ΑΛΙΣΙΑ
Ελεύθερος είναι εκείνος που πραγματικά σκέφτεται
Ρόζα Λούξεμπουργκ
Κωμόπολη.
Σπίτι της Μαρίας.
Πρόσωπα! Μαρία, γειτονισσα, Αλίσια, Πατέρας.
Μεσημέρι.
ΜΗΤΕΡΑ
Αϊ! η φτώχεια! Που σκοτώνει
περσότερο από το θάνατο! Αϊ!Η φτώχεια! Πώς θα πληρώσω το νοίκι μου εγώ τώρα;
Πώς θα έχω ρημάδι φως να βλέπω τα βράδια; Πώς θα αγοράσω τα φάρμακά μου; Με τι
θα πάρω ένα κομμάτι ψωμί να κορακιάσω; Αϊ φτώχεια! Σκύβεις τα μάτια χάμου και
κοιτάς να πορευτείς με τα χορτάρια και με τ’ αγριολούλουδα. Με τα σκισμένα ρούχα
σου ντυμένη πας να δουλέψεις και σου κλείνουνε την πόρτα. Απλώνεις το χέρι να
ζητιανέψεις και σου κόβουνε το χέρι. Σηκώνεις τα μάτια κατά τον πλούτο και σου
δίνουνε μια κατραπακιά και σου κατεβάζουνε το κεφάλι. Αρπάζεις ένα ξεροκόμματο
να κρατηθείς στη ζωή, σε βάζουνε μέσα για κλεψιά. Κι όταν παίρνεις μια πέτρα να
τους πετάξεις σου απαντάνε με σφαίρες. Αϊ φτώχεια! Που σ’ έχουνε καταφέρει
τρομοκρατώντας σε κάθε ημέρα να δέχεσαι άφευγο κακό πως είναι οι άλλοι να
καλοζούν, ενώ εσύ χίλιες φορές τη μέρα να κακοπεθαίνεις! Αϊ φτώχεια! Που σ’ έχουνε
με αφιόνι ποτισμένη τόσο που νομίζεις δίκαιους τους νόμους που εφτιάξανε για να
σε βασανίζουνε
Που χαίρεσαι ένα κόκκαλο σα βρίσκεις την πείνα σου μ’ αυτό να λιγοστέψεις και
που φιλείς και με λατρεία γλύφεις το χέρι όπου σου το ’χει πεταμένο! Που το
φόβο έχουν βάλει μες στο μυαλό, το φόβο στην ψυχή σου, στις πράξεις και στις
σκέψεις σου το φόβο, για να μπορούνε άφοβα εκείνοι σαν τα παχιά, τ’αναίστητα
γουρούνια ήσυχοι το αίμα σου να σου ρουφάνε! Αϊ φτώχεια! Που απόμακρα σε
κρατάνε από πατρίδες άλλες, που και πλούτο έχουν και που σωστά τον έχουνε
μοιράσει και οι φτωχοί εκεί σα σε γιορτάσι ζούνε, χαίροντας ίδια με τους
πλουτισμένους, γιατί το κράτος στις πατρίδες κείνες απ’ τους φτωχούς δεν
υστερεί ό,τι χρεία έχει ώστε αξιόπρεπα κι αυτή να ζήσει. Και γιατί η φτώχεια
στις πατρίδες κείνες ξέρει ότι των αλλωνώνε ο πλούτος δε θρέφει τη δική της
δυστυχία... Αϊ φτώχεια! Μαράζι της καρδιάς! Σαράκι στα φτερά της αγάπης! Στης
ευτυχίας το κορμί μαχαίρι! Αϊ φτώχεια που μαυρίζεις το χρυσό φτερό της πεταλούδας
και μαραίνεις της ζωής τ’ ολόδροσο άνθι! Αϊ φτώχεια! Που σε μισώ μόνο τόσο ίσα
να μην πεθάνω, αφού εισ’ η ίδια μου η ζωή...
