Τίρυνθα του  Μεγαπένθη,
βουνά υψώνονται που στις πλαγιές  τους
ο  δρόμος για την Κόρινθο περνάει.
Το πιο ψηλό, που η μορφή  του μοιάζει
μισό   ανάποδο σα νάναι πιάτο,
ειν' ο  Απέσας, που  στην κορυφή   του
για πρώτη έγινε φορά θυσiα
απ’ τον Περσέα προς  τον  μέγα Δία.
Κάτω από τον  Απέσαντα ξαπλώνει
Τα σταφυλότροφα τα χώματά του
ο καρπερός ο κάμπος της Νεμέας.
Eκεί, σ' αυτού την απλωσιά του κάμπου
η πολιτεία φωλιάζει της Νεμέας.
Και   παραδίπλα της τ' όμορφο Κούτσι-
το  χωριουδάκι   Αλέκο  που  'γεννήθης.


Mέσα σ’ αυτούς λημέριαζε τους τόπους
ένα λιοντάρι ,που  το είχε στείλει
κάποιος  θεός, γιατ' ήθελε με τούτο
(γιά κάποιαν  άγνωστη  σε  μας  αιτία)
να τιμωρήσει  τους  εκεί κατοίκους
που κατ' ευθείαν οι απόγονοι ήσαν
του πρώταρχου ανθρώπου Φορωνέα.
Εκείνο  το λιοντάρι είναι που είχε
ο Ηρακλής ο ήρωας σκοτώσει.
Απόγονος   του  ήρωα εκείνου-
του Ηρακλή-Αλέκο πρέπει νάσαι
του  ημίθεου, του γιου όπου ο Δίας
με τη  θνητή  εγέννησε Αλκμήνη.
Πιο  φυσικό άλλο απ’ αυτό  δεν είναι:
στα  μέρη   σου  ο ήρως εγεννήθη,
στα  ίδια μέρη νέος τριγυρνούσε
κι από τους δώδεκα, εκεί τριγύρω
τους πρώτους  έξη του έκαμε άθλους.
Ίσως και η γενιά σου να κρατάει
απ’ του ήρωα την ένωση με μίαν
από  του Θέσπιου τις πενήντα κόρες.
Γιατί ο ήρωας στα νιάτα του όντας
και  πριν  τους άθλους του ακόμα κάνει,
μέσα στις  τόσες του περιπλανήσεις
κι απ’ το  βασίλειο πέρασε του Θέσπιου.
Εκεί, στους πρόποδες του Κιθαιρώνα
που  στις πλαγιές του οι βοσκοί απ' τις Θήβες
βόσκανε  τα κοπάδια τους και που ήταν
τo  μέρος  όπου  τόσες  ιστορίες
με  ήρωες ή  με θεούς εγίναν-
εκεί σε ιερό σμίξανε  γάμο
ο βασιλιάς των θεών ο Δίας κι η Ήρα.
Εκεί ξετρελαθήκαν  της Σεμέλης
οι  αδελφές για τον Ανθρωπορραίστη.
Εκεί  παραπετάχτηκε ο Αμφίων
και ο  μικρός Οιδίπους και  ο Ζήθος.
Εκεί  περιπλανήθη  η Αντιόπη
και   ο  βασανισμένος γερο-Οιδίπους.
Στους  πρόποδες αυτού του Κιθαιρώνα
τον  ήρωα φιλοξένησε ο Θέσπιος
ο βασιλιάς με τις πενήντα κόρες.
Και  θέλοντας  εγγόνια ν’ αποκτήσει
από  τον ήρωα, κάποτε όπως
και ο Αυτόλυκος  είχε θελήσει
από  το  Σίσυφο, έτσι  κι  ο Θέσπιος
τις κόρες  του έβαλε να κοιμηθούνε
με  τη  σειρά τους με  τον ήρωα όλες.
