Η ΡΌΔΙΝΗ
Ρόδινη.
Ρόδινη.
Ρόδινη.
Και πιο ρόδινη γύρω από τις θηλές των μαστών και ψηλά ανάμεσα στους μηρούς, όταν της έβλεπες από πίσω.
Απαλά Ρόδινη παντού.
Ήρθε και με πήρε από το χέρι. Δεν ήξερα πού πήγαινα. Και μου έμοιαζε ούτε και αυτή να ξέρει πού πηγαίναμε, καθώς ή περπατούσαμε ή βαδίζαμε ή πετούσαμε δεν μπορούσα να πω.
Και πάντοτε χαμογελαστή.
Με πήγε στο δωμάτιό μου.. Στην καρέκλα μου καθόταν ένας σοβαρός και με ευγενική μορφή κύριος που διάβαζε εμβριθώς ένα πολύχρωμο βιβλίο. Ήρεμος και απείραχτος από την είσοδό μας στο δωμάτιο. Σαν να μη μας είδε ή σαν να περίμενε να συμβεί αυτό και δεν χρειαζόταν ούτε να γυρίσει και να μας δει.
Το δωμάτιό μου τώρα ήταν πεντακάθαρο και τα έπιπλά του ολοκαίνουργια, και όχι σύγχρονα αλλά παλιού ρυθμού, κάποιου από εκείνους τους ευρωπαϊκούς ρυθμούς που καθόριζαν το σχήμα και την όλη όψη των επίπλων καθώς τότε συνηθιζόταν. Η Ρόδινη έκανε έναν αερένιο κύκλο γύρω από τον αναγιγνώσκοντα και ήρθε πάλι δίπλα μου.
Ρόδινη.
Και επιθυμητή να την θωρεί κανείς.
Και καθώς ήταν ρόδινη και τελείως γυμνή ως τώρα, φόρεσε ξάφνω ένα ελάχιστο κάτω εσώρουχο λέγοντας σιγά: «Και τώρα στην πισίνα»
Στην πισίνα βρίσκονταν νέοι και νέες, με τα μαγιό τους, και απολάμβαναν το μπάνιο τους, σε μια πισίνα που ήταν πολύ μικρή για να χωράει τόσους. Οι νέοι και οι νέες ήσαν όλοι πρόσχαροι και δεν διέκρινες καμία σαρκική επιθυμία να φέγγει στα μάτια τους. Μόνο όταν μπήκαμε στην αίθουσα της πισίνας όλοι και όλες στράφηκαν προς την Ρόδινη και με ελαφρές κινήσεις των χειλιών, του κεφαλιού και του σώματός τους, έδειξαν στην Ρόδινη την ευφρόσυνη διάθεση που τους προκάλεσε η έλευσή της.
Το νερό της πισίνας ερχόταν γάργαρο και καθαρό από μια πηγή λίγα μέτρα πιο πέρα.
Η Ρόδινη πλησίασε μια κοπέλα από τις λουόμενες και είχε μια χαριτωμένα φιλική κουβέντα μαζί της, μα χωρίς να ακουστεί τίποτε από όσα είπαν η μία στην άλλη.
Ένας νεαρός απόσπασε την Ρόδινη από την συζήτηση και την τράβηξε ήρεμα προς το μέρος του ώστε μα μπει κι αυτή στην πισίνα. Εκείνη τον απώθησε με το βλέμμα της μόνο, γιατί είδαν όλοι τον νεαρό να βουτάει με την πλάτη του στην πισίνα, παίρνοντας μία έκφραση κατανόησης και υπακοής για ό,τι συνέβη.
Και η Ρόδινη ξαναήρθε κοντά μου πιάνοντάς με πάλι από το χέρι.
Ξάφνω μια αναταραχή περετηρήθη εκεί. Η στάθμη του νερού της πισίνας άρχισε να υποχωρεί ταυτόχρονα με το άκουσμα ενός θορύβου σαν κάποιος να έσκαβε υπόγεια.
Σε λίγο η πισίνα ήταν άδεια ενώ μια τρύπα φάνηκε στο κέντρο της βάσης της.
Οι λουόμενοι βγήκαν και περνώντας καθένας και κάθε μία μπροστά από την γυμνή σχεδόν Ρόδινη, αφού υποκλίνονταν έφευγαν χορεύοντας.
Η Ρόδινη με κοίταξε σαν να μου έλεγε «πάει κι αυτό».
Ύστερα «έλα!», μου είπε, τρέχοντας αέρινα. Το αραχνοϋφαντο κάτω εσώρουχο που φορούσε, τώρα δεν υπήρχε. Ρόδινη η υποψία δέρματος που την έντυνε, ρόδινο τρέξιμο, ρόδινο χαμόγελο.
Φτάσαμε έτσι μπρος στην πόρτα του ασανσέρ της πολυκατοικίας μου. Εκεί περίμεναν άντρες και γυναίκες να μπουν με τη σειρά τους στο ασανσέρ. Η Ρόδινη άνοιξε διάπλατα τα χέρια της και το ίδιο διάπλατα άνοιξε και η πόρτα του ασανσέρ. Μπήκαν μέσα όλοι οι αναμένοντας ευχαριστώντας τη Ρόδινη καθώς ένας ένας περνούσαν από μπροστά της. Ένιωσα μεγάλη έκπληξη γιατί το ασανσέρ δεν ήταν τώρα ο μικρός και άθλιος χώρος που ήξερα, αλλά μια απαστράπτουσα αίθουσα με όλα τα απαραίτητα μέσα. Χερούλια, μπάρες, και καθρέφτες ολόγυρα έτσι που κανένας να μην εκφεύγει από τα όρια των δυνατοτήτων του.