(Μπαίνει η Γειτόνισσα κρατώντας
μια πετσέτα που μέσα έχει διπλώσει χόρτα)
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
Με ποιόνε τα ’βαλες Μαρία;
ΜΗΤΕΡΑ (με το ίδιο ύφος)
Με τη φτώχεια μου τη μαύρη. Με τι άλλο; (Με φιλόξενη διάθεση και βάζοντας μια
καρέκλα κοντά στη γειτόνισσα) Κάτσε. (κάθονται)
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
Σου ’φερα λίγα χόρτα. Τα μάζεψα χτες. Κι ένα κομμάτι χορτόπιτα για την Αλίσια. Της αρέσει... το γλυκούλι
μου... Γύρισε από το σχολείο;
ΜΗΤΕΡΑ
Όχι ακόμα. Την περιμένω.
(δείχνοντας τα χόρτα)
Μα δεν έπρεπε να μπεις σε τέτοιον
κόπο. Εσύ για να μαζέψεις μια βράση πονάει τρεις μέρες η μέση σου.
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
Και τι θα κάνω; Θα πονέσει, θα
ξεπονέσει. Πρέπει να ζήσω. Κι όσο μπορώ και περπατώ θα μαζεύω χόρτα, θα πλένω
τα ρούχα μου, θα μαγειρεύω. Ώσπου να μας κόψουνε και τα λίγα που μας δίνουνε,
να μην έχουμε να πληρώσουμε τα φάρμακα και να ψοφήσουμε κι εμείς.
ΜΗΤΕΡΑ
Τα ’μαθες; Χτες βράδυ αποφασίσανε νε μας κόψουνε και το επίδομα λέει.
ΓΕΙΤΌΝΙΣΣΑ
Τα ’μαθα. Μου τα είπε ο γιος μου.
ΜΗΤΈΡΑ
Αυτουνού η δουλειά είναι σίγουρη κανέμου;
ΓΕΙΤΌΝΙΣΣΑ
Προς ώρας ναι. Αλλά με πετσοκομμένο μιστό κι αυτός.
ΜΗΤ
Έχεις καλό παιδί. Σε ακούει και σέβεται και σένα και τον πατέρα του.
ΓΕΙΤ
Δε λέω, ευλογία θεού είναι. Μακριά από παρέες, από πιοτί και από πολιτικές. Μα η δουλειά του είναι βαριά. Αν είχε ένα χαρτί κι αυτός, θα δούλευε πιο ξεκούραστα.
Κι αν κι ο άντρας μου είχε το μυαλό που έχει ο γιος μου, τότε θα είχε μια δουλίτσα κι αυτός και δε θα κακοπερνάγαμε. Μα όλο τσακώνεται όπου πάει-τι σου τα λέω, τα ξέρεις, του φταίει το ένα και το άλλο και τόνε διώχνουνε. Όταν δούλευε στα χαρτόκουτα τον ενοχλούσε που το αφεντικό με κόλπα που έκανε λιγόστευε κάθε τόσο τους μιστούς των υπαλλήλων.
ΜΗΤ
Δίκιο έχεις, έπρεπε να μη μιλάει. Εγώ λέω πολλά αλλά εμένα δεν μου κόβουνε το μηνιάτικο, η νοικοκυρά δεν έχει μιστό…
Και μένα ο δικός μου ο γιος, και που πηγαίνει στο πανεπιστήμιο ποιο θα είναι το χαϊρι του νομίζεις; Και να το πάρει το χαρτί αδιόριστος θα μείνει. Το λένε οι τηλεοράσεις κάθε μέρα. Μας ρημάξανε οι κλέφτες. Ούτε δουλειές ούτε τίποτα.
ΓΕΙ
Δεν ξέρεις τι γίνεται αύριο. Μπορεί ν’ αλλάξουνε τα πράγματα.
ΜΗΤ
Αν δεν αλλάξουν οι ανθρώποι τα πράματα δεν αλλάζουν από μόνα τους Γιωργιώ. Αλλά και το χαρτί δεν βλέπω να το παίρνει έτσι που έχει μπλέξει με τη λεγάμενη.
ΓΕΙ
Τη Ντόρα;
ΦΩΝΉ ΤΟΥ ΠΑΛΙΑΤΖΉ
(απ’ έξω)
Όλα τα σίδερα και τα παλιά αγοράζω… ο παλιατζήηηης…
ΜΗΤ
Έχεις τίποτα για τον παλιατζή;
ΓΕΙΤΌΝΙΣΣΑ
Όχι.
