ΣΤΙΧΟΙ ΤΗΣ ΕΝ ΛΟΣ ΑΝΤΖΕΛΕΣ ΠΑΡΕΑΣ
ΚΑΛΩΣ ΤΟΝ ΤΟ ΜΠΟΥΛΗ
(Όταν ο Μπούλης έγραψε ένα ποίημα στα αγγλικά, σε άπταιστο δεκαπεντασύλλαβο.)
Καλώς τον το Μπούλη στον κόσμο του μίσους
Καλώς τον το Μπούλη στου νου τις αβύσσους.
Καλώς τον στης Λέξης τ’ ανήλεο Βασίλειο
Καλώς τον στο βράχο που κρύβει τον ήλιο.
Καλώς τον το Μπούλη στην πέτρινη αρένα
Που άγριοι ταύροι πατούν μανιασμένα.
Καλώς τον το Μπούλη στο έρμο περβόλι
Καλώς τον το Μπόυλη στης Ποίησης την Πόλη.
Καλώς τον στον κόσμο τον δίχως αστέρια
Στον κόσμο που δίνουνε μόνον τα χέρια.
Στον κόσμο που μύρια ερπετά σιχαμένα
Το κάθε σου βήμα τρομάζουν κρυμμένα.
Στον κόσμο που ερώτων αέρας δεν πνέει
Στον κόσμο που Ερως θερμός κατακαίει.
Στον κόσμο που χτίζει κελλιά με αλλέες
Και κει φυλακίζει ιμέρων ιδέες.
Καλώς τον στον κόσμο σκιών, φαντασμάτων
Στη μόνη, κραταιά Κοινωνία των Θαυμάτων.
Καλώς τον στο δάσος το σκότιο και τ’ άγριο
Καλώς τον στη μέρα που δεν έχει αύριο.
Καλώς τον το Μπούλη στην άστατη αιώρα
Καλώς τον το Μπούλη στης Ποίησης τη Χώρα.
Στον κόσμο που χώρος γι αγάπη δε μένει
Που ειν' η Αλήθεια η μόνη ερωμένη
(Κι εκείνη σαν όλες στο δόλο δοσμένη
Κι εκείνη σαν όλες στο φέμμα χωμένη.)
Στον κόσμο που σάρκα κι οστά έχει ο μύθος
Και γράφει ιστορίες το χέρι του πλήθος.
Στον κόσμο που όλη της ζωής η ουσία
Εικόνα φαντάζει φρικτή, απαίσια.
Καλώς τον στο τέρμα του αδιέξοδου δρόμου
Καλώς τον στο Κράτος του Ανείπωτου Τρόμου.
Στον κόσμο που όποιανε σκέψη κι αν κάνεις
Σε μι’ άλλη αμέσως πιο άγρια τη χάνεις.
Καλώς τον στη Νύχτα που σύντροφο μόνο
Αιώνιο κι αχώριστο έχει τον Πόνο.
Εδώ θα ξεχάσεις ευφρόσυνες ώρες.
Εδώ καταιγίδες, πλημμύρες και μπόρες.
Εδώ ούτε μία δε θάβρεις αχτίδα.
Εδώ ουτ' ελπίδας δε θάβρεις ελπίδα.
Το κλάμμα σου μόνο πνιχτό θα γρικιέται
Στο άδειο καθώς η ψυχή θα κυλιέται.
Εδώ Περιφρόνηση κι Αρνηση θα ’βρεις
Στις δίπλες της Νύχτας κρυμμένες της μαύρης.
Εδώ θα λατρεύεις μια Λάμψη, μια Ιδέα
Την πάντα Ωραία, την πάντοτε Νέα,
Και θάναι του αγέρα ψυχή τα φιλιά της
Κι οράματα χίλια θ’ ακούν στ όνομά της.
Εδώ θα λατρεύεις το Αφωτο Φέγγος
Εδώ θα λατρεύεις το Αρρητο Φθεγγος.
Εδώ δε θα έβρεις χαρές αλλά λύπες
Δε θάβρεις αηδόνια μα κάργιες και γύπες.
Και ξεχνά για πάντα εδώ που ευρέθης
Από όποιο κρασί την ασπίδα της μέθης.
Εδώ τα κρασιά ξεμεθούν-δε μεθάνε
Το χρέος κι αυτά το βαρύ σου μετράνε.
Και άνθος κανένα εδώ δε φυτρώνει
Το χιόνι που πέφτει σκεπάζει άλλο χιόνι.
Εδώ δεν υπάρχουν πρωίά μυρωμένα
Εδώ όλο βράδια πικρά, παγωμένα.
Εδώ σαρκοβόρων υαινών το κοπάδι
Ξεθάφτει και πάλι σκοτώνει το χάδι.
..Καλώς να ’ρθεις Μπούλη στη Χώρα της Ποίησης
Αν βέβαια να έρθεις θ’ αποφασίσεις.
