Σάββατο 20 Νοεμβρίου 2021

 

 

 

Νέα Ιωνία, παραμονή Πάσχα

Ωραία μέρα σήμερα είκοσι δύο του Απρίλη. Βγαίνω στο δρόμο. Περπατώ στην αγορά.

Ένας εικοσάρης νεαρός και μια δεκαοχτάχρονη δροσερή κοπέλα πλάι του βαδίζουν μπροστά μου.

Περπατώντας αντίθετα στη δική τους κατεύθυνση να και μια άλλη όμορφη κοπέλα.

Όταν βλέπονται, τρέχουν το ζευγάρι προς την κοπέλα και εκείνη προς αυτούς, σταματάνε, ανοίγουν διάπλατα τα μάτια από ευχάριστη έκπληξη, και αμέσως μετά τα χέρια σε αγκάλιασμα.

Αγκάλιασμα που γίνεται αμέσως, ενώ την ίδια στιγμή, ανάμεσα σε κραυγές χαράς, επιφωνήματα και γέλια, τα χείλη των τριών ζευγαρώνουν του ενός με του άλλου.

Και ενώ είχαν όλοι αλληλοφιληθεί, βλέπω με δική μου τώρα έκπληξη, να  συνεχίζονται τα φιλήματα ανάμεσά τους, σαν με τα περίσσια φιλιά να ήθελαν να εκμηδενίσουν κάποιον μακρύ χωρισμό.

Στο μεταξύ είχα φτάσει στο ύψος τους, όχι περπατώντας λες, αλλά κολυμπώντας σε μια θάλασσα φιλιών και έχοντας μπει κι εγώ μέσα στο κλίμα αυτό της χαράς τόσο, που ένιωθα όχι συμμέτοχός της, δικαιούχος της όμως τόσο, που μου έμοιαζε απρόσμενο και άδικο να βρίσκομαι έξω από αυτό το χαρούμενο πανηγύρι.

Με αυτά τα συναισθήματα και όταν ήμουν ακριβώς στο μάτι του ευφρόσυνου κυκλώνα στάθηκα, γύρισα προς το μέρος της παρέας και κοιτάζοντας  τα κορίτσια, τους είπα γελαστά και παραπονεμένα: «Εγώ;»

Μια έκπληξη στην αρχή, ώσπου να καταλάβουν πού πήγαινε αυτό το «εγώ;»

Το ύφος μου όμως φαίνεται πως είχε πιεί νερό από την ίδια βρύση που είχε ξεδιψάσει και την ψυχή μου και η έκπληξη δεν κράτησε πάνω από ένα ανοιγόκλεισμα ματιού. Οι δυο κοπέλες όρμησαν προς εμένα και αγκαλιάζοντάς με σφιχτά η μία μετά την άλλη, μου έδωσαν από ένα σκαστό και γεμάτο φιλί.

Αμέσως ύστερα γύρισαν στα δικά τους, εγώ συνέχισα το δρόμο μου και όλα από κει και ύστερα έγιναν με την κανονική τους σειρά.

*

Σήμερα Παρασκευή, βγήκα για φόρτιση των ηλεκτρικών μου συσσωρευτών.

Απόγεμα ανοιξιάτικο αλλά και λίγο κρύο μαζί ακόμα. Αρκετοί έξω, να απολαμβάνουν όση ευχαρίστηση μπορούν να του αποσπάσουν. Στο δρόμο με τα δέντρα βλέπω σε ένα παγκάκι έναν μπαμπά με τα δύο παιδάκια του. Ένα κοριτσάκι τριών περίπου ετών καθιστό δίπλα στον μπαμπά του στο παγκάκι και ένα αγοράκι μέχρι τεσσάρων ετών, όρθιο δίπλα του, προσπαθώντας να βγάλει κάτι φαγώσιμο από μια σακουλίτσα που κρατούσε. Ο πατέρας το συμβουλεύει: μη το βάλεις στο στόμα σου γιατί δεν έχεις πλύνει τα χέρια σου. Και γρήγορα γρήγορα το μικρό κοριτσάκι, σοβαρό μέσα στο κόκκινο φουστανάκι του, ολοκάθαρο, λαμπερό, χαριτωμένο, γυρίζοντας στον μπαμπά του τον ενημερώνει περήφανα και όλο σοβαρότητα δείχνοντάς του τα χεράκια του: εγώ τα έχω πλύνει. Και ξαναγυρίζει μπροστά του.

Αυτή η αθώα φωνούλα, αυτή η όλο αξιοπρέπεια και υπευθυνότητα δήλωση, η σιγουριά ότι έχοντας πλύνει τα χεράκια του έχει εξασφαλίσει ένα μεγάλο κομμάτι της αγάπης του μπαμπά, αυτή η άδολη, αυθόρμητη γνωστοποίηση της εκτέλεσης της υποχρέωσής του, που φως φανερό το έκανε άξιο όλης της λατρείας του σύμπαντος και της προστασίας του από κάθε τι, αυτή η αθώα αναφορά, έκανε κι εμένα συμμέτοχο της αγαθότητας που εξέπεμπε και αμέσως οι μπαταρίες της δυνατότητάς μου για ενέργεια τουλάχιστον τριών ημερών, γέμισαν. Ήμουν κι εγώ πια το ίδιο προστατευόμενος του ίδιου Σύμπαντος.

Πήρα το δρόμο για το σπίτι.

Γυρίζοντας να σου και ο Αλέξανδρος πάνω στο ποδήλατό του, το παιδί της Φλώρας. Κουβέντα και μαζί του.

Πιο πέρα να και ο υπαίθριος λουκουμαδοποιός και λουκουμαδοπώλης. Μου ανάλυσε την οκικονομικοπολιτική κατάσταση της χώρας. Τον εκτιμώ πολύ γιατί αν δεν τον εμπόδιζαν οι περιστάσεις να σπουδάσει, με το μυαλό που έχει θα γινόταν άριστος σε ό,τι όσο μεγάλο θα είχε καταπιαστεί.

Μα και ο Αλέξανδρος και ο Βασίλης, μου ήσαν «άχρηστοι» για σήμερα.

Οι ανάγκες μου είχαν, πριν τους συναντήσω, πλήρως ικανοποιηθεί.