Ίσως και  πάλι  απόγονος να είσαι
του Ηρακλή  απ’  του Κρέοντα την κόρη
την  όμορφη  και  τη  σεμνή Μεγάρα-
του Κρέοντα την κόρη, που ο  ίδιος
γιατί  ενίκησε  όλους τους εχθρούς  του
γι  ανταμοιβή  ο Κρέων του είχε δώσει.
Εκείνου απόγονος και  συντοπίτης
είσαι  Αλέκο. Και  γι  αυτό  σαν κείνον
ένα κι εσύ λιοντάρι έχεις  νικήσει.
 Λιοντάρι  φοβερότερο από κείνο
που   νίκησε   ο  ήρωας   στη  Νεμέα.
Ένα λιοντάρι   άγριο και μέγα.
Ενα λιοντάρι μέγα, φρενιασμένο,
που  τα σκληρά τα νύχια του ξεσκίζουν,
που φέρνει  θάνατο  τ’ .αγκάλιασμά του,
που  τα  σαγόνια του, Μνήμη και  Νόστος,
ό,τι   δαγκώσουνε  το κομματιάζουν.
Έτσι  και  συ Αλέκο έχεις νικήσει
της Ξενιτιάς  τον  αφρισμένο λιόντα,
που  οι  ξενιτεμένοι  προτιμάνε
καλλίτερα στον Άδη να βρεθούνε
παρά στα νύχια του πιασμένοι νάναι.
Δεν  είναι  ήρωες  μόνον  εκείνοι
που  σίδερο  έχουν  μυ’ς  κι  ατσάλι  πλάτες
και  που  ειν’ ανίκητη  η  δύναμή   τους.
Δεν  είναι  ήρωες  μόνον εκείνοι
που  με  θεριά και  με  στρατούς  τα βάζουν.
Ήρωες   είναι  κι   όσοι  πολεμάνε
τον  πόνο  της  ψυχής-και τον νικούνε΄
 την  ανταρσία του  νου-και  την κερδίζουν.
Ήρωες είναι  κι  όσοι  της καρδιάς  τους
τoν  σπαραγμό, με  σιδερένια πνίγουν
υπομονή κι   επιμονή ατσαλένια.
Ήρωες είναι, με  την ίδια δόξα
στεφανωμένοι των  παλιών  εκείνων.

Κι  αυτοί  που  έχουνε να πολεμήσουν
με  τα πολλά θηρία που γεμάτοι,
οι ξένοι  είναι  που  βρέθηκαν οι  τόποι.
Και  παν  στα σκότια τα βασίλεια του Αδη
Και  Κέρβερους εκεί αλυσοδένουν.  
και Ερυμάνθειους Κάπρους καταλούνε.
και   Στυμφαλίδες Όρνιθες  σκοτώνουν.
κι αυθρωποφάγα ημερεύουν άτια.
Και  τους Μινώταυρους που αίμα αφρίζουν
τους  δένουνε κι  ακίνδυνους  τούς κάνουν.
Και ως του κόσμου μας το τέλος πάνε
μόνο για να ’βρουνε και να τ’ αρπάξουν
τα πορφυρένια βόδια του Γηρυόνη.
Κι  έχουν στο δρόμο πλήθος περιπέτειες
που δυσκολίες μεγάλες τούς γεννάνε
αλλά και πλήθος τους χαρίζουν νίκες.
Kαι  ειν'  ο άθλος τους ο πιο μεγάλος
τους ίδιους τους θεούς σαν πολεμάνε:
με το  τριπλό αγκιστρωτό τους  βέλος
χτυπούν  την Ηρα στο δεξί  το στήθος
κι  αγιάτρευτον  της φέρνουν έναν πόνο.
Και  με  τη λόγχη τους ξαπλώνουν κάτω
κι ως πέρα τον μηρό του τού τρυπούνε
του  πολεμόχαρου θεού-του Αρη.
 Και το θεό χτυπούν του Κάτω Κόσμου       
και του πληγώνουνε βαριά τον ώμο.
Ήρωες  μεγάλοι  οι  παλιοί  εκείνοι.
