Κυριακή 3 Ιουνίου 2018

ΚΟΜΟΤΗΝΗ

Όταν του στείρου πέλαγου των πόθων η πλημμύρα
με τα μικρά της κι ύπουλα με ζώνει κυματάκια
μονάχος βγαίνω στα στενά κι ανήλιαγα δρομάκια
της πόλης όπου άγνωστον με πέταξεν η μοίρα.

Καθώς τα μάτια δω και κει μηχανικά γυρίζω
κάτι θολές βλέπω μορφές στα τζάμια να κολλάνε
και μ' ένα βλέμμα ανέκφραστο τους δρόμους να κοιτάνε
λες και μαγνήτης τις τραβά το χρώμα του το γκρίζο.

Σα ζωγραφιές νοσταλγικές μοιάζουν και λυπημένες
που ο χρόνος τους επέρασε κι είναι μισοσβησμένες
και τόσο είναι θλιβερές που λες πως όταν βρέχει,
δεν ειν' οι στάλες της βροχής στα τζάμια που κυλάνε
αλλά το δάκρυ απ' τα θολά τα μάτια τους που τρέχει
καθώς αυτές ασάλευτες τους δρόμους τους κοιτάνε.