ΑΠΟΛΙΘΏΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΖΩΙΚΟΎ ΑΙΏΝΑ
Μέρος της χίμαιρας της διήγησης της ιστορίας της ζωής ενός πλανήτη, είναι η
παρουσίαση αποδεικτικών της αλήθειας του στοιχείων.
31.
Αυτό που η αίσθηση μόνο κρατεί
κι αδύνατο είναι τα λόγια να εκφράσουν
αυτό πρέπει ν 'ναι για ένα ποιητή
το ύψος που οι στίχοι του πρέπει να φτάσουν.
Κι ούτε είναι απαραίτητο Θριαμβική
υφή ή ουσία να έχει το ποίημα.
Μα ειν' απαραίτητη η μουσική-
κι αυτό είναι πάντα το δύσκολο βήμα.
32.
The rabble… “Laertes King!...”
(Hamlet: Act 4 Scene 5 Page 5)
Μπορεί ένας δίκαιος βασιλιάς τη ζωή του ν'
αναλώσει
στην ευτυχία των πιστών, ως τους θωρεί, υπηκόων'
μα τέλος, όπως πάντοτε, τα φίδια θενά νιώσει
να σφίγγουνε το σώμα του, σαν άλλος Λαοκόων.
Ακόμα κι αν στη χώρα του όλοι θα ευτυχούνε
πάντα απ’ αυτόνε το λαό θα βγει ένας εθνεγέρτης
κι οι άδικοι αλαλαγμοί στ' αυτιά του θ’ αντηχούνε:
"Λαέρτης! Λαέρτης βασιλιάς! Για βασιλιάς Λαέρτης!..."
33.
Superviser Isabel
Σε βλέπω αντίκρυ και κινώ να σ' ανταμώσω
μα ένας τοίχος αόρατος το δρόμο μου μου
φράζει.
Κι είναι ψηλός και δυνατός φτιαγμένος τόσο
που κάθε μου προσπάθεια πάνω του πάντα
σπάζει.
Και πιάνω εδώ πέτρες πολλές-μικρές συνήθειες
και πιάνω άσπρη άσβεστο-αυτές που 'χες
γνωρίσει-
και πιάνω πρόκες παρεκεί-αγωνίες βύθιες
τσιμέντο απροσπέλαστο-κάτι άγνωστα μου μίση.
Κι ένα κομμάτι πιο σκληρό κι από το ατσάλι-
οι προσδοκίες οι τρανές κι οι φαντασίες κι οι
πόθοι-
που όσες φορές κι αν ζήσουμε, πάλι και πάλι
καθείς με τρόπο απόλυτο ιδιαίτερα θα νιώθει.
34.
Άθροισμα σαρκών και οστέων είμαι
δίχως τίποτε πάνω τους να τραβάει το μάτι'
προεξοχές ανώμαλες που απωθούνε
εντυπώματα ανάρμοστα που ασχημαίνουν.
Ξένος προς ότι θυμίζει καλαισθησία
γέννημα και λεία ζοφερής ώρας
μέλη δυσανάλογα προς ό,τι αρέσει,
κορμί δυσανάλογο προς ό,τι ελπίζει.
Κόσμημα τέλειο ενός άλλου κόσμου
φλάμπουρο ανίκητο άλλης ιδέας,
ελπίδες και πάθη όπου δεν πρέπει,
ερείσματα όπου Θέση δεν έχουν.
Μόνη μου ελπίδα εδώ που στέκω,
Ξένες-βάρβαρες λέξεις εγώ ν’ αρθρώσω,
κάτοχος να γίνω της εντόπιας αξίας
και, σαν άλλος εγώ, να σ' αγοράσω.
35.
Χτες τέτοια ώρα ήσουν εδώ.
Τα μάτια σου κοιτάζαν
τα μάτια μου και τα ’καιγαν,
τα λιώναν και τα σφάζαν.
Καταλαβαίνεις βέβαια
πως χτες δεν εγινόταν
να σου μιλήσω. Ασφαλώς
αυτό θα το 'κανα όταν
σ! έβρισκα μόνη, ή ,το πολύ,
με μια σου φιλενάδα.
Αλλ’ από χτες που έφυγες
πάλι δε σε ξανάδα.
Κι ίσως να μη σε ξαναδώ.
Άλλα μου έλεγε όμως
καθώς τ’ αυτί σου έψαυε
ο αλάθητός σου ώμος.
Άλλο μου βροντοφώναζαν
καθώς ηχούσαν τέλεια
τη χλαλοή σκεπάζοντας
τα πρόστυχα σου γέλια.
Άλλα μηνύματα εχτές
μου 'στελνε το κορμί σου
τ' ώριμο αυτό κι αδάγκωτο
μήλο του παραδείσου.