 Μα ήρωες  ίδια κι  οι ξενιτεμένοι.
Μόνο  εδώ  μπορεί  ονόματα   άλλα
νάχουνε   τ’   αδηφάγα τα  θηρία.
Μπορεί   ο  Κέρβερος  εδώ  να είναι
τo   μίσος   των  εντόπιων  για τους ξένους.
Μπορεί   ο  Κάπρος νάναι η  ξένη  γλώσσα,
οι  Στυμφαλίδες  ναν'   oι  αναμνήσεις
Και   ο  Μινώταυρος  μπορεί  να είναι
η  βία η   τυφλή  που  την   ορμή  της
στον  τόπο τούτο  σα θεό λατρεύουν.
Ήρωες  οι  τότε, ήρωες κι  οι  τώρα.
Mε  το κοινό  το αίμα να κυλάει-
τo  Ελληνικό- μες  στις τραχιές  τους φλέβες,
με  της  Φυλής  το   ίδιο  το Δαιμόνιο
να μη  σε  ησυχία τούς  αφήνει
κι   όλο σε νέους άθλους  να τους  σπρώχνει
είτε  Σωκρατικούς  είτε Ηράκλειους.
Kαι  προικισμένοι με  του Γένους όλα
τα κλέη, και  τις ορμές του και το σφρίγος
που  αχάλαστα διαβαίνουν  τους αιώνες
κι  από  γενιά σ' άλλη  γενιά περνάνε
και   τούς ποτίζουνε σάρκα τους κι αίμα
με τ’ ακριβά μoναδικά τους  μάγια.
Μ’  αυτά τα όπλα έκανες Αλέκο
και συ  τους  τόσους  σου άθλους που  σαν  άλλος
ιδιoτελής σού διάταξε  Ευρυσθέας
η ίδια η  Ζωή, κάθε  θαρρώντας
φορά, πως  θα γυρνούσες  νικημένος.
Μα συ κάθε φορά τήνε  διαψεύδεις.
Kι απ’ άθλο σ' άθλο πέρασαν τα χρόνια
και στα εβδομήντα μπήκες τροπαιούχος.
Η πρώτη  σου  μεγάλη ήτανε  νίκη
εκείνη-το λιοντάρι  της Νεμέας.
Kι  αν  μόνη  εκείνη, αρκετή  θα ήταν
κλέος και   δόξα κι  ύμνους  να σού φέρει.
Όμως πολλά στη  ζωή σου  τα θηρία.
Kαι   σ’   ησυχία ποτέ  σου  δεν  εστάθης.
Γιατί  πολλές  του  βίου κι οι  ανάγκες.
Γιατί  πολλά και τα έξοδα κι οι ευθύνες.   
Γιατί πολλές  σου  οι  υποχρεώσεις.
Κι οι άθλοι ένας τον άλλο  συμπληρώνει.
Kαι   όπως  ξωντανή   την  Κερυνίτι
Τη  χρυσοκέρατη  έπρεπε   'λαφίνα
να τηνε κουβαλήσει.  στις Μυκήυες
ο Ηρακλής  ο  θεογεννημένος
και  για να τηνε  πιάσει  την 'κυνήγα
για χρόνια μέσα στου Μωρηά τα μέρη,
έτσι και   συ γιά χρόνια κυνηγούσες
σε  ξένη   μάλιστα τρέχοντας χώρα
τo χρυσοφόρο για να πιάσεις 'λάφι,
ώστε  με  το χρυσάφι   του  να δώσεις
τα χρειαζούμενα στη φαμελιά σου.
και με  το κρέας  της να την  ταγίσεις.
Κι  όπως  ο Ηρακλής με δυο  ποτάμια
που ανάμεσα   απ'   τους  σταύλους  του  περνούσαν,
καθάρισε  την κόπρο  του  Αυγεία,
του  πλούσιου  βασιλιά, του γιού του Ήλιου,
έτσι και   συ  μέριασες  κάθε  βρώμιο
γύρω απ'   της οικογένειας  σου  το χώρο   
κι αμόλυντη  την κράτησες απ' όλα
τα σιχαμένα τούτης  δω της χώρας,
λεύτερο  αφήνοντας μονάχα  εντός της
τo Ελληνικό να λάμπει μεγαλείο.
