ΤΟ ΑΣΑΝΣΕΡ
(στον κύριο Παναγιώτη μας, ιδιοκτήτη της πολυκατοικ΄λιΑς Σοφοκλέους 3 στην Τρίπολη.
Χρόνος 2004)
Η πολυκατοικία μας θα βάλει ασανσέρ!
Ας πούμε σαν να γίνονταν, άγγλος κανένας, σερ.
Αλήθεια είν' εξέλιξη αυτό για μας μεγάλη
κι εκτός απ' όσα έχει καλά, και σε μπελά ας μας βάλει.
Μα ας δούμε πρώτα τα καλά κι ύστερα τους μπελάδες
Πρώτο καλό-θα νιώθουμε εφεξής σα δερβισάδες
γιατί ενώ πριν βογγάγαμε τις σκάλες ανεβαίνοντας
πια τώρα θ’ ανεβαίνουμε μες στο ασανσέρ, χορεύοντας.
Ύστερα αν ν' ανεβάσουμε κάτι βαρύ χρειάζεται
κανείς μας για το πράγμα αυτό σαν πρώτα δε θα νοιάζεται:
ένα κουμπάκι κυκλικό μονάχα θα πατάμε
κι άκοπα όσο θέλουμε βάρος θα κουβαλάμε,
χωρίς η γλώσσα πήχες τρεις να βγαίνει από το στόμα μας
ή κίτρινο να νιώθουμε πως έγινε το χρώμα μας.
Και χάρις στο μικρό αυτό και μαγικό κουμπί
στων φρούτων μας τον μακριό κατάλογο θα μπει
κι ένα που όσο κι αν πολύ η τιμή που έχει τσούζει
αλλά στη ζέστα την πολλή δροσίζει-το καρπούζι.
Ύστερα λίγο υπέρβαρον αν έχουμε ένα φίλο
και με μεγάλον να μας δει καμιά φορά έρθει ζήλο
ο ζήλος δε θα του κοπεί σα δει τις τόσες σκάλες
γιατί για να τις ανεβεί μεθόδους θα ’χει άλλες.
Κι αν μια γυναίκα θα 'ρχονταν σ' έναν ψηλά που μένει
δε θα φοβάται μη τη δουν στις σκάλες ν' ανεβαίνει.
Κι όταν γυρνώντας σπίτι μας σακούλες κουβαλώντας
ιδούμε πως ξεχάσαμε κάτι, κουτρουβαλώντας,
δε θα 'χουμε να κάνουμε την ίδια την πορεία
βρίζοντας πλην απ' τ’ άθεα ίσως μαζί και θεία...
Πολιτισμός! Με μηχανές ήρθε και η σειρά μας
ν' ανεβοκατεβάζουμε πλέον τα όνειρά μας
και να τα πνίγουν του σπιτιού όχι μονάχα οι χώροι,
αλλά και οι μεταλλικοί που 'χει το αναβατόρι!
(Και μα τον άγιο Πρόδρομο που εκαρατομήθηκε,
τώρα που η βαρύτητα απ' την τεχνική νικήθηκε,
διόλου δεν είναι απίθανο να πάρω και ψυγείο
έτσι που εκτός από άφθονο νερό, να 'χω και κρύο,
μιας και δεν θα ’χω πρόβλημα πώς θα το ανεβάσω.
(Μπορεί και τηλεόραση ακόμα ν' αγοράσω!)
Αλλά η λίστα των καλών το ασανσέρ που έχει
δεν έχει τέλος για ένανε που η φαντασιά του τρέχει.
Γι αυτό ας δούμε αν κάτι τι στραβό έχει η υπόθεση
όπως ας πούμε αι κλειναί Αθήναι έχουν το Λιόπεσι.
Να ένα που 'χει άσχημο για όσους ψηλά καθόμαστε:
θα πάψουμε ανεβαίνοντας σκάλες, να γυμναζόμαστε.
Άλλο: θα λείψει η χαρά, μετά από τόση κούραση
κάτι να νιώσουμε καλό-την άγια την ξεκούραση.
Αλλά κι οι ανεπιθύμητοι δε θα 'χουν να σκεφτόνται
τις σκάλες τις κουραστικές, και τσουπ! θα μας ερχόνται.
(ενώ οι επιθυμητοί, με σκάλες ή χωρίς
ούτε ότι υπάρχουμε θα ξέρουνε, εμείς.)
Και τέλος να! Αιτία μια από τις πολλές που έχουμε
να λέμε τέτοια που είναι πως, τη ζωή δεν την αντέχουμε,
θα πάψει να υφίσταται, και πια δε θα κλαιγόμαστε,
και ούτε πια τους δύστυχους πολύ θα καμωνόμαστε.
Μα κείνο που το ασανσέρ θα μας στερήσει σίγουρα
είν' τα συναπαντήματα στις σκάλες τα παρήγορα,
που δείχνανε πως μόνος μας καθένας μας δε ζούσε,
αφού είτε θέλοντας ή μη, κάποιος θα μας μιλούσε.
