Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2024

 ΣΤΟΥΣ ΑΠΟΓΟΝΟΥΣ ΜΟΥ

Στους απογόνους μου από το μνήμα
διαθήκη τους αφήνω αυτό το ποίημα:
Αγγόνια μου εσείς, δισέγγονά μου
-απόγονοί μου εσείς που ίδιο αίμα
της πόρνης ζωής μας φόρτωσε το ψέμα,
παιδιά μου, αν απ' το δέντρο το πλατύ σας
κάποιο θα βγει κλαδί διάφορο απ’ τ’ άλλα.
σαν κεντρωμένο να 'ναι μ' άλλο φύτρο-
σαν μυρωμένο να 'ναι μ' άλλες χάρες,
 κι απ' του δεντρού αν ξεκόψει την αγκάλη
και τ’ ουρανού τα κάλλη αποζητάει…

αν μες στο χαλικένιο σας το πλήθος
της θάλασσας το κύμα τ' αγριεμένο
ένα κοχύλι ανέμελο ξεβράσει,
που στον αέρα δύσκολα αναπνέει
και των νερών το χάδι λαχταράει
κι αν όλο πιάνει και αναθυμάται
τα κάλλη του βυθού που 'χει γνωρίσει
κι αν ο αγέρας όπως θα φυσάει
ένα τραγούδι αλλιώτικο θ' αφήνει
απ' το δικό σας, όταν θα περνάει
απ' τις κρυφές της ύπαρξης του κώχες…

κι αν σπίθα μια παιδιά μου, απ'  τη φωτιά σας
σαν πεταχτεί δε σβήσει στον αέρα,
αλλά μια πυρκαγιά θ' ανάψει άλλη
μες σε ξερόχορτα καυτή βυθώντας…

τότε παιδιά μου εσείς αγαπημένα
να μη το κόψτε εκείνο το κλαδάκι…
Σεις το γεννήσατε με τη χαρά σας.
Δικό σας είναι. Αφήστε το να πάει
στα ύψη που η καρδιά του τ' οδηγάει.
Το δρόμο προς τα ουράνια μην του κλείστε.
Εκεί ψηλά που αδιάκοπα ανεβαίνει
εσάς και τη γενιά σας ανεβάζει.
Εκεί ψηλά που αδιάκοπα ανεβαίνει
τον κόσμο και το δάκρυ του ανεβάζει.
Κι αν δείτε ο αγέρας πως του λείπει,
κι αν η βαριά σας σκιά το μαραζώνει,
μεριάστε λίγο τα σκληρά σας φύλλα
και δρόσο κι ήλιο αφήστε το να πάρει.
Μη να σας το ζητήσει καρτεράτε
γιατί δεν έχει γλώσσα που ζητάει
κι ο λόγος του ακριβός και δεν περσεύει.
Γιατί όλα του, ψυχή, καρδιά και σώμα
όλα δοσμένα στο ανέβασμα είναι.
Παιδιά μου μη το κόψτε το κλαδάκι.
Αφήστε το ψηλά να προχωρήσει
και τ' ουρανού τα πλατιά να γνωρίσει.
Αφήστε το ν' απλώσει τα χεράκια
τ' αστέρια στην αγκάλη του να κλείσει.
Κι όταν γνωρίσει πλέρια όλα τούτα
τότε η κορφούλα του, δυναμωμένη
με ομορφιά με σιγουριά και γνώση
του επουράνιου θόλου θα τρυπήσει
την ψεύτικη σκεπή που όλα κρύβει
και στην Αλήθεια και στο Φως θα έβγει
και-ναι-θα έβγει στην ελευθερία.
Και τότε σεις, εν' άθυρμα ως θα 'στε
μες στου χαμού σας τη νικήτρα δίνη
μέσα στο Χάος για παρηγοριά σας,
θα 'χετε τ' όφελος, την προσευχή σας
να μη την κάνετε σε θεό κανέναν
άγνωστον κι άλυπο, πικρόν και ξένο,
αλλά σε κάποιον κλάδο του δεντρού σας
που η στοργή σας έχει ανυψώσει
στα ύψη που άφταστα για σας μετράνε.

Το κοχυλάκι το ακριβό παιδιά μου
απ' του Χαμού γλιτώστε το το χέρι
που στις ακτές της θάλασσας γυρνάει
κι όπου κοχύλι όμορφο τ' αρπάζει.
Φρουροί του δίπλα του πιστοί σταθείτε
τείχος την πέτρινη καρδιά σας κάντε
την άνθινη δική του να φυλάει.
Κι όταν στης θάλασσας τα κρύα βύθη
θα σέρνεστε σπρωγμένοι από τους πλήθιους
υπόκωφους, θολούς νεροκυκλώνες
μονάχη απαντοχή σας θα ’ναι κείνο
το κάποτε αταίριαστο κοχύλι
που τώρα μ’ όλα θα 'ναι ταιριασμένο
καθώς μες στη φωλίτσα του θα στέκει
και του Χαμού θα βλέπει τη μανία
που θα προστάζει τα νερά να υψώνουν
και μ’ άγρια λύσσα ναυαγούς να δέρνουν
κι απαντοχές κι ελπίδες να σαρώνουν.
Και τότε το μικρό κοχύλι εκείνο
Σπήλια σωσμού θα φέρει εμπροστά σας
Που απ’ του χαμού τα βρόχια θα σας σώσουν
Την ίδια κλήρα του αίματος θυμώντας.