Και, άλλος Ηρακλής, πήρες  τη  ζώνη,
όχι   της  Αμαζόνας Ιππολύτης,
αλλά της   ίδιας της Ζωής τη ζώνη,
σημάδι  πως  νικήθηκε από  σένα
και σου υποτάχτηκε ημερεμένη.
Από  τους  τελευταίους  του  τους άθλους
τα μήλα τα χρυσά των Εσπερίδων
ήτανε του Ηρακλή του ήρωά μας.
Και συ κρατάς στα χέρια κι έχεις  δρέψει
σαν μέγα για. τους μόχτους σου  βραβείο
τα μήλα τα χρυσά των Εσπερίδων΄
πάει.   να πει  της  μάνας Γης  τα δώρα-
τους που  μας  τρέφουνε πλουσιους καρπούς  τους
κι  ό,τι  απόκοντα εκείνοι  φέρνουν:
αγάπη και  χαρά και  ευτυχία
και μία  οικογένεια ενωμένη.
Γιατί  κανείς  τι  άλλο  θα ζητούσε
παρά. ετούτο: μια  οικογένεια νάχει
αγαπημένη  κι ελληνοδρομούσα…
Κι αν  γιά τον άθλο σου αυτόν Αλέκο
τo Κύπελλό Του  σούδωκεν ο Ήλιος
μέσα του ιδανικά να ταξιδεύεις
ώστε  να φτάσεις  στους Υπερβορείους,
κι  αν ο  σοφός  της  θάλασσας ο Γέρος
σ'  έχει  φωτίσει  με  τις συμβουλές  του
για την πορεία που ήτανε  να κάνεις,  
Κι  αν  βάρκα μία χάλκινη  σού  εδόθη
με  δέρμα λιονταριού αντί πανί  της
και  τον Ερμή θεικόν  της  τιμονιέρη,
με  όλα τούτα διόλου δε λιγαίνει
η αξία και  η λάμψη της ζωής σου.
Γιατί  εσύ τον  έπλασες  τον Ήλιο
(τη  χρυσοάχτιδη  γλυκειά σου κόρη),
συ  διάλεξες  το    συμβουλάτορά σου
(την άξια χρυσοχέρα σου Ελένη),
συ  έσπειρες Ερμή και Προμηθέα
(Τα δυο  σου ελληνότροφα τ’  αγόρια)
κι άξιοι βοηθοί αχώριστα όλοι σμίξαν
με σε, τον ικανό καραβοκύρη.
Κι  ό,τι  καλό με  σε αρχηγό εγίνη.
Και ήρθε και το βράδυ αυτό Αλέκο  
που  έκπληξη  σού κάναν με  το πάρτι
(Αν και για μένα έκπληξη   θα ήταν
αν δε   σκεφτόντανε  να σου  το κάνουν).
Και   έρρεε   το   "παντς"   μες απ' τις  τρύπες
του  χρυσοστόλιστου  κομψού  δoχείoυ.
Και τα Νεμεάτικα κρασιά σπιθίζαν.
Kαι  τρέχανε  γυναίκες πέρα δώθε
πιατέλες  και   πιατάκια κουβαλώντας.
Και το  χωριάτικο κόβαν  ψωμάκι
μες σε  χρυσά που  ευώδιαζε πανέρια.
Και λάμπαν τα ποτήρια στα τραπέζια
απί τη  λαχτάρα τους  να πληρωθούνε
και   την  ξανθή  τη  ζάλη  να χαρίσουv.
Kαι τα  βαριά ελαχτάριζαν τα πιάτα
με  λιχουδιές  ωραίες  να στολιστούνε
και  να χορτάσουν  τ' άπληστα τα μάτια.
