Δευτέρα 1 Ιανουαρίου 2024

 ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΤΟΥ ΤΑΜΙΑ
Το νέο πως είχε γίνει λάθος κατά την πληρωμή του μισθού του, τού το έφερε ένας συνάδελφος. «Και τώρα;» τον ρώτησε ο Γιούρι. Αυτός του απάντησε ότι έπρεπε να πάει «σε κείνο το κτίριο». Εκείνο το κτίριο όμως, που ο συνάδελφος του το έδειχνε με ακατέβατο το χέρι του, κινούνταν συνέχεια δεξιά-αριστερά και πάνω-κάτω. Περισσότερο μάλιστα έμενε επάνω και αυτό ήταν το πιο παράξενο μιας και έτσι καταλούσε το νόμο της βαρύτητας. Ο Γιούρι σκέφτηκε ότι έπρεπε κι αυτός να μετακινείται ανάλογα με το κτίριο καθώς θα πήγαινε προς την πόρτα του, ώστε να μπορέσει να μπει. Έτσι πράγματι έκανε και σε λίγο ήταν μέσα στο κτίριο. Ένας λακές του πρόσφερε ένα γλυκό λέγοντάς του: «Στην επιτυχία σας. Σας περιμένουν στον δεύτερο όροφο, στο ταμείο». Πριν ανέβει, ο Γιούρι κοίταξε από το παράθυρο. Ο συνάδελφός του έδειχνε ακόμα προς το κτίριο.
Για να πάει στον δεύτερο όροφο ήταν τέτοια η κατασκευή του κτιρίου ώστε πρώτα έπρεπε να περάσει από τον έκτο και από τον πέμπτο όροφο. Στην αίθουσα του ταμείου ήσαν όλοι οι καθηγητές του γυμνασίου του οι οποίοι τώρα ήσαν υπάλληλοι του Υπουργείου Οικονομικών. Ο υπεύθυνος για τη διόρθωση του λάθους ήταν ο καθηγητής του των μαθηματικών ο οποίος έβγαινε από την αίθουσα όταν αυτός μπήκε. Όταν ο καθηγητής είδε τον Γιούρι, γύρισε στη θέση του λέγοντας «Σε περιμέναμε. Τι βαθμό είχες πάρει στο μάθημά μου;» «Πέντε» του απάντησε ο Γιούρι. «Πέντε επί τριακόσια τριάντα;» ρωτάει. Όταν είδε ότι ο Γιούρι δυσκολευόταν στην απάντηση, «χίλια εξακόσα πενήντα» του λέει. «Χίλια εξακόσα πενήντα καπίκια σου κρατήσαμε κατά λάθος. Πάρτα». Χάρηκε που το λάθος δεν ήταν δικό του και τα λεφτά αυτά ήταν παραπάνω από όσα είχε κανονίσει για να περάσει το μήνα.
Με τα λεφτά στο χέρι έτρεξε προς το σπίτι του. Εκεί βρήκε τη γυναίκα του καρφωμένη στον τοίχο του χωλ με ένα καρφί μπηγμένο ακριβώς στο μέσο του μετώπου της. Φορούσε ένα φουστάνι άσπρο με μαύρες βούλες και αιωρούνταν δεξιά και αριστερά πάνω στον τοίχο σαν εκκρεμές. Της έδωσε χίλια καπίκια για να πάρει ένα φουστάνι και άλλα εκατόν πενήντα για να αγοράσει ένα μαγιό για το μικρότερο κοριτσάκι τους, που εκείνη την ώρα μάθαινε κολύμβηση σε μια μπανιέρα δίπλα στη μητέρα της.