ΜΗΤΈΡΑ
…Αυτήνε. Έτσι τη λένε. Είχε που είχε μπλέξει με τα πολιτικά, ήρθε και η αφεντιά της και πάει κατά γκρεμνού το χαρτί. Μια κλέφτρα, μια καμπαρετζού. Τι να τα λέμε… Τις άλλες την είχανε μέσα για μια βδομάδα. Ο Φάνης την έβγαλε με λεφτά που δανείστηκε από δω κι από κει.
ΓΕΙ
Ο Φάνης είναι μυαλωμένος. Ξέρει αυτός ως πού μπορεί να φτάσει.
ΜΗΤ
Ήτανε μυαλωμένος. Μέχρι που μπήκε στο αίμα του το μικρόβιο της πολιτικής καλά επήγαινε. Έμπλεξε με σοσιαλιστάδες πώς τους λένε κι έχει γίνει αγνώριστος. Του ανάβει το αίμα η ανέχεια του κοσμάκη και τα πλούτια των μεγάλων και τότες όλο επαναστάσεις ονειρεύεται. Βρε, του λέω, κάτσε να πάρεις το χαρτί σου και ύστερα πια, άμα το θέλεις, κάμε του κεφαλιού σου. Και ’γω τον ίδιο καημό έχω. Μα εγώ δεν έχω να πάρω χαρτί. Μα να ’χεις το χαρτί παρμένο πρώτα. Τίποτα αυτός. Δεν ξέρεις εσύ μου λέει. Μετά ήρθε κι αυτή, χειροτέρεψαν τα πράματα. Δεν ξέρω τι θα γίνει Γιωργιώ μου. Δεν ξέρω τίποτα πια. Όλα μετριούνται πια με άλλα μέτρα κι εμείς δεν τα έχουμε. Τα έρμα τα γερατειά δεν φέρνουνε αρρώστιες μόνο μα και το ξέκομμα από την κοινωνία. Δε νοιώθεις και συ να ζεις σε έναν άλλο κόσμο από κείνον που ζούσαμε εμείς μικρές; Τις ίδιες λέξεις λες, δε σε καταλαβαίνουνε. Τα ίδια πράματα κάνεις, σε κοιτάνε παράξενα. Βρε, λες, αυτό είναι στραβό, όχι, είναι ίσο σου λένε, το δικό σου είναι στραβό… Κάνω προσπάθεια να πιστέψω ότι αυτοί έχουνε το σωστό, μα δεν το μπορώ η έρμη… Λες και τους μεγαλώσανε άλλες μάνες κι όχι εμείς και τους βάλανε στο μυαλό άλλες ιδέες φερμένες ποιος ξέρει από πού…
ΓΕΙ
Όλες οι μανάδες σήμερα άλλη λίγο άλλη πολύ τα ίδια νιώθουνε όπως εσύ. Δε γίνεται αλλιώς. Αυτή είναι η πρόοδος φαίνεται.
ΜΗΤ
Εμείς γιατί δεν είχαμε αυτή την πρόοδο; Γιατί κάναμε όπως οι μανάδες μας; Τι σόι πρόοδος είναι αυτή που πάει κόντρα σε συνήθια τόσων γενιώνε; Κι ακόμα αν είναι πρόοδος πού θα βγάλει; Τα παιδιά των παιδιών μας πού θα φτάσουνε; Ποια μοίρα τα περιμένει;Ποιος τα ξέρει αυτά; Ακόμα και κείνοι που τα κάνουνε ιδέα δεν έχουνε πού θα βγούνε. Ακολουθούνε το ρέμα. Κι όπου πάνε…
ΓΕΙΤ
Έχει και για μας ο θεός Μαρία.
ΜΗΤ
Το λες γιατί ακόμα εσύ βαστιέσαι.
Άμα φτάσεις στα χρόνια μου και δεν μπορείς να περπατήσεις, τότε;
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
Τότε γεροκομειό-τι άλλο...
ΜΗΤΕΡΑ
Να κυλιέσαι μέσα στις βρωμιές και να κατουριέσαι πάνω σου. Κι οι πλούσιοι να
τρώνε με χρυσά κουτάλια και να τους σερβίρουνε δυο λακέδες μαζί σε ασημένια
πιάτα...
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
Αυτή είναι η μοίρα της φτώχειας.
