Κυριακή 3 Ιουνίου 2018

ΤΟ ΡΟΔΟ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ

Του θανάτου τη χλωμάδα
και τον τρόμο είχε σπείρει
σ' ένα ρόδο που ως εμάδα
κι εμαράθη κι έχει γείρει,

τα ωχρά του φύλλα εγίναν
τετραδίου άσπρα φύλλα
που αχόρταγα επίναν
το φαρμάκι που 'ξεχείλα

από της ζήσης του τα βάθη.
Και ρουφήξαν τα φαρμάκια
και τους πόνους και τα πάθη
τα ποθάνοιχτα χειλάκια

και ποιήματα τα φτιάξαν-
τι άλλο θα 'φτιαχναν τα ρόδα…
κι έτσι όλα ως τα ταιριάσαν
τα καθένα τους ευώδα.

Κι η λεπτή αυτή ευωδία
μες στο κάθε τους θα μείνει
ποίημα, σαν μια αιωνία
και πιστή αγαπημένη.

Και αυτό θα ευωδάει.
Και θα είναι τ' άρωμά του
όχι λούλουδου του Μάη
μα του ρόδου του θανάτου.

Σε ποιημάτων ένα τόμο
τη ζωή του έχει απλώσει
κι απ' τη φρίκη και τον τρόμο
σαν ο Χάρος τον λυτρώσει

μες στον τόμο αυτόν θα κείται
ολοζώντανα κλεισμένος
κι ας θαρρούν όλοι πως είναι
μες στη γη κι αυτός βαλμένος.