(από τα «ΠΑΛΑΙΘΕΤΑ»)
ΦΟΒΟΣ
Πρωί ώρα πέντε. Κοιμάται η γάτα
κι εγώ συλλογιέμαι τα χρόνια φευγάτα.
Η μέρα να τρέχει δεν έχει αρχίσει
και ξύπνιονε μ' έχει ο φόβος κρατήσει.
Σχεδόν έχουν φύγει οι σκιες-απομένει
μια μόνο-κυνήγι την έχω παρμένη.
Μ' αυτή με γελάει. Μου κρύβεται, παίζει,
στον τοίχο ακουμπάει, πηδάει στο τραπέζι.
Φωνή βγάζω: "μαύρο πουλί, φύγε τώρα
ξεκούραση να 'βρω στou ύπνου τα δώρα..."
Μα όσο αν πασκίσω ξυπνόν θα μ' αφήσει
και μάτι θα κλείσω μονάχα ως φωτίσει.