ΜΗΤΕΡΑ
Μαχαίρι τους πρέπει των αχόρταστων φονιάδων. Μόνο με χωρίς χέρια δε θα κλέβουνε.
Μόνο με χωρίς στόμα δε θα τρώνε. Μόνο πνιμένοι στο αίμα τους θα ησυχάσουμε από
δαύτους. Μα ποιος-ποιος θα το κάμει; Ποιος;
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
Μη λες τέτοια Μαρία μου. Άνθρωποι κι αυτοί. Κι ύστερα δεν είμαστε δα και
κουρελήδες, Δόξα στο θεό, έχουμε το σπιτάκι μας, έχουμε ένα πιάτο φαϊ την
ημέρα, βολευόμαστε.
ΜΗΤΕΡΑ
(Οργισμένη)
Άνθρωποι! Άνθρωποι αυτοί; Αυτά τα γουρούνια;-τι λέω γουρούνια, τα γουρούνια
κάποτε σταματάνε να τρώνε. Μα ετούτοι γιομίζουνε και τις αποθήκες τους. Κι όταν
γεμίσουνε κι αυτές φκιάνουν κι άλλες.(σταυροκοπιέται) Που να τους γίνουνε ο
τάφος τους γρήγορα άγιε Γρηγόρη μου! Και δεν είμαστε φτωχοί λες λοιπόν, ε; Τι
περίμενες, να μην έχουμε ούτε ένα ξεροκόμματο για να είμαστε φτωχοί; Σήμερα
Γιωργιώ μου φτωχός δεν είναι κείνος που δεν έχει να φάει ψωμί, είναι κείνος που
δεν έχει ανθρώπινο σπίτι με τα ηλεκτρικά του μέσα, είναι αυτός που μετράει την τσέπη
του πριν να πάει στον μπακάλη. Καλή είσαι και συ…
ΓΕΙΤΌΝΙΣΣΑ
Σήμερα όλο κατηγόρια είσαι. Τι σ’ έχει ανάψει σήμερα;
ΜΗΤΈΡΑ
Μωρέ εγώ όλο τους τα ψέλνω. Μη
και κάθε στιγμή δεν έχω αιτία γι αυτό; Μα μη βλέπεις όταν είναι μπροστά ο
Φάνης, τότε κάνω πίσω γιατί είναι που είναι πάντοτε έτοιμος για φωνή και για
πάλη, αν τον τσιγκλάω κι εγώ με τις κουβέντες μου…
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ (με κατανόηση)
Ξέρω… Δε μου λες είναι μπλεγμένος και στα χτεσινά;
ΜΗΤΈΡΑ
Στα σπασίματα στο κέντρο λες;
ΓΕΙΤΌΝΙΣΣΑ
Ναι.
ΜΗΤΈΡΑ
Ποιος τον ξέρει… ακόμα δεν τον είδα σήμερα. Θα κοιμήθηκε πάλι στης προκομμένης. Και μήπως μου λέει και πού ήτανε κάθε φορά; Έρχεται, τρώει, πλένεται, κοιμάται καμιά φορά κι αυτό είναι όλο. Αχ καημένη, τα σημερινά παιδιά…
ΓΕΙΤΌΝΙΣΣΑ
Καλά τα παιδιά, όμως εγώ θυμάμαι που παλιά δεν είχαμε λάδι στο σπίτι. Τώρα το
μπουκάλι είναι γεμάτο.
ΜΗΤΕΡΑ
Φύλα το λάδι για το καντήλι του τάφου σου λοιπόν-χτυπάω ξύλο… Σήμερα πρέπει να
ανοίγεις το ψυγείο σου και να το βλέπεις γεμάτο. Σήμερα φτώχεια είναι να μην
έχει το παιδί σου δουλειά, να μην έχει μέλλον.
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
Δεν ξέρω τι να ειπώ.
(Σιωπή)
(Μπαίνει η ΑΛΙΣΙΑ.Είναι συγκινημένη και ευτυχισμένη. Πηγαίνει κατευθείαν στη
ΜΗΤΕΡΑ)
ΑΛΙΣΙΑ
Θεία...
ΜΗΤΕΡΑ
Καλό στο πουλάκι μου...
ΑΛΙΣΙΑ
Θεία...
ΜΗΤΕΡΑ
Ναι καλό μου...