Να κι  οι  πετσέτες  μέσα στα ποτήρια-
σαν  πορφυρένιες  δέσποινες  στεκόνταν
προσμένοντας  σε  γόνατα γυναίκεια
ή  κι αντρικά ν'  απλώσουν-πιότερο όμως
την  ώρα  την  καλή   εκαρτερούσαν
που  ενώνοντας  των  χορευτών τα χέρια
τη  μέθη του  χορού κι αυτές  θα νιώθαν..
Kαι  ψήνονταν  τα ορνίθινα σουβλάκια.
 Και   στον  ατμό  τα κεφτεδάκια εβράζαν".
Kαι   σε   τηγάνι κάποιο, εκεί  στο  βάθος
του Κέρα της Αμάλθειας-της κουζίνας-
τηγανιζόνταν  τα τυροπιτάκια
που ύστερα σε  δισκους χρυσαφένιους
θα  μας τα πρόσφερε  η  σεμνή  σου κόρη,
σαν Νύμφη  πλέκοντας  ανάμεσα μας
κι όλα  τριγύρω  της  ψυχώνοντάς  τα.
Κι έξω, στη  σούβλα, δυο αρνιά ψηνόνταν
επάνω στη  φωτιά  όπου ο Κώστας
με  πείρα και   με  τέχνη  εσιμπούσε.

Kαι τα ζωηρά πολύχρωμα μπαλόνια
από  το  ύψος  τους  να μας κοιτάζουν
σαν μάτια ενός Αργου  μερεμένου,
αφήνοντάς  μας από κείνα μόνο
εν’   άχρωμο  λουράκι να κρατούμε,
που  ας  το  τραβούσαμε, εκείνα πάνω
περήφανα ξανά γοργά πετιόνταν.
Κι αρχίσανε  να φτιάχνονται  παρέες
που κουτσοτρώγανε και  κουτσοπίναν
ώσπου η  ώρα του ψητού  να φτάσει.
Κι άρχισε  το  τραγούδι  και  το κέφι.
Κι έπαιζε  το  ραδιόφωνο  τραγούδια.
Κι   έρχονταν κι  όλο  έρχονταν  οι  φίλοι,
ώσπου έλειπε στο τέλος μόνο εκείνος
που όλα γιά κείνον γίναν-συ Αλέκο:
σε   βόλτες  άσχετες παρασυρμένος
τριγύριζες  μακριά με  τον Τρακάκη.
Κι  έρχονταν  τα κρασιά με τις  μπουκάλες,
κι   έρχονταν  οι μεζέδες  στις πιατέλες
κΙ  ήρθε κι η  φέτα και η  Άγια Ελίτσα.
Και όλοι  χαίρονταν  οι  καλεσμένοι-
οι  περισσότεροι Έλληνες-λεβέντες.
Και όταν βράδιασε, να κι  ο Αλέκος!
Ανύποπτος   εμπήκες  μες  στο  σπίτι
(πρι'  ’ρθεις  τα φώτα είχαν όλα σβήσει.
και  κάθε   θόρυβος  είχε  σιγήσει).
Kαι να! Τα φώτ' ανάψαν και, μπροστά σου
δεκάδες  φίλων και  αγαπημένων
να σε  καλωσορίζουν  μ’ ένα στόμα.
Συγκίνηση, χαρά και ευθυμία
παρακολούθησαν  την  έκπληξή  σου.
Φιλιά και  αγκαλιές  μ'  όλους  τους γύρω.
(ιδίως  μ’   αυτούς καιρό που είχες να δεις)
κι   επιφωνήματα ευτυχισμένα…
Και το μεγάλο γλέντι άρχισε τότε.
Kι ήρθαν και τα ψητά. Κι άλλος κανένας
τέτοιο  ψητό  δεν  είχε ξαναφάει-
Τραγανιστή  και   νόστιμη  η  πέτσα
και το  ψητό μελένιο γινωμένο.