Και την που πυρκαγιά θ' ανάψει η σπίθα
που απ' τη μεγάλη σας φωτιά επετάχτη,
μη η παγερή σας η ορμή χαλάσει.
Και όταν θα 'χετε σεις όλες σβήσει-
οι όποιες φωτιές απ' του σογιού τη φλόγα-
για όλες σας εκείνη θα φωτάει
και όπως πριν θα λάμπετε σεις πάλι
μέσα στις άπονες κι αβρές του φλόγες.
Κι ό,τι εσείς δεν είχατε προφτάσει
να δείτε στο μικρό σας το ταξίδι,
για σας εκείνη σπίθες θα πετάξει
που το ταξίδι σας θα συνεχίσουν,
κι ό,τι δεν είδατε αυτές θα δούνε
κι ότι δεν κάνατε αυτές θα κάνουν.
Για σας εκείνη-να την!- ταξιδεύει,
 για σάς φωτίζει, καίει και τραγουδάει.
Και τραγουδάει τα δικά σας πάθια
και τους δικούς σας πόνους κι ομορφάδες.
Κι απ' τα σκοτάδια τα φριχτά σας μέσα
θα βλέπετε τις φλόγες τις μεγάλες
και πίσω τους να λάμπει θα θωρείτε
κάποιο άλλο φως, λαμπρότερο από κείνων,
που δε θα κατακαίει αλλά θα θάλπει
που δε θα θανατώνει-θα γεννάει.
Και η παρηγοριά σας τότε θα ’ναι
τη σπίθα που από σας βγήκε να δείτε
προς το ανέσπερο να προχωράει
το φως το αληθινό που όλα δείχνει
 και με αυτό να μένει αδερφωμένη.

Παιδιά μου αν κάποιον ποιητή θα πλάσει
του κόσμου αυτού η μονάκριβη γενιά σας-
μη μόνο τον αφήστε μες στα μίση
και στη βρωμιά και στην κακία του κόσμου.
Μη ανάλγητα μονάχο τον πετάξτε
βορά στην απονιά του ξένου πλήθους.
Μη εξιλαστήριο θύμα τόνε σφάξτε
σ' όποιας σας πάνω ανίερης ανάγκης.
Μη τον πατήστε, πάνω προσπαθώντας
στα γήϊνα τα βάθρα ν' ανεβείτε.

Κι αν στα παλιά σας ψάχνοντας βιβλία
δείτε πως έτσι κάποιοι άλλοι έκαναν
δικοί σας πρόγονοι, μην ακλουθήστε
το φοβερό παράδειγμα εκείνων.
Ανώτεροι από κεινών φανείτε
τον φθόνο, την κακία και την χαμέρπεια.
Ζωή και φύση κι ήλιος προχωρούνε:
 τη στράτα τη δική τους ακλουθήστε-
όλο ψηλότερα, κι όλο πιο πέρα,
 και όλο φωτεινότερα, παιδιά μου.
Μη σαν και κείνους τον ποιητή μισείστε,
μη στο γκρεμόν ολόισια τον σπρώξτε,
μη μόνο τον αφήσετε: αγαπήστε,
προσέξετέ τον, προστατέψετέ τον.
Αυτός απ' τ' ουρανού φέρνει τα πλάτια
χαιρετισμούς από άλλους αδερφούς σας
που υπάρχουνε η πλάση πριν υπάρξει-
που ζουν ζωής ανάγκη δίχως να 'χουν'
αυτός την ύπαρξή σας δικαιώνει-
αυτός σκοπό χαρίζει στη ζωή σας.
Προσέξετε τον-προστατέψετέ τον.
Γιατί εκείνος δύναμη δεν έχει
και τα θεριά τα γήινα θα τον φάνε-
και τ’ άλογα τα κτήνη θα τον λιώσουν.
Γιατί καιροί αυτόν τον πάνε άλλοι.
Γιατί στον κόσμο μέσα τον δικό σας
είναι καθώς αμνός σε λύκους μέσα.
 Γιατί τροφή γι αυτόνε ειν’ η αγάπη
και πιόμα η στοργή γι αυτόν μετράει.
Δίχως αυτά δεν ζει' κι άλλος κανένας
δεν το μπορεί από σας να του τα δώσει.