Πέμπτη 22 Ιουλίου 2021

ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟ ΘΕΙΟ ΓΙΩΡΓΟ

Σήμερα ήμουνα στο σπίτι της Κούτελης. Ψάχνοντας, βρήκα στο συρτάρι του μεταλλικού γραφείου το γράμμα σου. Ημερομηνία 13-10-34.

«Ο Πότης εξακολουθεί να μας είναι έτσι αμελής…»

Αυτό μου έμεινε θείε Γιώργο από το γράμμα σου που ξεχασμένο βρήκα.
Κι απ’ όλα κείνο το γερό και ανθρώπινο και ευγενικό σου «μας»
που όλα και λέει και εξηγεί.

Πέθανες λίγο πριν εγώ να γεννηθώ.
Ήσουνα ποιητής.
Θα μπορούσε να ζούσες ακόμα.
Θάσουνα θείε ογδοντατριάχρονος.

Η οπτασία σου όμως είναι εδώ.
Και όλους μας δένει στην καλύπτρα του κεφαλιού της.
Και ανεμίζουμε καθώς αυτή ανέγνοια προχωρεί.  
Οι αδερφές σου ζουν ακόμα. Η μία
Κουβαλάει τα πάχη και τα παράλυτα πόδια της  πάνω σε αναπηρικό καροτσάκι.
Το εισιτήριό της για κει τόχει.
Μα όλο κάποιος ελεγκτής δεν της το επικυρώνει.

Ο αδερφός σου, ο αμελής ο Πότης, τώρα εκεί, πολύ τακτικός θα είναι.
Αλλιώς δε θάχε τι να κάνει εκεί πέρα.  
Αμελής. Με μια λέξη θείε τον προσδιόρισες.
Αμελής. Αν  και ζωηρός,  
Για τους άλλους αμελής βέβαια.

Μετά έρχονται δίνοντας αγκωνιές το ένα στο άλλο γυρεύοντας ένα χώρο στον αέρα
Τα ανήψια σου.
Ύστερα σπρώχνοντας και κείνα τον αέρα, ανέμελα και περήφανα
Τα εγγόνια σου και τα δισέγγονά σου.
 (Αλήθεια εκεί ο αέρας φτάνει για όλους θείε;)

Κι ανάμεσα σ’ όλους εγώ.
Που τόνομά σου μου δωσαν γιατί γεννήθηκα ευθύς μετά τον θάνατό σου.
Και που κι εγώ είμαι ποιητής όπως εσύ.
Παίζει η κληρονομκότητα πολλά παιχνίδια.
Αχ πόσα θα είχα να κερδίσω αν δεν μας έφευγες νωρίς αγαπημένε θείε!..

Η μητέρα μου θυμόταν απέξω ένα σου ποίημα. Εκείνο για τον βασιλιά.
Με δέος τάκουγα κάθε φορά
Και θαύμαζα το στίχο, το ρυθμό, το μέτρο και τη μουσική του.

Δόξα δεν είχες σαν ποιητής. Δεν πρόλαβες.
Πρόλαβες όμως να μου δώσεις τη σκυτάλη.
Μα εγώ ισχνός-το βλέπεις απ’ αυτό το γράμμα μου.
Εγώ σε ποιόν θα δώσω τη σκυτάλη τάχα;
Έχω κάμποσα ανήψια μας.
Θα δούμε.

Μιλάω σαν εγώ να καθορίζω ποιος θα με κληρονομήσει,
λες και δεν γίνονται όλα ερήμην μας
όπως τα ποιήματα
ερήμην γράφονται των ποιητών.

Τα σπίτια στη Σπάρτη ξέρεις τα πήρε όλα ο Πότης.
Ο πατέρας σου και παππούς μου ήθελε να μείνουνε στο όνομα Φίλιας.
Τέλος ρημάξανε όλα.
Και πρώτα οι Φιλαίοι.
Φιλοδοξίες των ζωντανών.

Α! Μοίρασμα που θα έκανες εσύ…
η  μοίρασμα που θα έκανα εγώ…
Αν είχαμε κάτι.
Ίσως όμως ακριβώς γιατί έτσι θα μοιράζαμε
γι αυτό και τίποτα δε μας εδόθηκε.

Σε φαντάζομαι θείε-εύκολο για μας να φανταζόμαστε-
Πάνω από το φυσερό
στο μαγαζί του παππού μου και πατέρα σου
να ιδρώνεις λιώνοντας κασσίτερο για κόλλημα
σκληρά δουλεύοντας για να βοηιάς τις αδερφές σου.
‘Ετσι έλιωνε και σένα η ζωή στη φλόγα της αρρώστιας σου.
Υπερκόπωση λέγανε τότε οι γιατροί.
Φυματίωση, λέμε σήμερα εμείς οι γιατροί.

