ΟΜΦΑΛΗ ΚΑΙ ΗΡΑΚΛΗΣ
Τόνε βαρέθηκε-
τίνε σιχάθηκε στα πόδια της να τρίβεται
άντρας αυτός,
που τόσα είχε κάνει κατορθώματα.
Κι αναρωτιέται,γιατί ο έρωτας
άλλο παρά,μία σκλαβιά
να μην είναι.
Το σανδάλι της ελαφρά κινεί
κι εκείνος τρέμει
μη κι η κυρά του έπαθε κάτι,
και στα μάτια υποτακτικά τη βλέπει.
Από βαθιά πολύ έρχεται
η λαχταρισμένη του ματιά
και την υψηλή δική της
ανήσυχη αποζητά.
Τη ρόκα του ωθεί εκείνη, ενοχλημένη
και «γνέθε σκλάβε!», του πετά.
Ελαφρά ύστερα κοιμάται
στου μεσημεριού μέσα το γλυκοκάρωμα
νανουρισμένη απ’ τον μονότονο
και αλαφρόν του γνέσιμου ρυθμό.
Κι όταν ξυπνάει,
βαριά ηδονή γεμάτη,
σαν ζαλισμένη τα χέρια της χτυπά
και τις δούλες της βραχνά προστάζει:
«φέρτε τον μέσα!»
ενώ για το κρεββάτι της τραβά.
Τόνε βαρέθηκε-
τίνε σιχάθηκε στα πόδια της να τρίβεται
άντρας αυτός,
που τόσα είχε κάνει κατορθώματα.
Κι αναρωτιέται,γιατί ο έρωτας
άλλο παρά,μία σκλαβιά
να μην είναι.
Το σανδάλι της ελαφρά κινεί
κι εκείνος τρέμει
μη κι η κυρά του έπαθε κάτι,
και στα μάτια υποτακτικά τη βλέπει.
Από βαθιά πολύ έρχεται
η λαχταρισμένη του ματιά
και την υψηλή δική της
ανήσυχη αποζητά.
Τη ρόκα του ωθεί εκείνη, ενοχλημένη
και «γνέθε σκλάβε!», του πετά.
Ελαφρά ύστερα κοιμάται
στου μεσημεριού μέσα το γλυκοκάρωμα
νανουρισμένη απ’ τον μονότονο
και αλαφρόν του γνέσιμου ρυθμό.
Κι όταν ξυπνάει,
βαριά ηδονή γεμάτη,
σαν ζαλισμένη τα χέρια της χτυπά
και τις δούλες της βραχνά προστάζει:
«φέρτε τον μέσα!»
ενώ για το κρεββάτι της τραβά.