ΑΛΙΣΙΑ
Θεία, τ’ αστέρια τα ΄χω μέσα στην καρδιά μου.
ΜΗΤΕΡΑ
Ναι πουλάκι μου, ναι. (τη φιλάει) Μα δε βλέπεις; Είναι εδώ και η γειτόνισσα. Δε
θα τη χαιρετήσεις;
(H Αλίσια φιλεί τη γειτόνισσα.)
Πήγαινε τώρα μέσα ν΄αφήσεις την τσάντα σου χρυσό μου
ΑΛΙΣΙΑ
(γυρίζει στη ΜΗΤΕΡΑ)
Δεν με πιστεύεις θείτσα μου; Όλα τα έχω εδώ μέσα.
(δείχνει το μέρος της καρδιάς)
ΜΗΤΕΡΑ
Ναι γλυκούλι μου, ναι.
(Τη φιλεί)
ΑΛΙΣΙΑ
Δεν με πιστεύεις θείτσα. Ή μήπως δεν μπορείς να με καταλάβεις;
(Σκέπτεται)
Να στο πω αλλιώς...να: η καρδούλα μου είναι ο ουρανός.
(Η ΜΗΤΕΡΑ την αγκαλιάζει και τη
φιλά παντού)
ΜΗΤΕΡΑ
Ναι φως των γέρικων ματιών μου. Ναι ψυχούλα της ψυχής μου. Ναι αγγελάκι μου.
(Της βγάζει την τσάντα και της την δίνει στο χέρι)
Πήγαινε μέσα την τσάντα σου μωρό μου και πλύνε τα χεράκια σου.
(Την οδηγεί απαλά ως την πόρτα)
ΑΛΙΣΙΑ
(Βγαίνοντας,στρέφει και
δείχνοντας το στήθος της με το χέρι)
Ναι, είναι.
(βγαίνει)
ΜΗΤΕΡΑ
(Γυρίζει με γλυκιά απογοήτευση προς τη γειτόνισσα)
Το αθώο μου πλασματάκι! Όλα γι
αυτήνε είναι ωραία. Παραμυθένια. Εσύ την ξέρεις ένα χρόνο τώρα. Μα από μικρό
έτσι μου ήτανε. Στην αρχή κι εγώ για κουτό το έβλεπα. Μα όταν ο καταραμένος ο
σεισμός χάλασε πατέρα και μάνα της και το πήρα κοντά μου, τότε είδα τι
πραγματικά είναι. Είναι η αθωότητα που χάθηκε από μένα. Είναι ο άλλος μου
εαυτός που ποτέ δε θα είμαι. Είναι η ισορροπία του σπιτιού μου: η κακή και η
φωνακλού και η γκρινιάρα εγώ και αυτή η γλυκιά και η άκακη. Φύλαγέ το αρχάγγελε
Γαβριήλ... Είναι η άφεση των αμαρτιών μου. Είναι ο Παράδεισος κι εγώ η Κόλαση.
Έτσι τα ζύγιασε κάποιος-μέσα στη δυστυχία μου η χαμένη μου ευτυχία. Φορές δεν
ξέρω τι να σκεφτώ. Να στενοχωριέμαι που είναι έτσι αλλιώτικα καμωμένο, ή να
χαίρουμαι που είναι ένα αγγελάκι;
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
Χτες ήρθε κάτω από το παράθυρο της κουζίνας μου και τραγουδούσε. Εκράταγε ένα
μικρό τριαντάφυλλο και το συχνοεμύριζε. Να χαίρεσαι βέβαια. Τέτοια ψυχούλα
χρυσή...