Και όλο πίνοντας και τραγουδώντας
κι όλο με ευχές για σένανε Αλέκο
και για την όμορφή σου οικογένεια
εκύλισαν κοντά δυο ακόμα ώρες.
Και  να η  πετροπέρδικα, κρατώντας
στόνα της  χέρι   ένα κουταλάκι
μ’ αυτό  να κρούει  κρυστάλλινο ποτήρι
που στ’   άλλο της το χέρι  εκρατούσε.
Καμπάνα του χωριού όταν χτυπάει
καλώντας τους πιστούς  στη  λειτουργία,
γλυκύτερον  δε  βγάζει  έναν ήχο.
Και  μάς καλούσε η  σειρήνα έξω
όπου   μια ξωτικών  χορών  τεχνήτρα
απ’ τα παιδιά σου αγκαζαρισμένη,
χορό  θα έσερνε  με  σένα Αλέκο.
Kαι   σε  καρέκλα σ' έκατσε η  μαγίστρα
και   σούβαλε  μαχαραγιά καπέλο-
και  οδαλίσκη   σου αυτή μπροστά σου.
Κι  άρχισε  ταιριαστά να σου χορεύει
γοφούς, γλουτούς, μεριά και στήθη σειώντας
και απαλολυγίζοντας  τα χέρια.
Και άλλα τώρα είχες  μπροστά σου μήλα,
πιο ποθητά 'π' αυτά των Εσπερίδων.
Και δείχτηκες αντάξιος σύντροφός  της
της Λάμιας που λυγιότανε  μπροστά σου,
στον κουνιστό  χορό  που  είχε  στήσει.
Kαι  την  εκάθισες  στα γόνατά σου.
Και την  εχάιδευες. Και τη φιλούσες.
(Μήπως   της  έκανες και   τίποτ'   άλλο
και μεις δεν τ' ανθιστήκαμε Αλέκο;)
Κι άντρες-γυναίκες βγήκανε  στην  πίστα
Κι  αρχίσαν  τους  λεβέντικους χορούς μας
Συρτό  και   τσάμικo. H Θεία Ώρα.
Η Ώρα που  η  ψυχή   τα χέρι   απλώνει
και  αγκαλιάζει   την  ψυχή  του Κόσμου
κι οι δυο  τους  γίνονται αξεδιάλυτο Ενα.
Η Ώρα που  ο  Χρόνος  σταματάει.
Η Ώρα που  αυτί  η  Φύση  στήνει
Και   τ’   άστρα τ'   ουρανού γίνονται' μάτια
να  δούνε  και   ν'   ακούσουν   των  Ελλήνων
Τη  Λύρα, το  Χορό  και   το  Τραγούδι.
Τυφλοί   εκείνοι,   που  στους  ήχους   μέσα
του  φλάουτου, του  βιολιού και   του  λαγούτου
τη  λύρα δεν  ακούνε  του Ορφέα.
Τυφλοί   εκείνοι  που  στις  στάσεις  μέσα
του  τσάμικου και   στου συρτού  τους  γύρους
δε  βλέπουν   τον  Χορό  της  τραγωδίας.
Kαι  χίλιες  δυο φορές  τυφλοί  εκείνοι
που   στων  Δημοτικών   των  Τραγουδιών  μας
την Ποίηση, δε βλέπουν την αιώνια
την ακατάλυτη ψυχή του Γένους-
δε βλέπουν την αντάξια συνέχεια
των Τραγουδιών του θείου μας Πινδάρου
και του Αισχύλου και του Ευριπίδη.

Κατόπι και της τούρτας ήρθε η ώρα
(μανία τα κεριά να ξανανάβουν!...)
και του καφέ. Και ύστερα ένας ένας
αρχίσανε να φεύγουνε οι φίλοι.
Κι εκεί η γιορτή για μας είχε τελειώσει
των εβδομηκοστών σου γενεθλίων.

Και ας σου τά ’πα τότε, μα και πάλι
χρόνια πολλά σου εύχομαι Αλέκο.