Τρίτη 2 Ιανουαρίου 2024

 ΤΑ ΔΟΝΤΙΑ
Ο λοχαγός μπήκε στο μαγειρείο της Μονάδας ενώ δεν τον περίμενε κανείς και περισσότερο ο Κνουτ, ο μάγειρος. Οι στρατιώτες έξω περίμεναν το φαγητό. Ο λοχαγός έβγαλε ένα αστέρι από τον ώμο του και το έριξε στο καζάνι με το ρύζι που έβραζε. «Έτσι μαγειρεύουν», είπε, «η κρυφή μου ειδικότητα είναι μάγερας». Οι στρατιώτες, κρατώντας την καραβάνα τους, άρχισαν να μπαίνουν μέσα στο μαγειρείο ένας πίσω από τον άλλον. Καθώς πλησίαζαν στο καζάνι, μια κουτάλα σε σχήμα αστεριού έριχνε στην καραβάνα τους την ανάλογη σούπα. Ο Κνουτ βρήκε ευκαιρία και άναψε μια μπαλαντέζα φέρνοντάς την να φωτίζει το μάγουλό του. Ο λοχαγός τον ρώτησε: «Πονάει το δόντι σου; Έλα να με βρεις στο ιατρείο μου στις έξη. Είμαι και οδοντίατρος». Ο Κνουτ βρέθηκε αμέσως στο οδοντιατρείο του λοχαγού. Ο λοχαγός κοίταξε το ρολόι του. «Ακριβώς στην ώρα σου. Αλλιώς δεν θα σου εγγυόμουν πλήρη θεραπεία.»
Έβαλε τον Κνουτ σε μια άδεια μπανιέρα, κάθισε ιππαστί πάνω της με το πρόσωπό του προς τον Κνουτ και φώναξε τη νοσοκόμα να του φέρει τα εργαλεία του. Η νοσοκόμα ερχόμενη ψιθύρισε στο αυτί του Κνουτ «Φύγε, θα σε σακατέψει». Τότε κατάλαβε ο Κνουτ πως αυτό το ήξερε πριν του το πει η νοσοκόμα, γιατί ο λοχαγός ούτε καλός στρατιωτικός ήτανε ούτε καλός μάγειρος. Και τώρα οι ενέργειές του σαν οδοντογιατρού του φαίνονταν πολύ παράξενες. Κα πρώτα η μπανιέρα. Πού ήταν η ωραία οδοντιατρική πολυθρόνα; Η καρέκλα του γιατρού που ανεβοκατεβαίνει; Το φως που εστιάζεται στα δόντια του άρρωστου; Και όλο το ιατρείο έμοιαζε σαν αποδυτήριο αθλητών στη χειρότερη ώρα του. Μα ούτε λόγος να φύγει γιατί ο λοχαγός θα τον τιμωρούσε όπου τον έβρισκε. Κάθε φορά που έβλεπε τον λοχαγό να πλησιάζει, μέσα του έτρεμε. Να τώρα που ερχόταν πάλι κοντά του με ένα παράξενο εργαλείο στα χέρια του και ποιος  ξέρει με ποιο σκοπό. «Είσαι τυχερός που ήρθες σε μένα. Δεν θα σου σφραγίσω ούτε θα σου βγάλω κανένα δόντι. Θα αλλάξω τη θέση όλων σου των δοντιών ώστε να μην σε ξαναπονέσει ποτέ κανένα. Αυτό το μηχάνημα θα στρέψει τα κάτω δόντια σου προς τα μέσα. Εν μέρει θα ακολουθήσουν και τα ούλα. Με το ίδιο μηχάνημα θα στρέψω τα πάνω δόντια σου προς τα έξω. Αυτό δεν θα σε δείχνει άσχημο γιατί κανείς δεν θα καταλάβει τη διαφορά.» Και άρχισε να δουλεύει. Συχνά στεκόταν αναποφάσιστος για το τι έπρεπε να κάνει. Γρήγορα όμως συνέχιζε λέγοντας συγκαταβατικά «Βρε δεν βαριέσαι…»