Μ' άλλες μου λέγανε φωνές
τ' αναίσχυντα σου πόδια
πως είναι η στράτα που φρουρούν
λεύτερη από εμπόδια,
κι επιζητούσαν εύσαρκα,
με λιγωμένη αυθάδεια
όσα μες στ! άδεια χέρια μου
φτεροκοπούσαν χάδια.
Κι όλη ακκιζόσουν, σειόσουνα,
τανυόσουνα, ελυγούσες,
λες πως σ’ αόρατης χαράς
τα δίχτυα σπαρταρούσες.
,.,Σήμερα επερίμενα
να ξαναδώ στη θέση
που τώρα στέκεται κενή
το σώμα που μ' αρέσει.
Μα δεν το βλέπω΄ και βαριά
με κυβερνάει μια ζάλη:
όπως εχτές μου το 'ταζες
κρίμα-δεν ήρθες πάλι.
Δεν ήρθες-λίγο η χαρά
θα λυπηθεί η καμένη'
δεν ήρθες-λίγο η λύπη μου
θα 'ναι πιο λυπημένη.
36.
(The superintendent: each theater excellancy, is built for one play and one
play only.)
(Ο Επιθεωρητής)
Κάθε δεντρί για ένα ειν' άνθος.
Κάθε κορμί για μια φωτιά.
Κάθε ψυχή για ένα πάθος.
Για έναν μόνον η πρωτιά.
Για ένα στόλισμα η γιρλάντα
για ένα αγρίμι η μονιά
για έναν Δόγη η Ινφάντα
για ένα λεφτό η νια χρονιά.
Γι ένα σύννεφο το δείλι
για ένα δάκρυο η αυγή
για ένα φίλημα τα χείλη
για ένα αντίο το πρωί.
37.
Όπως με μια μονάχα γέννηση
γεννάει πολύδυμα μια μήτρα,
από μεγάλη λεν μια έκρηξη
δημιουργήθηκε το σύμπαν.
Και με τεράστιες λεν, ταχύτητες,
απομακρύνονται αλλήλων
αστέρες νάνοι, αστέρες γίγαντες
και τα συστήματα των ήλιων.
Και στη ζωή τα ίδια γίνονται.
Μετά τη γέννα τους, καθένα
τ' αδέρφια όλο απομακρύνονται
ώσπου μια μέρα να 'ναι ξένα.
38.
Του Γουσταύου Φλωμπέρ
Πενήντα δύο σφαίρες δέχτηκε
και δεν τον πλήγωσε καμία.
Μα σ' άλλου είδους φασαρία
ο γερο-αρκούδος τώρα μπλέχτηκε.
Μια μαχαιριά κάτω τον ξάπλωσε.
Κι αν τώρα ξέρω για τις σφαίρες
ειν' επειδή στις δυο του χέρες
πάνω πεθαίνοντας τις άπλωσε..
39.
Δε θα ξανάρθω να σε δω
και ας το θέλω τόσο.
Την τελευταία εικόνα σου
δε θέλω να προδώσω.
θέλω ως αυτήνε τη νυχτιά
σ' είδα να σε κρατήσω
όταν στα χρόνια που θα' ρθουν
γυρνά η μνήμη πίσω.
Πάνω στον σκούρο καναπέ.
πίσω μισογερμένη.
Σε κάμψη κνήμες και μηροί.
Γύρω τους κλειδωμένη
η ποθαγκάλη των χεριών.
Να διίστανται λιγάκι
οι θείες κνήμες, κι από κει
σα δροσερό ανθάκι
να ξεπροβάλει θριαμβικό
το τρυφερό σου αιδοίο
σπαργούν, αυθάδες, καφτερό
και σαν βελούδο λείο.
Και με καλούσε ως με καλεί
στη μνήμη μου και τώρα
να τ' αλαφρώσω απ' τα βαριά
και ακριβά του δώρα.
Όχι, Δε θα 'ρθω να σε δω
και τ' όνειρο να σβήσει-
Η μνήμη ως 'κείνη τη βραδιά
Σ’ είδα θα σε κρατήσει.
40.
Το σάλι σου
Το σάλι σου είναι ζωντανό
κι ερχότανε κοντά μου.
Κι ας μου ερχόταν ορφανό
ζέσταινε την καρδιά μου.
Κάθε μου 'λεγε νιο μυστικό σου
Μ’ αγαπούσε κι ας ήταν δικό σου.
Μου 'λεγε ποιόνε αγαπάς
πότε είσαι λυπημένη
πού κάθε βράδυ θε να πας
και ποιος σε περιμένει.
Και μαζί του όταν συ είχες φύγει
της μονάξας μας δέρναν τα ρίγη.
Μα τώρα μου 'φυγε κι αυτό
και μόνος μου θα μείνω.
Τώρα-για σένα τι κακό-
δε σ' αγαπά και κείνο.
Και ξεφεύγει απ' τους άσπρους σου ώμους
και μονάχο του παίρνει τους δρόμους.