Έπρεπε να ζήσουμε θείε.
Και η τύχη η κακή με βοήθησε σ’ αυτό.
Σε μακαρίζω θείε.
Αν ζούσες θα με καταλάβαινες.
Τίποτα από ότι επιθυμεί κανένας δεν απολαβαίνει.
 
Τώρα είμαι στο χωριό από όπου και σου γράφω.
Μονος αν κι έχω τόσους συγγενείς.
Μόνος αν κι έχω γνωστούς τόσους.
Μόνος, με τη γη μας να γυρνάει κιουβαλώντας πάνω της εφτά δισεκατομμύρια ανθρώπους.

Για έναν ποιητή βεβαίως η μοναξιά-τι να στα λέω εσύ τα ξέρεις-
Δεν είναι το θέμα μας.
Είναι που όλα
Ως κι η μοναξιά
Είναι κενά και ψεύτικα.  
Είναι όνειρα μιας φαντασιάς ανύπαρκτης.
Είναι που τώρα που σου γράφω κανένα χέρι κανενός δεν γράφει
Κανένας νους δεν σκέφτεται.
Τίποτα.
Ούτε χαρτί ούτε μολύβι

Τίποτα μπροστά μου δεν υπάρχει, και, θείε, ούτε εγώ δεν είμαι ζωντανός ή πεθαμένος.
Το μόνο που νιώθω να υπάρχει μοναδικό κι αχάλαστο κι ακέριο  
Είναι η ταύτισή μας θείε Γιώργο.
Είναι που είμαστε κι οι δυο νεκροί ή αν προτιμάς-απ΄η σκοπιά σου έτσι αν το θέλεις-
Είναι που είμαστε κι οι δύο ζωντανοί

Κα τώρα να! σου γράφω απ΄το χωριό.

Είναι η φύση τόσο ωραία εδώ.
Μα πρέπει να την ξέρεις.
Ήσουνα στο γάμο του γαμπρού σου και πατέρα μου.
Γάμος όπου του πετέρα μου ο αδερφός,
στο μεθύσι τύφλα,
φώναζε σε κάθε τσούγκρισμα: Και του χρόνου!

Όλα είναι ίδια όπως τότε. Τα βουνά πέρα, οι λόφοι δίπλα μου.
Τα δέντρα μόνο λίγο πιο μεγαλωμένα.
Οι τριανταφυλλιές, το ηλιοβασίλεμα,
τοο μοναχικό δέντρο στην κορφή του απέναντι λόφου (γκορτσά είναι, αν δεν τόξερες).
 
Οι άνθρωποι αλήθεια αλλάξανε.
Γίναν ακόμα πιο ατομιστές.
Και πέρασαν πολλά.

Μα ποιος υπολογίζει τους ανθρώπους;

Και το χωριό δεν είναι εκεί που ήτανε.
Ήρθε καμιά διακοσαριά μέτρα πιο κάτω
Για νάναι οι χωρικοί κοντά στον Κουβελο-στα χωράφια τους.

Παθιάζομαι να σκέφτομαι πως είδες τα ίδια πράγματα
που κι εγώ τώρα βλέπω.
Νομίζω πως γι αυτό και ταγαπώ-που τάδε η ματιά σου.

Αχ και πόσα δεν θα είχαμε να πούμε οι δυο μας θειε μου!
Πόσα που τώρα θάβονται μέσα μου,
τσαλαπατιούνται κι αλληλομισούνται
καθώς πασκίζουνε να βγουν στο φως,
να ζήσουνε κι αυτά.
Μα πώς τόσα που είναι να προλάβουνε όλα να βγούνε;
Και όλη η πάλη και όλη η ταραχή κι οι μάχες τους
με έχουνε ρημάξει.
Χώρια που έχω την αίστηση
πως φταίω εγώ που να τα λευτερώσω δεν επρόλαβα.  
Οι δυο μας όμως,ε; Θαύματα θα εκάναμε,
μαιευτήρας ο καθένας στα παιδιά του αλλουνού.

Είδες πώς χάνομαι μιλώντας σου;

Η μετακόμιση του χωριού λοιπόν,
έγινε επί δικτατορίας
Τι άλλο θα χαμε θα εμείς θα πεις παρά δικτατορία.
 
Ναι, όμως δε θα ξέρεις τα ονόματα των δικτατόρων.
Να τα σπουδαιότερα, εκείνων που κρατήσανε για χρόνια.
Καραμανλής, Παπανδρέπου Γιώργος, Παπαδόπουλος, Παπανδρέου Αντρέας, Σημίτης.

Και το ’40 είχαμε τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
Για λίγο και θα τον προλάβαινες.
Άλλη μια πάλη ανάμεσα ληστών ποιος τα περσότερα θ’ αρπάξει.

Σήμερα ήμουνα στο σπίτι. Ψάχνοντας, βρήκα στο συρτάρι του μεταλλικού γραφείου το γράμμα σου. Ημερομηνία 13-10-34.

Κι έτσι όπως είμαι μόνος
Είπα να κάτσω να σου γράψω.