Κουρασμένος κατευθύνθηκε στο υπνοδωμάτιο, όπου σε μια γωνία του η μητέρα του με δυο φίλες της παίζανε χαρτιά. Ξάπλωσε στο κρεβάτι χωρίς να κοιμηθεί. Δίπλα του ήταν το τηλέφωνο. Χωρίς να μπορεί να εξηγήσει γιατί το έκανε αυτό, όμως πήρε στο τηλέφωνο ένα φίλο και τον παρακάλεσε να παίρνει τον αριθμό του κάθε δέκα λεπτά και να μην απαντάει αν κάποιος το σηκώσει. Ύστερα γύρισε το πρόσωπό του προς το μέρος του τοίχου και έκανε τον κοιμισμένο. Το τηλέφωνο χτυπούσε κάθε δέκα λεπτά και η μητέρα του το σήκωνε όλο και πιο νευριασμένη κάθε φορά. Τέλος ο Γιούρι κοιμήθηκε πραγματικά. Στον ύπνο του ένοιωσε έναν έντονο διαξιφιστικό πόνο στην έξω επιφάνεια του δεξιού του ταρσού, κάτω από το κότσι. Ο πόνος ήταν συνεχής και έμοιαζε σαν κάποιος να του χάραζε το δέρμα. Παρότι πονούσε δεν κατάφερε να ξυπνήσει παρά μόνον όταν ο πόνος είχε πια περάσει. Και τότε είδε την αιματηρή επιμήκη πληγή στο μέρος όπου πριν ένοιωθε τον πόνο. Τα χείλη του τραύματος έχαιναν υπερβολικά και άφηναν να φαίνεται ο πυθμένας του και τα τοιχώματά του, κατακόκκινα από το αίμα. Σκέφτηκε ότι ήταν μεγάλη η ζημιά και ότι θα έκανε καιρό να γιατρευτεί. Και ενώ αναρωτιόταν ποιος του είχε ανοίξει εκείνη την πληγή, όρμησε μέσα στο δωμάτιο η μητέρα του κρατώντας ακόμα ματωμένο ένα μαχαίρι και ουρλιάζοντας προς το μέρος του: «Νόμισες ότι δεν κατάλαβα τη μηχανή σου; Έβαλες να σε παίρνουν τηλέφωνο για να με αφήνεις ξάγρυπνη…» «Με κατάλαβε», είπε μέσα του ο Γιούρι. Και αμέσως, θέλοντας να την τιμωρήσει γι αυτό που έκανε, κουτσαίνοντας και πονώντας έτρεξε πίσω της γιατί αυτή βγήκε τρέχοντας από το δωμάτιο. Δεν την πρόλαβε παρά αφού για να βγει είχε κάνει κομμάτια την εξώπορτα του σπιτιού με ένα απότομο τράβηγμά της. Στάθηκε μην αποφασίζοντας τι: να κυνηγήσει την μητέρα του ή να επισκευάσει την πόρτα; Πριν ο Γιούρι προλάβει καν να αποφασίσει, η μητέρα του πήγε στο χολ και άρχισε να μαζεύει ρούχα δικά του. Έφτιαξε ένα μπόγο και τον πέταξε μπροστά στα πόδια του. «Φύγε. Στα κομμάτια», του είπε.
Ο Γιούρι κατευθύνθηκε με τον μπόγο στα χέρια προς την πλατεία όπου μοίραζαν τρόφιμα και κουβέρτες στους άστεγους και τους πεινασμένους. Εκεί τον ρώτησαν πόσα λεφτά του έδωσαν από το ταμείο, και όταν τους είπε, πήγαν προς μια πόρτα που έγραφε  απέξω τον αριθμό 1650 την άνοιξαν και έβγαλαν από μέσα τρεις νταμιζάνες γεμάτες με γάλα και πολλά μέτρα ενός μεταλλικού σωλήνα λυγισμένου για να μην πιάνει πολύν χώρο και του τα έδωσαν. Ανάμεσα στα σιδερικά γυρίσματα του σωλήνα βρισκόταν η μεγαλύτερη κόρη του, που φορούσε ποδιά νοσοκόμας και τον κοίταζε παρακαλεστικά στα μάτια. Ο Γιούρι κατάλαβε ότι ήθελε να την βγάλει από εκεί μέσα. Την πήρε μαζί  του και πήγανε για ταξί. Επειδή τα ταξί πετούσαν τρία μέτρα πάνω από το έδαφος, οι οδηγοί δεν τους έβλεπαν αν δεν τους κάνανε νόημα όταν ακόμα τα ταξί ήταν πολλά μέτρα μακριά τους. Γι αυτό και ώσπου κάποιο ταξί να σταματήσει πέρασε πολλή ώρα.
