Παρασκευή 5 Νοεμβρίου 2021

Άπό τα ΠΑΛΑΙΘΕΤΑ

α.
Μια νύχτα κι άλλη νύχτα δίχως χάδι
δίχως φιλί κι έτσι περνά η ζωή'
μονάχος όταν πέφτει το σκοτάδι
μονάχος κι όταν έρθει το πρωί.

Και δε θυμάμαι να 'ρθε κάποια μέρα
ντυμένη της ελπίδας τη χαρά
και δε θυμάμαι δροσερόν έναν αγέρα
μ' αγάπη στ' ανοιχτά του τα φτερά.

Νιώθω μονάχα να με ζώνει ένα βράδυ
κι ενός αέρα κρύου η πνοή-
Μια νύχτα κι άλλη νύχτα δίχως χάδι
δίχως φιλί κι έτσι περνά η ζωή.



β.
Τα χείλη του ματαίως ψάλλουν υμνωδίας-
ανίερα φιλήματα τω όντι επιθυμούν.
Κι αντί του οίνου της θείας Κοινωνίας
θα 'θελε το ποτήριον να 'ναι πλήρες ηδονής.

Μα δεν τον έστειλε κανείς-
μόνος του επήγε-μάλιστα άνευ εμφανούς αιτίας
και εμόνασε' φαίνεται ανήκει εις αυτούς που προτιμούν
μόνο όταν είναι λίαν επικίνδυνοι τας αμαρτίας.



γ.    .
Διεγέρσεις ολιγόλεπτες που σβήνουν
και χάνονται και ίχνη δεν αφήνουν'
μια αίσθηση ευτυχίας ώρες ώρες
έξαφνα εντελώς φερμένη

κι ύστερα πάλι για καιρό χαμένη.
Διεγέρσεις ολιγόλεπτες σαν μπόρες
που το βάλσαμό τους χύνουν
και τη ζωή μας λίγο απαλύνουν.



δ.
Μικρότατη η πόλις μας-χωριό σχεδόν.
At συζητήσεις μεταξύ ετεροφύλων
παρεξηγούνται αμέσως.
Μια καλησπέρα παίρνει ερμηνείας διαφόρους'
και πάντοτε ερωτικαί
νομίζονται αι σχέσεις αι πιο απλαί.

Πολύ δυσάρεστος κατάστασις αυτή
και μέγα κώλυμα δια τους ερωτευμένους:
μόνο μπορούν να βλέπονται από μακράν
και τότε ακόμα τάχα αδιαφόρως.

Πολύ δυσάρεστος κατάστασις αυτή'
τι συναντήσεις έτσι να κλειστούν-
τι έρωτες να γίνουν-
και πώς να πάει μπροστά αυτή η πόλις...


ε.
Καθώς την άχαρη ζωή μας ζούμε
στης γης τη φλούδα πάνω κολλημένοι
αθέατοι μας κοιτούν οι πεθαμένοι
και μας μιλούν χωρίς να τους ακούμε.

Μας λεν για τη γαλήνη που θα βρούμε-
για την τρανή χαρά που μας προσμένει
όταν απ' τη ζωή μας προδομένοι
στην αγκαλιά του Χάρου θα βρεθούμε.

Κι ενώ εμείς ανύποπτοι περνούμε
μία ζωή που ο πόνος διαφεντεύει
εκείνοι διαπερνούνε τα ερέβη
και βοηθοί μας στέκουν αντικρύ μας
και τρυφερά τις ώρες που πονούμε
μας παραστέκουν οι καλοί νεκροί μας.


στ.
Λέμε το κερί καίει
χωρίς να ξέρουμε τι θα πει καίει.

Λέμε ο πατέρας πέθανε
χωρίς να ξέρουμε τι θα πει πέθανε.

Μόνο τριγυρίζουμε καρφώνοντας τα μάτια
σε πλούσια ντεκολτέ
και σε γάμπες μισόγυμνες και ιλαρές
και κάτι μάτια προσκυνάμε
χωρίς ανταπόδοση.



ζ
Όσα σου δώσω κι αν φιλιά
και αν σου χάριζα όσα χάδια
πάλι η μεγάλη μου αγκαλιά
ούτε και τότε δεν είναι άδεια-

μ' άλλα φιλιά και με καυτά
χαδάκια νέα τη γεμιζεις
όταν τη λάγνα σου ματιά
μόνον επάνω μου γυρίζεις.

Απ' το αβάσταγο αυτό
μαρτύριο εγώ δε θα γλιτώσω
πλην αν τα μάτια σου τα δυο
κλείσω για πάντα-αν σε σκοτώσω.


η.
Δεν είναι που δε σ' έφεραν οι κάμποι
τα πέλαγα κι η άμμος της ερήμου.
Δεν είναι που η χάρη σου για να 'μπει
εγκρέμισα τους τοίχους της ζωής μου.

Δεν είναι που προσμένοντας εσένα
δε γνώρισα χαρά καμίαν άλλη'
ούτε είναι που ακλουθώντας με η πέννα
για σένα μόνο εβάλθηκε να ψάλλει.

Μα είναι που του Χρόνου το ατλάζι
καθώς θα δειλοστέκεις αποπίσω
παχύπλεχτο κι αδρό θα σε σκεπάζει
και πια, Αγάπη, δεν θα σε γνωρίσω.


θ.
Ποίηση διαβάζουμε και αγωνιούμε
μη όλο το βάθος της δεν αιστανθούμε.
Και γράφουμε...και συλλαβές μετράμε…
αλλ' άδικα το χρόνο μας χαλαμε.

Από το άλφα της μέχρι το ωμέγα
η ποίηση όλη με ό,τι κλείνει μέγα
στης Λώρας ήταν μέσα τη φωνίτσα
όταν της τράβηξα την κορδελίτσα.

Χαράστους όσους η ζωή αξιώνει
και τέτοιαν αίσθηση τους φανερώνει;
να γεύονται έστω λίγες εδώ κάτου
σταγόνες απ' τη δρόσο του Θανάτου.


ι.
To μικρό το παραθύρι
η καλή μου το 'χει γείρει-
δεν ανοίγει να τη δω
και σα ρόδο αργομαδώ.

Ολη νύχτα θα κρατήσει
το μαρτύριο που 'χει αρχίσει
σαν εικόνα μαγική
ναν' αυτή κρυμμένη εκεί.

Να 'χα ένα αεροπλάνο
και ν' ανέβω εκεί πάνω
και να κάνω γης Μαδιάμ
το κονάκι της μαντάμ.

Παραθύρι να μη μείνει
και να μην μπορεί πια εκείνη
απ' τα τζάμια τα θολά
μετ' εμένα να γελά.