ΣΤΟ ΠΑΡΚΟ
Πάρκο. Βράδυ καλοκαιριού.
Ζέστα ιουλιανή.
Άνθρωποι ζητώντας δροσιά.
Γύρω μικρά παιδιά που παίζουν
Και γονείς κουβεντιάζοντας αμέριμνα.
Κάθομαι μόνος στο παγκάκι.
Μόνος; Τ’ ήτανε να το σκεφτώ-
Να σου οι δυο μικροί μου φίλοι
ο Μπάμπης και ο Γιάννης.
Κατακόκκινα, ιδρωμένα, σκυθρωπά προσωπάκια.
Μπλούζες να στάζουνε ιδρώτα.
Μπαίνουν αμέσως στο θέμα.
Μαλώσανε στης μπάλας το παιχνίδι με τ’ άλλα τα παιδιά.
Τι συμβαίνει; Χείμαρρος εξηγήσεων:
«Κάνουνε ζαβολιές…»
«Αφού δεν ξέρουν πώς να παίζουν…»
«Και μας κάνουνε μαγκιές…»
Και εξιστορούνται
Με λόγια που μπερδεύονται
Από το ξάναμμα και τη βιασύνη
Οι ζαβολιές,
Και η άγνοια των κανόνων του παιχνιδιού από τους αντιπάλους.
«…και μας βρίζουνε… χαζόπραμα και…»
Κόμπιασμα για μια βρισιά που δε λέγεται σε μεγάλους
Και συνεχίζουν: «…και τέτοια…»
Ξένα βλέπεις
και τα ξένα
θύμα εύκολο για τα παιδιά τα ντόπια.
Τους παρηγορώ όπως μου ‘ρχεται
Υποβαθμίζοντας τη σοβαρότητα του γεγονότος,
Και προτρέποντάς τους ν’ αγνοούν τέτοια συμβάματα.
Παραδόξως αποτέλεσμα έχει το χιλιοειπωμένο
«όποιος βρίζει τον άλλονε τον εαυτό του βρίζει»…
Τα προσωπάκια φωτίζονται.
Ο Μπάμπης: «Μας το ‘πε κι η δασκάλα!»
Και λίγο εγώ με τις συμβουλές μου,
Λίγο η αιώνια λαχτάρα για παιχνίδι
Μα περισσότερο η δασκάλα,
Μπάμπης και Γιάννης σηκώνονται
Και πάνε πάλι στη μπάλα.
Με καθησυχάζουν-«θα ξανάρθουμε… σε λίγο…»
Ευγενικά παιδάκια, μα βέβαια παιδιά.
Ποτέ δεν ξαναέρχονται γι απόψε
Πλην αν μάλωναν πάλι…
Αύριο όμως
ευγενικά θα μου ζητήσουνε συγνώμη που δεν ήρθαν.
Όσο αυτά γινόνταν
Γύρω μας παιδάκια είχαν αρχίσει να μαζεύονται.
Και φεύγοντας ο Μπάμπης με το Γιάννη,
Να σου δύο τσαχπίνικα, ομορφούλικα
Δυο άγνωστά μου κοριτσάκια μικροκαμωμένα
Τη θέση παίρνουν των παιδιών που φύγανε
Και σαν να μ’ ήξεραν για χρόνια
Και σαν να συνεχίζαν την κουβέντα τους μαζί μου,
Το στοματάκι τους ανοίγουν και ασταμάτητα
Να λένε και να λένε αρχίζουν …
«Ο ξάδερφός μου έπεσε μια μέρα απ’ το ποδήλατο…»
«Εμείς πέρσι πήγαμε σ’ ένα μέρος…»
«Στο σπίτι μας έχουμε πέντε γάτες…»
«Εμένα μια φορά με κυνήγησε ένα σκυλί…»
Κι οι ιστορίες ξετυλίγονται γρήγορα γρήγορα
Μπρος στα θαμπά μου μάτια.
Και λογάκια αρωματίζουν τον αέρα
Και κινήσεις των χεριών δικαιώνουν την ύπαρξη του ανθρώπου
Και η ατμόσφαιρα μαγεία αποκτά άλλου τώρα ειδους
Από την πριν των δύο αγοριών.
Ας μη σταμάταγαν τα κοριτσάκια μου
Η Ιωάννα κι η Αλεξάντρα
να μου μιλάνε…
Και μια ερώτηση: «Μόνος σας μένετε;»
Τι τάχα να εβρίσκαν τα παιδιά
Στο γέρικο το πρόσωπο και στην καμπούρα μου;
Λόγια χαριτωμένα,
μορφασμοί εκφραστικότατοι για πρόσωπα πεντάχρονα,
ματάκια να κοιτάζουν ίσα μέσα στα δικά μου.
Και να συναγωνίζονται
Ποιο θα μου μιλήσει
Διακόπτοντας το ένα τ’ άλλο
Και να διαγκωνίζονται ποιο θα καθίσει πλάι μου
Για ν’ αρχίσει τη δική του ιστορία…
Τι έχω που να μ’ αγαπάει έτσι ο θεός
Και χαρές τέτοιες να μου δίνει;