Μ' αν θες μιαν ιδέα, αν θες μία γνώμη,
Μπουλάρα μην έρθεις-καιρός ειν' ακόμη.
ΚΑΛΩΣ ΤΟΝ ΤΟ ΜΠΟΥΛΗ
(Όταν ο Μπούλης έγραψε ένα ποίημα στα αγγλικά, σε άπταιστο δεκαπεντασύλλαβο.)
Καλώς τον το Μπούλη στον κόσμο του μίσους
Καλώς τον το Μπούλη στου νου τις αβύσσους.
Καλώς τον στης Λέξης τ’ ανήλεο Βασίλειο
Καλώς τον στο βράχο που κρύβει τον ήλιο.
Καλώς τον το Μπούλη στην πέτρινη αρένα
Που άγριοι ταύροι πατούν μανιασμένα.
Καλώς τον το Μπούλη στο έρμο περβόλι
Καλώς τον το Μπόυλη στης Ποίησης την Πόλη.
Καλώς τον στον κόσμο τον δίχως αστέρια
Στον κόσμο που δίνουνε μόνον τα χέρια.
Στον κόσμο που μύρια ερπετά σιχαμένα
Το κάθε σου βήμα τρομάζουν κρυμμένα.
Στον κόσμο που ερώτων αέρας δεν πνέει
Στον κόσμο που Ερως θερμός κατακαίει.
Στον κόσμο που χτίζει κελλιά με αλλέες
Και κει φυλακίζει ιμέρων ιδέες.
Καλώς τον στον κόσμο σκιών, φαντασμάτων
Στη μόνη, κραταιά Κοινωνία των Θαυμάτων.
Καλώς τον στο δάσος το σκότιο και τ’ άγριο
Καλώς τον στη μέρα που δεν έχει αύριο.
Καλώς τον το Μπούλη στην άστατη αιώρα
Καλώς τον το Μπούλη στης Ποίησης τη Χώρα.
Στον κόσμο που χώρος γι αγάπη δε μένει
Που ειν' η Αλήθεια η μόνη ερωμένη
(Κι εκείνη σαν όλες στο δόλο δοσμένη
Κι εκείνη σαν όλες στο φέμμα χωμένη.)
Στον κόσμο που σάρκα κι οστά έχει ο μύθος
Και γράφει ιστορίες το χέρι του πλήθος.
Στον κόσμο που όλη της ζωής η ουσία
Εικόνα φαντάζει φρικτή, απαίσια.
Καλώς τον στο τέρμα του αδιέξοδου δρόμου
Καλώς τον στο Κράτος του Ανείπωτου Τρόμου.
Στον κόσμο που όποιανε σκέψη κι αν κάνεις
Σε μι’ άλλη αμέσως πιο άγρια τη χάνεις.
Καλώς τον στη Νύχτα που σύντροφο μόνο
Αιώνιο κι αχώριστο έχει τον Πόνο.
Εδώ θα ξεχάσεις ευφρόσυνες ώρες.
Εδώ καταιγίδες, πλημμύρες και μπόρες.
Εδώ ούτε μία δε θάβρεις αχτίδα.
Εδώ ουτ' ελπίδας δε θάβρεις ελπίδα.
Το κλάμμα σου μόνο πνιχτό θα γρικιέται
Στο άδειο καθώς η ψυχή θα κυλιέται.
Εδώ Περιφρόνηση κι Αρνηση θα ’βρεις
Στις δίπλες της Νύχτας κρυμμένες της μαύρης.
Εδώ θα λατρεύεις μια Λάμψη, μια Ιδέα
Την πάντα Ωραία, την πάντοτε Νέα,
Και θάναι του αγέρα ψυχή τα φιλιά της
Κι οράματα χίλια θ’ ακούν στ όνομά της.
Εδώ θα λατρεύεις το Αφωτο Φέγγος
Εδώ θα λατρεύεις το Αρρητο Φθεγγος.
Εδώ δε θα έβρεις χαρές αλλά λύπες
Δε θάβρεις αηδόνια μα κάργιες και γύπες.
Και ξεχνά για πάντα εδώ που ευρέθης
Από όποιο κρασί την ασπίδα της μέθης.
Εδώ τα κρασιά ξεμεθούν-δε μεθάνε
Το χρέος κι αυτά το βαρύ σου μετράνε.
Και άνθος κανένα εδώ δε φυτρώνει
Το χιόνι που πέφτει σκεπάζει άλλο χιόνι.
Εδώ δεν υπάρχουν πρωίά μυρωμένα
Εδώ όλο βράδια πικρά, παγωμένα.
Εδώ σαρκοβόρων υαινών το κοπάδι
Ξεθάφτει και πάλι σκοτώνει το χάδι.
..Καλώς να ’ρθεις Μπούλη στη Χώρα της Ποίησης
Αν βέβαια να έρθεις θ’ αποφασίσεις.
Μ' αν θες μιαν ιδέα, αν θες μία γνώμη,
Μπουλάρα μην έρθεις-καιρός ειν' ακόμη.