Όμως ας πάψουμε τα υπέρ και τα κατά-ο κόσμος
πάει μπροστά κι αγρίως ας, ποδοπατιέται ο δυόσμος.
Έτσι τα πράγματα έχουνε, ή θέλουμε ή δε θέ 'με
Κι ένα μεγάλο ευχαριστώ αλήθεια όλοι λέμε
στον κύριο Παναγιώτη μας, που όμορφα φερόμενος,
και τη δική του μα και ημών την κούραση σκεπτόμενος,
στην πολυκατοικία του θα βάλει ασανσέρ.
Και όπως λέει κι ο επίτιμος, θα ήτανε ανφέρ
μπράβο να μη του λέγαμε για την απόφαση του
που εξυπηρετεί κι αυτόν, αλλά και μας μαζί του.
ΠΛΑΣΗ-ΠΟΛΥΚΑΤΟΙΚΙΑ
(Σοφοκλέους 3-Τρίπολη)
Αν ήτανε η Πλάση μας μια πολυκατοικία
και ήσουν ιδιοκτήτης της εσύ κυρ-Παναγιώτη,
καμιά δε θα την έδερνε Κακία ή Αδικία
κι όλα ωραία θα ' τανε σε κείνη μέσα, διότι,
τριγύρω συ θα βόλταρες απ' το τρανό κτίριο σου
και σαν ο Αργός την Ιώ θα το επιτηρούσες,
ώστε αν κάπου την αρχή έβλεπες κάποιας νόσου
αμέσως να τη γιάτρευες και να την καταλούσες.
Μία Κακία αν έβλεπες κάπου να ξεφυτρώσει
ένα πανάκι θ' άρπαζες βρεγμένο με χλωρίνη
κι ευθύς θα την καθάριζες προτού κλαδιά ν' απλώσει
κι υποχείριο της να 'κανε την Οικουμένη εκείνη.
Ο Κόσμος θα 'ταν καθαρός από υποκρισίες
γιατί με τη σκουπίτσα σου κι αυτές θα τις σκορπούσες
προτού γεμίσουν το ντουνιά με ανύπαρκτες "θυσίες",
με κροκοδείλου δάκρυα και με φτωχείες πλούσιες...
Φάνηκε αγάπη ψεύτικη καμία στον αέρα
όπως αυτές που ανθούν γιατί το χρήμα τις ποτίζει;
Μ' ένα σου φύσημα κι αυτές θα επηγαίναν πέρα
κι άθικτη μόνο θα 'μενε η αγάπη που ν' αξίζει.
Κι οι έρωτες οι ψεύτικοι κι οι φαρμακοθρεμμένοι
σα μια βρωμίτσα στο λευκό του τοίχου θα μετρούσαν-
μέσα σε δυο μόνο λεφτά θα 'ταν καθαρισμένοι
και οι ποθόθρεφτοι έρωτες κι οι φυσικοί θ' ανθούσαν.
Καθημερνά θα έβρεχες το δρόμο με νεράκι
Κι ύστερα θα τον έκανε η σκούπα σου λαμπίκο'
με τέτοιας καθαριότητας που έχεις το μεράκι
αρνάκι πάστρας θα 'κανες κάθε της βρώμας λύκο.
Κι αν διάβολοι περνούσανε απέξω απ' το τσαρδί μας
και τα φτερά τους τίναζαν και μαύρη σκόνη έβγαζαν,
εσύ, για μας φροντίζοντας και την απόλαψη μας,
το μαύρο άσπρο κι άσπιλο θα το 'κανες, σαν γάζα.
Κι όλους του Κόσμου τους αισχρούς κι όλους του τους αχρείους
θα τους καθάριζες λαδιά σα να 'τανε στο δρόμο,
κρατώντας για νοικάρηδες μόνο άγιους και οσίους
που στον δικό σου μοναχά θείο θα πειθόνταν νόμο.
Και τότε είμαι σίγουρος, πως θα 'χες φροντισμένα
(πρώτα τα γένια του ο παπάς, ως λεν, δεν ευλογάει;)
στη γη σου ένας παράδεισος να υπάρχει και για μένα
κι αντάμα μου το μήλο της η Εύα σου να φάει.
Με λόγια λίγα ουράνιος θα ήταν τότε τόπος
η πολυκατοικία μας, με σένα για θεό της,
χάος η Τρίπολη άψυχο με όλα της όπως όπως,
κι οι ένοικοί σου η μοναχή θα ήτανε ανθρωπότης.
Και το ασανσέρ που τώρα συ παιδεύεσαι να φτιάξεις,
σε κάποιον δε θα πήγαινε όροφο πρώτο ή τρίτο,
αλλά στον έβδομο ουρανό, όπου απ' αγγέλων τάξεις
που ωσαννά θ' ανάκραζαν, το σύμπαν θα εδονείτο.