ΜΗΤΕΡΑ
Και πώς θα ζήσει χωρίς εμένα; Ποιος θα το φροντίσει;
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
Με το σχολείο πώς τα πάει; Τι λένε οι δασκάλοι;
ΜΗΤΕΡΑ
Στην πρώτη τάξη δεν ξέρανε τι να κάνουνε μ’ αυτό. Πάρτο από το σχολείο
κυρα-Μαρία, μου λέγανε. Γράμματα δεν πρόκειται να μάθει. Καλό κορίτσι αλλά
γράμματα δεν πρόκειται να μάθει. Τους παρακάλεσα να μου το κρατήσουνε. Έπρεπε
λέει να το πάω σε σχολείο για καθυστερημένα παιδάκια. Καθυστερημένο παιδάκι το
μωράκι μου! Άκου λόγος που βγήκε από το στόμα τους! Όλοι τους εκείνοι έπρεπε να
πηγαίνουν σε σχολείο για καθυστερημένους-καθυστέρηση είναι η ανθρωπιά; Εκείνοι
θέλουνε μαθήματα για να γίνουνε ανθρώποι. Έπεσα με τα μούτρα και το διάβαζα-τι
κατάφερα; Κουτσά στραβά πέρασε δυο τάξεις αφού έμεινε δυο χρονιές στην κάθε
μία. Τι άλλο να έκανα; Να λέω ότι πηγαίνει σχολείο-ότι μαθαίνει γράμματα. Αϊ!
Τώρα μπορώ ακόμα να το κοιτάζω. Όταν θα φύγω από τον κόσμο αυτόνε τι θα
απογίνει;
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
Μην το σκέφτεσαι. Για όλους τους ανθρώπους φροντίζει ο Πανάγαθος.
ΜΗΤΕΡΑ
Μη λες τέτοια χοντρά ψέματα. Φροντίδα κι αυτή για την οικογένειά μου...
(μπαίνει η Αλίσια σκεφτική)
Τι σκέφτεσαι κοριτσάκι μου;
(η ΑΛΙΣΙΑ δεν απαντάει))
Τι σκέφτεται το κοριτσάκι μου;
(χειρονομία απόγνωσης προς τη ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ. Σηκώνεται και με δυσκολία γονατίζει μπροστά στην ΑΛΙΣΙΑ. Της πιάνει τα χέρια και την ρωτάει γλυκά)
Πού είναι το μυαλουδάκι σου μικρό
μου αγγελάκι;
ΑΛΙΣΙΑ
(συνέρχεται. Σιγά)
Στα πουλάκια. Στο σχολείο, στα διαλειμματα, βλέπω πάνω στη μουριά της αυλής μας τα πουλάκια. Έρχονται, φεύγουν, πετάνε, παίζουν και κυνηγιούνται στον αέρα. Πετάνε θεία! Πετάνε! Όπως εμείς περπατάμε! Πόσο τ’ αγαπώ! Και πόσο μ’ αρέσουν! Ας ήμουνα κι εγώ ένα πουλάκι!..
ΜΗΤΕΡΑ
Έλα κοριτσάκι μου τώρα να ξεκουραστείς από το δρόμο και σε λίγο θα έρθει και ο Φάνης να φάμε.
ΑΛΊΣΙΑ
Πού είναι ο ξαδερφούλης μου;
ΜΗΤΈΡΑ
Έχει πάει έξω να βρει λεφτά. Δε θ’ αργήσει. Έλα, κάθισε στην καρέκλα. Μην
ανησυχείς.
ΑΛΙΣΙΑ
Δε θέλω να πάθει κακό ο ξαδερφούλης μου.
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
Είναι καλά ό ξαδερφούλης σου μωρό μου.
ΑΛΙΣΙΑ
Δε θα τον κλείσουνε πάλι στη φυλακή;
ΜΗΤΕΡΑ
Όχι μικρούλι μου. Όχι.
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
(με σκοπό να αλλάξει την ατμόσφαιρα)
Τι μάθατε σήμερα στο σχολείο Αλίσια;
ΑΛΙΣΙΑ
(στη γειτόνισσα)
Φορούσε το κόκκινο πουκάμισο;
(η ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ κοιτάζει ερωτηματικά τη ΜΗΤΕΡΑ)
ΜΗΤΕΡΑ
Ναι μωρό μου. Και το μαύρο παντελόνι.
ΑΛΙΣΙΑ
(έξαφνα χαρούμενη)
Και τα μαύρα του τα γάντια;
ΜΗΤΕΡΑ
Ναι μωράκι μου, ναι. Μα πες μας, τι μάθατε σήμερα στο σχολείο;
ΑΛΙΣΙΑ
Ότι όλοι οι άνθρωποι είναι καλοί.
