Πέμπτη 4 Νοεμβρίου 2021

(από τα «ΠΑΛΑΙΘΕΤΑ»)

Της άνοιξης δε μ' άγγιξεν εφέτος το μεθύσι
ούτε το ηλιοβασίλεμα καθώς
ο ηλιος κουρασμένος κι ερυθρός
βουτάει μέσα στη θάλασσα να σβήσει.

Τις μέρες που ήτανε να βγω να δω τα χελιδόνια
εμένα με βασάνιζε η φωνή
κι έκανε την καρδιά μου να πονεί
απ' της γαζίας που έβγαινε τα κλώνια.

Και η φωνή μου έλεγε για κάποιαν αγριεμένη
φλόγα, που θα 'ρθει βιαστική
και σε μια κλίνη νεκρική
θα κλείσει όλη τη σάπιαν οικουμένη.

Και για το θάμα του νερού,μου 'λεγε, που δε θα 'χει
ρώμη να σβήσει τη φωτιά
που θα θεριεύει απ' το νοτιά
και που θα καίει το δάσο σαν το στάχυ.

Κι έτσι με φόβο και ντροπή η άνοιξή μου
πήγε' και θα θυμάμαι παγερή
μιαν άνοιξη, που ανήλεοι καιροί
την πήραν και την έχασαν για πάντα απ' τη ζωή μου.