ΠΑΡΕ-ΔΩΣΕ
Στον καθρέφτη της μπροστά δοκιμάζει
ένα ένα τα φορέματα
και το σαν βαμμένο με αίματα
κατακόκκινο βάζει.
Μέσα της βαθιά την καίει μια φλόγα-
της ανυπαρξίας ορόσημο.
«Θα ’μαι κάτι με το δόσιμο;»
λέει, του στήθους της ψαύοντας τη ρόγα.
Έξω, αβάσταγος, κάποιος την προσμένει,
που τα λόγια του γυρίζουν σαν σε φάρο
και «να πάρω!», λέει αδιάκοπα, «να πάρω!..»
Και πήρανε και δώσανε οι καημένοι.
Θεσσαλονίκη 25-Μάρτη 1958