Κάποια στιγμή ο Κνουτ άφησε τον εαυτό του στον γιατρό και με το άλλο του είδωλο πήγε στην  τουαλέτα. Η τουαλέτα του ιατρείου ήταν ασυνήθιστα καθαρή. Όταν γύρισε στη θέση του, από την άλλη πόρτα έμπαινε ένα παιδί δέκα οχτώ χρόνων περίπου. Παραμέρισε τον γιατρό και είπε στον Κνουτ με ένα ύφος που δεν ήταν σοβαρό αλλά ούτε και αστείο: «Προτίμησε εμένα. Δεν θα αλλάξω τη θέση των δοντιών, μόνο στο πονεμένο δόντι σου θα χαράξω ένα σταυρό μπροστά και πίσω του στα ούλα. Όλα θα πάνε καλά εκτός αν σε λίγες μέρες το στόμα σου γεμίσει από ένα βάτραχο που ούτε να τον φτύσεις δεν θα μπορείς ούτε να τον καταπιείς». Ο Κνουτ μπήκε στο σώμα του, είπε ένα ευχαριστώ και σηκώθηκε από την μπανιέρα που τώρα ήταν γεμάτη με αίμα. Ο λοχαγός τον κοίταξε κουρασμένος από τη δουλειά που είχε κάνει και παρακλητικά του είπε: «Μην πεις πουθενά για ό,τι έγινε εδώ μέσα.» Ο Κνουτ έγνεψε ναι με το κεφάλι και βγήκε. Πρώτη του δουλειά να ψάξει για τον οδοντίατρό του, να του διηγηθεί τι έγινε και να του ζητήσει να διορθώσει ό,τι στραβό είχε γίνει στα δόντια του.
Ο οδοντογιατρός την ίδια στιγμή πέρασε από μπρος του συνοδηγός σε ένα φορτηγό αυτοκίνητο που οδηγούσε η γυναίκα του. Ο Κνουτ του φώναξε, του έκανε νοήματα. Ο οδοντογιατρός τέλος τον είδε και του είπε: «Πάω εκεί που ξέρεις.» Άλλο κι αυτό. Ο Κνουτ δεν ήξερε τίποτα. Ή δεν μπορούσε να θυμηθεί.  Έβγαλε το τηλέφωνό του από την τσέπη να ρωτήσει, αλλά αυτό ήτανε γεμάτο αίματα και δεν λειτουργούσε. Περπατούσε ανάμεσα στον κόσμο προσπαθώντας να θυμηθεί. Μια κοπέλα που πέρασε δίπλα του τού ψιθύρισε συνωμοτικά: «Πάει στο νησί». Η κοπέλα ήταν η κόρη του λοχαγού, παλιά φιλενάδα του Κνουτ. Μα ναι! Στο νησί! Πήγε κατευθείαν εκεί με ένα ελικόπτερο ιδιωτικό που του δάνεισε ο ιδιοκτήτης του νησιού και τωρινός φίλος της κόρης του λοχαγού. Όταν έφτασε εκεί είδε πως όλα τα σπίτια είχανε πάνω τους το σφυροδρέπανο, βαμμένο κόκκινο με το αίμα των δοντιών του. Πήγε προς το σπίτι με τον τεράστιο κήπο, που εκεί παλιά είχε γεννηθεί ένας ανίκανος πολιτικός. Μπήκε μέσα φωνάζοντας το όνομα του γιατρού. Ο οικοδεσπότης του έδειξε μια πόρτα από την οποία ακούγονταν μουσικές και τραγούδια. Μπήκε και είδε τον οδοντογιατρό του να χορεύει με ένα ποτήρι κρασί στο κεφάλι του επάνω. «Περίμενε», του είπε αυτός, «όταν τελειώσει το γλέντι θα φύγουμε. Θα προλάβουμε. Το αυτοκίνητό μου περνάει από μέσα από τα άλλα αυτοκίνητα χωρίς να βρίσκει αντίσταση.»
Ο Κνουτ πήρε μια καρέκλα, έκατσε και περίμενε. Ξημέρωσε και ακόμα ο οδοντογιατρός του χόρευε.