Μονόλογος του Ελβυτέρ από την «ΕΡΙΛΗ»
ΕΛΒΥΤΕΡ
Έρωτα παντοδύναμε, θεέ, όλων Πατέρα
γιατί χαράς δε μου 'δωσες να δω και γω μια μέρα;
Πέτρα την πέτρα το βουνό δένεις και δε χαλιέται.
Το κύμα κάνεις στο γιαλό άπαυτα να χτυπιέται.
Δένεις αέρα, γη, νερό, σε μία σφαίρα στέρια
τηνε κεντάς κι ανάμεσα από τ' άλλα σου τ' αστέρια
τρέχει αυτή ακράτηγη. Για τι; Για πού; Ποιος ξέρει
παρά το που την έπλασε αλύπητό σου χέρι…
Στου σπόρου μέσα το κορμί, χωμένο μες στο χώμα
συνάζεις μύρα, σχήματα, σταλάζεις φως και χρώμα
και κάθε χρόνο απα' στης γης τα μέρη τα σκορπίζεις'
τάχα για ποιον; τάχα για τι; Μόνον εσύ γνωρίζεις.
Μέσα στη θάλασσα οδηγάς και χύνεις τα ποτάμια,
τον πόθο για το ψήλωμα φυτεύεις στα καλάμια.
Δένεις τη μέρα με το φως, τη νύχτα με τα μάγια,
τη δυστυχιά με τη ζωή, τον πλούτο με τ' αρπάγια.
Το φλόγινο το κόκκινο ταιριάζεις με τη δύση
τον ερχομό της άνοιξης με το γλυκό μεθύσι
τη νοστιμιά του χταποδιού με του χελιού την πείνα
τη νύχτα με τ' αστέρια της και με τη λάμψη εκείνα,
τα ψάρια με τη θάλασσα, πουλιά με τον αέρα,
και με το μαύρο θάνατο της ερημιάς την ξέρα.
Τ' αρνί οδηγάς προς τη σφαγή, το φως προς το σκοτάδι,
τα ρόδα προς το μάραμα, τη ζήση προς τον Άδη.
Βαθιά ποτίζεις το χαρτί με δίψα για μελάνι
και του σωστού τ’ ακρόριζα ποτίζεις με την πλάνη.
Την πεταλούδα στη φωτιά ρίχνεις και το μικρούλι
σε τρομερό ένα θάνατο σπρώχνεις αγκαθοπούλι.
Τις αίστησες εγέννησες και κάνοντας να νιώθουν
τη δυστυχιά την ίδια τους τις έβαλες να κλώθουν.
Κι ό,τι εγέννας το 'στειλες μονάχο του να πάει
μες στα ψυχρά, παντέρημα και σκοτεινά σου χάη
και να ζητάει αιώνια χωρίς ποτέ του να 'βρει
το ταίρι του, που του 'κρυψε η βούλησή σου η μαύρη.
Έσμιξες, εξεχώρισες, σμίγεις κι ξεχωρίζεις
συγκλόνισες, ετάραξες, ταράζεις, συγκλονίζεις
και μέσα στην ασύγκριτη σύγχυση και τη βία-
και μέσα σ' όλων των στοιχειών τη φοβερή μανία
και μας μαζί μας στροβιλάς και μας μαζί μας δέρνεις
κι απ' το 'να γκρεμοτσάκισμα στ' άλλο γοργά μας φέρνεις.
Και στης ψυχής μας τ' άμετρα, τ' αβυσσαλέα βάθη
ολέθρια εφύτεψες και ψυχοφθόρα πάθη-
μικρά και μεγαλύτερα, μέγιστα και ακόμα
πάθη που αν είναι να τα πει δειλιάει κάθε στόμα.
Το πάθος για του ιππόδρομου έβαλες τ' αλογάκια,
το πάθος για τ' αλκολικό ποτό, για τα χαρτάκια,
για τα ταξίδια, τα όμορφα ρούχα και τα στολίδια,
την τέχνη, την κολύμβηση, τα δάση, τα βιβλία,
κι ακόμα πάθη χίλια δυο μπορώ να ονομάσω
χωρίς στο τέλος του μακριού κατάλογου να φτάσω.
Τόσο τα πάθη που σκορπάς πολλά και δίχως τέλος.
Τόσα. Και για καθένα τους ένα μικρό σου βέλος.
Κι οι άνθρωποι τα πάθη τους υπηρετούν. Και όλοι
άλλος πιο λίγο, άλλος πολύ, κάθε αργία και σκόλη
την αφιερώνουν δουλικά στο πάθος που τους πάει
και με το πάθος του καθείς στον κόσμο αυτόν μεθάει.
Μα ένα πάθος διάφορο υπάρχει από τ' άλλα
που πιο μεγάλο είναι μαζί απ' όλα τα μεγάλα:
για το γυναίκειο το κορμί το ακοίμητο το πάθος
που πλάτος έχει άσωστο κι αμέτρητο έχει βάθος.
Ποιος που δεν είναι ανόητος μπορεί να θεωρήσει
πως με το χρόνο αυτό εδώ το πάθος θα ξεφτίσει;
Ποιος η ύστερή του η πνοή προτού το σώμα αφήσει
του πάθους τούτου η ορμή πως θα γνωρίσει δύση-
πως από μέσα του η ορμή αυτού του πάθους φεύγει
προτού η στερνή του η πνοή απ' το κορμί του έβγει;
Ποιος θα τολμούσε να 'λεγε Κόλαση πως υπάρχει
που απ' το γυναίκειο το κορμί αιτίαν άλλη να 'χει;
Ποιος ότι τάχα μια φωτιά υπάρχει πιο φλογάτη
από τη φλόγα που σκορπάει το γυναικείο μάτι;
Ποιος πως βασανιστήριο πιο μέγα έχει γίνει
παρά να μη τον αγαπά-να μη τον θέλει Εκείνη;
Όμως οι άθλιοι άνθρωποι με κάτι ξεγελιούνται
όταν Αυτή δεν τους κοιτά-κάπως παρηγοριούνται.