Πήγαν κατευθείαν στο  σπίτι. Η γυναίκα του κρεμόταν ακόμα στον τοίχο ταλαντευόμενη. Στην άκρη του δωματίου ο αδερφός του σκαρφαλωμένος σε μια σκάλα παιδευόταν να εγκαταστήσει ένα αιρ-κοντίσιον βρίζοντας κάθε φορά που κάτι του πήγαινε στραβά. Η μητέρα τους τον βοηθούσε συμβουλεύοντάς τον. Έριξε στον Γιούρι αγριεμένο βλέμμα. Ο Γιούρι πήρε μια κανάτα με γάλα και την άδειασε στο στόμα μιας κούκλας που βρισκόνταν πάνω στο τραπέζι ώσπου αυτή άρχισε να βγάζει γάλα από τα στήθη της. «Έτοιμη!» φώναξε ο Γιούρι. Όλοι οι μέσα στο σπίτι μπήκαν στη σειρά για να πιουν.
Ξάφνου έγινε σκοτάδι. Από μακριά φάνηκε ο άρχοντας του σκότους που διακρίνονταν γιατί ήτανε πιο σκοτεινός από το σκοτάδι. Μεγαλοπρεπής σαν άραβας εμίρης πλησίασε, άρπαξε τη μητέρα του Γιούρι από τα μαλλιά και την πέταξε πέρα. «Τώρα δεν έχεις εχθρό» είπε στον Γιούρι. Ο Γιούρι βγήκε έξω με τον άρχοντα του σκότους, περπατώντας οι δυο τους σ’ έναν μακρύ και στενό διάδρομο. Η κόρη του ακολουθούσε φοβισμένη.  Ένα παιδάκι έπαιζε πιο πέρα. Πάρτο και μάθε του τα παιχνίδια του Ισλάμ, είπε ο άρχοντας του σκότους στον Γιούρι. Ο Γιούρι έπιασε το μικρό παιδάκι από το χέρι. Εκείνο δείχνοντάς του τον άρχοντα του σκότους του είπε: «Πρώτα θα καθαρίσουμε το σπίτι του μπαμπά».
Το σπίτι του άρχοντα του σκότους ήταν δίπλα από το σπίτι του Γιούρι. Μπήκαν μέσα. Καθαρίστριες είχαν αναλάβει την καθαριότητα του πατώματος. Ο Γιούρι ανέβηκε στο περβάζι ενός ψηλού παράθυρου, και με ένα τεράστιο ξυράφι ξυρίσματος που έμοιαζε με το εργαλείο που οι υαλοκαθαριστές καθαρίζουν τα τζάμια των καταστημάτων, καθάριζε τα τζάμια. Στο εξωτερικό πεζούλι του ανοιχτού παράθυρου εμφανίστηκε μια τραγουδίστρια διαμαρτυρόμενη γιατί ο Γιούρι  είχε ξυρίσει μαζί με τα τζάμια του παράθυρου και τις τρίχες από τα οπίσθιά της. Ο Γιούρι προσπάθησε να θυμηθεί αν οι γυναίκες έχουν τρίχες στα οπίσθιά τους. Μα πριν το καταφέρει, ο γιος του άρχοντα του σκότους είπε στον Γιούρι: «Μην της δίνεις σημασία. Με όλους έτσι κάνει». Και χαμογελώντας του με κατανόηση τον έπιασε απαλά από το χέρι  και βγήκαν μαζί στον μαύρο διάδρομο. Οδηγώντας τον έτσι μέσα από υπόγειες στοές, τέλος ανέβηκαν στην επιφάνεια. Εκεί περίμενε ο συνάδελφος που είχε πει στον Γιούρι για το λάθος των χρημάτων του μισθού του. Ήταν ακόμα ορθός και εξακολουθούσε να έχει το χέρι τψωμένο και δείχνοντας προς το κτίριο όπου έπρεπε να πάει ο Γιούρι. Ο Γιούρι, κοιτάζοντας προς τα εκεί, είδε ότι ακόμα το κτίριο κινούνταν συνέχεια δεξιά-αριστερά και πάνω-κάτω. Ο Γιούρι πλησίασε τον συνάδελφό και του είπε: «Πήγα». Εκείνος κατέβασε το χέρι του.