Κυριακή 3 Ιουνίου 2018

ΕΑΣΟΝ

«Έαρ: άνοιξις.
Έασον: προστακτική του ρήματος εάω-εώ.
Τηλικούτος…»

Έκλεισε το βιβλίον.
Αυτό το «έασον»
πολύ του ήρεσεν.
Αληθώς
ήτο ό, τι επί τόσον χρόνον ανεζήτει.
«Αφήνω» δεν του ήτο αρεστόν`
μα «έασον» θαυμασίως ήρμοζεν εις πάντα.

Κατά πρώτον έασε τον θεόν
(αυτό αρκούντως τον εδυσχέρανε).
Τα υπόλοιπα ήσαν εύκολα:
έασεν τα μαθήματά του -πολύ τον εβασάνιζαν-
έασεν τον θάνατον,
τας συνηθισμένας ηδονάς,
την συνείδησίν του.

Τίποτε πλέον δύσκολον δεν ήτο
με την θαυματουργόν αυτήν λέξιν ως όπλον
διότι την ησθάνετο ιδικήν του
και ως εκ τούτου την εχειρίζετο
όσον ουδείς θα ηδύνατο
αποτελεσματικώς.