Τη μια με κάποιο γέλιο Της, άλλη με μια ματιά Της
και άλλοτε μ' εν' άγγιγμα 'π' τα χέρια τ΄ακριβά Της.
Για όλους μες στη δυστυχιά υπάρχει μια ελπίδα-
για όλους έχει μι αστραπή μέσα στην καταιγίδα.
Ένα λογάκι, μιας μικρής υπόσχεσης η σπίθα
λαφρώνει το πλεούμενο που αλλιώτικα θα εβύθα.
Για όλους πλην για μένανε. Κλειστοί για μένα είναι
οι δρόμοι όλοι. Ανοιχτός μονάχα μ' απομένει
και ολορθάνοιχτος, αυτός του οριστικού χαμού μου-
χαμού κορμιού που ακολουθά εκείνονε του νου μου.
Η καθ' ελπίδα είναι για με ολότελα σβησμένη.
Κάθε χαρά ερωτική πριν γεννηθεί πεθαίνει.
Και τι ελπίδα, τι χαρά μπορώ να περιμένω
αφού η αγάπη μου γι αυτήν της είναι κάτι ξένο…
αφού δεν ξέρει τίποτα-και πώς μπορεί να ξέρει
αφού της είναι αφάνταστο πως αγαπούν κι οι γέροι..
Αφού τα δίχτυα αν μέριαζα για μια στιγμή του τρόμου
και αν Της εφανέρωνα μια μέρα τον καημό μου,
ξέρω, το γέλιο θ’ άρχιζε και δε θα σταματούσε
παρά μονάχα επειδή απ΄το γέλιο θα πονούσε.
Ναι! Είμαι γέρος! Και λοιπόν; Τι κι αν παλιά η βάρκα
σαν ταξιδεύει μέσα της μια μεθυσμένη σάρκα;
Τι κι αν τοιχώματα σκληρά φτιάχνουνε την κυψέλη
αφού πλαντάζει μέσα της η γλύκα από το μέλι;
Τι κι αν μεγάλο το δεντρί αφού κλωνάρια απλώνει
χλωρά, κάθε που Άνοιξη την ξέρα του ζυγώνει;
Και το κρασί γλυκύτερο γίνεται όσο παλιώνει.
Κι αν πάγοι σκέπουνε τη γη, ολάκερη πυρώνει.
Ίδια σοφία το παλιό βιβλίο εντός του κλείνει,
ίδια τη μάθηση σκορπά, ίδια τη γνώση δίνει.
Κι έχει ο γερο-πλάτανος μυριάριθμα κλαδάκια
όπου απαλότερ' από δυο χαϊδεύουνε χεράκια.
Πολύ καλά συ Έρωτα ξέρεις γιατί μιλάω
όσο καλά ξέρω κι εγώ πως άπαυτα πονάω.
Μάρτυρες άλλους δε ζητώ σ' αυτήν τη συφορά μου'
δω έχουμε να κάνουμε 'γω, συ και η Κυρά μου.
Εσύ όπου με λάβωσες, Αυτή που με σκοτώνει
και γω που η πληγίτσα Της τώρα με ξεματώνει.
Γιατί καιρός μ' απόμεινε λίγος για πόνο ακόμα.
’Τι θα δεχτεί τον πόνο μου το άπονο το χώμα.
Τι να Της ζήταγα λοιπόν; Ούτε αυτή τη χάρη
έχω, ενός όχι Της σκληρού να μ' έκοφταν οι χάροι.
Στέκομαι μόνο αδύναμος, πιασμένος μες στο δίχτυ
που μέσα του η λατρεία Της δεμένονε με ρίχτει.
Γέρος. Και με ποια πρόφαση μπορώ να Την αγγίξω;
Πάνω Της ούτε θαυμασμού βλέμμα μπορώ να ρίξω
Στο νου δεν το 'χει-αμήχανα κι αφύσικα θα νιώσει.
Πάλι μπορεί να προσβληθεί κι ίσως και να θυμώσει
που τέτοια μια, γέρος εγώ, έχω τολμήσει τόλμη.
Μπορεί και να το έλεγε στους γύρω Της ακόμη.
Έτσι αδιάφορο πολύ το βλέμμα πρέπει να 'χω
σαν, σπάνια, συναντιόμαστε. Και μια ευκαιρία να ψάχω
θα πρέπει για πολύν καιρό μέχρι να καταφέρω
χωρίς αυτή να με θωρεί-εμένανε, το γέρο-
να Τηνε κλείσω μες σε μιας ματιάς μου την απόχη-
και πάλι γρήγορη ματιά, ρηχή, σαν πρωτοβρόχι.
Και μήπως τάχατε συχνά Τη βλέπω; συ το ξέρεις:
όποτε πλάϊ μου θα 'θελες τυχαία να Τη φέρεις.
Κι ίσως καλλίτερο ειν' αυτό γιατί βαθιά πληγώνει
να μου μιλάει σαν να 'πλεκε, να ράβει η να ζυμώνει.
Γιατί μου είναι αβάσταγο ψυχρά να με κοιτάνε
τα μάτια Εκείνης που 'πρεπε δική μου όλη να 'ναι.
Την τελευταία τη φορά θυμάμαι που Την είδα.
Πριν λίγες μέρες ήτανε. Στο σπίτι Της επήγα.
Μα ποιο το κέρδος; Σ' όποιο πριν να πάω ήμουνα χάλι
στο ίδιο και χειρότερο σαν έφυγα ήμουν πάλι.