Όταν το ασανσέρ ήρθε πάλι μπροστά μας, η Ρόδινη με πλησίασε, έγειρε προς εμένα και πλησίασε τα χείλη της στα χείλη μου κάνοντας μία κίνηση φιλήματος. Κατόπιν πλατυνόμενη με αγκάλιασε από παντού γύρω, χωρίς ούτε να με αγγίξει καθόλου. Τα μόνα που δεν επλατύνθησαν ήσαν τα γυμνά ρόδινα στήθη της. Ένιωσα μια αόριστη έξαψη που και αυτήν την ελαχιστοποίησε ακόμα περισσότερο ένας ήχος που βγήκε από το στόμα της Ρόδινης, που αφού πλανήθηκε στον αέρα σαν μουσική που θύμιζε το μοτίβο της Ενάτης Συμφωνίας, έφτασε στ’ αυτιά μου όντας μετασχηματισμένος σε ανθρώπινη φωνή που είπε «Όχι ακόμα».
Το ασανσέρ μάς πήγε σε ένα διαμέρισμα που έμοιαζε με το δικό μου.
Το διαμέρισμα αυτό όμως τώρα ήταν απίθανα μεγάλο και εφοδιασμένο με όλα τα απαραίτητα ενός σύγχρονου και αξιοπρεπούς διαμερίσματος.
Μέσα εκεί βρίσκονταν ένα μικρό πλήθος ανθρώπων, χωρίς να έχουν κάποιο κοινό στοιχείο που να τους κατατάσσει σε μια ομάδα, σε ένα φύλο, σε μια κοινή καταγωγή, ή σε κάτι που να επιδιώκει με τις ενέργειές τους έναν κοινό σκοπό.
Καθένας τους έκανε κάτι διαφορετικό από ό,τι οι άλλοι.
Ένας σιγοτραγουδούσε, άλλος προσπαθούσε να γράψει κάτι στον τοίχο ενώ κάποιος άλλος ερχόταν το κατόπι του σβήνοντάς το με μια μαύρη μπογιά. Κάποιος άλλος ύψωνε τα χέρια του σαν να κρατούσε με αυτά κάτι εύθραυστο, με μια έκφραση ικανοποίησης για ό,τι είχε καταφέρει. Και άλλοι άλλα.
Από όλους τους, ο κύριος που διάβαζε ήταν ο μόνος συνδετικός κρίκος μεταξύ του πριν και του τώρα δωματίου μου, στο οποίο τώρα είχαν τόσοι μαζευτεί.
Και εκείνος όμως, με το που μπήκαμε, σηκώθηκε, μάζεψε αργά και με τελετουργικές κινήσεις τα βιβλία του και έφυγε. Μόνο φεύγοντας έστειλε με μια κίνηση των χειλιών του ένα φιλί στη Ρόδινη, που εκείνη δεν του ανταπέδωσε.
Ένας κατσαρομάλλης αχθοφόρος μάζευε τα ρούχα μου και τα τοποθετούσε σε ένα αμαξίδιο σαν εκείνα που βάζουν μέσα του τα ψώνια τους οι πελάτες των σούπερ μάρκετ.
Ένας άντρας και μια γυναίκα μάλωναν χαμηλόφωνα με τα πρόσωπά τους ξαναμμένα.
Μια χοντρή κυρία που έγραφε πάνω στο τεράστιο πεσμένο στήθος της «ΣΑΠΦΩ», μας χαμογελούσε με ένα ηλίθιο χαμόγελο.
Η Ρόδινη με μιαν αιώρηση του δεξιού χεριού της που η νοητή τροχιά της εκτεινόμενη κάλυπτε όλους τους μέσα στο δωμάτιο ευρισκόμενους, μου είπε: «Να ο καθρέφτης μου».
Ύστερα χτύπησε τα χέρια της που έβγαλαν έναν ήχο σαν παφλασμού. Τότε όλοι οι μέσα στο δωμάτιο ευρισκόμενοι στάθηκαν στην σειρά ο ένας πίσω από τον άλλο και άρχισαν να βγαίνουν από την πόρτα, περνώντας εμπρός από την Ρόδινη.
Εκείνη, έδινε σε καθέναν που έβγαινε ένα κομμάτι από το σώμα της. Σε έναν το δεξί της μάτι, σε άλλον το γόνατό της, σε έναν τρίτο το μισό κρανίο της. και συνέχισε έτσι ώσπου για τον τελευταίο εξερχόμενο δεν έμενε να του δώσει παρά το μεγάλο νύχι του δεξιού της ποδιού.
Και τότε ακούστηκε μια σιγανή χαδιάρα φωνή να ψιθυρίζει μέσα στο αυτί μου: «Τώρα είμαι ολόκληρη δική σου».