ΜΗΤΕΡΑ
Τίποτ΄ άλλο; Δε σας είπε άλλα πράγματα η δασκάλα;
ΑΛΙΣΙΑ
Μάς είπε θείτσα. Μίλαγε όλη την ώρα. Και οι λέξεις που έλεγε πετούσανε σαν
πεταλουδίτσες στον αέρα. Και άπλωνα τα χεράκια μου να τις πιάσω μα δεν
μπορούσα. Όλες φύγανε. Μόνο αυτές οι λέξεις μπήκανε στην ψυχούλα μου και
φτιάξανε εκεί μια ωραία φωλίτσα. Όλοι οι άνθρωποι είναι καλοί. Μόνο αυτό. Όλα
τα άλλα έφυγαν.
ΜΗΤΕΡΑ
(την αγκαλιάζει...)
Τι θα γίνω εγώ με σένα...
(Βήματα από έξω. Μπαίνει ο ΠΑΤΕΡΑΣ)
ΠΑΤΕΡΑΣ
Γεια σας. Γεια σου κυρα-γειτόνισσα.
(Η Αλίσια τρέχει, κρεμάζεται από τον λαιμό του και τον φιλεί)
ΑΛΙΣΙΑ
Καλώς ήρθες πατερούλη μου.
ΠΑΤΕΡΑΣ
Καλώς σε βρήκα μωράκι μου. Είσαι καλά;
ΑΛΙΣΙΑ
Καλά είμαι πατερούλη.
(βγαίνει)
ΜΗΤΕΡΑ
Γεια σου άντρα μου.
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
Καλώς τον κυρ-Γιάννη.
(σηκώνεται)
Ότι έφευγα κι εγώ.
ΠΑΤΕΡΑΣ
Γιατί φεύγεις; Κάτσε…
ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
Όχι, να φύγω. Είμαι από ώρα εδώ και τα είπαμε για ώρα με την κυρά σου.
(βγαίνει. Ο Πατέρας κάθεται σε μια καρέκλα ξεφυλλίζοντας μιαν εφημερίδα που βγάζει από την τσέπη του. Η Μητέρα ανήσυχη βηματίζει πάνω κάτω.)
ΜΗΤΕΡΑ (με αγανάκτηση)
Ο γιος μας ακόμα δε φάνηκε. Παίρνει τη ζωή του βγαίνοντας κάθε φορά και πάει να
την σεργιανίσει ανάμεσα σε καμένα αυτοκίνητα, σπασμένα τζάμια και οπλισμένους
χωροφυλάκους. Να δεις που εκεί θα είναι πάλι.
ΠΑΤΕΡΑΣ
(σιγά, πίσω από την εφημερίδα)
Πάλι τα ίδια άρχισες...
ΜΗΤΕΡΑ
Δεν μπορώ να ησυχάσω όταν τον σκέφτομαι μέσα σε τόσους κινδύνους. Το κακό δεν
αργεί να γίνει. Κι όταν γίνει τότε είναι αργά.
ΠΑΤΕΡΑΣ
Ξέρει και φυλάγεται.
ΜΗΤΕΡΑ
Ως πότε;
ΠΑΤΕΡΑΣ
Φτιάξε έναν καφέ. Και πάψε να ανησυχείς. Δεν κερδίζεις τίποτα με τη στενοχώρια.
Άντε, πήγαινε.
ΜΗΤΕΡΑ (πηγαίνοντας προς την κουζίνα)
Αν δεν του ’δινες κι εσύ θάρρος...
(Ο Πατέρας ξαναγυρίζει στην εφημερίδα του. Μπαίνει η Αλίσια μ’ ένα τριαντάφυλλο
στο χέρι. Πλησιάζει τον Πατέρα και του το τείνει.)
ΑΛΊΣΙΑ
Ορίστε Πατέρα.
ΠΑΤΕΡΑΣ
(παίρνει το τριαντάφυλλο)
Σ΄ ευχαριστώ Αλίσια.
(Το μυρίζει)
Μμμμ! Ωραία μυρωδιά!
(της το δίνει)
Πάρτο όμως και κρύψ’
το γιατί θα σε μαλώσει η μητέρα σου.
ΑΛΊΣΙΑ
Είναι που δεν ξέρει τι μπορούν να κάνουν τα λουλούδια, γι αυτό. Πάω πατερούλη.
(βγαίνει τραγουδώντας)
ΠΑΤΕΡΑΣ
(Την κοιτάει με αγάπη
καθώς φεύγει)
Αθώο πλασματάκι εσύ...
(ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ)