Δευτέρα 4 Ιουνίου 2018

ΛΕΥΚΟ ΠΟΥΛΙ

Λευκό, λευκότατον πουλί
μ’ αφρόν εις τα φτερά του
τον πήρεν απαλότατα
στην άσπρην αγκαλιά του

και πέταξεν ανάλαφρα
ψηλά απ’ της γης τα μέρη-
λευκό πουλί, λευκότερον
απ’ τ’ άσπρο περιστέρι.

Κι όλο πετώντας πιο ψηλά
’πο της ζωής τη δίνη
τον πάει στο θόλο τ’ ουρανού
κι άβλαβα τον αφήνει.

Κι ως από κει νοσταλγικά
τη γη μας εθωρούσε
μάταια πάνω της να βρει
με πείσμα προσπαθούσε

όρη, κοιλάδες, ποταμούς,
ανθρώπους ή και κτήνη
μον’ εν’ αστέρι έβλεπε
δειλά να τρεμοσβήνει.

Και θαύμασε κι απόρησε
ποια να ’ναι η αιτία
σ’ αυτό τ’ αστέρι το μικρό
τόση να ζει κακία.