(από τα μαθητικά-Γυμνασίου)
1.
Ωραία άνθη που 'χει η λεμονιά!
ωραία άνθη κι άσπρα μυρωδάτα!
Του κήπου ευωδά κάθε γωνιά
κι ειν' άνοιξη τα στήθη μας γεμάτα.
Ωραία άνθη. Όμως τι ξινούς
και άσχημους καρπούς που δίνει…
Γι αυτό κι εγώ την παρομοιάζω εκείνη
με λεμονιά και τους καρπούς της με κεινούς.
Αλήθεια όμοια κι ίδια η καλή μου
ενώ ανθός φαντάζει ονειρεμένος
με τυραννά-δε θέλει το φιλί μου
κι αν με φιλήσει φεύγω ξινισμένος.
2
Νίώθω στη γη να πέφτω σάμπως
πια τα φτερά να μη με πάνε.
To σώμα μου σε λίγο ο κάμπος
κι η χλόη του θα το κρατάνε.
Νιώθω τις ρίζες μου να έλκονται κάτω
προς το βαθύ και πλούσιο χώμα
και λέω θα φύγω πριν τη Μάτω
με το στραβό, λοξό το στόμα.
Νιώθω να κάθομαι στον πάτο-
όπως τα πλοία- της θαλάσσης-
κι όπως βουτάει μες στην τέσα
χάρτινες βάρκες ο Θανάσης.
Κι αχ! Νιώθω σαν ψυχή που φεύγει
και που χωρίζει από το σώμα.
Θε μου γιατί-γιατί δε βγαίνει
και βασανίζομαι ακόμα;
3.
Όπως το τραίνο μπαίνοντας στον έρημο σταθμό
δίνει ζωή σ' αντάλλαγμα για τη φιλοξενία
έτσι της θείας ποίησης η ιερή μανία
δίνει ζωή στον πένθιμο της ζήσης μου ρυθμό.
4
Περιβολή δεν είναι αυτή
που 'χω' δεν είν' για μένα
να τριγυρνώ μέρα γιορτή
με ρούχα μπαλωμένα.
Θ' αλλάξω ρούχα. Ντεμοντέ
ήμουνα μέχρι τώρα-
θα κάνω αμέσως ντε και ντε
στον εαυτό μου δώρα.
Κοστούμια θα 'χω και παλτά
με δέρμα στους αγκώνες,
θα τα πετάξω τα παλιά
σακάκια, μπλούζες, ζώνες.
Έτσι θα γίνομαι δεκτός
σε όλες τις παρέες
και θα φαντάζω ζηλευτός
εις τις σεμνές μας νέες.
Κι ίσως ντυμένος έτσι δα
με κέφι και με μόδα
ίσως ν' αλλάξω και μυαλά
και να γυρίσει η ρόδα.
5.
Δε θέλω να γνωρίζομαι μ’ ανθρώπους. Ο Θεός τους
τους έχει επιλήσμονες φτιάξει και αγενείς
και φυσικό τους φαίνεται φίλους και συγγενείς
ν’ αποξεχνούν σα να κλωτσάν πέτρα που ’βρέθη εμπρος τους.
Μα στη δική μου ανθρωπιά μόνο χαρές χωράνε
κι είναι τελείως φυσικό τους πάντες ν' αγαπά
που την πληγώνει ο χωρισμός όσο μικρός και να ’ναι
και φρίκη νιώθω όταν αυτός την πόρτα μου χτυπά.
Γι αυτό κι εγώ δεν αγαπώ παρά χα δέντρα μόνο
τα ζώα και τα λούλουδα και τα ψηλά βουνά.
Αυτά δε θα μου δώσουνε του χωρισμού τον πόνο
κι ούτε θα γίνουνε ποτέ ξένα και μακρινά.
Και στου θανάτου σα βρεθώ ακόμα το βασίλειο
δε θα 'χω φίλους κι ακριβούς φιγούρες σκοτεινές
μα με βουλή και φαντασιά θα φτιάξω έναν ήλιο
και θα περνούν οι μέρες μου τερπνές και φωτεινές.
6.
Ψυχρά ο καιρός με αγγίζει
και δύσκολα οι νύχτες κυλούν
ο πόνος φριχτά ταλανίζει
κλαμένα τα μάτια σφαλούν.
Θολή παραζάλη τριγύρω
στη μέση εγώ μοναχός
φαντάσματα βάζουν στον κλήρο
των δύο ματιών μου το φως.
Μια σκέψη με σώζει μονάχα
κι αυτή με κρατεί ζωντανόν-
απόψε να ’ρχόσουνα τάχα...
μα όνειρο αυτό μακρινό…
Γι αυτό και απόψε το τέλος
θαρθεί δίχως άλλο-θαρθεί.
Και συ θα ’χεις ρίξει το βέλος
και θα ’χει η ελπίδα χαθεί.
7.
Τον που βαδίζει μη τόνε λυπάσαι
κι ας έχουνε τα πόδια του πληγές
το δρόμο του ας τον χάνει πότε πότε
ποτέ ακόμα τον σωστό ας μην έβρει.
Και πεινασμένο αν τον δεις ή διψασμένο
κι αν δύναμη του μένει μόνο για να περπατεί
τον που βαδίζει μη τόνε λυπάσαι
όταν μπροστά σου ο δρόμος του τον φέρει.
Μόνο αν τον δεις πολύ να υποφέρει
δοστου, χωρίς αυτός να σου το πει
λίγο νερό να πιεί να ξεδιψάσει
λίγο φαϊ να φάει να στυλωθεί.
Αυτός στην κρύα στάχτη μέσα
η σπίθα είναι του θεού
που κάποτε, ξανά, θα λάμψει.
8.
Απρόβλεπτα κι απρόσμενα κύλησε τούτη η μέρα
σα μαγεμένος σίφουνας σα φοβερή κατάρα
βροχές κι ευθύνες φέρνοντας και κρύο έναν αγέρα
και μες στ' αυτιά μου στέλνοντας πρωτόγνωρη μι αντάρα.
Πουθ' ήρθε; Και πότε έφυγε; Πώς οι ώρες της μετρήσαν;
Ποιοι τάχα θεοί ξεψύχησαν και ποιοι εγεννηθήκαν;
Ποίοι τολμηροί κατακτητές φλάμπουρα νίκης στήσαν;
Και πρέπει πλοία κάμποσα στα πέλαο να χαθήκαν.
Σα μια τεράστια έμοιαζε και μαύρη περιστέρα
κι έφυγε δίχως να χρειαστεί εγώ να τήνε τρέξω
Απρόσμενα κι απρόβλεπτα πέρασε τούτη η μέρα.
Και όχι άλλο τίποτε μα μ' άφησε απέξω.
9
Επηγαίναμε αντάμα στο σχολείο
χέρι-χέρι με την όμορφη Βιβή.
Μας μαθαίναν στο σχολείο
χίλια πράγματα οι δασκάλοι
και γεμίζαν με σοφία
το μικρό μας το κεφάλι.
Μα ποτέ δε θα ξεχάσω
την ημέρα που η Βιβή
μου ’μαθε πως η θερμότης
βγαίνει από την τριβή.
10
Και φεύγεις-και φεύγεις και πας
θολό μεσημέρι.
Και φεύγεις-και φεύγεις και πας
λαμπρό μου αστέρι,
Μονάχον μ' αφήνεις και πας-
και ζω δίχως ταίρι.
Καί φεύγεις-καί φεύγεις και πας-
πού; ποιος ξέρει...