Σάββατο 9 Ιουνίου 2018

ΠΑΡΘΕΝΩΝΑΣ

Η ώρα τρεις. Η νύχτα
με το φεγγάρι σκουλαρίκι στο δεξί αυτί της
τα μαλλιαρά της χέρια απλώνει γύρω από τη γη.
Της Αθήνας βράζει το τσιμέντο. Ο Παρθενώνας
με πεταμένα τα παράσημά του κάτω
κοιμάται κι ονειρεύεται μπαρούτι.

Δυο σκύλοι ανηφορίζουν κουβεντιάζοντας.
-Είχες καλή τύχη σήμερα; ρωτάει ο ένας
που σχεδόν γέρος είναι.
-Βούτηξα ένα κομμάτι κρέας απ’ το χασάπικο.
-Καλή δουλειά. Μα να προσέχεις.
Οι άνθρωποι δε θέλουν να τους παίρνουν.
Εγώ κάτι αποφάγια βρήκα.
Η ζωή όσο πάει δυσκολεύει.

Επήγαν ίσα και κατούρησαν
στου Παρθενώνα τις κολώνες.
Εκείνος ξύπνησε από τις κουβέντες τους
κι από την αίσθηση ζεστού στα πόδια του.
-Τι ώρα είναι φίλοι; τους ρωτά.
- Τρεις περασμένες, ο μικρός του απαντάει.
-Μας συγχωρείς που σε ξυπνήσαμε,
o γέρικος ο σκύλος όλο ευγένεια λέει
μα είσαι ό,τι πρέπει για κατούρημα.
Έτσι και μεις παίρνουμε μέρος
στην αιωνιότητα, και στην τελειότητα
χτίσματος δυόμισυ χιλιάδων χρόνων.
-Καλέ μου φίλε συ,
τέλειο κι αιώνιο κάτι αν ζητάς
τράβα καλλίτερα λίγο πιο πέρα
στη χλόη και στ’ αγριολούλουδα
o Παρθενώνας πατρικά λέει αυτός
και σκεφτικός ρωτάει:
-Μα φίλοι, πέστε μου, σαν κάτι ν’ άκουσα
μέσα στον ύπνο μου.
Κάνανε πάλι κάτι απόψε τα παιδιά;
-Ναι, τα συνηθισμένα τους: σε τράπεζες γκαζάκια
περιφρονητικά λέει ο μικρότερος.
Να ’μουν εγώ στη θέση τους
δε θα ’μενε πέτρα στην πέτρα πάνω.
 -Ελπίδες έχω λέτε, συνεχίζει ο Παρθενώνας,
να ’ρθουν και κατά ’δω να με γκρεμίσουν;
-Με τα γκαζάκια τους;
Τίποτα γρατζουνιές μονάχα θα σου κάνουν.
-Φίλοι, εσείς που εδώ κι εκεί γυρίζετε,
στα δόντια σας κρατώντας τα, 
μασούρια δυναμίτη δεν μου φέρνετε παρακαλώ,
τέλος να δώσω στη ντροπή μου ετούτη;
-Και ποιος θ’ ανάψει το φυτίλι;
Εμείς δεν το μπορούμε.
Και ούτε συ έχεις χέρια.
-Ίσως ο Ουρανός με λυπηθεί
και ρίξει έναν κεραυνό κι ανάψουν.
Με κείνους τους θεούς καλά τα έχω.

Λυπημένοι οι δύο σκύλοι
που μπορεί το ουρητήριό τους να ’χαναν
μα τίποτα μη λέγοντας γι αυτό
ρωτάει όλο περιέργεια ο μικρός ο σκύλος.
-Πες μου, σοφέ μου Παρθενώνα,
και μια απορία λύσε μου
γιατί αστεία γκαζάκια ρίχνουν μόνο τα παιδιά;
Δεν έχουνε ψυχή όλο το κράτος να γκρεμίσουνε;
Τα χέρια τους τα δυνατά που πέτρα στύβουν
του κράτους δεν μπορούνε το λαιμό να στρίψουνε;

Κι ο Παρθενώνας
-Την τέτοια τη δειλιά τους να μη βλέπω
Γι αυτό να πάψω να υπάρχω θέλω, 
πίκρα όλος και ντροπή γεμάτος είπε αυτός.