ΑΣΧΗΜΟΣ ΝΕΟΣ ΜΙΛΑΕΙ
ΣΤΟΝ ΦΤΕΡΩΤΟ ΘΕΟ ΕΡΩΤΑ-
ΤΟΝ ΓΙΟ ΤΗΣ ΑΦΡΟΔΤΗΣ
Αν ήσουν δίκαιος ΄΄Ερωτα
δεν έπρεπε να δώσεις
την εδική σου πεθυμιά
σε με, ούτε ν’ απλώσεις
μπρος μου του πόθου το στρατί
λεύτερο από ’μπόδια
και, σαδιστή πορνοθεέ
να μη μου δώσεις πόδια.
Σκύλε θεέ αφού ήθελες
να με κορέσεις πόθο
για της γυναίκας το κορμί,
ας μ’ έκανες να νιώθω
την πλήρωσή του: άτιμε,
ας μ’ έκανες ωραίον
το νέκταρ όλο να τρυγώ
των ποθητών θηλέων
και τη λαχτάρα της καυτής
της σάρκας να κορέσω-
υποκριτή, πουτάνας γιε
ας μ’ έκανες ν' αρέσω.
Ή πάλι αφού άσχημον
μ’ έκανες, ας με κράταες
μακριά απ’ του πόθου το χορό
και κει ας μ’ απαράταες.
Τώρα τη φλόγα που με καίει
πώς, άθλιε, να τη σβήσω,
και πώς εγώ γλυκές χαρές
αγάπης να τρυγήσω;
Γι αυτό κι εγώ κολοθεέ
φωνάζοντας στο λέω
πως είσαι η Λέρα του Όλυμπου
με λάμδα κεφαλαίο.